Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Έχε­τε παρα­τη­ρή­σει ποια είναι η κυριώ­τε­ρη απο­στρο­φή των συνο­μι­λη­τών σας όταν η κου­βέ­ντα στρέ­φε­ται γύρω από τα κυβερ­νη­τι­κά μέτρα και την εξα­θλί­ω­ση στην οποία αυτά τα μέτρα οδη­γούν τις λαϊ­κές μάζες; Διορ­θώ­στε με αν κάνω λάθος αλλά, προ­σω­πι­κά, παρα­τη­ρώ ένα κοι­νό μοτί­βο απο­ρί­ας: «για­τί δεν ξεση­κώ­νε­ται ο κόσμος;»

«Για­τί δεν ξεση­κώ­νε­ται ο κόσμος», λοι­πόν; Το καλο­καί­ρι του 2011 είχαν βου­λιά­ξει οι πλα­τεί­ες με απλούς πολί­τες που φώνα­ζαν, μούν­τζω­ναν, πετού­σαν ντο­μά­τες κι αβγά, απει­λού­σαν θεούς και δαί­μο­νες, ενώ με στε­ντό­ρεια φωνή δια­τεί­νο­νταν ότι «η χού­ντα δεν τελεί­ω­σε το ’73». Το περί­φη­μο «κίνη­μα των αγα­να­χτι­σμέ­νων» είχε εξα­πλω­θεί σε ολό­κλη­ρο τον ευρω­παϊ­κό νότο και οι έντρο­μοι ‑και καλά!- ανα­λυ­τές προει­δο­ποιού­σαν την εξου­σία πως θα κιν­δύ­νευε η υπό­στα­σή της αν δεν έδι­νε την πρέ­που­σα προ­σο­χή σ’ αυτές τις φωνές. Παράλ­λη­λα, εκεί­νο το «κίνη­μα» έδει­χνε πως είχε συνε­νώ­σει τις λαϊ­κές μάζες σε μια ενιαία αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή δια­μαρ­τυ­ρία, πέρα και πάνω από κάθε επί μέρους κομ­μα­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση. Ακό­μη κι εκεί­νοι που δεν τόλ­μη­σαν (ή δεν θέλη­σαν) εκεί­νη την επο­χή να κατε­βούν στις πλα­τεί­ες, στην συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία αντι­με­τώ­πι­σαν το φαι­νό­με­νο ως ένδει­ξη πως κάτι ουσια­στι­κό θα αλλάξει.

Κι όμως, δεν χρειά­στη­κε να περά­σουν παρά λίγοι μονά­χα μήνες για να απο­δει­χτεί πώς είχα­με δίκιο όσοι αντι­με­τω­πί­ζα­με εκεί­νο το φαι­νό­με­νο με σκε­πτι­κι­σμό. Σ’ ένα κεί­με­νο με τίτλο Πάμε πλα­τεία (ακομ­μά­τι­στα), έγρα­φα τότε στο ιστο­λό­γιό μου:

«Τι πανα­πεί ότι είναι καλό που το “κίνη­μα των αγα­να­κτι­σμέ­νων” είναι ακομ­μά­τι­στο; Για­τί αυτό είναι απα­ραι­τή­τως καλό, δηλα­δή; Αν εννο­ού­με ότι αρκεί μια δια­μαρ­τυ­ρία να γίνε­ται έτσι, για την δια­μαρ­τυ­ρία, πάει καλά. Αν βλέ­που­με την “αγα­νά­κτη­ση της πλα­τεί­ας” ως αυτο­σκο­πό, ας μη συνε­χί­σου­με. Όμως, αν θέλου­με να μιλή­σου­με για το απλό “και μετά, τί;”, μάλ­λον πρέ­πει να προ­βλη­μα­τι­στού­με. Πώς θα εκφρα­στεί αυτό το “μετά”; Με εναλ­λα­γή προ­σώ­πων στην εξου­σία, σε στυλ Μανω­λιού που αλλά­ζει βρα­κί; Ή με ανα­τρο­πή του σάπιου συστή­μα­τος, πρά­ξη βαθειά πολι­τι­κή η οποία απαι­τεί και θεω­ρη­τι­κό υπό­βα­θρο και εκφραστή;»

Τώρα πια, την παρω­δια­κή κατά­λη­ξη εκεί­νου του φαι­νο­μέ­νου την ξέρου­με. Η ουρα­νο­μή­κης κραυ­γή «να καεί, να καεί το μπουρ­δέ­λο η βου­λή» ξεφού­σκω­σε σαν ανα­κου­φι­στι­κή κλα­νιά και, λίγους μήνες αργό­τε­ρα, νομι­μο­ποί­η­σε εκλο­γι­κά την παρά φύση (;) τρι­κομ­μα­τι­κή «κυβέρ­νη­ση του μαύ­ρου μετώ­που» ΠαΣοΚ-ΝΔ-ΛαΟΣ σε νόμι­μη τρι­κομ­μα­τι­κή κυβέρ­νη­ση ΝΔ-ΠαΣοΚ-ΔημΑρ, ενι­σχύ­ο­ντας παράλ­λη­λα το ζοφε­ρό φασι­στι­κό χρυ­σαυ­γή­τι­κο μόρ­φω­μα. Ο «αγα­να­χτι­σμέ­νος» πλην απαί­δευ­τος (άρα, ανερ­μά­τι­στος) λαός κατά­φε­ρε το ακα­τόρ­θω­το: να διευ­κο­λύ­νει εκεί­νους ενα­ντί­ον των οποί­ων αγα­νά­χτη­σε, να σφί­ξουν περισ­σό­τε­ρο την θηλειά στον λαι­μό του.

Τον περα­σμέ­νο Γενά­ρη φάνη­κε ότι ο λαός έκα­νε την υπέρ­βα­ση ψηφί­ζο­ντας «πρώ­τη φορά αρι­στε­ρά». Οι ελπί­δες ανα­ζω­πυ­ρώ­θη­καν και, λίγους μήνες μετά, φού­ντω­σαν χάρη σ’ εκεί­νο το επι­βλη­τι­κό Όχι του δημο­ψη­φί­σμα­τος. Σύντο­μα, όμως, οι φλό­γες ξανα­θά­φτη­καν στην χόβο­λη και η ελπί­δα για την αλλα­γή έγι­νε πικρή σιγου­ριά πως τίπο­τε δεν αλλά­ζει και είμα­στε κατα­δι­κα­σμέ­νοι. Αντί να καταρ­γη­θούν τα παλιά μνη­μό­νια «με έναν νόμο, με ένα άρθρο», υπο­δε­χτή­κα­με ένα και­νούρ­γιο, σκλη­ρό­τε­ρο από τα προη­γού­με­να μιας και τα δικά του «προ­α­παι­τού­με­να» φορ­τώ­νο­νται στα μέτρα των προη­γου­μέ­νων. Κι όμως, ο κόσμος όχι απλώς δεν ξεση­κώ­θη­κε αλλά στις πρό­σφα­τες εκλο­γές επι­κρό­τη­σε τους δημί­ους του, είτε διά της ψήφου του είτε διά της απο­χής του. Και το ερώ­τη­μα επα­νήλ­θε, ακό­μη πιο έντο­νο: «για­τί δεν ξεση­κώ­νε­ται ο κόσμος;»

Ας παρα­βλέ­ψου­με το γεγο­νός ότι η πλειο­ψη­φία όσων δια­τυ­πώ­νουν αυτό το ερώ­τη­μα περι­μέ­νουν από κάποιους άλλους (ποιούς, αλή­θεια;) να ξεση­κω­θούν (λες κι αυτοί δεν είναι «κόσμος») κι ας δού­με ένα από­σπα­σμα από την Ανα­το­μία του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού (25. Η Αργε­ντι­νή ξεπου­λιέ­ται):

«Παράλ­λη­λα, το ξεπού­λη­μα της δημό­σιας υπη­ρε­σί­ας από τον Καβά­γιο πήρε τέτοια έκτα­ση ώστε ξεπέ­ρα­σε και όσα είχε δια­πρά­ξει ο Πινο­τσέτ στην Χιλή. Μέχρι το 1994, οι 9 στις 10 δημό­σιες επι­χει­ρή­σεις είχαν παρα­δο­θεί στα μεγά­λα μονο­πώ­λια (Citibank, Vivendi, Repsol, Telefonica κλπ). Βέβαια, η κυβέρ­νη­ση Μένεμ είχε φρο­ντί­σει να μην επι­βα­ρύ­νει τους νέους ιδιο­κτή­τες, απο­λύ­ο­ντας πάνω από 700.000 εργα­ζό­με­νους πριν προ­χω­ρή­σει στο ξεπού­λη­μα.
Ο Καβά­γιο εφάρ­μο­ζε μια πολι­τι­κή “αλα Σακς” και ο Μένεμ χει­ρο­κρο­τού­σε. Το “Time” χαρα­κτή­ρι­σε την πολι­τι­κή αυτή ως “το θαύ­μα του Μένεμ”. Όμως, το πραγ­μα­τι­κό θαύ­μα ήταν άλλο: η κυβέρ­νη­ση ξεπου­λού­σε τον τόπο κι οι εργα­ζό­με­νοι βυθί­ζο­νταν στην φτώ­χεια αλλά δεν σημειώ­θη­κε καμ­μία λαϊ­κή εξέ­γερ­ση! Περί­ερ­γο φαι­νό­με­νο μεν, εξη­γή­σι­μο δε. Ας δού­με πώς:
Σε περιό­δους έκρη­ξης του πλη­θω­ρι­σμού, οι χαμη­λό­μι­σθοι πολί­τες τρέ­μουν καθώς βλέ­πουν να εξα­νε­μί­ζε­ται ταχύ­τα­τα η αξία των λιγο­στών χρη­μά­των που δια­θέ­τουν. Όταν αυτός ο φόβος φωλιά­σει στις λαϊ­κές μάζες, τότε όποια μέτρα κι αν πάρει η κυβέρ­νη­ση δεν αντι­με­τω­πί­ζο­νται με σκε­πτι­κι­σμό αλλά με μια κρυ­φή ελπί­δα πως τα πράγ­μα­τα θα καλυ­τε­ρεύ­σουν. Έτσι, από την στιγ­μή που η σύν­δε­ση του πέσο με το δολ­λά­ριο έρρι­ξε τον πλη­θω­ρι­σμό, οι λαϊ­κές μάζες είναι έτοι­μες πλέ­ον να δεχτούν ορυ­μα­γδό νέων μέτρων, με την σκέ­ψη ότι και αυτά θα βγουν σε καλό.»

Τότε, στην Αργε­ντι­νή, το «λου­κου­μά­κι» ήταν η συγκρά­τη­ση του πλη­θω­ρι­σμού. Τώρα, στην Ελλά­δα, είναι η απο­φυ­γή του Grexit, η ανα­κε­φα­λαιο­ποί­η­ση των τρα­πε­ζών για να μη χαθούν οι κατα­θέ­σεις, η εκτα­μί­ευ­ση της δόσης, οι ξένες επεν­δύ­σεις κλπ. Κοι­νός παρο­νο­μα­στής είναι ένας λαός σε κατά­στα­ση σοκ, ο οποί­ος έχει βου­λιά­ξει στον φόβο και ζει με την ελπί­δα πως η κάθε κατα­κε­φα­λιά που δέχε­ται θα είναι η τελευ­ταία. Κι επει­δή η κάθε εξου­σία γνω­ρί­ζει ότι ένας φοβι­σμέ­νος λαός δεν ξεση­κώ­νε­ται ποτέ, κάνει ό,τι μπο­ρεί για να τον εκφο­βί­ζει όλο και περισσότερο.

cogito24b

Νομί­ζω ότι, τώρα πια, η απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα «για­τί δεν ξεση­κώ­νε­ται ο κόσμος;» είναι σαφής: επει­δή αυτός ο κόσμος είναι φοβι­σμέ­νος. Έτσι, λοι­πόν, είναι σαφής και η απά­ντη­ση στο εύλο­γο ερώ­τη­μα «τί πρέ­πει να γίνει για να ξεση­κω­θεί ο κόσμος, τελι­κά;» που ακο­λου­θεί: να πάψει αυτός ο κόσμος να φοβά­ται και να πιστέ­ψει στην δύνα­μή του!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο