Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; (Β’ Μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης στο δοκί­μιό του για τον Ντο­στο­γιέφ­σκι ( στο Ξένοι Λογο­τέ­χνες, Εκδό­σεις «Ίκα­ρος», 1972) θα τονί­ζει τον έντο­νο ανθρω­πο­κε­ντρι­σμό του τελευ­ταί­ου. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι μας κατε­βά­ζει στο βασί­λειο του πόνου, θα πει, «…όχι σε μια φαντα­στι­κή κόλα­ση, παρά στην κόλα­ση των εξα­θλιω­μέ­νων ανθρώ­πων, των παρα­μορ­φω­μέ­νων από τις συν­θή­κες ζωής, στο βασί­λειο των παθών και της αγω­νί­ας, στο κρά­τος του ζόφου, όπου περισ­σεύ­ει το έγκλη­μα κι ο ανθρώ­πι­νος ξεπε­σμός» (σελ. 66). Είναι ο κόσμος της επο­χής του που βρί­σκε­ται στην τελευ­ταία του κρί­ση, αλλά ενώ η κρί­ση αυτή είναι, κατά τον Αυγέ­ρη, φυσι­κή, ο Ντο­στο­γιέφ­σκι τη βλέ­πει μετα­φυ­σι­κά. Η κρί­ση αυτή είναι ίδια με την κρί­ση του σήμε­ρα και παντού, τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, βέβαια. Ο μηδε­νι­σμός του Ντο­στο­γιέφ­σκι, όπως ανα­κύ­πτει στο «Οι δαι­μο­νι­σμέ­νοι» (ήταν ο ίδιος στο κίνη­μα των «Μηδε­νι­στών») μπο­ρεί σήμε­ρα να έχει μια άλλη έκφρα­ση και όνο­μα, αλλά το απαι­σιό­δο­ξο βλέμ­μα να βλέ­πεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν αλλά­ζει ουσια­στι­κά. Και σήμε­ρα υπάρ­χει –και ακό­μα και καλ­λιερ­γεί­ται – η μετα­φυ­σι­κή ανά­γνω­ση της κρί­σης. Σύγ­χρο­νος λοι­πόν, ο Ντο­στο­γιέφ­σκι και ίσως έτσι να εξη­γεί­ται το επί­μο­νο ενδια­φέ­ρον για συγκε­κρι­μέ­να έργα του, τα πιο γνω­στά, όπως «Ο ηλί­θιος» (1869), «Έγκλη­μα και Τιμω­ρία» (1866), «Οι Δαί­μο­νες» (1872), «Οι αδερ­φοί Καρα­μα­ζόφ» (1879–1880), στα οποία η βασα­νι­στι­κή προ­σπά­θεια του Ντο­στο­γιέφ­σκι να ανα­λύ­σει την ανθρώ­πι­νη ψυχή φτά­νει στο απο­κο­ρύ­φω­μά του και μοιά­ζει σε μεγά­λο βαθ­μό με μια προ­σπά­θεια να ανα­λύ­σει και να κατα­λά­βει την ίδια τη δική του ψυχή. Η διφο­ρού­με­νη στά­ση του συγ­γρα­φέα απέ­να­ντι στη θρη­σκεία ανα­βλύ­ζει έντο­να από το τέταρ­το κεφά­λαιο των «Αδερ­φών Καρα­μα­ζόφ» το οποίο έχει ανε­βεί σαν χωρι­στό θεα­τρι­κό έργο άπει­ρες φορές σε όλο τον κόσμο: ο Μεγά­λος Ιερο­ε­ξε­τα­στής, ένας λίβε­λος ενα­ντί­ον του Χρι­στού, στο οποίο τίθε­ται και το ζήτη­μα της ανά­γκης της θρη­σκεί­ας. Σε κάποιες σημειώ­σεις του, ο Ντο­στο­γιέφ­σκι είχε γρά­ψει: «Η Δύση έχα­σε το Χρι­στό από λάθος του καθο­λι­κι­σμού, γι’ αυτό και μόνο το λόγο η Δύση σιγο­πε­θαί­νει» (στο Μάρ­κου Αυγέ­ρη, «Ξένοι Λογο­τέ­χνες», σελ. 67/68). Με τον «Μεγά­λο Ιερο­ε­ξε­τα­στή» ο ανα­γνώ­στης μετα­φέ­ρε­ται στο Μεσαί­ω­να και η Ιερά Εξέ­τα­ση είναι στις δόξες της. Ο Χρι­στός κατε­βαί­νει ξανά στη γη για να κάνει θαύ­μα­τα. Όμως, ο Μεγά­λος Ιερο­ε­ξε­τα­στής έχει πια την εξου­σία στα χέρια του και καθο­ρί­ζει την πολι­τι­κή, κοι­νω­νι­κή και ηθι­κή τάξη. Δια­τά­ζει λοι­πόν, το Χρι­στό, να φύγει κατη­γο­ρώ­ντας τον ότι δεν έκρι­νε σωστά τους ανθρώ­πους δίνο­ντάς τους την ελευ­θε­ρία να επι­λέ­ξουν ανά­με­σα στο κακό και το καλό. Του υπεν­θυ­μί­ζει επί­σης ότι πλέ­ον οι ιερείς έχουν ανα­λά­βει το έργο του. Εκτυ­λίσ­σε­ται ένας έντο­νος διά­λο­γος ανά­με­σα στο Χρι­στό και τον Ιερο­ε­ξε­τα­στή, στον οποίο κατη­γο­ρεί­ται ο Χρι­στός ότι χάλα­σε την οργα­νω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή και ηθι­κή τάξη πραγ­μά­των δημιουρ­γη­μέ­νη από την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία για τη σωτη­ρία των ανθρώ­πων. Συμπε­ραί­νει λοι­πόν ότι ο Χρι­στός πρέ­πει να σταυ­ρω­θεί ξανά. Σύμ­φω­να με τον Μάρ­κο Αυγέ­ρη, ο Ντο­στο­γιέφ­σκι δεν μπο­ρού­σε ποτέ να απαλ­λα­χτεί από την ιδε­ο­λο­γία της απο­λυ­ταρ­χι­κής Ρωσί­ας και βλέ­πει τη ζωή σαν θρη­σκευ­τι­κή τρα­γω­δία, σαν μια θεο­δι­κία τελι­κά, στην οποία δοκι­μά­ζε­ται ο άνθρω­πος. Ο χρι­στια­νι­σμός του Ντο­στο­γιέφ­σκι χαρα­κτη­ρί­στη­κε από τον θαυ­μα­στή του, το φιλό­σο­φο Νικο­λάι Μπερ­ντιά­εφ, ως «αναρ­χι­κός».

Δαίμονες

Αυτό το έργο φανε­ρώ­νει ακρι­βώς τις συγ­χύ­σεις στις επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες που κυκλο­φο­ρού­σαν τότε στη Ρωσία. Κυκλο­φό­ρη­σε το 1872 και η χώρα βαδί­ζει σε όλο και μεγα­λύ­τε­ρο επα­να­στα­τι­κό ανα­βρα­σμό που θα οδη­γού­σε 45 χρό­νια αργό­τε­ρα στη μεγά­λη ιστο­ρι­κή έκρη­ξη. Ανα­τα­ρα­χή υπάρ­χει και στο μυα­λό των προ­σώ­πων του έργου αυτού. O Μάρ­κος Αυγέ­ρης, στο δοκί­μιό του, αφιε­ρώ­νει μερι­κές σελί­δες σ’ αυτό το εμβλη­μα­τι­κό έργο του Ρώσου δημιουρ­γού. Το έργο αυτό ως έντο­να πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κό, τρά­βη­ξε το ενδια­φέ­ρον ιδιαί­τε­ρα των αστών δια­νο­ου­μέ­νων, αφού είναι αρνη­τι­κό ως προς τις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες που επη­ρέ­α­ζαν τους νέους στη Ρωσία τότε οδη­γώ­ντας τους στο μηδε­νι­σμό, σύμ­φω­να πάντα με τον Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ποιες σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες, όμως; Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι δεν είχε γνω­ρι­στεί με τον επι­στη­μο­νι­κό σοσια­λι­σμό της επο­χής του και στη­ρι­ζό­ταν σε ό, τι ήξε­ρε από τους ουτο­πι­κούς σοσια­λι­στές της επο­χής του (Κόμπετ, Φου­ριέ, Πρου­ντόν). Μ’ αυτούς ανα­κα­τεύ­ε­ται στη σκέ­ψη του και ο επα­να­στα­τι­κός αναρ­χι­σμός του Μπα­κού­νιν. Οι «Δαι­μο­νι­σμέ­νοι» (ή «Δαί­μο­νες») γρά­φτη­καν την περί­ο­δο 1870–1872, την επο­χή δηλα­δή της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας, αλλά το έργο εμπνέ­ε­ται από τη δολο­φο­νία ενός φοι­τη­τή το 1869 στη Ρωσία από οπα­δό του Μπα­κού­νιν, τον Νετσιά­εφ. Γρά­φει ο Αυγέ­ρης: «Τις ιδέ­ες του Νετσιά­εφ τις κατα­δί­κα­σαν και τις πολέ­μη­σαν αμέ­σως από την εμφά­νι­σή τους ο Χέρ­τσεν κι όλοι οι Ρώσοι δημο­κρα­τι­κοί επα­να­στά­τες εκεί­νου του και­ρού σαν κατα­λυ­τι­κές κάθε ηθι­κής αρχής κι ολό­τε­λα μηδε­νι­στι­κές. Αυτές τις ιδέ­ες εκφρά­ζει ένας από τους πρω­τα­γω­νι­στές των «Δαι­μο­νι­σμέ­νων», ο Πιοτρ Βερ­χο­βέν­σκι. Το έργο αυτό πολε­μι­κής κατά του σοσια­λι­σμού, αν και γραμ­μέ­νο με πάθος, στο σύνο­λό του ξεπέ­φτει σε μια κοι­νή δημο­σιο­γρα­φι­κή πολε­μι­κή και μάταια αγω­νί­στη­κε ο Ντο­στο­γιέφ­σκι να το στη­ρί­ξει, όπως και στ’ άλλα έργα του, σε κάποιο μετα­φυ­σι­κό και θρη­σκευ­τι­κό υπό­βα­θρο» (σελ. 86/87). Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι ζού­σε σε μια επο­χή στην οποία είχε συσ­σω­ρευ­τεί η δυσα­ρέ­σκεια των λαϊ­κών μαζών και σιγό­βρα­ζαν εξε­λί­ξεις που θα οδη­γού­σαν στη μεγά­λη έκρη­ξη του Οκτώ­βρη του 1917. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι δεν είχε το υπό­βα­θρο, τη συγκρό­τη­ση να ερμη­νεύ­ει σωστά τα πράγ­μα­τα. Όλο η επί­θε­σή του απευ­θυ­νό­ταν στο σοσια­λι­σμό – ή σ ’αυτό που περ­νού­σε για σοσια­λι­σμό – στον καθο­λι­κι­σμό και τον αστι­σμό, τα τρία κακά που οδη­γού­σαν κατά τη γνώ­μη του το δυτι­κό κόσμο στο χαμό. Δεν είχε τα εφό­δια, ούτε την ψυχι­κή συγκρό­τη­ση για να βλέ­πει τι γινό­ταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα: οι επα­να­στα­τι­κές ζυμώ­σεις σε όλη την Ευρώ­πη μετά τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση παίρ­νο­ντας θεω­ρη­τι­κό θεμέ­λιο με τους Μαρξ-Ένγκελς, καθώς και ένας δημο­κρα­τι­κός ουμα­νι­σμός που αρχί­ζει να εξα­πλώ­νε­ται μετά από το Δια­φω­τι­σμό του 18ου αιώ­να και στη ρωσι­κή αστι­κή τάξη και στους δια­νο­ού­με­νους. ‘Όλα αυτά έρχο­νταν σε σύγκρου­ση με την οπι­σθο­δρο­μι­κή, θρη­σκευ­τι­κή-κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση στη Ρωσία προ­κα­λώ­ντας μια κοι­νω­νι­κή κρί­ση, ιδιαί­τε­ρα μετά από την εισβο­λή του Ναπο­λέ­ο­ντα. Τα αντί­θε­τα αυτά ρεύ­μα­τα δεν μπο­ρού­σαν να μην έχουν την αντα­νά­κλα­σή τους στη ρωσι­κή λογο­τε­χνία του 19ου αιώ­να και δη στο έργο του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ίσως το ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον του έργου του να βρί­σκε­ται στο γεγο­νός ότι πιο έντο­να από τους άλλους φανε­ρώ­νε­ται η βαθιά αντί­θε­ση ανά­με­σα στην καθυ­στε­ρη­μέ­νη στα­σι­μό­τη­τα της ρωσι­κής ζωής και τις ανα­νε­ω­τι­κές, επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες που έβρα­ζαν στην Ευρώ­πη. Ουσια­στι­κά ο Ντο­στο­γιέφ­σκι έβλε­πε τη λύτρω­ση του πόνου του λαού στη θρη­σκεία και δη στη λύτρω­ση με τη σταύ­ρω­ση του Χρι­στού. Καμία λογι­κή οργά­νω­ση της κοι­νω­νί­ας δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει έξω από το Θεό.

Μια σοβιετική κριτική ανάλυση των «Δαιμονισμένων»

Με το έργο του Ντο­στο­γιέφ­σκι έχουν ασχο­λη­θεί οι πάντες, συντη­ρη­τι­κοί, προ­ο­δευ­τι­κοί, κομ­μου­νι­στές και μη, σε όλο τον κόσμο, σε Δύση και Ανα­το­λή. ‘Όπως θα περι­μέ­να­με, κάτι άλλα­ξε στην προ­σέγ­γι­ση αυτή μετά την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση στη σοβιε­τι­κή Ρωσία. Έχει ενδια­φέ­ρον να δού­με την κρι­τι­κή ανά­λυ­ση των «Δαι­μο­νι­σμέ­νων» που ήδη ανα­φέ­ρα­με, του Φ.Ι.Γέβνιν του 1959, της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών. Δεν είναι δυνα­τόν να στα­θού­με εδώ σε όλο το έργο του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Να πού­με, όμως, ότι ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης στο προ­α­να­φε­ρό­με­νο δοκί­μιό του, περ­νά­ει εν τάχει, αλλά παρ’ όλο αυτό σε θαυ­μά­σιο ιδε­ο­λο­γι­κό βάθος, περί­που από όλα τα έργα του μεγά­λου δημιουρ­γού. Επί­σης δεν πρέ­πει να ξεχνά­με τη θαυ­μά­σια μελέ­τη του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου για τον ψυχι­κό κόσμο του Ντο­στο­γιέφ­σκι με τίτλο «Ο μεγά­λος αμαρ­τω­λός» και υπό­τι­τλο «Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι και τα τέρα­τά του» (εκδό­σεις «Κέδρος», 1984). Ο Γέβ­νιν θεω­ρεί ότι ο Ντο­στο­γιέφ­σκι είχε ανε­βά­σει σε επί­πε­δο γενι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας τη θρη­σκευ­τι­κή κατα­νό­η­ση της ζωής και ότι «δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η εξέ­λι­ξη έφτα­σε στην ολο­κλή­ρω­σή της (με το γρά­ψι­μο των «Δαι­μο­νι­σμέ­νων») την επο­χή που ο Ντο­στο­γιέφ­σκι έμει­νε συνέ­χεια στο εξω­τε­ρι­κό, δηλα­δή στα χρό­νια 1867–1871. Τότε ήρθε σε στε­νό­τε­ρη επα­φή, και οξύ­τε­ρη σύγκρου­ση, με τον δυτι­κό-ευρω­παϊ­κό πολι­τι­σμό παρά στα προη­γού­με­να ταξί­δια του. Τον κατα­δι­κά­ζει τελι­κά και αμε­τά­κλη­τα αυτόν τον πολι­τι­σμό, για­τί πιστεύ­ει πως βασί­ζε­ται πάνω σε αρχές ποτα­πές και εγω­ι­στι­κές, τον απο­κα­λεί «Κρά­τος του Αντί­χρι­στου» και υψώ­νει με πίστη φανα­τι­κού το λάβα­ρο της «ρωσι­κής, ορθό­δο­ξης ιδέ­ας», που τη θεω­ρεί βαθύ­τα­τα ηθι­κή και ολό­τε­λα λαϊ­κή στη βάση της. Έτσι, στις «δια­λυ­τι­κές πνο­ές», όπως τις λέει, που έρχο­νται από τη Δύση – τον αθεϊ­σμό και τον σοσια­λι­σμό – αντι­πα­ρα­τάσ­σει την «αστρα­φτε­ρή μορ­φή του ορθό­δο­ξου, του αλη­θι­νού Χρι­στού, που είναι γρα­φτό να σώσει όλο τον δυτι­κό-ευρω­παϊ­κό κόσμο». Ο Γέβ­νιν εξη­γεί την οργή του Ντο­στο­γιέφ­σκι από τον τρό­πο με τον οποίο οι ξένες εφη­με­ρί­δες, ιδιαί­τε­ρα οι γερ­μα­νι­κές, χει­ρί­στη­καν την υπό­θε­ση του φόνου του αθώ­ου φοι­τη­τή Ιβά­νοφ από τον οπα­δό του αναρ­χι­κού επα­να­στά­τη Μπα­κού­νιν, Νετσιά­εφ, που ανα­φέ­ρα­με παραπάνω.

Πολιτικό-κοινωνικό μυθιστόρημα-λίβελος; …

Οι ξένες εφη­με­ρί­δες ακο­λού­θη­σαν το παρά­δειγ­μα της αντι­δρα­στι­κής ρωσι­κής εφη­με­ρί­δας «Ειδή­σεις της Μόσχας» η οποία με αφορ­μή αυτό το φόνο «ρίχτη­κε» σε ολό­κλη­ρο το ρωσι­κό επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα. Ο Ντο­στο­γιέφ­σκι που ζού­σε τότε στο εξω­τε­ρι­κό και παρα­κο­λου­θού­σε την πολι­τι­κή στη χώρα του από ξένες εφη­με­ρί­δες, είχε θυμώ­σει παρά πολύ με τον δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νο τρό­πο με τον οποίο αυτές έδι­ναν τις ειδή­σεις από τη Ρωσία «φου­σκώ­νο­ντας» το ρωσι­κό επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα που, τάχα, ήταν κοντά στο να γκρε­μί­σει τα πάντα. Τότε ο Ντο­στο­γιέφ­σκι πήρε την από­φα­ση να γρά­ψει τους «Δαί­μο­νες». Γρά­φει λοι­πόν στον Μαϊ­κόφ: «Συνέ­λα­βα μια πλού­σια ιδέα, μιαν απ’ αυτές που συγκι­νούν αναμ­φι­σβή­τη­τα το κοι­νό. Κάτι σαν το «Έγκλη­μα ή Τιμω­ρία», αλλά ακό­μα πιο ουσια­στι­κό, που συν­δέ­ε­ται άμε­σα με το σπου­δαιό­τε­ρο από τα επί­και­ρα ζητή­μα­τα» για να προ­σθέ­σει σε ένα άλλο γράμ­μα στο ίδιο πρό­σω­πο: «Αυτό που γρά­φω τώρα, είναι έργο με σκο­πι­μό­τη­τα. Θέλω να εκφρα­στώ όσο παίρ­νει πιο θερ­μά (θα ουρ­λιά­ξουν ενα­ντί­ον μου οι μηδε­νι­στές κι οι δυτι­κό­φι­λοι –ο διά­ο­λος να τους πάρει!) Θα τα πω όλα, ως την τελευ­ταία λέξη». Αρχι­κά ο συγ­γρα­φέ­ας είχε σκο­πό να γρά­ψει ένα μεγά­λο μυθι­στό­ρη­μα που θα το ονό­μα­ζε «Το Συνα­ξά­ρι του μεγά­λου αμαρ­τω­λού» ή «Ο άθε­ος» που τελι­κά δεν το έγρα­ψε ποτέ. Η ιδέα του Ντο­στο­γιέφ­σκι για το τι είναι ο «μεγά­λος αμαρ­τω­λός» μας την εξη­γεί σε μία από τις σημειώ­σεις του: «Ένας άνθρω­πος με άμε­ση, απέ­ρα­ντη δύνα­μη μέσα του, που ζητά­ει τη γαλή­νη, που ανα­τα­ρά­ζε­ται μέχρι πόνου, και που, στις ώρες της περι­πλά­νη­σης και της ανα­ζή­τη­σης, ρίχνε­ται με χαρά σε τερα­τώ­δη ξεστρα­τί­σμα­τα και πειρασμούς…Σταθεροποιείται τελι­κά στο Χρι­στό, μα όλη του η ζωή είναι καται­γί­δα και έλλει­ψη τάξης». Η κεντρι­κή αυτή ιδέα εγκα­τα­λεί­φτη­κε και ο Ντο­στο­γιέφ­σκι συνέ­λα­βε μια και­νούρ­για ιδέα η οποία πήρε σάρ­κα και οστά στους «Δαι­μο­νι­σμέ­νους». Ωστό­σο, η βασι­κή αντί­θε­ση στη σκέ­ψη του συγ­γρα­φέα έμει­νε και αυτή ήταν η γνω­στή ντο­στο­γιεφ­σκι­κή: ορθο­δο­ξία ή αθεϊ­σμός και σοσια­λι­σμός; Που ταυ­τί­ζε­ται στη σκέ­ψη του Ντο­στο­γιέφ­σκι με το δίλημ­μα: Ρωσία ή Δύση; «Στους «Δαι­μο­νι­σμέ­νους» όμως οι ορί­ζο­ντες στε­νεύ­ουν» γρά­φει ο Γεβ­νίν: «αντί για μια άπο­ψη γενι­κή και πλα­τύ­τε­ρη, μια κοσμο­θε­ω­ρία συν­δυα­σμέ­νη με βαθιά ψυχο­λο­γι­κή ανά­λυ­ση του ατό­μου, έχου­με τώρα μια τοπο­θέ­τη­ση σε επί­πε­δο κατά κύριο λόγο κοι­νω­νι­κό-πολι­τι­κό και δημο­σιο­γρα­φι­κό». Ενώ ο κεντρι­κός ήρω­ας θα έπρε­πε να γίνει ο δολο­φό­νος Νετσιά­εφ –στο βιβλίο με τη μορ­φή του Πιοτρ Βερ­χο­βέν­σκη- όπως προ­κύ­πτει από το τετρά­διο με τις σημειώ­σεις του συγ­γρα­φέα. Όμως, γρά­φο­ντας αλλά­ζει και μια άλλη μορ­φή και γίνε­ται κεντρι­κός ήρω­ας, ο Νικο­λάϊ Σταυ­ρό­γκιν. «Κι αυτός σκο­τει­νός», σημειώ­νει ο Ντο­στο­γιέφ­σκι σε γράμ­μα του στον Στρά­χωφ, «κι αυτός κακούρ­γος. Μου φαί­νε­ται όμως πως είναι πρό­σω­πο τρα­γι­κό». Ο ήρω­ας αυτός παρου­σιά­ζε­ται ως ο χει­ρό­τε­ρος «δαί­μο­νας» του βιβλί­ου με μέσα του τη σύγκρου­ση «Ρωσία ή Δύση;» και την πάλη ανά­με­σα «στη ρωσι­κή, τη χρι­στια­νι­κή ιδέα και στις αθεϊ­στι­κές, δαι­μο­νι­κές αρχές». Έτσι το κοι­νω­νι­κό-πολι­τι­κό επί­πε­δο έχει υπό­βα­θρο το φιλο­σο­φι­κό-θρη­σκευ­τι­κό με το Σταυ­ρό­γκιν σαν τον «μεγά­λο αμαρ­τω­λό». «Ο Χρι­στός έχει παρα­μορ­φω­θεί στη Δύση», επα­να­λαμ­βά­νει στα γρα­πτά του ο Ντο­στο­γιέφ­σκι, «είναι το Κρά­τος του Αντί­χρι­στου εκεί…Η δύνα­μη δεν βρί­σκε­ται στην ανά­πτυ­ξη της βιο­μη­χα­νί­ας, αλλά στην ηθι­κή αναγέννηση…Είναι γρα­φτό η Ρωσία, η Ορθο­δο­ξία, να συγκρου­στεί με τον Αντί­χρι­στο, δηλα­δή με το πνεύ­μα της Δύσης. Εμείς οι Ρώσοι φέρ­νου­με στον κόσμο την ανα­νέ­ω­ση του χαμέ­νου ιδα­νι­κού του». Η εσω­τε­ρι­κή σύγκρου­ση του Ντο­στο­γιέφ­σκι φανε­ρώ­νε­ται με σφο­δρό­τη­τα στο ερώ­τη­μα που θέτει ο Σταυ­ρό­γκιν στον εαυ­τό του: «Τι θα γίνει αν κλο­νι­στεί η πίστη κι η ορθο­δο­ξία; Η απά­ντη­ση του συγ­γρα­φέα ήταν ότι τότε θα αρχί­σει η απο­σύν­θε­ση. Επι­ση­μαί­νει ο Γεβ­νίν: «Δεν είναι τυχαίο λοι­πόν ότι η Απο­κά­λυ­ψη ανα­φέ­ρε­ται κατ’ επα­νά­λη­ψη στις σελί­δες των «Δαι­μο­νι­σμέ­νων», ιδί­ως το μέρος της εκεί­νο για τους «θερ­μούς», «ψυχρούς» και «χλια­ρούς»: Πλη­σιά­ζουν οι έσχα­τοι χρό­νοι! Βέβαια ο Ντο­στο­γιέφ­σκι δε λέει καθα­ρά κάτι τέτοιο, δια­φαί­νε­ται όμως πότε-πότε μια προσ­δο­κία αυτού του είδους». Και ο Ντο­στο­γιέφ­σκι πάλι σε γράμ­μα στον Μαϊ­κώφ του 1870: «Το κύριο πρό­βλη­μα που θα μπει σ’ όλα τα μέρη των «δαι­μο­νι­σμέ­νων» είναι το ίδιο εκεί­νο που μ’ έχει κάνει να βασα­νί­ζο­μαι, ενσυ­νεί­δη­τα ή ασυ­νεί­δη­τα, σ’ όλη μου τη ζωή- η ύπαρ­ξη του Θεού». Μια άλλη χαρα­κτη­ρι­στι­κή για την ψυχο­σύν­θε­σή του φρά­ση (και γι αυτό και για τις κοι­νω­νι­κές-πολι­τι­κές του δια­θέ­σεις) είναι η εξής: «Αν μου από­δει­χναν μαθη­μα­τι­κά πως η αλή­θεια βρί­σκε­ται έξω από τον Χρι­στό, τότε θα προ­τι­μού­σα να μεί­νω με τον Χρι­στό παρά με την αλή­θεια». Δεν είναι τόσο περί­ερ­γο το ενδια­φέ­ρον του για τη Γαλ­λί­δα Γεωρ­γία Σάν­δη, για­τί και αυτή –παρ’ όλη την επα­να­στα­τι­κό­τη­τά της και τη δρά­ση της στο πλευ­ρό των (ουτο­πι­στι­κών) προ­ο­δευ­τι­κών ιδε­ών της Ευρώ­πης της επο­χής της- δια­τη­ρού­σε πάντα μια χρι­στια­νι­κή χροιά σε όλο το Είναι της, έστω σαν ηθι­κή διά­στα­ση και ίσως παί­ζει ρόλο και το κομ­μά­τι σλά­βι­κης ψυχής της τελευ­ταί­ας, όπως ήδη ανα­φέ­ρα­με. Αντι­φα­τι­κή η ψυχο­σύν­θε­ση της Σάν­δης, αντι­φα­τι­κή και αυτή του Ντο­στο­γιέφ­σκι. Το 1854 θα γρά­φει ο Ντο­στο­γιέφ­σκι: «Είμαι παι­δί του αιώ­να μας, παι­δί της αμφι­βο­λί­ας και της απι­στί­ας, και τώρα κι ακό­μα παρα­πέ­ρα (το ξέρω αυτό!), ως τον τάφο. Τι τρο­με­ρά βάσα­να μου κόστι­σε και μου κοστί­ζει η δίψα μου να πιστεύω, που γίνε­ται τόσο πιο έντο­νη στην ψυχή μου όσο πιο πολ­λά αντί­θε­τα επι­χει­ρή­μα­τα έχω να αντι­τά­ξω στον ίδιο τον εαυ­τό μου!» Για τον πεσι­μι­σμό των «Δαι­μο­νι­σμέ­νων» θα γρά­φει ο Μαρ­κώφ το 1879: «Δεν υπάρ­χουν που­θε­νά τύποι του αγα­θού και ιδέ­ες του καλού που να νικά­νε, δε δια­φαί­νε­ται ούτε μία από­πει­ρα του συγ­γρα­φέα να βρει και να απει­κο­νί­σει κάτι τέτοιο, για να δώσει λίγο θάρ­ρος στην κατα­θλιμ­μέ­νη ψυχή του ανα­γνώ­στη. Κλαυθ­μός και τριγ­μός των οδό­ντων γεμί­ζουν την αμαρ­τω­λή κοι­λά­δα του πόνου, όπου πλα­νιώ­νται οι σκο­τει­νές σκιές των συνωμοτών-δαιμόνων».

…Ή φιλο­σο­φι­κό-θρη­σκευ­τι­κό μυθιστόρημα-τραγωδία;

Σύμ­φω­να με τον Γεβ­νίν υπάρ­χει και η φιλο­σο­φι­κή-θρη­σκευ­τι­κή πλευ­ρά στο έργο και δεν είναι μόνο πολι­τι­κός-κοι­νω­νι­κός λίβε­λος. Θα δού­με την άπο­ψή του στο επό­με­νο μέρος, καθώς και τις ανα­λυ­τι­κές από­ψεις του Γκέ­οργκ Λού­κατς για το ίδιο έργο.

Συνε­χί­ζε­ται

ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; (A’ ΜΕΡΟΣ)

Συνε­χί­ζε­ται

______________________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο