Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; Λίβελος ή τραγωδία; (Γ’ Μέρος – Τελευταίο)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Ο Γεβνίν δεν διστάζει να χαρακτηρίζει τους «Δαίμονες» πολιτικό-κοινωνικό μυθιστόρημα-λίβελο (δείτε το Δεύτερο Μέρος) με το οποίο ο συγγραφέας ρίχνει λάσπη σε όλο το προοδευτικό επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία της δεκαετίας 1860-1870, ιδίως στις ιδέες του σοσιαλισμού και της επανάστασης ρίχνοντας βέλη στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους λογοτέχνες-στοχαστές της εποχής του. Ωστόσο, αυτή είναι η μία πλευρά του έργου. Υπάρχει και μια άλλη πλευρά, στην οποία στέκεται ο Γεβνίν, πλευρά που την χαρακτηρίζει φιλοσοφικό-θρησκευτικό μυθιστόρημα-τραγωδία. Γράφει ο Ντοστογιέφσκι στα τετράδια των «Δαιμονισμένων»: «Η ηθική και η πίστη είναι ένα και το αυτό…Η θεϊκότητα απορρέει από την πίστη. Η ανάγκη της λατρείας είναι αναφαίρετη ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης…Ούτε ένας λαός δε μπόρεσε να στηριχθεί πάνω στις αρχές της επιστήμης και της λογικής…Το λογικό δεν είχε ποτέ τη δύναμη να ξεχωρίσει το καλό από το κακό». Ήθελε λοιπόν να δώσει μια ηθική-θρησκευτική βάση στο μυθιστόρημα. Η ύλη, ωστόσο, βγαίνει από την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Ντοστογιέφσκι ήθελε τα συμπεράσματα να είναι «θεμελιώδη και αναντίρρητα» για τη βαθύτερη ουσία της ζωής. Εδώ ο Γεβνίν αναγνωρίζει τη μαεστρία του συγγραφέα: «Η απαράμιλλη ψυχολογική μαεστρία του Ντοστογιέφσκι και η μεγάλη του ικανότητα να φτάνει «στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής» -κατά την έκφραση του ίδιου του συγγραφέα – φανερώνονται ζωηρότερα από αλλού στην απεικόνιση της τυραννικής πάλης που γίνεται μεσ’ στην ψυχή του Σταυρόγκιν, με τα τραγικά του παραπατήματα ανάμεσα στο καλό και το κακό. Γιατί όμως ο Ντοστογιέφσκι κλείνει το δρόμο του κεντρικού ήρωα του δράματος –μυστηρίου προς την εσωτερική φώτιση και την κάθαρση; Γιατί ο Σταυρόγκιν, σύμφωνα με την άποψη του συγγραφέα, δεν έχει τον Θεό στην ψυχή του, γιατί η ενάρετη επιθυμία του δεν εκπηγάζει από εκστατική πίστη, αλλά μόνο από την αυτεπίγνωση και τη λογική». Η πίστη χωρίς καμία αμφιβολία ενσαρκώνεται στο έργο σε μια απλή γυναίκα του λαού, θρησκόληπτη, μισότρελη και χωρίς σχεδόν καθόλου λογική (μακάριοι οι φτωχοί του πνεύματος!) Πρόκειται για μια πίστη κατ’ ευθείαν από την καρδιά που δεν εμποδίζεται από τις παρεμβάσεις της λογικής που μόνο αμφιβολίες μπορεί να σπέρνουν. Ο Ντοστογιέφσκι την προίκισε με μια δυνατότητα να «βλέπει» αυτά που δεν φαίνονται προς τα έξω. Έτσι καταλαβαίνει το Σταυρόγκιν πριν συνειδητοποιήσει ο ίδιος καν τις ίδιες τις προθέσεις του. Δεν είναι το μόνο γυναικείο πρόσωπο που ο Ντοστογιέφσκι προικίζει στα έργα του με ικανότητες πέρα από τη λογική, ούτε είναι άγνωστο το φαινόμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία αυτός ο γνωστός διαχωρισμός των δύο φύλων με τον άνδρα κάτοχο της λογικής και τη γυναίκα της διόρασης, της διαίσθησης κλπ. Εδώ ο Ντοστογιέφσκι ακολουθεί παλαιά μονοπάτια και φανερώνεται –και σε αυτό – άνθρωπος μακριά από προοδευτικές κοινωνικές αντιλήψεις.

Και πολιτικό και θρησκευτικό

Το συμπέρασμα του Γεβνίν είναι ότι οι «Δαίμονες» ξεπερνούν τα όρια και του πολιτικού και του θρησκευτικού: «Η αντικειμενική σημασία πολλών από τις μορφές των «Δαιμονισμένων» είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια και του πολιτικού λιβέλου και του θρησκευτικού μυστηρίου. Ο συγγραφέας είναι πραγματικά μεγαλοφυής, απεικονίζοντας τα πολυσύνθετα και αντιφατικά μεταξύ τους κίνητρα, που καθορίζουν τη στάση και καθοδηγούν τη συμπεριφορά του ατομιστή- μονάδας μέσα στην κοινωνία, όπως αυτά διαμορφώνονται από το καπιταλιστικό σύστημα. Δεν είχε βέβαια τη μαντική δύναμη να προβλέψει και καθορίσει τις κινητήριες δυνάμεις μιας νέας κοινωνίας, που θα αναμόρφωναν τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ήξερε όμως να απεικονίζει στα έργα του , με τεράστια δύναμη και με εξαιρετική τέχνη, τις βαθιές εσωτερικές αντιθέσεις των ανθρώπων, τη διχασμένη τους δυσαρμονική ψυχολογία, τις παρορμήσεις που τους σπρώχνανε προς τα ύψη και τα εγωκεντρικά αρπαχτικά πάθη που τους ρίχνανε χαμηλά. Αυτό το κατόρθωσε και στους «Δαιμονισμένους».

(Οι αναλύσεις του Γεβνίν είναι παρμένες από μια περίληψη ειδικής μελέτης του για τους «Δαιμονισμένους» στο βιβλίο «Η δημιουργία του Ντοστογιέφσκι» -Έκδοση Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών 1959. Η ελληνική μετάφραση είναι των Σ. Σπαθάρη – Χ. Μιχαλακέα).

Μια ακόμη ανάλυση

«Ο Ντοστογιέφσκι βλαστημάει τους ήρωες του» είπε κάποτε ένας άλλος μεγάλος Ρώσος δημιουργός, ο Μαξίμ Γκόρκι. Σχολιάζει ο Oύγγρος μαρξιστής φιλόσοφος, κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας, Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971) στο δοκίμιό του με τίτλο «Σχετικά με την κληρονομιά του Ντοστογιέφσκι»: “Ιδιαίτερα στους «Δαίμονες» είναι οφθαλμοφανές πως ο Ντοστογιέφσκι που διακατέχεται από ένα μικροαστικό-αντεπαναστατικό μίσος, ανατρέπει ο ίδιος το περίγραμμα του χαρακτήρα των ηρώων του, μόνο και μόνο για να διαβάλλει την επανάσταση και τους επαναστάτες. Από την άλλη είναι επίσης οφθαλμοφανές ότι ο Ντοστογιέφσκι στην κυριολεξία μαγεύτηκε από τους χαρακτήρες των επαναστατών που έπλασε (δηλαδή όσοι κατά τη γνώμη του ενσαρκώνουν τις ιδέες της επανάστασης)». Στο δοκίμιο αυτό, ο Λούκατς αναρωτιέται αν ο μαρξιστής αναλυτής λογοτεχνικών έργων χρειάζεται να ψαχουλεύει, όπως οι αστοί φιλόλογοι, κάθε «σημειωματάκι» που έγραψε κάποτε κάποια προσωπικότητα για να κάνει την ανάλυσή του. Πάντως, ο Γερμανός πολιτικός και ιστορικός Φραντς Μέρινγκ (1846-1919) πίστευε ότι ο μαρξιστής ερευνητής της ιστορίας δεν χρειάζεται τέτοια ευτελή μέσα, αφού «εξαρχής διαχωρίζει το ουσιώδες από το επουσιώδες και παρόλο που είναι δυνατόν να γίνουν και λάθη, αυτό, εφόσον ο συντάκτης είναι αρκετά τίμιος, σπάνια θα συμβεί». Ο Λούκατς στο προαναφερόμενο δοκίμιο τονίζει ότι η διάσωση και η συλλογή της κληρονομιάς του Ντοστογιέφσκι οφείλονται στη σοβιετική κυβέρνηση, αλλά στα γερμανικά δημοσιεύτηκε σαν «ένας αχταρμάς μηχανιστικής φιλολογίας και λογοτεχνικού σνομπισμού. Οι εξηγήσεις χαρακτηρίζονται επίσης εν μέρει από μια ανούσια φιλολογική λεπτολογία, εν μέρει από τις ανιαρές «βαθυστόχαστες» κοινοτυπίες πάνω στο ντοστογιεφσκικό «βάθος». Μόνο σπασμωδικά βρίσκουμε εδώ και κει κάποιες μελέτες που ρίχνουν φως στη σχέση του Ντοστογιέφσκι με τους Ευρωπαίους προγόνους του (George Sand, Victor Hugo). Ο Λούκατς αποκαθηλώνει τις αντιλήψεις σχετικά με τον Ντοστογιέφσκι ως κορυφαίο πλάστη της ανθρώπινης ψυχής, ως μεγάλο ψυχολόγο που επικράτησαν από την εποχή του Νίτσε και αναρωτιέται πού οφείλεται αυτή η φήμη. Και απαντάει, ότι είναι οι ίδιοι ταξικής φύσης λόγοι που αποπλάνησαν τον Ντοστογιέφσκι στην άβυσσο των αντιφάσεων: «Διότι οι αντιφάσεις που ταλανίζουν τον Ντοστογιέφσκι δεν είναι άλλες από την αντανάκλαση της ανάπτυξης του καπιταλισμού (και ταυτόχρονα της ζύμωσης που ξεκίνησε στις εκμεταλλευόμενες τάξεις) στα μυαλά μιας ξεπεσμένης μικροαστικής διανόησης που δειλιάζει ανήμπορη ανάμεσα σε μια ρομαντική αντιπολίτευση στον καπιταλισμό και την αποδοχή του «πολιτισμού», ανάμεσα στις υποσχέσεις της επανάστασης και του αδυσώπητου μίσους εναντίον της. Αυτή η αναμονή, ο δισταγμός παρατείνεται κι από το ότι η ξεπεσμένη διανόηση από τη μία νοιώθει ότι ακριβώς κάτω από τα δικά της πόδια σύρθηκε το έδαφος (κάτω από το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκει), δεν καταλαβαίνει τις κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής εξέλιξης, δεν βλέπει διέξοδο από την κατάστασή της, και τη στρεβλή αντανάκλαση των ακατανόητων κινητήριων δυνάμεων τη μυθοποιεί σε θεούς και δαίμονες, από την άλλη βλέπει τον εαυτό της (δηλαδή το κοινωνικό στρώμα της) ως ηγέτη που θα οδηγήσει την κοινωνία πέρα από το αδιέξοδο των αντιφάσεων. Αυτή η διανόηση είναι το παθητικό, τυφλό θύμα των κοινωνικών δυνάμεων που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του καπιταλισμού, νομίζει ότι κατανοεί βαθύτερα και χειραγωγεί πιο αποτελεσματικά αυτές τις δυνάμεις απ’ ‘ο, τι κατανοούν και κατευθύνουν αυτές τον εαυτό τους. Μια τέτοια αντίληψη όμως συνοδεύεται πάντα από το αίσθημα της ανήμπορης παρατήρησης που υποσκάπτεται από την αμφιβολία και την αυτοκαταστροφή. Η αμφιβολία ισοσκελίζεται με κάποια ρομαντική-μυστικιστική υπερβολή και τεχνοτροπία και στον ποιητή και την ποίηση αποκαθίσταται η ισορροπία. Ο Ντοστογιέφσκι δεν υπερβαίνει την αντιφατικότητα των ηρώων του, αλλά τους αφήνει σ’ αυτή την κατάσταση, όμως αυτή η ματαιότητα καλύπτεται με μια «μυστικότητα», το στολισμένο πέπλο της «Σφίγγας». Κι ο κατακερματισμός αυτός της απεικόνισης ανταποκρίνεται πλέρια στις ταξικές ανάγκες των αναγνωστών του. Κι αυτοί περιφέρονται ανήμποροι μεταξύ «αλαζονείας» και «ταπεινότητας», όπως κι ο ίδιος ο συγγραφέας, και τον υποδέχονται με ενθουσιασμό όταν ξαναβλέπουν όλα τα άλυτα διλήμματα της ζωής τους «στα μεταφυσικά μυστικά» της ποίησης».

Δηλαδή, γιατί τόσο πολύ Ντοστογιέφσκι;

Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Ντοστογιέφσκι κυρίως στην πρώτη περίοδο της δημιουργίας του, έφερε στο προσκήνιο τη δυστυχία του λαού με τρόπο αριστουργηματικό. Αυτό, όπως είδαμε στην αρχή, προκάλεσε τα επαινετικά λόγια του Μπελίνσκι «τιμή και δόξα στο νεαρό συγγραφέα που η μούσα του αγαπά τους ανθρώπους που ζουν στις σοφίτες και στα υπόγεια». Μετά την επιστροφή του από τα κάτεργα και την εξορία άρχισαν να επικρατούν στα έργα του τα βασανιστικά διλήμματα σαν αυτά που αναδείξαμε μέσα από τα έργα επιφανών στοχαστών-κριτικών λογοτεχνίας. Μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα από το γεγονός ότι τα έργα της δεύτερης περιόδου επιλέγονται για να παίζονται ξανά και ξανά; Με επιφυλακτικότητα θα λέγαμε ότι, πράγματι, οι ίδιες αντιφάσεις βασανίζουν τους ανθρώπους, μια και δεν φύγαμε από το κοινωνικό σύστημα που τις δημιουργεί. Στην Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών, «παίζει» υπόκωφα το δίλημμα «Ελλάδα ή Δύση» στις σύγχρονες συνθήκες τις οποίες πολλοί βιώνουν σαν «δυτικές» (ευρωπαϊκές, λες και η Ελλάδα δεν ανήκει γεωγραφικά στην Ευρώπη, όπως είπαμε και στο πρώτο μέρος) και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανατρέχουν σε περισσότερη θρησκεία. Οι αντιδράσεις ενάντια σε κυβερνητικές αποφάσεις «αποθρησκευτικοποίησης» της παιδείας κάτι λένε. Αστικός κοσμοπολιτισμός εναντίον θρησκευτικών βαριδιών, σε αυτή την περίπτωση μέσα σ’ ένα αστικό κράτος. Δύση ενάντια σε Ανατολή ή αστικός κοσμοπολιτισμός ενάντια σε εθνικισμό; Πάντως, τα διλήμματα μοιάζουν…ντοστογιεφσκικά, έστω συγκεχυμένα. Σίγουρα παίζουν ρόλο και τα στοιχεία από την τελευταία παράγραφο του Λούκατς που ισχύουν για την μικροαστική ψυχοσύνθεση του σήμερα, αφού στο κάτω της γραφής οι κοινωνίες μας δεν έγιναν σοσιαλιστικές και οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους τις ίδιες ψυχικές παρακαταθήκες. Οι ντοστογιεφσκικοί ήρωες εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στις ταξικές ανάγκες. Στα πλαίσια του υπαρκτού κοινωνικού συστήματος δεν θα μπορέσει να λυθεί ο κοινωνικο-ψυχικός κόμβος. Θέλει άλλο για να δημιουργηθεί η προϋπόθεση για μια αρμονική σύνθεση.

ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; (A’  ΜΕΡΟΣ)

ΓΙΑΤΙ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ; (Β’ Μέρος)

 

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.