Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για ένα τριαντάφυλλο…

Γρά­φει η Τασ­σώ Γαΐ­λα //
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

10 Σεπτεμ­βρί­ου.
Παγκό­σμια Ημέ­ρα κατά της Αυτοκτονίας.
Θλι­βε­ρή υπεν­θύ­μη­ση ενός τρα­γι­κού γεγο­νό­το­ςμε συνε­χείς αυξη­τι­κές τάσεις

Μία είναι ακό­μα… με τίπο­τα δεν περ­νά η νύχτα… τι ηλί­θιο τρα­γού­δι… να αλλά­ξω σταθμό…

Τι λένε εδώ; Α, για τις γιορ­τές… Έρχο­νται τα Χρι­στού­γεν­να… κι εμέ­να τι με νοιά­ζει; Χρι­στού­γεν­να! Ίδια με πέρ­σι, με πρό­περ­σι… Θα φύγουν όλοι, θα αδειά­σει η πολυ­κα­τοι­κία κι’ εγώ μόνος εδώ… όπως πάντα…

Πόσο και­ρό αλή­θεια έχω να ζήσω κάτι ευχά­ρι­στο… Να, εδώ στο Κρα­τι­κό θα το αφή­σω, αθλη­τι­κά λένε, χα!… λες κι είμαι αθλη­τής ή πάω στα στά­δια… χα!… και τι είμαι; Σαρα­ντά­ρης, τυφλός, μόνος… Σαν αγγε­λία συνοι­κε­σί­ου ακού­γε­ται… Βλα­κεί­ες λένε εδώ… Να πάρει… Ένα σταθ­μό με ωραία τρα­γού­δια δε βρί­σκω από­ψε… Ειδή­σεις λένε πάλι;

Δύο, πήγε τώρα; Δεν περ­νά η ώρα… Τι σκε­πτό­μουν; Α, πότε πέρα­σα καλά τελευ­ταία φορά… Ωραί­ες βυζα­ντι­νές ψαλ­μω­δί­ες εδώ… Ο σταθ­μός της Εκκλη­σί­ας θα είναι… Ωραί­οι ψαλ­μοί, σαν κι εκεί­νους το βρά­δυ που πήγα στη Χρι­στια­νι­κή Γωνιά… Τι όμορ­φα που πέρα­σα! Άκου­σα στον τηλε­φω­νη­τή του Φάρου Τυφλών για την εκδή­λω­ση και που βρή­κα το κου­ρά­γιο να βγω μόνος και να πάω δεν ξέρω Άγιε Άνθιμ­με, έτσι δεν σε λένε;…

Το θυμά­μαι το όνο­μα σου καλά, άκου­γα και τον συγ­γρα­φέα του βιβλί­ου που έλε­γε το βίο σου… Εσύ –λέει- τυφλός και γύρι­ζες στα νησιά ιερα­πό­στο­λος κι έκτι­ζες Εκκλη­σί­ες και Μονα­στή­ρια, σε μια βάρ­κα-λέει- ήσουν όλη την ώρα… μα που το έβρι­σκες το κου­ρά­γιο;… κοί­τα εγώ απ’ το σπί­τι καλά-καλά δεν βγαί­νω… μελαγ­χο­λώ, φοβά­μαι Άγιε Άνθιμ­με και το τώρα και το αύριο… και πονώ… πονώ για το χτες μου… Αλή­θεια σου λέω … ξέρεις και… συγ­γνώ­μη που σου μιλώ έτσι αλλά από εκεί­νη την όμορ­φη βρα­διά σε βλέ­πω έτσι σαν «φίλο» μου και ξέρεις δεν έχω και κανέ­ναν άλλο φίλο… Ω! στα­μά­τη­σαν οι ψαλ­μοί, η βυζα­ντι­νή μου­σι­κή… να γυρί­σω σταθ­μό… Α, παλιά λαϊ­κά, μ’ αρέ­σουν… Ούτε τρείς δεν πήγε ακό­μα… Να πάρει… Εντά­ξει, λοι­πόν, αφού είσαι φίλος μου… θα σου πω την αλήθεια…

Μπο­ρεί να άκου­σα »Παρου­σί­α­ση Βιβλί­ου για τον βίο του Αγί­ου Ανθίμ­μου» , αλλά ούτε που σε είχα ξανα­κού­σει στη ζωή μου… Πρό­φα­ση βρή­κα την εκδή­λω­ση… Μάζε­ψα το κου­ρά­γιο μου να βγω λίγο από το σπί­τι… είχα ένα χρό­νο και… να βγώ… κλεί­δω­σα πίσω μου τη μιζέ­ρια μου και τις μαύ­ρες μου σκέ­ψεις κι ήρθα εκεί…

Ο συγ­γρα­φέ­ας να λέει τη ζωή σου… Χορω­δία να ψέλ­νει τρο­πά­ρια… Πέρα­σα όμορ­φα… με συγκί­νη­σε ο βίος σου αλλά δε σου κρύ­βω συγ­χρό­νως σκε­φτό­μου­να: ‑Καλά, ήρθα… τώρα πως θα γυρί­σω μεσ’ τη νύχτα μόνος στο σπί­τι στην Καλ­λι­θέα;… Και, είδες; Έκα­νες θαύ­μα εκεί­νο το βρά­δυ… άσε τους να γελούν όσοι το μάθουν πως το λέω… πως έκα­νες θαύ­μα για μένα!… Η κυρία που καθό­ταν δίπλα μου γύρι­σε και μου είπε:- Πόσο να κάνει το βιβλίο να το αγο­ρά­σω να φύγω, πριν τελειώ­σει η εκδή­λω­ση; Βιά­ζο­μαι να γυρί­σω στην Καλλιθέα…

Σ’ ευχα­ρι­στώ, για μένα που τόσο φοβό­μουν εκεί­νη την ώρα έκα­νες ένα θαύ­μα… Από την Ομό­νοια που ήταν η διά­λε­ξη, στο Σύνταγ­μα με τα πόδια… περί­πα­τος για να πάρο­με το τρό­λεϊ για Καλ­λι­θέα… πόσο και­ρό είχα να περ­πα­τή­σω με έναν άνθρω­πο πλάι μου… και να κου­βε­ντιά­ζει μαζί μου… και έχο­με τελειώ­σει κι οι δυο τη Πάντειο… και είναι αρθρο­γρά­φος και είχε έρθει τυχαία στη θέση άλλου που ήταν άρρω­στος να γρά­ψει για την εκδή­λω­ση… Κατε­βή­κα­με στην ίδια στά­ση… και της φώνα­ξα φεύ­γο­ντας-που το βρή­κα ο δει­λός το κου­ρά­γιο;- τον αριθ­μό τηλε­φώ­νου μου για να με πάρει, μα δεν το πίστευα ότι θα το κάνει… Ξέρεις, κι αφού είσαι Άγιος… το ξέρεις ‚μου τηλε­φώ­νη­σε και της είπα ότι άκου­σα τα c.d με το βίο σου και κου­βέ­ντια­σα για σένα μαζί της… Δεν έκα­νες για μένα πάλι θαύ­μα; Ξέρεις…. Το τηλέ­φω­νο μου δεν χτυ­πά­ει ποτέ…

Να, πήγε τέσ­σε­ρεις, εδώ παί­ζει τρα­γού­δια του ’60… Μ’ αρέ­σουν… Και μπο­ρεί Εσύ ‑Άγιος βλέ­πεις- τυφλός να όργω­νες τα πελά­γη με μια βάρ­κα για να διδά­σκεις το Χρι­στια­νι­σμό… ότι πίστευ­ες, τέλος πάντων,… αλλά εγώ κου­ρά­στη­κα… και κου­ρά­ζω και σένα τώρα με την γκρί­νια μου… συγ­γνώ­μη Άγιε Άνθιμ­με… Θυμά­σαι ‚άρα­γε, Εσύ ποιος είπε πως όλα διορ­θώ­νο­νται εκτός από το θάνα­το και τα γηρα­τειά;… Λάθος…λάθος έκα­νε, βάλε και τη ζωή μου… με τίπο­τα δεν θα δω άσπρη μέρα… Συγ­γνώ­μη σου ζητώ, αλλά πονάω πολύ…

Κοντεύ­ει έξι;… Ωραία! Άλλη μια νύχτα πέρα­σε … Να γυρί­σω σταθ­μό… τι λέει; Θα βρέ­ξει;.. Σκα­σί­λα μου… Έξη… Ώρα για τα χάπια μου… Να τα πιω… Για­τί;…. Όλα ίδια θα μεί­νουν … Τι με νοιά­ζει που λένε πως θα βρέ­ξει… Δε βγαί­νω από το σπί­τι κι όταν δεν βρέχει…

-Κων­στα­ντί­νε πρό­σε­χε… Κων­στα­ντί­νε κατέ­βα από το φρά­χτη… έβρε­ξε, θα γλι­στρή­σεις… Κατέ­βα, η τρια­ντα­φυλ­λιά έχει αγκά­θια θα ματώσεις…

-Να σου κόψω μαμά το τρια­ντά­φυλ­λο που βλέ­πω… ένα μόνο μπου­μπού­κι άνοι­ξε… να στο κόψω δώρο για τη γιορ­τή σου και θα κατέ­βω… είναι βρεγ­μέ­νο … Αχ! Γλιστράω…
‑Κων­στα­ντί­νε… πιά­σε το κάγκε­λο… Κων­στα­ντί­νε… Αχ! Στα ματά­κια του αίμα­τα από αγκάθια…

Ξέρεις Άγιε Άνθιμ­με… Είσαι ακό­μα εδώ έτσι; Σ’ ευχα­ρι­στώ… Ξέρεις, από τότε από το ατύ­χη­μα στο χωριό στα οκτώ μου χρό­νια ονει­ρεύ­ο­μαι να δω ένα νοτι­σμέ­νο από τις στά­λες της βρο­χής τρια­ντά­φυλ­λο … Η μητέ­ρα έφυ­γε… Μα θέλω… Θέλω το τρια­ντά­φυλ­λο … και θέλω ναι … να το δω…

Όνει­ρο «κλει­σμέ­νο» στην ψυχή μου… Μόνο σε σένα το λέω… Μπο­ρώ να το δω;…

___________________________________

Όσιος Άνθιμ­μος: (1727–1789). Τυφλός Ιερα­πό­στο­λος εκ Κεφαλ­λη­νί­ας. Η μνή­μη του τιμά­ται στις 4 Σεπτεμβρίου.
Κων­στα­ντί­νος Μυλω­νάς. Τυφλός Πολι­τι­κός Επι­στή­μο­νας. Ιδα­νι­κός Αυτό­χει­ρας… Αυτο­κτό­νη­σε στο δια­μέ­ρι­σμα του τέλη του Νοέμ­βρη του 2006.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο