Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για γέλια και για κλάματα: Η 21η Απριλίου 1967 και το «Πραξικόπημα» του παππού

Είναι αλή­θεια πως ο θεσμός της οικο­γέ­νειας, η ένω­ση του ζευ­γα­ριού, το στέ­ριω­μα και η συνέ­χειά του, πολ­λά οφεί­λει στην προ­ξε­νή­τρα του χωριού. Την επο­χή εκεί­νη η προ­ξε­νή­τρα ήταν θεσμός. Δεν υπήρ­χε γάμος που να μην είχε βάλει το χερά­κι της. Ο ρόλος της, ασφα­λώς, συνε­χι­ζό­ταν και μετά τα στέ­φα­να. Είχε λόγο επί της προί­κας, για τυχόν πανω­προί­κι, λόγο ακό­μα και για την τεκνο­ποι­ία και ευκαρ­πία της γυναι­κός, αφού άμα δεν κάρ­πι­ζε το ζευ­γά­ρι ασφα­λώς και έφται­γε η γυναίκα.

Το ανά­θε­μα έπε­φτε στην προ­ξε­νή­τρα. «Α, την παλιο­κρού­να που μας τη φόρ­τω­σε η ρου­φιά­να, η Χρή­σται­να, που έκα­νε το προ­ξε­νιό. Γκα­βω­θή­κα­με και πει­στή­κα­με. Πήρε και πέντε λίρες, έφα­γε τόσες κότες που παρα­λί­γο να πάθει κοτί­α­ση, χώρια οι μπλα­τσά­ρες και τα αυγά που κατα­βρό­χθι­σε, που να τ’ς κάτσουν κομπο­λόι στο καρ­δυ­λάγ­γο τ’ς. Μας έστ’λε τη στέρ­φα κατα­δώ και θα μείν’ το παλι­κά­ρι μας μουλουίνκο».

Συνη­θι­σμέ­να πράγ­μα­τα για την προ­ξε­νή­τρα. Αυτής δεν ίδρω­νε το αυτά­κι της κι άρχι­ζε τις οιω­νο­σκο­πί­ες. Τι πλά­τες από πρα­τί­νες κατα­βρό­χθι­ζε, από αρνά­κια ακό­μα και κατσι­κά­κια, δε λέγε­ται. Κάπου κάπου ‑έτσι έλε­γε- έφεγ­γε η σπά­λα, άρα οσο­νού­πω θα γκα­στρω­θεί η νύφ’. Να και οι πίτες. Τι μπό­μπο­λα έψη­ναν, τι μπού­γλες με λάδ’ στην εκκλη­σιά άφη­ναν παρα­κα­τα­θή­κη για αγια­σμό προς ευό­δω­ση της γκα­στριάς. Κι όλα αυτά για να αμπώ­χνου­με τον και­ρό ώσπου να κατα­λα­γιάσ’ η καψο­κα­ού­ρα της συμπε­θέ­ρας και να στα­μα­τή­σει το τετραβάγγελο.

Όλα αυτά τα ξέρω από πρώ­το χέρι, αφού η για­γιά μου ήταν μια από τις σπου­δαιό­τε­ρες προ­ξε­νή­τρες στο Τζου­μέρ­κο. Εξαι­ρε­τι­κή με πρώ­τες επι­τυ­χί­ες. Τι πρώ­τες. Μονα­δι­κές! Έχει να λέει όλο το Τζου­μέρ­κο. «Άμα θέλ’ς να απο­κα­τα­στή­σεις το κορίτσ’ , να πας στη Χρή­σται­να. Καλού – κακού πάρε και κάνα δυο κοκό­ρια». Και κοκό­ρια έρχο­νταν στο σπί­τι και τρα­χα­νά­δες μπα­κού­λες ολό­κλη­ρες, και καμπρο­λά­χα­να ‑φύτρω­σαν στην κοι­λιά μου- και τσί­που­ρα κάθε λογής από ζαμπέ­λα, αετο­νύ­χια, κού­μα­ρα και κού­μπλα. Το έπι­νες και σε χτύ­πα­γε στο Δόξα πατρί.

Σε πάρα πολ­λά προ­ξε­νή­μα­τα είχα και εγώ άμε­ση γνώ­ση. Ποτέ η για­γιά δεν μού είπε τίπο­τε, αλλά εγώ μικρός ψιλο­κα­τα­λά­βαι­να, όταν όμως μεγά­λω­σα άρχι­σα να κατα­λα­βαί­νω για τα καλά. Και είχε πολύ πλά­κα η υπόθεση.

Βρι­σκό­μα­στε στην επά­ρα­τη επτα­ε­τία. Όλο το Τζου­μέρ­κο «πατού­σε» εκεί­νος ο ανεκ­δι­ή­γη­τος Ταγ­μα­τάρ­χης. Φόβος και τρό­μος. Άπα­ντες έπρε­πε να λογο­δο­τούν ενώ­πιόν του και πολ­λοί να τον ενη­με­ρώ­νουν καταλ­λή­λως… και για το λόγο αυτό «οι τοί­χοι είχαν αυτιά». Συνέ­δρα­μαν όλοι οι καλο­θε­λη­τά­δες… Τα ήξε­ρε αυτά η για­γιά και έπαιρ­νε τα μέτρα της. Ορμή­νευε κατάλ­λη­λα τον παππού.

Αυτό συνέ­βη και σε ένα μεγά­λο προ­ξέ­νη­μα. Όλο το καλο­καί­ρι «χαμο­πά­ντρευε», όπως έλε­γε την Γιωρ­γί­τσα. «Καλό κορί­τσι και με μεγά­λο βυζί», ήταν το χαρα­κτη­ρι­στι­κό της. Βυζί σήμαι­νε προί­κα. Ο πατέ­ρας της είχε κάνει τα κου­μά­ντα του. Εξαι­ρε­τι­κός μάστο­ρας ‑χρό­νια στην ξενι­τιά- είχε κάνει καλό κομπό­δε­μα. Μονα­χο­κό­ρη η Γιωρ­γί­τσα και ο πατέ­ρας της θα τα έδι­νε όλα. Τον εκτι­μού­σε πολύ η για­γιά μου, αλλά όταν της έστει­λε επι­τα­γή ‑προ­κα­τα­βο­λή για το συνοι­κέ­σιο, τον εκτι­μού­σε απεριορίστως.

Έδω­σε – πήρε, κλα­φού­νι­σε όλο το καλο­καί­ρι, λαχά­νια­σε, για­τί ο συμπέ­θε­ρος, ο πατέ­ρας του γαμπρού, ήταν δύσκο­λο καρύ­δι, τελι­κά τα κατάφερε!

Ορί­στη­κε και άμε­σα ο γάμος, μετά από δυο βδο­μά­δες, για­τί ο πατέ­ρας και ο γαμπρός έπρε­πε, είχαν πάρει δου­λειά, να φτιά­ξουν –το συντο­μό­τε­ρο- ένα σπί­τι στα Τρί­κα­λα. Έκλει­σε η δου­λειά. Έμε­νε να ενη­με­ρώ­σει η για­γιά τον Κώστα, τον πατέ­ρα της Γιωρ­γί­τσας. Με γράμ­μα «φέξε μου και γλί­στρι­σα». Θα του έστελ­νε στο Μακρυ­νό­ρος τηλε­φω­νι­κή συν­διά­λε­ξη. Και αυτό έγι­νε. Έστει­λε συν­διά­λε­ξη το πρωί για να μιλή­σουν το από­γευ­μα, έξι ακρι­βώς. Το «τηλε­φω­νείο» λει­τουρ­γού­σε στο μονα­δι­κό μπα­κά­λι­κο του χωριού. Ο μπα­κά­λης όμως ήταν λίγο έως πολύ κου­τσο­μπό­λης, τον έτρω­γε η γλώσ­σα του και απί­θω­νε τις πλη­ρο­φο­ρί­ες του στον ταγ­μα­τάρ­χη. Έτσι μετά από δυο ώρες ορμή­νια που έκα­νε στον παπ­πού, τον έστει­λε να μιλή­σει τηλε­φω­νι­κά αυτός με τον πατέ­ρα της Γιωρ­γί­τσας. Θα του έλε­γε ότι πρέ­πει να έρθει μέσα στην εβδο­μά­δα, για­τί την επο­μέ­νη Κυρια­κή θα γίνουν τα στέ­φα­να, αφού τα συμπε­θέ­ρια βια­ζό­ντου­σαν να πάνε στα Τρί­κα­λα. Ακό­μα ήταν ανά­γκη να τον ενη­με­ρώ­σει ότι σχε­τι­κά με την προί­κα «τα πράγ­μα­τα βαί­νουν καλώς». Έφτα­νε και παρα­έ­φτα­νε. Έπρε­πε όμως να τα πει συνω­μο­τι­κά, για­τί το αυτί του μπα­κά­λη ήταν μακρύ και «μπο­ρεί να μας ματιάσ’ ο ίδιος» και να πάει στράφτ’ το έργο της.

Φάνη­κε πως τα κατά­λα­βε ο παπ­πούς. Έφτα­σε η ώρα. Πήγε στο μπα­κά­λι­κο. Μίλη­σε με τον πατέ­ρα της Γιωρ­γί­τσας. Συνωμοτικά…

«Κώστα, κοί­τα σου μιλάω και σου λέω, έχω καλά χαμπέ­ρια. Το βου­νό θα το κατα­λά­βου­με την επό­με­νη Κυρια­κή, συμ­φώ­νη­σε και ο «γκου­στέ­ρας» (το παρα­τσού­κλι του συμπέ­θε­ρου), του φτά­νουν τα καψού­λια. Θα έρθεις και την επό­με­νη Κυρια­κή, γίνε­ται το πρα­ξι­κό­πη­μα. Καλό βόλι.»

Αυτά είπε ο παπ­πούς. Ώρα έξι το από­γευ­μα. Οκτώ και τέταρ­το ο παπ­πούς συνε­λή­φθη και μαζί με τον «γκου­στέ­ρα», που κι αυτός είχε την ίδια τύχη, οδη­γή­θη­καν στα Γιάν­νι­να, στο Στρα­το­δί­κη. Αιτία. «Σύστα­ση συμ­μο­ρί­ας δια την ανα­τρο­πή της Εθνι­κής Κυβερνήσεως».

Το φύσα­γε και δεν κρύ­ω­νε για πολ­λά χρό­νια ο κακό­μοι­ρος ο παππούς…

(Από το βιβλίο του Χρή­στου Α. Τού­μπου­ρου «Με την Ηπει­ρώ­τι­κη λαλιά», Αθή­να 2018)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο