Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Για σένα άφησα τα περιστέρια του αύριο»

Δύο ποι­ή­μα­τα και ένα διή­γη­μα της Μαρ­γα­ρί­τας Ματά­τση, αντι­προ­έ­δρου της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών, εμπνευ­σμέ­να από τον ΕΑΜί­τη κομ­μου­νι­στή παπ­πού της Γιώρ­γη Κωστούρο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Δεν είναι για μένα!
Ο αγώ­νας μου,
η μέρα,
ο ήλιος που ζητάω,
δεν είναι, μόνο, για μένα!
Πώς δεν το κατά­λα­βες αδερφέ;
Για σένα άφησα
τα περι­στέ­ρια του αύριο
να τρυ­γή­σουν το κάθε μου σήμερα…
Για σένα άλλα­ξα το χρώ­μα του ονεί­ρου μου
με της καρ­διάς το χρώμα,
για σένα!

Πώς δεν το κατάλαβες,
αδερφέ,
κι άφη­σες τα λόγια,
την άγνοια,
το μαχαί­ρι της δύνα­μής σου
να με συντρίψουν;

(ΑΜΝΗΣΤΙΑ 9–4‑1971
Γραμ­μέ­νο για τον πολι­τι­κό κρα­τού­με­νο Γιώρ­γη Κωστούρο)

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Έπε­σες
σαν αστέ­ρι αυτόφωτο
στις χούφτες
της γιορ­τι­νής μέρας,
ρίχνο­ντας φως
σε ό,τι κρύβαμε
στα σκο­τά­δια της υπο­τα­γής μας!
Φύση­σες ένθεη πνοή στην ύπαρ­ξή μας
και
στη σκέ­ψη μας έχυ­σες Ήλιο!!!
Ο δρόμος
μας ανοί­χτη­κε πλατύς!!

Εσύ ο οδη­γός μας!
Εσύ ο αρχηγός!!
Σ’ ακο­λου­θά­με εμείς..

(ΑΜΝΗΣΤΙΑ 9–4‑1971
Γραμ­μέ­νο για τον πολι­τι­κό κρα­τού­με­νο Γιώρ­γη Κωστούρο)

Το δια­βα­τή­ριο

Το μπάρ­μπα-Γιώρ­γη τον ξέρα­με καλά, άσχε­τα αν τον είχα­με δει μόνο σε κάποιες παλιές, νεα­νι­κές του φωτο­γρα­φί­ες. Οι περι­γρα­φές των γονιών μας πλημ­μύ­ρι­ζαν πάντα από μια απέ­ρα­ντη συμπά­θεια, ευγνω­μο­σύ­νη, θα ’λεγες, για το πρό­σω­πό του. Η φαντα­σία μας τον είχε θεοποιήσει!! 

-Μεγά­λος Κομμουνιστής!

-Σταυ­ρώ­θη­κε σαν το Χριστό!

-Έφα­γε τη ζωή του στη φυλα­κή για μια ιδέα, λέγα­νε και ξανα­λέ­γα­νε, οι μεγάλοι.

Εμείς, πιτσι­ρί­κια του Δημο­τι­κού, ακούγαμε.

Άδι­κα τον είχα­νε δικά­σει, άδι­κα τον έσπρω­χναν στη «δήλω­ση». Μετα­χει­ρί­ζο­νταν όλα τα μέσα για να τον λυγί­σου­νε. Μέχρι και τη γριά μάνα του βάζα­νε κάθε τόσο να του γρά­φει και να τον παρα­κα­λά­ει να δηλώ­σει μετά­νοια. «-Kάνε μια μετά­νοια κι εσύ , βρε παι­δά­κι μου! Εγώ τόσες και τόσες κάνω και δεν έπα­θα τίπο­τα!» του ’γρα­φε η ταλαί­πω­ρη με αφέ­λεια. Κι αυτός που δεν το είχε σκο­πό να γονα­τί­σει της απαντούσε:-«έχω τη μέση μου ρε μάνα! Δεν κοτάω να σκύ­ψω για­τί πιά­νο­μαι!». Ύστε­ρα από κάτι τέτοιες, περή­φα­νες απα­ντή­σεις που της έστελ­νε ταχυ­δρο­μι­κά, ήταν που έτρω­γε το ξύλο της χρο­νιάς του. 

Το ’65, η αμνη­στία του γέρο Παπαν­δρέ­ου που λευ­τέ­ρω­σε όλους τους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους, στά­θη­κε αφορ­μή επι­τέ­λους να τον γνω­ρί­σου­με! Οι παλιές φωτο­γρα­φί­ες του που είχα­με δει , παρ’ ότι απο­θα­νά­τι­ζαν τη νειό­τη του, τον αδι­κού­σαν κατά­φω­ρα. Η ακτι­νο­βο­λία της συμπα­θέ­στα­της φυσιο­γνω­μί­ας του ήταν κάτι που δεν μπο­ρού­σε να συλ­λά­βει ο φακός. Μόνο το γυμνό μάτι βρι­σκό­τα­νε στην πλε­ο­νε­κτι­κή θέση να δια­κρί­νει το φωτει­νό περί­γραμ­μα του προ­σώ­που του, την απέ­ρα­ντη καλο­σύ­νη που στά­λα­ζε το βλέμ­μα του, την υπερ­βο­λι­κή γλύ­κα που σκόρ­πα­γε το χαμό­γε­λό του, τη γοη­τεία που ασκού­σε στο συνο­μι­λη­τή του, το σεβα­σμό που προ­κα­λού­σαν οι σγου­ροί, γκρί­ζοι κρό­τα­φοί του, τη λεβε­ντιά που είχε το παρά­στη­μά του, τον αέρα που απέ­πνεε το βάδι­σμά του.. Πόσο μας γέμι­σε τού­τη η παρου­σία! Μας κρα­τού­σε και τις δυο στα γόνα­τά του και μας έσφιγ­γε με λατρεία , όση ώρα ήμα­σταν στο σπί­τι του. Και μίλα­γε, όλο μίλα­γε με ζωντά­νια, δρο­σιά και πεί­σμα σαν είκο­σι χρο­νών παλ­λι­κα­ρό­που­λο, σαν να μην ήταν αυτός , που μόλις είχε βγει από το κολα­στή­ριο της Γυά­ρου! Ποτέ δεν αγα­πή­σα­με άνθρω­πο τόσο αστρα­πιαία, τόσο αυθόρ­μη­τα και τόσο βαθειά! Εννέα και δέκα χρο­νών βλα­στά­ρια, τότε, η αδερ­φή μου κι εγώ, καη­μός και λαχτά­ρα του! Στο πρό­σω­πό μας ήταν που έβλε­πε τα χαμέ­να του νιά­τα, την οικο­γέ­νεια που δεν μπό­ρε­σε ν΄ απο­κτή­σει, το μέλ­λον και τη συνέ­χεια του αγώ­να του, το νοιώθαμε.…Εκείνο που ψάχνα­με και δε βρί­σκα­με , μέσα στη πλη­θώ­ρα των προ­τε­ρη­μά­των του μπάρ­μπα Γιώρ­γη, ήτα­νε το ψεγά­δι. Το αρνη­τι­κό στίγ­μα που βάραι­νε την ύπαρ­ξή του και που έδι­νε το δικαί­ω­μα σε δικούς και ξένους, ακό­μα και τού­τη την ώρα της υπο­δο­χής του , να τον μαστι­γώ­νουν ανε­λέ­η­τα από μια θέση ισχύ­ος. Ένας αδυ­σώ­πη­τος, ασφυ­κτι­κός κλοιός γύρω του οι ανά­σες, οι κρι­τι­κές, οι επι­πλή­ξεις για τις επι­λο­γές και τις απο­φά­σεις του. Για το δρό­μο που διά­λε­ξε ν’ ακο­λου­θή­σει παρα­κάμ­πτο­ντας την πεπατημένη…Για το μέλ­λον που έπρε­πε να ζήσει κατά τα δικά τους πρότυπα. 

–Και­ρός να λογι­κευ­τείς, του λέγα­νε! Αρκε­τά πρό­σφε­ρες εσύ, φτά­νει! Ας δώσει και κανέ­νας άλλος! Τώρα να κοι­τά­ξεις το Γιώρ­γη! Να βρεις μια γυναί­κα, να παντρευ­τείς, να νοι­κο­κυ­ρευ­τείς κι εσύ, επιτέλους. 

-Δεν μπο­ρού­με να σε βλέ­που­με άλλο μαγκού­φη βρε, παι­δά­κι μου! Άκου­σέ μας λιγά­κι κι εμάς! Με τον καη­μό σου έφυ­γε η μανού­λα μας η συχωρεμένη.…Ήταν η για­γιά η Φρό­σω, τού­τη η τελευ­ταία, που σαν μεγα­λύ­τε­ρη αδερ­φή του, έβγα­ζε τον πόνο της πιο επι­τα­κτι­κά και πιο από­λυ­τα. Εκεί­νος, που χαι­ρό­ταν τις στιγ­μές της αντά­μω­σης, μη θέλο­ντας να κακο­καρ­δί­σει κανέ­ναν, έγνε­φε ναι σ’ όλες τις συμ­βου­λές και τις παρο­τρύν­σεις. Αντι­πα­ρερ­χό­ταν με μαε­στρία τους σκο­πέ­λους που του στή­να­νε και σαν έφη­βος δεκα­ο­χτά­ρης, όλο, ξεδί­πλω­νε τα ορά­μα­τά του στις έκπλη­κτες αισθή­σεις μας , κρί­ση , όρα­ση, ακοή.… Και παρ’ όλο που του ζητού­σα­με επί­μο­να να μας μιλή­σει για το παρελ­θόν, για τα βάσα­να και τα μαρ­τύ­ρια της εξο­ρί­ας του , εκεί­νος ξεγλι­στρώ­ντας σα χέλι , απέ­φευ­γε να επι­βε­βαιώ­σει το παρα­μι­κρό. Δεν ήθε­λε να τον λυπού­νται! Ένοιω­θε περή­φα­νος για τη ζωή και τη δρά­ση του και κοί­τα­ζε πάντα μπρο­στά! Η πολι­τι­κή του συνεί­δη­ση ατέ­νι­ζε, μόνο, το μέλ­λον , σάμπως, να μην υπήρ­χε ούτε το παρόν! Η εμμο­νή του σ’ αυτό το μέλ­λον τον οδή­γη­σε , δυο χρό­νια μετά, και για μια ακό­μα φορά, σε κάποιο άλλο ξερο­νή­σι της Ελλά­δας.. Και δεν είχε προ­κά­μει ούτε να παντρευ­τεί, ούτε οικο­γέ­νεια να δημιουρ­γή­σει, παρ’ όλη τη γοη­τεία και παρ΄ όλες τις κατα­κτή­σεις του. Πάνω που στυ­λώ­θη­κε επαγ­γελ­μα­τι­κά, οργώ­νο­ντας στην κυριο­λε­ξία την Κοριν­θία, επι­βλή­θη­κε το πρα­ξι­κό­πη­μα της 21ης του Απρί­λη. Η άμε­ση σύλ­λη­ψή του, τότε, μας βύθι­σε στο πέν­θος και τη θλί­ψη… Μια θλί­ψη τετρά­χρο­νης διάρ­κειας που σκόρ­πι­σε μεμιάς, όταν το 1971 η Χού­ντα των συνταγ­μα­ταρ­χών απο­φά­σι­σε τον «εκδη­μο­κρα­τι­σμό» του πολι­τεύ­μα­τος κι έδω­σε απροσ­δό­κη­τα, αμνη­στία στους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους. Τότε ξανά ’δαμε τον μπάρ­μπα Γιώρ­γη!! Πιο επι­φυ­λα­κτι­κό και πιο προ­σε­χτι­κό από άλλο­τε. Μας επι­σκε­πτό­ταν κάπου- κάπου αλλά απέ­φευ­γε τις πολι­τι­κές συζη­τή­σεις. Ήξε­ρε πως και οι τοί­χοι είχαν αυτιά και δεν ήθε­λε να μας εκθέ­σει, ούτε να μας δημιουρ­γή­σει προ­βλή­μα­τα.. Γι αυτό, όταν ερχό­ταν στο σπί­τι να μας δει, το ρίχνα­με όλοι μαζί, μικροί και μεγά­λοι, στο Δημο­τι­κό τρα­γού­δι! Κελα­ρυ­στή και γάρ­γα­ρη η φωνή του αντι­λα­λού­σε σ΄ όλη τη γει­το­νιά! Τότε ήταν που μας «φακε­λώ­σα­νε» στην Ασφά­λεια, «καρ­φώ­νο­ντας» ότι, δήθεν, τρα­γου­δού­σα­με αντάρ­τι­κα!… Οι δύσμοι­ροι ρου­φιά­νοι, αγνο­ού­σαν ότι το «παπά­κι που πάει στη ποτα­μιά» προ­ΰ­παρ­χε της κατο­χής και της Αντί­στα­σης.….… Κι αφού έτσι κι αλλιώς , οι άσχε­τοι καλο­θε­λη­τές χαφιέ­δες θα έκα­ναν τη ζημιά τους και πολύ καλά το ξέρα­με, κρί­μα που δεν τα τρα­γου­δή­σα­με τα τρα­γού­δια του ξεση­κω­μού! Μετά τις απα­νω­τές καρ­φω­τές το πήρα­με απόφαση.

–Έχου­με έναν παπ­πού Κομ­μου­νι­στή, το μπάρ­μπα Γιώρ­γη, αδερ­φό της για­γιάς μας, λέγα­με και το είχα­με καύ­χη­μα! Άνοι­γαν και μας δέχο­νταν οι αγκα­λιές όλων εκεί­νων που δεν τους άγγι­ξε η μαυ­ρί­λα της δικτα­το­ρί­ας , καθη­γη­τές, φίλοι, φοι­τη­τές ακό­μα και συμ­μα­θη­τές της ηλι­κί­ας μας… Ήταν το δια­βα­τή­ριό μας ο μπάρ­μπα Γιώρ­γης!! Μ’ ένα τέτοιο δια­βα­τή­ριο περ­νάς ανε­μπό­δι­στα τα σύνο­ρα κάθε ανοι­χτής καρδιάς!…

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΩΣΤΟΥΡΟΣ
35 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

ΜΠΑΡΜΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΜατασηΣτις 10/5/1980 πέθα­νε ο μπαρ­μπα-Γιώρ­γης ο Κωστού­ρος, πολυα­γα­πη­μέ­νος αδερ­φός της για­γιάς μου. Ο μπαρ­μπα-Γιώρ­γης γεν­νή­θη­κε το 1914 από αγρό­τες γονείς στο Καί­σα­ρι Κοριν­θί­ας. Πολυ­με­λής η οικο­γέ­νειά του κι η μάνα του η για­γιά Βασι­λι­κή που πέθα­νε πλή­ρης ημε­ρών αλλά και άπει­ρων βασά­νων, σε ηλι­κία 101 ετών, έφε­ρε στον κόσμο επτά παι­διά: To Mήτσο, το Θεο­δό­ση, τη Φρό­σω, το Γιάν­νη, τη Μαρί­να, το Γιώρ­γη και το Χρήστο.

Ο πόλε­μος του ΄40 βρή­κε το μπαρ­μπα-Γιώρ­γη ελεύ­θε­ρο ακό­μα από οικο­γε­νεια­κές υπο­χρε­ώ­σεις, επι­τυ­χη­μέ­νο έμπο­ρα και περι­ζή­τη­το γαμπρό, με μεγά­λη ακί­νη­τη περιου­σία. Η Γερ­μα­νι­κή κατο­χή σήμα­νε την αρχή της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης. Ο μπαρ­μπα- Γιώρ­γης ο Κωστού­ρος εντά­χτη­κε χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Αγνός πατριώ­της και γεν­ναί­ος αγω­νι­στής έκα­νε ότι μπό­ρε­σε για να συμ­βάλ­λει στην απε­λευ­θέ­ρω­ση της Χώρας μας από τους Φασί­στες κατα­κτη­τές. Ώσπου ήρθε η απε­λευ­θέ­ρω­ση, τα Δεκεμ­βρια­νά, η συν­θή­κη της Βάρ­κι­ζας, οι διώ­ξεις, οι φυλα­κές, οι εξο­ρί­ες, το ξέσπα­σμα των προ­σω­πι­κών παθών και αντι­ζη­λιών. Στο στό­χα­στρο, ένας από τους πολ­λούς κι ο μπαρ­μπα-Γιώρ­γης. Τη σύλ­λη­ψή του, που δεν άργη­σε να συμ­βεί, ακο­λού­θη­σε μια από εκεί­νες τις συνη­θι­σμέ­νες της επο­χής φτια­χτές δίκες που του επι­δί­κα­σε σωρεία «εγκλη­μά­των» ικα­νών να τον σαπί­σουν στη φυλα­κή. Κατα­δι­κά­στη­κε σε ισό­βια δεσμά κι έτσι πήρε το δρό­μο της εξο­ρί­ας. Σχε­δόν επί μια ολό­κλη­ρη εικο­σα­ε­τία βίω­σε το δρά­μα των διω­κό­με­νων κομ­μου­νι­στών της Ελλά­δας. Ο Γ.Κ. τότε δεν ήταν ακό­μα Κομ­μου­νι­στής . Κομ­μου­νι­στής έγι­νε στην πορεία έκτι­σης της ποι­νής του. Συνα­να­στρε­φό­με­νος με όλους εκεί­νους τους σπου­δαί­ους ιδε­ο­λό­γους ανθρώ­πους των Γραμ­μά­των και των Τεχνών που σύρ­θη­καν μαζί του προς ανα­μόρ­φω­ση στον «Παρ­θε­νώ­να» της Μακρο­νή­σου. Εκεί έπε­σε με τα μού­τρα στη μελέ­τη, εντρύ­φη­σε στο Μαρ­ξι­σμό-Λενι­νι­σμό και ενστερ­νί­στη­κε την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία. Αφού γνώ­ρι­σε όλες, σχε­δόν, τις «εγκλη­μα­τι­κές» φυλα­κές της Ελλά­δας (Κέρ­κυ­ρας, Ηρα­κλεί­ου Κρή­της, Μακρό­νη­σο, Γιού­ρα, Λέρο κ.α.) ευδό­κη­σε το 1965 να τύχει της Αμνη­στί­ας του Γ. Παπαν­δρέ­ου και να γυρί­σει στο Κιά­το όπου με αγά­πη τον υπο­δέ­χτη­καν και τον φιλο­ξέ­νη­σαν οι εκεί συγ­γε­νείς του. Το 1967 συνε­λή­φθη εκ νέου από τη Χού­ντα των συνταγ­μα­ταρ­χών και εκτο­πί­στη­κε έως το Πάσχα του 1971 οπό­τε και ελευ­θε­ρώ­θη­κε με νέο διά­ταγ­μα Αμνη­στί­ας, στα πλαί­σια εκδη­μο­κρα­τι­σμού του δικτα­το­ρι­κού καθε­στώ­τος. Στη διάρ­κεια της μετα­πο­λί­τευ­σης δού­λε­ψε σκλη­ρά προ­σπα­θώ­ντας να επι­βιώ­σει, οργώ­νο­ντας στην κυριο­λε­ξία την Κοριν­θία και τους αγρούς της. Οργα­νω­μέ­νος στο Κόμ­μα, έως την ύστα­τη πνοή του, αγό­ρα­σε και πρό­σφε­ρε σε αυτό έναν όρο­φο-γρα­φεία , στην παρα­λια­κή οδό του Κιά­του, όπου ακό­μα και σήμε­ρα στε­γά­ζε­ται και εδρεύ­ει το ΚΚΕ. Στη δεκα­ε­τία του 1970, ήταν ένας από τους υπο­ψή­φιους βου­λευ­τές του στο νομό Κοριν­θί­ας. Παράλ­λη­λα με την κομ­μα­τι­κή του δρά­ση, η δρά­ση του για τα κοι­νά είχε το προ­βά­δι­σμα σε σχέ­ση με οποια­δή­πο­τε προ­σω­πι­κή φιλο­δο­ξία ή επι­δί­ω­ξη. Δυστυ­χώς έφυ­γε νωρίς, σε ηλι­κία 66 ετών, χτυ­πη­μέ­νος από την «επά­ρα­το νόσο» της επο­χής, τον καρκίνο

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο