Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Μακρόνησο… Επ… Σταμάτα να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Μα προσοχή μεγάλη. Πού θα σταθείς; Πού θα πατήσεις;
Κάθε σταλαγματιά Γης ζυμωμένο με αίμα, χρυσάφι, καημό και ιστορία. Κάθε σβώλος ηρωϊσμό πίκρα και θυσία.
Τι να ντυθείς; Και τι να βάλεις; Όπως κι όπως δεν μπορείς να πας στο Μακρονήσι.
Τόπος Ιερός…! Κρανίου τόπος… Γυμνός! Κοτρόνες κι αφάνες κι ασπάλαθοι κι αγέρηδες και φίδια και ζουζούνια και γυμνοσάλιαγκοι .
Ύμνος και Θρήνος και βόγκος
Και λάμψη αστεριών.
………….
Δεμένα κεφάλια. Σπασμένα χειροπόδαρα. Τσακισμένα Κορμιά. Ατρόμητες Ψυχές.
Ένα γύρω! Χιλιάδες μάτια. Χιλιάδες στόματα. Κι όλοι το ίδιο.
Σαν δεν σκύψεις. Σαν δε βάλεις στο χαρτί την ρημάδα υπογραφή
Σε περνάν απέναντι! Τρελό ή πεθαμένο!
Κολαστήριο και βάραθρο κι άβυσσος. Πυρ Καθαρτήριο.
……….
Παλικάρι αθλητικός και λεβεντόκορμος θα πέσει στο αγκαθόσυρμα και μες στα αίματα θα τρέξει σκούζοντας προς την θάλασσα.
Μέριασε βράχε να διαβώ!
Θα σου φράξουνε όμως τον δρόμο και θα σε ανασύρουνε από τη θάλασσα πνιγμένο!
………
Κι Όλυμπος ήταν και Προμηθέας και Δίας ανάλγητος με γκρεμούς και βρόντους.
Αλλά και Λόγος και Ιδέα και Πίστις.
………
Το καψόνι της Δίψας το χειρότερο. Από βραδύς φέρανε μπακαλιάρο. Την επόμενη μέρα οι στάμνες δεν θα φύγουνε για να γεμίσουν.
Την Τρίτη μέρα. Το τελευταίο φλιτζάνι το δώσαμε στον Βάβακο, τον τρελό της σκηνής.
Το σάλιο στέγνωσε. Κόλλησε στον λαιμό . Και το στόμα ξερό.
Την άλλη μέρα φέρανε την στάμνα γεμάτη θαλασσόνερο.
Το μεσημέρι της 5ης μέρας φέρανε επιτέλους νερό.
Κι αλμύρα και ήλιος καυτός και βάσανο.
Τιτάνα και γίγαντα Λαέ. Να αυτό είναι το Μακρονήσι.
Στήσου σεμνά και προσκύνησε.
Τόπος Ιερός. Κρανίου Τόπος.
Βόγκος και θρήνος και Καυμός και Ύμνος και Αξιοπρέπεια και Θάνατος.
Τα Μακρονήσια της Γης να μην ξαναγίνουν…!!