Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για την ιστορική σημασία της Οκτωβριανής Επανάστασης

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης //

Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση προ­έ­κυ­ψε ως συνέ­πεια συσ­σώ­ρευ­σης εκρη­κτι­κών κοι­νω­νι­κών αντι­θέ­σε­ων στην τσα­ρι­κή Ρωσία, οξυ­μέ­νων στο έπα­κρο από τη συμ­με­το­χή της χώρας στον πόλε­μο, σε μια συγκυ­ρία όπου καμία πολι­τι­κή δύνα­μη, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και των αρι­στε­ρών (εσέ­ρων και μεν­σε­βί­κων), που υπο­στή­ρι­ζε ή απο­δε­χό­ταν τον καπι­τα­λι­στι­κό δρό­μο ανά­πτυ­ξης δεν ήταν σε θέση να τις λύσει.

Η νίκη της επα­νά­στα­σης, μετά από ένα αιμα­τη­ρό εμφύ­λιο πόλε­μο, και η επα­κό­λου­θη δημιουρ­γία της ΕΣΣΔ απο­τέ­λε­σαν μεί­ζο­να υπαρ­ξια­κή απει­λή για το παγκό­σμιο κεφα­λαιο­κρα­τι­κό σύστη­μα, για όλες τις δυνά­μεις της ταξι­κής κυριαρ­χί­ας και εκμετάλλευσης.

Μπο­ρού­με να πού­με ότι θεμε­λιώ­δες γνώ­ρι­σμα του σοβιε­τι­κού σοσια­λι­σμού (και εν γένει του σοσια­λι­σμού του 20ου αιώ­να) είναι η εγκα­θί­δρυ­ση της κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας στα μέσα παρα­γω­γής με τη μορ­φή της κρα­τι­κο­ποί­η­σής τους.

Υπό καθε­στώς κοι­νω­νι­κής-κρα­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας στα μέσα παρα­γω­γής και σχε­διο­ποι­η­μέ­νης διεύ­θυν­σής τους η ΕΣΣΔ σημεί­ω­σε μεγά­λη οικο­νο­μι­κή πρό­ο­δο και ανα­βάθ­μι­ση του βιο­τι­κού επι­πέ­δου των λαών της.

Η σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία, εκκι­νώ­ντας από συν­θή­κες οικο­νο­μι­κής κατάρ­ρευ­σης και στη­ρι­ζό­με­νη στις δικές της δυνά­μεις, μπό­ρε­σε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει σε σύντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα ένα κρί­σι­μο τεχνο­λο­γι­κό και πολι­τι­σμι­κό άλμα, το οποίο της έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα να νική­σει τις δυνά­μεις του ναζι­σμού στο φονι­κό­τε­ρο πόλε­μο της ιστο­ρί­ας. Τερά­στιας σημα­σί­ας ήταν οι κοι­νω­νι­κές αλλα­γές που έλα­βαν χώρα στην ΕΣΣΔ. Για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία οι εργα­ζό­με­νοι, ως φορείς εργα­τι­κής δύνα­μης, έπα­ψαν να απο­τε­λούν εμπό­ρευ­μα, δεδο­μέ­νου ότι κατο­χυ­ρώ­θη­κε για όλους το δικαί­ω­μα στην εργα­σία και επε­τεύ­χθη η πλή­ρης απα­σχό­λη­ση του πλη­θυ­σμού. Επι­προ­σθέ­τως, η πρό­σβα­ση στα πλέ­ον σημα­ντι­κά κατα­να­λω­τι­κά αγα­θά (βασι­κά τρό­φι­μα) και υπη­ρε­σί­ες (υγεί­ας, εκπαί­δευ­σης, ανα­ψυ­χής, στέ­γης, κοι­νής ωφέ­λειας, συγκοι­νω­νί­ας) ήταν κατο­χυ­ρω­μέ­νη από την κοι­νω­νία, είτε δωρε­άν, είτε σε χαμη­λές έως συμ­βο­λι­κές τιμές, βάσει της σημα­σί­ας τους για την ικα­νο­ποί­η­ση των θεμε­λιω­δών ανθρώ­πι­νων αναγκών.

Οι σημα­ντι­κές επι­τυ­χί­ες στους τομείς της περί­θαλ­ψης, της επι­στή­μης, της εκπαί­δευ­σης και της πολι­τι­σμι­κής ανά­πτυ­ξης κατέ­στη­σαν την ΕΣΣΔ συγκρί­σι­μη με τις πλέ­ον ανε­πτυγ­μέ­νες κεφα­λαιο­κρα­τι­κές χώρες του πλανήτη.

Δεδο­μέ­νων των κοι­νω­νι­κών επι­τευγ­μά­των του σοβιε­τι­κού καθε­στώ­τος μπο­ρού­με να πού­με ότι στην περί­πτω­σή  του η ανθρω­πό­τη­τα ανί­χνευ­σε τις πραγ­μα­τι­κές δυνα­τό­τη­τες χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας στις υλι­κές συν­θή­κες του 20ου αιώνα.

Ωστό­σο αυτές οι δυνα­τό­τη­τες είχαν ορι­σμέ­νους κρί­σι­μους περιο­ρι­σμούς, κάτι που πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να λαμ­βά­νε­ται υπό­ψη όταν επι­χει­ρεί­ται η ερμη­νεία της ιστο­ρι­κής πορεί­ας και τελι­κής ήττας της πρώ­της σοσια­λι­στι­κής κοινωνίας.

Το σοβιε­τι­κό καθε­στώς δια­μορ­φώ­θη­κε και ανα­πτύ­χθη­κε σε σκλη­ρή, παρα­τε­τα­μέ­νη αντι­πα­ρά­θε­ση με τους ταξι­κούς αντι­πά­λους του στο εσω­τε­ρι­κό και με τις κατά πολύ πιο ισχυ­ρές ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυνά­μεις στο εξω­τε­ρι­κό. Σε αυτή την αντι­πα­ρά­θε­ση ήταν ανα­πό­φευ­κτα υπο­χρε­ω­μέ­νο να ασκεί βία, ανα­πτύσ­σο­ντας μηχα­νι­σμούς κατα­στο­λής. Θα πρέ­πει να τονι­στεί ότι η βία που ασκού­σε το σοβιε­τι­κό καθε­στώς ήταν αντί­στοι­χη της δύνα­μης των αντι­πά­λων του και της απει­λής που αυτοί αντι­προ­σώ­πευαν για την επι­βί­ω­σή του. Ήταν από­το­κη της δικής του αστά­θειας και της αδυ­να­μί­ας του στις συν­θή­κες του 20ου αιώ­να να κατα­στή­σει τις νέες κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις μη ανα­στρέ­ψι­μες. Ωστό­σο η βία της επα­νά­στα­σης στρά­φη­κε και ενα­ντί­ον αρκε­τών πρω­τα­γω­νι­στών της. Αυτή η ιδιαι­τέ­ρως δρα­μα­τι­κή διά­στα­ση της σοβιε­τι­κής ιστο­ρί­ας συνα­ντά­ται σε όλες τις πραγ­μα­τι­κά μεγά­λες επα­να­στά­σεις, απο­τε­λώ­ντας ιδιό­τυ­πο νόμο τους. Πρό­κει­ται θα λέγα­με για το νόμο των ορί­ων της επανάστασης.

Κάθε πραγ­μα­τι­κά μεγά­λη επα­νά­στα­ση η οποία δημιουρ­γεί μια ριζι­κά νέα κοι­νω­νία αντι­με­τω­πί­ζει μετά τη νίκη της μια πολύ δια­φο­ρε­τι­κή κατά­στα­ση από αυτή που προη­γεί­ται της καθε­στω­τι­κής ανα­τρο­πής. Για­τί, ενώ συνή­θως για την αμφι­σβή­τη­ση του παλιού καθε­στώ­τος αρκούν ένας τελι­κός στό­χος που παρα­πέ­μπει σε μια νέα κοι­νω­νία (ο οποί­ος ανα­πό­φευ­κτα είναι γενι­κός και ασα­φής) καθώς και συγκε­κρι­μέ­να αιτή­μα­τα που ικα­νο­ποιούν άμε­σες ανά­γκες του πλη­θυ­σμού, η δρο­μο­λό­γη­ση της οικο­δό­μη­σης της νέας κοι­νω­νί­ας απαι­τεί σαφείς ενδιά­με­σους στό­χους, προ­σαρ­μο­σμέ­νους στις συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες και δυνα­τό­τη­τες όπου λαμ­βά­νουν χώρα οι επα­να­στα­τι­κές αλλα­γές. Τότε ανα­κύ­πτει το ζήτη­μα των ορί­ων της επα­νά­στα­σης, των αντι­κει­με­νι­κών και ανα­πό­δρα­στων περιο­ρι­σμών της, η συνει­δη­το­ποί­η­ση των οποί­ων είναι ανα­γκαία για τη συγκρό­τη­ση των απαι­τού­με­νων επι­μέ­ρους στό­χων της μετα­σχη­μα­τι­στι­κής δρά­σης. Χωρίς αυτή τη συνει­δη­το­ποί­η­ση η επα­νά­στα­ση δεν μπο­ρεί να έχει μέλλον.

Ο Λένιν ανα­φέρ­θη­κε με μεγά­λη οξυ­δέρ­κεια στο κρί­σι­μο ζήτη­μα της προ­σαρ­μο­γής του έργου των επα­να­στα­τών στις συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες της δρά­σης τους:
«Πραγ­μα­τι­κοί επα­να­στά­τες τις περισ­σό­τε­ρες φορές έσπα­σαν τα μού­τρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχι­ζαν να γρά­φουν την ‘επα­νά­στα­ση’ με κεφα­λαίο γράμ­μα, να εξαί­ρουν την ‘επα­νά­στα­ση’ σαν κάτι το σχε­δόν θεϊ­κό, να χάνουν τα μυα­λά τους, να χάνουν την ικα­νό­τη­τα να σκέ­πτο­νται, να ζυγιά­ζουν, να ελέγ­χουν με τον πιο ψύχραι­μο και νηφά­λιο τρό­πο σε ποια στιγ­μή, μέσα σε ποιες συν­θή­κες, σε ποιον τομέα δρά­σης πρέ­πει να ξέρουν να ενερ­γούν επα­να­στα­τι­κά και σε ποια στιγ­μή, μέσα σε ποιες συν­θή­κες, σε ποιον τομέα δρά­σης πρέ­πει να ξέρουν να περ­νούν στη μεταρ­ρυθ­μι­στι­κή δρά­ση. Πραγ­μα­τι­κοί επα­να­στά­τες θα χαθούν […] μόνο στην περί­πτω­ση που θα χάσουν τη νηφα­λιό­τη­τά τους και θα τους περά­σει από το μυα­λό, ότι τάχα ‘η μεγά­λη, η νικη­φό­ρα, η παγκό­σμια’ επα­νά­στα­ση μπο­ρεί και πρέ­πει υπο­χρε­ω­τι­κά να λύσει με επα­να­στα­τι­κό τρό­πο τα κάθε λογής προ­βλή­μα­τα μέσα σε οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες και σε όλους τους τομείς της δρά­σης – και στην περί­πτω­ση αυτή θα χαθούν ασφαλώς».1
Η συνει­δη­το­ποί­η­ση των ορί­ων της επα­νά­στα­σης συνά­πτε­ται με ανα­γκαί­ες υπο­χω­ρή­σεις και ελιγ­μούς, με διαρ­κείς προ­σαρ­μο­γές του τελι­κού-στρα­τη­γι­κού στό­χου στις αντι­κει­με­νι­κές δυνα­τό­τη­τες αλλα­γής της κοινωνίας.

Όμως σε συν­θή­κες επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας κατά την οποία με βίαιο τρό­πο και δια­μέ­σου σφο­δρών ταξι­κών συγκρού­σε­ων οι δυνά­μεις της επα­νά­στα­σης αλλά­ζουν την κοι­νω­νία, η ανα­γνώ­ρι­ση ορί­ων και η τρο­πο­ποί­η­ση των στό­χων είναι πάντα κάτι εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λο κι επώ­δυ­νο, συνυ­φα­σμέ­νο με ανα­πό­φευ­κτες δια­σπά­σεις και συγκρού­σεις εντός του στρα­το­πέ­δου της επα­νά­στα­σης, μετα­ξύ των ηγε­τών και πρω­τα­γω­νι­στών της. Οι συγκρού­σεις αυτές δεν μπο­ρεί να μην κατα­τεί­νουν σε βίαιη λύση, δεδο­μέ­νου ότι η δύνα­μη και η βία είναι η γλώσ­σα της επα­νά­στα­σης (οι επα­να­στά­σεις συμ­βαί­νουν ακρι­βώς επει­δή χρειά­ζε­ται βία για να λυθούν οξύ­τα­τες κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις), αλλά και επει­δή η ανα­γνώ­ρι­ση ορί­ων προ­ώ­θη­σης της επα­νά­στα­σης σχοι­νο­βα­τεί ανα­πό­φευ­κτα μετα­ξύ υπο­χω­ρή­σε­ων ανα­γκαί­ων για τη σωτη­ρία της και υπο­χω­ρή­σε­ων που οδη­γούν στην ήττα της.

Θα λέγα­με ότι δεν υπάρ­χει μεγά­λη επα­νά­στα­ση (και η Οκτω­βρια­νή ήταν η μεγα­λύ­τε­ρη και συγκλο­νι­στι­κό­τε­ρη της ιστο­ρί­ας) που να μην είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να ανα­γνω­ρί­σει τα όριά της, να τρο­πο­ποι­ή­σει τους στό­χους της, να προ­βεί σε ανα­γκαί­ες υπο­χω­ρή­σεις σε σχέ­ση με το αρχι­κό σχέ­διο. Και συνά­μα δεν υπάρ­χει μεγά­λη επα­νά­στα­ση (ακρι­βώς ως επα­νά­στα­ση που δημιουρ­γεί μια νέα κοι­νω­νία σε σφο­δρή σύγκρου­ση με την παλιά) που να μην κιν­δυ­νεύ­ει εξαι­ρε­τι­κά από τα λάθη της, από την πέραν ορι­σμέ­νου μέτρου παρέκ­κλι­ση από τον τελι­κό σκοπό.

Όπως έδει­ξε και η εμπει­ρία της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, η σφο­δρό­τη­τα των αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων εντός του ίδιου του επα­να­στα­τι­κού στρα­το­πέ­δου οξύ­νε­ται από το γεγο­νός ότι στα δια­φο­ρε­τι­κά τμή­μα­τα και ηγε­τι­κές ομά­δες του βρί­σκουν έκφρα­ση τα συμ­φέ­ρο­ντα και οι δια­θέ­σεις των δια­φο­ρε­τι­κών κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των και τάξε­ων που συμ­με­τέ­χουν στην επα­νά­στα­ση, μετα­ξύ των οποί­ων κατά την εξέ­λι­ξη της επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας προ­κύ­πτουν αντι­θέ­σεις και αντιπαραθέσεις.

Έτσι λοι­πόν η πορεία μιας επα­νά­στα­σης ανα­πό­φευ­κτα ενέ­χει και το ‑κατά κανό­να- βίαιο «ξεκα­θά­ρι­σμα λογα­ρια­σμών» μετα­ξύ των ίδιων των επα­να­στα­τι­κών δυνά­με­ων. Γι’ αυτό και οι πρω­τα­γω­νι­στές της επα­να­στα­τι­κής ανα­τρο­πής ενός καθε­στώ­τος δεν είναι ποτέ ακρι­βώς ίδιοι με αυτούς που πρω­τα­γω­νι­στούν στην οικο­δό­μη­ση της νέας κοι­νω­νί­ας (σε διά­φο­ρες φάσεις αυτής της οικο­δό­μη­σης). Και, συνε­πώς, δεν υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά μεγά­λη επα­νά­στα­ση που να μην «τρώ­ει τα παι­διά της», του­λά­χι­στον ορι­σμέ­να από αυτά.

Ανα­φο­ρι­κά με το σοβιε­τι­κό καθε­στώς χρειά­ζε­ται να έχου­με υπό­ψη ότι οι νέες σχέ­σεις ιδιο­κτη­σί­ας εγκα­θι­δρύ­θη­καν πάνω σε υλι­κή βάση κλη­ρο­νο­μη­μέ­νη από το παρελ­θόν, η οποία, στην πλέ­ον προηγ­μέ­νη εκδο­χή της αφο­ρού­σε θύλα­κες εκμη­χα­νι­σμέ­νης παρα­γω­γής-μεγά­λης βιο­μη­χα­νί­ας, με κυρί­αρ­χο όμως τον τερά­στιο όγκο προ­βιο­μη­χα­νι­κών μέσων παρα­γω­γής και προ­βιο­μη­χα­νι­κών τύπων εργα­ζο­μέ­νου (σε συνάρ­τη­ση με τη δια­τή­ρη­ση προ­κε­φα­λαιο­κρα­τι­κών κοι­νω­νιών σχέσεων).

Και πρέ­πει να σημειω­θεί ότι, παρά τη μεγά­λη τεχνο­λο­γι­κή πρό­ο­δο που σημειώ­θη­κε, η υλι­κή βάση της χώρας, ακό­μη και στην περί­πτω­ση της εκτε­νώς ανα­πτυγ­μέ­νης μεγά­λης βιο­μη­χα­νί­ας, παρέ­με­νε εν πολ­λοίς ανα­ντί­στοι­χη των κομ­μου­νι­στι­κών σχέσεων.

Βεβαί­ως η εκμη­χα­νι­σμέ­νη παρα­γω­γή απο­τε­λεί (όπως ευθέ­ως επε­σή­μα­ναν οι θεμε­λιω­τές του μαρ­ξι­σμού) εκεί­νο το επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης των παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων το οποίο καθι­στά εφι­κτή την εγκα­θί­δρυ­ση της κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και τη σχε­διο­ποι­η­μέ­νη διεύ­θυν­σή τους.

Ας μη μας δια­φεύ­γει όμως ότι ακό­μη και σε αυτό το επί­πε­δο δια­τη­ρεί­ται ο υπο­δου­λω­τι­κός κατα­με­ρι­σμός εργα­σί­ας, η αντί­θε­ση μετα­ξύ δια­νοη­τι­κής, διοι­κη­τι­κής, δημιουρ­γι­κής, ευχά­ρι­στης και χει­ρω­να­κτι­κής, εκτε­λε­στι­κής, κοπιώ­δους, μονό­το­νης, ανθυ­γιει­νής εργασίας.

Στην ΕΣΣΔ σε όλη τη διάρ­κεια της ιστο­ρί­ας της μεγά­λο μέρος των εργα­ζο­μέ­νων απο­τε­λού­σαν χει­ρώ­να­κτες-άμε­σοι παρα­γω­γοί, χει­ρι­στές χει­ρο­κί­νη­των εργα­λεί­ων ή υπη­ρέ­τες της λει­τουρ­γί­ας των μηχα­νών. Επρό­κει­το, στην πλειο­νό­τη­τά τους, για φορείς στοι­χειω­δών γνώ­σε­ων, περιο­ρι­σμέ­νης τεχνι­κής ειδί­κευ­σης, οι οποί­οι  μπο­ρού­σαν να αντι­λαμ­βά­νο­νται και να ελέγ­χουν μερι­κώς μόνο τις άμε­σες  συν­θή­κες της εργα­σί­ας τους, ενώ  στε­ρού­νταν  την ικα­νό­τη­τα σφαι­ρι­κής γνώ­σης και ελέγ­χου των ευρύ­τε­ρων παρα­γω­γι­κών διαδικασιών.

Σε συν­θή­κες όμως εκτε­νούς αντι­κα­τά­στα­σης των εμπο­ρευ­μα­τι­κών-χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων από σχέ­σεις σχε­διο­με­τρι­κής οργά­νω­σης της οικο­νο­μί­ας, οι οποί­ες απαι­τού­σαν διευ­θυ­ντι­κό έργο υψη­λής ειδί­κευ­σης, θεμε­λιω­μέ­νο στην κατα­νό­η­ση τεχνο­λο­γι­κών-παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών μεγά­λης κλί­μα­κας, η πλη­θώ­ρα των χει­ρω­να­κτών εργα­ζο­μέ­νων-άμε­σων παρα­γω­γών απεί­χε παρα­σάγ­γες από τη δυνα­τό­τη­τα άμε­σης ανά­λη­ψης του έργου αυτού. Στις δεδο­μέ­νες συν­θή­κες κομ­βι­κό ρόλο στη διεύ­θυν­ση της οικο­νο­μί­ας έπαι­ζε ανα­πό­φευ­κτα ένας ξεχω­ρι­στός από τους άμε­σους παρα­γω­γούς διοι­κη­τι­κός μηχα­νι­σμός, απο­τε­λού­με­νος από ειδικούς.

Σε όλη την ιστο­ρία της ΕΣΣΔ η διά­στα­ση μετα­ξύ του διαρ­κώς διευ­ρυ­νό­με­νου σώμα­τος των ειδι­κών (φορέ­ων της δια­νοη­τι­κής-διευ­θυ­ντι­κής εργα­σί­ας) και των χει­ρω­να­κτών-άμε­σων παρα­γω­γών δεν ήταν εφι­κτό να ξεπεραστεί.

Μάλι­στα σε συν­θή­κες όπου ένα πολύ μεγά­λο μέρος των χει­ρω­να­κτών εργα­ζο­μέ­νων στη φυσι­κή  αμε­σό­τη­τά τους απο­τε­λού­σε παρα­γω­γι­κή δύνα­μη και συνε­πώς το απο­τέ­λε­σμα της εργα­σί­ας, η ποσό­τη­τα και η ποιό­τη­τα του παρα­γό­με­νου προ­ϊ­ό­ντος, εξαρ­τιό­ταν εν πολ­λοίς   από τις φυσι­κές προ­σπά­θειές τους (από την έντα­ση, το ρυθ­μό, την επι­δε­ξιό­τη­τα χρή­σης των σωμα­τι­κών τους δυνά­με­ων για τη λει­τουρ­γία των μέσων παρα­γω­γής), για τη σχε­διο­ποι­η­μέ­νη διεύ­θυν­ση της οικο­νο­μί­ας ήταν ανα­γκαία και η  διεύ­θυν­ση των ίδιων των χει­ρω­να­κτών εργαζόμενων.

Αυτό σήμαι­νε τη δια­τή­ρη­ση και ανα­πα­ρα­γω­γή των σχέ­σε­ων διεύ­θυν­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο εντός της εργα­σί­ας, πράγ­μα που οδη­γεί στην εμφά­νι­ση του γρα­φειο­κρα­τι­κού φαι­νο­μέ­νου. Είναι σημα­ντι­κό να επι­ση­μαν­θεί ότι το φαι­νό­με­νο αυτό στην ΕΣΣΔ δεν μπο­ρού­σε να καταρ­γη­θεί δια­μιάς, δεδο­μέ­νης της ανά­γκης για μεγά­λης κλί­μα­κας σχε­διο­με­τρι­κή διεύ­θυν­ση του συστή­μα­τος της παρα­γω­γής και της αδυ­να­μί­ας των άμε­σων παρα­γω­γών να φέρουν σε πέρας αυτό το καθή­κον, ακρι­βώς επει­δή παρέ­με­ναν άμε­σοι παραγωγοί.

Συνά­μα στη ΕΣΣΔ (όπως και στις άλλες σοσια­λι­στι­κές χώρες) δεν κατέ­στη εφι­κτή η υπέρ­βα­ση των εμπο­ρευ­μα­τι­κών-χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων. Παρά τη συρ­ρί­κνω­ση τους σε ορι­σμέ­νες περιό­δους αυτές δια­τη­ρού­νταν πάντα, νόμι­μα στις σχέ­σεις κυρί­ως μετα­ξύ του κρα­τι­κού και του συνε­ται­ρι­στι­κού τομέα, καθώς και μετα­ξύ των παρα­γω­γών και των τελι­κών κατα­να­λω­τών, αλλά και παρά­νο­μα στο πλαί­σιο της σκιώ­δους οικονομίας.

Η αντι­με­τώ­πι­ση των εμπο­ρευ­μα­τι­κών-χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων, ο τρό­πος και ο βαθ­μός αντι­κα­τά­στα­σής τους από τις σχέ­σεις σχε­διο­με­τρι­κής διεύ­θυν­σης της οικο­νο­μί­ας απο­τέ­λε­σε ένα τερά­στιο πρό­βλη­μα για τη σοβιε­τι­κή οικο­νο­μι­κή θεω­ρία και πολι­τι­κή. Η μη επι­τυ­χής επί­λυ­σή του, είτε εξαι­τί­ας της βεβια­σμέ­νης κατάρ­γη­σης των εμπο­ρευ­μα­τι­κών και χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων, ακό­μη και σε τομείς όπου αυτές ήταν ανα­πό­δρα­στες, είτε εξαι­τί­ας της εκτε­νούς απο­κα­τά­στα­σής τους, ακό­μη και σε τομείς όπου είχε ανα­πτυ­χθεί σημα­ντι­κά ο κοι­νω­νι­κός χαρα­κτή­ρας της εργα­σί­ας, απέ­βη μοι­ραία για το σοσια­λι­στι­κό εγχείρημα.

Η ανά­πτυ­ξη των εμπο­ρευ­μα­τι­κών σχέ­σε­ων στο πλαί­σιο μιας ογκώ­δους σκιώ­δους οικο­νο­μί­ας, η οποία (διευ­κο­λυ­νό­με­νη και από την οικο­νο­μι­κή πολι­τι­κή των σοβιε­τι­κών κυβερ­νή­σε­ων από τη δεκα­ε­τία του 1960 και μετά) άρχι­σε να διεισ­δύ­ει σε διά­φο­ρους τομείς της επί­ση­μης οικο­νο­μί­ας, έπαι­ξε απο­φα­σι­στι­κό ρόλο στη δια­μόρ­φω­ση των κοι­νω­νι­κών δυνά­με­ων που ανέ­τρε­ψαν τελι­κά το σοσια­λι­στι­κό καθεστώς.

Ο Μαρξ, ανα­φε­ρό­με­νος στην κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος, είχε ανα­γνω­ρί­σει με εξαι­ρε­τι­κή οξυ­δέρ­κεια το ανα­πό­φευ­κτο μιας ιστο­ρι­κής περιό­δου κατά την οποία αυτή θα υφί­στα­ται πάνω όχι στη δική της βάση, αλλά σε μια βάση που κλη­ρο­νό­μη­σε από την προη­γού­με­νη κοι­νω­νία, και συνε­πώς «από κάθε άπο­ψη, οικο­νο­μι­κά, ηθι­κά, πνευ­μα­τι­κά, [θα] είναι γεμά­τη με τα σημά­δια της παλιάς κοι­νω­νί­ας, που από τους κόλ­πους της βγήκε».2

Η ΕΣΣΔ, όπως και οι άλλες σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες του 20ου αιώ­να, δεν μπό­ρε­σε να υπερ­βεί τα «σημά­δια» του ιστο­ρι­κού παρελ­θό­ντος από το οποίο προ­έ­κυ­ψε. Ούτε θα μπο­ρού­σε άλλω­στε. Όσο δια­τη­ρού­νται εντός του συστή­μα­τος της υλι­κής παρα­γω­γής μορ­φές εργα­σί­ας (κοπιώ­δους, μονό­το­νης, ανθυ­γιει­νής) που απο­τε­λούν άχθος για τους εργα­ζό­με­νους και όσο επί­σης το προ­ο­ρι­ζό­με­νο για κατα­νά­λω­ση κοι­νω­νι­κό προ­ϊ­όν δεν επαρ­κεί για τη βέλ­τι­στη από ποσο­τι­κή και ποιο­τι­κή σκο­πιά ικα­νο­ποί­η­ση των ανα­γκών θα δια­τη­ρεί­ται για τμή­μα­τα του κόσμου της εργα­σί­ας και η σχε­τι­κή διά­στα­ση μετα­ξύ ατο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Θα δια­τη­ρού­νται εντός της σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και συμπε­ρι­φο­ρές (κομ­φορ­μι­σμός, κατα­να­λω­τι­σμός, καριε­ρι­σμός, ηθι­κή διπρο­σω­πία, νεπο­τι­σμός) που απά­δουν προς τους στρα­τη­γι­κούς της στό­χους, για τον έλεγ­χο των οποί­ων, προ­κει­μέ­νου να μην απο­κτή­σουν ανοι­κτά αντε­πα­να­στα­τι­κή δυνα­μι­κή, θα είναι ανα­γκαία και πολι­τι­κά-κατα­σταλ­τι­κά μέσα. Συνα­κό­λου­θα, θα δια­τη­ρεί­ται και η πιθα­νό­τη­τα ανα­τρο­πής του σοσια­λι­στι­κού καθεστώτος.

Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη αυτή την ιδιο­μορ­φία των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών κοι­νω­νιών ο σοβιε­τι­κός στο­χα­στής Βίκτορ Βαζιού­λιν τις απο­κα­λεί «πρώ­ι­μο σοσια­λι­σμό», θεω­ρώ­ντας ως βασι­κή αντί­φα­σή τους την εγκα­θί­δρυ­ση της κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας επί εισέ­τι ανα­ντί­στοι­χης προς αυτή υλι­κής βάσης.3

Το σοβιε­τι­κό καθε­στώς ηττή­θη­κε τελι­κά όταν οι ανα­πό­δρα­στες στις συγκε­κρι­μέ­νες συν­θή­κες ιδιό­τυ­πες αντι­φά­σεις του έγι­ναν ανε­ξέ­λεγ­κτες, γεν­νώ­ντας ένα ισχυ­ρό εντός της οικο­νο­μί­ας καθώς και του κομ­μα­τι­κού και κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού συνα­σπι­σμό αντι­σο­σια­λι­στι­κών δυνά­με­ων, σε μια συγκυ­ρία όπου οι δυνά­μεις που το υπε­ρα­σπί­ζο­νταν βρέ­θη­καν, όσον αφο­ρά τη θεω­ρη­τι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή τους συγκρό­τη­ση, εντε­λώς απρο­ε­τοί­μα­στες να αντι­με­τω­πί­σουν τις πρώτες.

Ωστό­σο, παρά τις εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις, την αστά­θεια και τελι­κή ήττα του το σοβιε­τι­κό καθε­στώς απο­τέ­λε­σε κοσμοϊ­στο­ρι­κής σημα­σί­ας από­δει­ξη του εφι­κτού κατάρ­γη­σης της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και έναρ­ξης της οικο­δό­μη­σης σχέ­σε­ων αλλη­λεγ­γύ­ης και συντρο­φι­κό­τη­τας μετα­ξύ των ανθρώ­πων. Γι’ αυτόν ακρι­βώς το λόγο προ­κα­λεί το μίσος των δυνά­με­ων που υπη­ρε­τούν την εξου­σία του κεφα­λαί­ου, από τη φασι­στι­κή έως τη φιλε­λεύ­θε­ρη δεξιά, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και της αντι­κομ­μου­νι­στι­κής νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. Ο κόσμος του κεφα­λαί­ου συνε­χί­ζει τη σφο­δρή πολε­μι­κή ενα­ντί­ον της σοβιε­τι­κής κλη­ρο­νο­μιάς ακρι­βώς για το γεγο­νός ότι η ΕΣΣΔ απο­τέ­λε­σε εναλ­λα­κτι­κό κοι­νω­νι­κό σύστη­μα ειδο­ποιό γνώ­ρι­σμα του οποί­ου ήταν η ικα­νο­ποί­η­ση των μαζι­κών ανα­γκών των εργα­ζο­μέ­νων. Ως τέτοιο ενέ­πνευ­σε αισιο­δο­ξία και φώτι­σε συγκλο­νι­στι­κούς αγώ­νες των ανθρώ­πων του μόχθου με στό­χο τη χει­ρα­φέ­τη­σή τους.

Η τερά­στια οικο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­σμι­κή κατα­στρο­φή που επέ­φε­ρε στους λαούς της ΕΣΣΔ η  παλι­νόρ­θω­ση της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας  κατα­μαρ­τυ­ρεί το γεγο­νός ότι μόνο σε συν­θή­κες κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας των μέσων παρα­γω­γής θα μπο­ρού­σαν να δια­τη­ρή­σουν και να βελ­τιώ­σουν περαι­τέ­ρω το επί­πε­δο δια­βί­ω­σης που επέτυχαν.

Ο δρό­μος προς την κοι­νω­νία της συντρο­φι­κό­τη­τας και αλλη­λεγ­γύ­ης χαρά­χτη­κε για πρώ­τη φορά στην πρά­ξη από το εγχεί­ρη­μα της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Η επα­νέ­νω­ση της ταξι­κά διαι­ρη­μέ­νης ανθρω­πό­τη­τας άρχι­σε από ιδε­α­τό σχέ­διο να γίνε­ται ιστο­ρι­κή εμπει­ρία. Κι αυτό απο­τε­λεί πολύ­τι­μη παρα­κα­τα­θή­κη για ένα νικη­φό­ρο μέλ­λον των αγώ­νων την παγκό­σμιας εργα­τι­κής τάξης.

Σημειώ­σεις

1.Β.Ι. Λένιν, «Η σημα­σία του χρυ­σού τώρα και ύστε­ρα από την πλή­ρη νίκη του σοσια­λι­σμού», στο: Β.Ι Λένιν, Άπα­ντα, τ.44, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1983, σ.223.
2.Κ. Μαρξ, Κρι­τι­κή του προ­γράμ­μα­τος της Γκό­τα, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1994, σ. 21.
3.Β.Α. Βαζιού­λιν, Η λογι­κή της ιστο­ρί­ας, Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2004, σ. 400.

«Ιστο­ρία και κομ­μου­νι­σμός» του Περι­κλή Παυ­λί­δη (Εκδό­σεις ΚΨΜ)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο