Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για την ποιητική συλλογή «Μακρινή παρουσία» του Αλέκου Χατζηκώστα

Παρου­σιά­ζει η Βαγ­γε­λιώ Πολυ­μέ­νου //
φιλόλογος*

Ξεκι­νώ­ντας, την παρου­σί­α­ση των ποι­η­μά­των θα ήθε­λα να ανα­φέ­ρω το στί­χο που έγρα­ψε η Κατε­ρί­να Αγγε­λά­κη Ρουκ –η σημα­ντι­κή αυτή ποι­ή­τρια που πριν λίγες μέρες έφυ­γε από τη ζωή- για την ποί­η­ση: «Για να γεν­νη­θεί ένα ποί­η­μα, λέει η ποι­ή­τρια, θέλει να το γεν­νή­σει μια πλη­γή. Το ποί­η­μα είναι η ουλή. Πάνω στην ουλή πατά­ει το ποί­η­μα και με το ποί­η­μα για­τρεύ­ε­ται η ψυχή».

Αυτή τη σκέ­ψη είχα στο νου όταν, δια­βά­ζο­ντας τα ποι­ή­μα­τα της «Μακρι­νής παρου­σί­ας», προ­σπά­θη­σα να ανι­χνεύ­σω την πλη­γή που τα γέν­νη­σε. Μια πρώ­τη ένδει­ξη έχου­με στο οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλί­ου, όπου ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας απο­κα­λύ­πτει ότι η ενα­σχό­λη­σή του με αυτό το είδος της τέχνης δεν είχε μόνο τον χαρα­κτή­ρα κατα­φυ­γί­ου στις ώρες της μονα­ξιάς του, αλλά και ένα χαρά­κω­μα εξω­τε­ρί­κευ­σης σκέ­ψε­ων και συναι­σθη­μά­των προς τους γύρω του.

MAKRINI PAROUSIA1Βέβαια, οι ποι­η­τι­κές σκέ­ψεις και τα συναι­σθή­μα­τα αφορ­μώ­νται από τις εμπράγ­μα­τες κατα­στά­σεις που βιώ­νει το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο και εντέ­λει τις μετου­σιώ­νει μετά από μια επώ­δυ­νη δια­δι­κα­σία σε λεκτι­κά γεγο­νό­τα. Έτσι και τα ποι­ή­μα­τα της «Μακρι­νής παρου­σί­ας» έχουν ανα­φο­ρά σε έντο­νες ψυχι­κές εμπει­ρί­ες που ο ποι­η­τής τις κατα­χω­ρί­ζει σε έξι θεμα­τι­κές ενό­τη­τες. Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με 60 στο σύνο­λό της ποι­ή­μα­τα, δομεί­ται στις κατη­γο­ρί­ες του Χρό­νου, του Τόπου, της Κοι­νω­νί­ας, του Και­ρού, του Νερού και της Προ­σμο­νής και περι­λαμ­βά­νει 7 έως 14 ποι­ή­μα­τα η καθε­μιά της με μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή φωτο­γρα­φία να συνο­δεύ­ει την αρχή της κάθε ενό­τη­τας που απο­κα­λύ­πτει και τις εικα­στι­κές ευαι­σθη­σί­ες του ποιητή.

Τα ποι­ή­μα­τα φέρουν τίτλο άμε­σα σχε­τι­ζό­με­νο με το περιε­χό­με­νο τους. Λει­τουρ­γούν ως μικρές αυτο­τε­λείς αφη­γη­μα­τι­κές ιστο­ρί­ες με την κορύ­φω­σή τους να βρί­σκε­ται στην κατα­κλεί­δα τους. Με τον ίδιο τρό­πο, και η κάθε μια από τις παρα­πά­νω ενό­τη­τες λει­τουρ­γεί νοη­μα­τι­κά και δομι­κά ως αυτό­νο­μη ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση αλλά και από κοι­νού με τις άλλες.

Τα ποι­ή­μα­τα εντάσ­σο­νται στην μοντέρ­να ποί­η­ση, πεζό­μορ­φα με ανο­μοιό­μορ­φη δομή στί­χων και στρο­φών, μεσαί­ας φόρ­μας κυρί­ως, κάποια σε στρο­φι­κές ενό­τη­τες και άλλα σε ενιαία μορ­φή στί­χων, δίνουν τη δυνα­τό­τη­τα στον ποι­η­τή να εκφρά­ζε­ται ελεύ­θε­ρα και να χρη­σι­μο­ποιεί εκεί­νη τη μορ­φή ανά­λο­γα με αυτό που θεω­ρεί σημα­ντι­κό να τονί­σει κάθε φορά. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο της γλώσ­σας του ο λεκτι­κός πλη­θω­ρι­σμός ονο­μά­των, τα οποία συντε­λούν στην αφη­γη­μα­τι­κή οικο­νο­μία των ποι­η­τι­κών τοπί­ων αλλά και κρυ­πτο­γρα­φούν συμ­βο­λι­κά τα νοή­μα­τα που ο ανα­γνώ­στης καλεί­ται συνειρ­μι­κά να ακο­λου­θή­σει, ώστε να μυη­θεί στις ατρα­πούς της δια­νό­η­σής του ποιητή.

Σε πρώ­τη ανά­γνω­ση έχου­με να κάνου­με με μια ποί­η­ση που οι συναι­σθη­μα­τι­κοί της συσχε­τι­σμοί και προ­βλη­μα­τι­σμοί ανα­πτύσ­σο­νται στις λεπτο­μέ­ρειες της καθη­με­ρι­νό­τη­τας. Μια πιο προ­σε­κτι­κή ματιά, όμως, απο­κα­λύ­πτει την επώ­δυ­νη δια­δι­κα­σία με πολ­λές εξάρ­σεις και υφέ­σεις με την οποία ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας προ­σπα­θεί να αιχ­μα­λω­τί­σει την υπαρ­ξια­κή αγω­νία μέσα από τις πολ­λές όψεις του εφή­με­ρου. Ο ανεκ­πλή­ρω­τος έρω­τας, η τραυ­μα­τι­σμέ­νη μνή­μη, η δια­ψευ­σμέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι μάταιες υπο­σχέ­σεις, η άτα­κτη φυγή, το ξεθω­ρια­σμέ­νο όνει­ρο εναλ­λάσ­σο­νται με την προ­σμο­νή ελπί­δας και τη βεβαιό­τη­τα αισιό­δο­ξης ανατροπής.

Αυτά είναι τα ποι­η­τι­κά μοτί­βα που κυριαρ­χούν στην ποί­η­ση της «Μακρι­νής παρου­σί­ας» και γίνο­νται το όχη­μα της ανα­ζή­τη­σης της περί του κόσμου αλή­θειας. Ο ποι­η­τής μας γνω­ρί­ζει πως « ό,τι δια­λαν­θά­νει της μνή­μης απο­τε­λεί αλή­θεια», σύμ­φω­να με τον Φρό­υντ, και γι αυτό δια­σώ­ζει την καθη­με­ρι­νή του ζωή, τις επι­θυ­μί­ες, τα πάθη του , τις απο­γοη­τεύ­σεις του μέσα στην ποί­η­ση του δίνο­ντάς τους υπό­στα­ση μακρι­νής παρου­σί­ας. Προ­σπα­θεί, λοι­πόν, να ματαιώ­σει ορι­στι­κά το μάταιο και φευ­γα­λέο του ανθρώ­πι­νου βίου με τη μακρι­νή παρου­σία της ελπί­δας που έρχε­ται. Η φωτο­γρα­φία στο εμπρο­σθό­φυλ­λο, άκρως συμ­βο­λι­κή, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται, από την ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των απει­κο­νί­ζει ένα παγκά­κι στα χαλί­κια μιας παρα­λί­ας, ακρι­βώς εκεί όπου σκά­ζει το κύμα της ήρε­μης θάλασ­σας. Υπάρ­χει ορί­ζο­ντας, υπάρ­χει απου­σία ανθρώ­πων, αλλά το παγκά­κι υπο­δη­λώ­νει την παρου­σία μιας γλυ­κιάς προσμονής.

MAKRINI PAROUSIA2

Ας πάμε τώρα στα ίδια τα ποι­ή­μα­τα. Στην πρώ­τη ενό­τη­τα της «Μακρι­νής παρου­σί­ας» του Χρό­νου, ο ποι­η­τής δια­πι­στώ­νει τους νομο­τε­λεια­κά επα­να­λαμ­βα­νό­με­νους ρυθ­μούς του και καθώς έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τη φθο­ρά και το θάνα­το που ο χρό­νος φέρ­νει προ­λα­βαί­νει να κάνει τους απο­λο­γι­σμούς του παρελ­θό­ντος επι­μη­κύ­νο­ντας τα μαγευ­τι­κά ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα και τους ερω­τι­κούς χορούς και μεγε­θύ­νο­ντας ελπί­δες και κου­ρά­για χαμό­γε­λου. Γρά­φει ο ποι­η­τής στο ποί­η­μα «Μετρώ­ντας»:

« Τα κου­ρά­για άλλωστε
Βρί­σκο­νται στις ρίζες
Και όχι στα φυλλώματα
Υπο­μο­νε­τι­κά να διη­γού­νται τις ιστορίες
Για όσα έμει­ναν ακόμη
Μα κυρί­ως να προ­σφέ­ρουν απρόσμενα
Προ­στα­σία από τους ξυλοκόπους»

Όσο για την επό­με­νη ενό­τη­τα, την μακρι­νή παρου­σία του Τόπου, με τα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα, μας ταξι­δεύ­ει σε μέρη που υπήρ­ξαν και συνε­χί­ζουν να είναι σημα­ντι­κά για τον ποι­η­τή. Η Εληά, τα ερει­πω­μέ­να παλιά σπί­τια με τις σκου­ρια­σμέ­νες σιδε­ρό­πορ­τες, τα πλα­κό­στρω­τα των αστι­κών ανα­πλά­σε­ων, η πλα­τεία Ναυα­ρί­νου είναι χώροι άμε­σα συνυ­φα­σμέ­νοι με την ανθρω­πο­γε­ω­γρα­φία των κατοί­κων τους, οι οποί­οι βρί­σκουν κατα­φύ­γιο σ΄αυτούς για να στε­γά­σουν την εφή­με­ρη ζωή τους.

«Πλα­τεία Ναυαρίνου»

Αψί­δες παλιών θριάμβων
Πολύ­βουοι ξενι­χτι­σμέ­νοι πεζόδρομοι
Καφέ­δες, βιβλία, δισκά­δι­κα, ναρκωτικά
Περισ­σεύ­ει το θρά­σος της νιότης
Κάθο­νται σε γυά­λι­νους πύργους
Ζουν σε μία σύγ­χρο­νη Βαβέλ
Κτί­ζουν συχνά στην άμμο
Περ­νούν το σήμε­ρα για χτες
……………………………….»

Στην επό­με­νη ενό­τη­τα της μακρι­νής παρου­σί­ας της Κοι­νω­νί­ας ανα­γνω­ρί­ζου­με τον δημο­σιο­γρά­φο και πολι­τι­κό ακτι­βι­στή Αλέ­κο Χατζη­κώ­στα που μας φέρ­νει αντι­μέ­τω­πους με τα προ­βλή­μα­τα της καθη­με­ρι­νό­τη­τας για να ανα­λο­γι­στού­με και να αφυ­πνι­στού­με. Ο ρυθ­μός των ποι­η­μά­των εδώ είναι δια­φο­ρε­τι­κός από όλα τα υπό­λοι­πα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής με ομοιο­κα­τα­λη­ξία και τόνο επι­κό παρα­κι­νούν σε εγρή­γορ­ση και διά­θε­ση επα­να­στα­τι­κή για την επί­λυ­ση κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των όπως είναι οι πρό­σφυ­γες της Μόριας, οι επι­στρο­φές ανα­δρο­μι­κών, η από­κτη­ση τίτλων «αντο­χής», οι φυσι­κές κατα­στρο­φές. Ο πολι­τι­κός ρεα­λι­σμός του ποι­η­τή δεν αφή­νει περι­θώ­ρια για αυτα­πά­τες και

«προ­σμο­νή μέλ­λου­σας ευτυ­χι­σμέ­νης ζωής,
εκτός και αν αποφασίσουμε
των υπαρ­χό­ντων νόμων την ανατροπή»

όπως γρά­φει στο ποι­ή­μα του «Κοι­νω­νι­κές αυταπάτες».

Έτσι, αν η ποί­η­ση είναι η αντι­ποι­η­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σε ελεύ­θε­ρη μετά­φρα­ση στα ποή­μα­τα της ενό­τη­τας της Κοι­νω­νί­ας του ανα­γνω­ρί­ζου­με την εύστο­χη από­δο­σή της.

Φεύ­γο­ντας από το «αντι­ποι­η­τι­κό» κλί­μα της 3ης ενό­τη­τας ακο­λου­θούν οι ενό­τη­τες της μακρι­νής παρου­σί­ας του Και­ρού και του Νερού, στις οποί­ες επι­στρέ­φει η διά­θε­ση της μελαγ­χο­λι­κής ονει­ρο­πό­λη­σης του ποι­η­τή. Εδώ, δια­φαί­νε­ται η αγά­πη του για το υγρό στοι­χείο. Το νερό σε όλες τις μορ­φές του –βρο­χή, ποτά­μι, τεχνη­τή λίμνη, θάλασ­σα, δάκρυα — γίνε­ται πηγή έμπνευ­σης και συμ­βο­λο­ποί­η­σης των διδαγ­μά­των που μας δίνει η ζωή. Ο ποι­η­τής εμβα­πτί­ζε­ται στην καθαρ­τή­ρια και ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κή του δύνα­μη και μετα­μορ­φώ­νει τα ποι­η­τι­κά του αντι­κεί­με­να από λιμνο­πού­λια σε αετούς που με το πέταγ­μά τους ξανοί­γο­νται θαρ­ρα­λέα στα πέλα­γα της θάλασσας.

«Ήθε­λε να γίνει θάλασσα
Ν΄ αγκα­λιά­ζει το γαλά­ζιο των ματιών της
Να τρα­γου­δά τη μου­σι­κή της ανά­σας της
Να ταξι­δεύ­ει αδιά­κο­πα στα πέλα­γα των χει­λιών της»

MAKRINI PARTOUSIA3

Τέλος, με τη μακρι­νή παρου­σία της Προ­σμο­νής ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο κύκλος των ποι­η­τι­κών ενο­τή­των. Η Προ­σμο­νή είναι μια ενό­τη­τα, κατ΄εξοχήν, υπαρ­ξια­κή που μετρά τις τραυ­μα­τι­σμέ­νες μνή­μες από τους απο­λο­γι­σμούς του παρελ­θό­ντος. Το ύφος είναι λυρι­κό και η διά­θε­ση ρομα­ντι­κή. Ο ποι­η­τής ετοι­μά­ζε­ται για το εξό­διο άσμα της ποι­η­τι­κής του σύν­θε­σης σε ένα κρε­σέ­ντο εξω­τε­ρί­κευ­σης των ψυχι­κών του κατα­στά­σε­ων. Επι­διώ­κει να απο­τυ­πώ­σει στο χαρ­τί ό,τι πονά­ει, σημα­δεύ­ει και ορί­ζει την ύπαρ­ξη: απο­γοη­τεύ­σεις, μονα­ξιά, σιω­πή, απόρ­ρι­ψη και με αυτόν τον τρό­πο κατα­φέρ­νει να μιλή­σει για το γενι­κό χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το μερι­κό, να μιλή­σει για όλους μιλώ­ντας για τον έναν. Η ταύ­τι­ση του ανα­γνώ­στη με τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα είναι άμε­ση, καθώς οι ελκυ­στι­κοί στί­χοι με τις εναλ­λα­γές συναι­σθη­μά­των του προ­κα­λούν την επι­θυ­μία να  προ­χω­ρή­σει στο εύλη­πτο μήνυ­μα τους. Γρά­φει στα «Γαλά­ζια μάτια» :

«Γαλά­ζια μάτια
Κομ­μά­τια ουρα­νού και θάλασσας
Μπου­κά­λια μνήμης
Ιδα­νι­κές φυλα­κές ελπίδας.
Απο­σκευ­ές για μακρι­νά ταξίδια
Στα­γό­νες βρο­χής στην έρημο
Τυχε­ροί εξόριστοι
Όσοι τα έχουν συναντήσει»

Με την τελευ­ταία ενό­τη­τα ο ποι­η­τής τρο­χο­δρο­μεί το ποι­η­τι­κό του τοπίο στα­θε­ρά στο διά­δρο­μο της αισιό­δο­ξης προ­ο­πτι­κής για τη ζωή. Γρά­φει στο ποί­η­μα του «Κοι­τά­ζο­ντάς σε να χαμογελάς»

«Πηγή νερών αισιοδοξίας
Πλημ­μυ­ρί­ζουν ονει­ρι­κά λιμάνια
Κρά­τη­σε το χαμό­γε­λό σου
Όπως ένα παι­δί φυλά το παι­χνί­δι του»

Καθώς και στο ποί­η­μα του «Εργο­στά­σιο νοσταλ­γί­ας» εξαί­ρε­ται ο ηρω­ι­σμός της καθη­με­ρι­νής πάλης για να κερ­δί­σου­με τη ζωή

«Στις βιο­τε­χνί­ες όμως που επιμένουν

Ο ηρω­ι­σμός είναι καταδικασμένος

Να μετρά καθη­με­ρι­νά το μπόι του

Με τις αντι­στά­σεις απέναντι

Στον φόβο της αθωότητας»

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας την παρου­σί­α­ση μου, θα ήθε­λα να πω ότι εδώ παρου­σιά­ζω τις προ­σω­πι­κές μου σκέ­ψεις για την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Μακρι­νή παρου­σία» που είναι απο­τέ­λε­σμα της δικής μου ανά­γνω­σης. Αυτό δε σημαί­νει ότι δε θα μπο­ρού­σε να έχει και άλλες ανα­γνώ­σεις. Επί­σης, επι­λέ­γο­νται εδώ ορι­σμέ­να μόνο σημεία της για θεώ­ρη­ση,  τα οποία κρί­νω ότι θα μπο­ρού­σαν να απο­τε­λέ­σουν ρωγ­μές εισό­δου του ανα­γνώ­στη στο ποί­η­μα. Σ’ αυτές τις ρωγ­μές ρίχνω λίγο φως ή καλύ­τε­ρα περι­γρά­φω τον τρό­πο με τον οποίο πέρα­σα στα ενδό­τε­ρα του ποι­ή­μα­τος, με προ­σο­χή πάντο­τε να μη δια­τα­ρά­ξω με αυτή την ενδιά­με­ση παρου­σία μου μετα­ξύ ποι­ή­μα­τος και ανα­γνώ­στη την ωραιό­τη­τα  του δημιουργήματος.

* Από την παρου­σί­α­ση της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής στην Αλε­ξάν­δρεια στις 14/2

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο