Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΙΑΚΡΙΒΗ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ: Ένα αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του Τάκη Αδάμου  (Β’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Η γυναίκα-αγωνίστρια: το μεγάλο άλμα

Η Αγγέ­λα και η Μαρί­να δεν είναι οι μόνες πρω­τα­γω­νί­στριες στα διη­γή­μα­τα του Τάκη Αδά­μου, ο οποί­ος δίνει δέου­σα σημα­σία στο φαι­νό­με­νο της γυναι­κεί­ας παρου­σί­ας σε κάθε μορ­φή αγώ­να, ακό­μα οι μορ­φές, που παρα­δο­σια­κά θεω­ρού­νται αντρι­κές. Στα έργα του η γυναί­κα είναι αξιο­πρε­πής, συνει­δο­τη­ποιεί­ται, ανα­γνω­ρί­ζε­ται. Παρ’ όλο που εμφα­νί­ζε­ται με χαρα­κτή­ρα-λογι­κή συνέ­πεια των κοι­νω­νι­κών αντι­λή­ψε­ων που την έθρε­ψαν και τη διά­πλα­σαν (δεν θα βρού­με, δηλα­δή, τη συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νη φεμι­νί­στρια-δια­νο­ού­με­νη  που απαι­τεί τη χει­ρα­φέ­τη­σή της), τη βλέ­που­με να περ­νά­ει μια δια­δι­κα­σία συνει­δη­το­ποί­η­σης μετά από την εθνι­κή ανά­γκη η οποία την ωθεί να βγει από τον παρα­δο­σια­κό ρόλο της.  Δηλα­δή από τον ιδιω­τι­κό χώρο, από την ιστο­ρι­κή της αφά­νεια για να γίνει ενερ­γός δημιουρ­γός – κι αυτή – της ιστο­ρί­ας. Δυστυ­χώς, χρειά­στη­καν αυτές οι άκρως ανώ­μα­λες εμπό­λε­μες κατα­στά­σεις για να δημιουρ­γη­θεί η αιτία της συμ­με­το­χής της στα «κοι­νά» και να απο­κτή­σει κάποια δικαιώ­μα­τα. Η δημιουρ­γία της Εθνι­κής Εαμι­κης Αντί­στα­σης λει­τούρ­γη­σε κατα­λυ­τι­κά σ’ ο,τι αφο­ρά τους παρα­δο­σια­κούς ρόλους. Ο κλο­νι­σμός του πολέ­μου, της Κατο­χής, έφε­ρε επί­σης έναν κλο­νι­σμό στις κατε­στη­μέ­νες αντι­λή­ψεις, επι­τά­χυ­νε κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις και τις οδή­γη­σε σε επα­να­στα­τι­κή κατεύ­θυν­ση, αφού ο αιμο­δό­της και οργα­νω­τής ήταν το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα.

Βλέ­που­με λοι­πόν, στα διη­γή­μα­τα του Τάκη Αδά­μου αρχι­κά τη γυναί­κα με μάλ­λον παρα­δο­σια­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, παρ’ό, τι με το όπλο στο χέρι, στις φυλα­κές και στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα. Αλλά ακρι­βώς γι’αυτό το λόγο είναι τόσο εντυ­πω­σια­κό το επί­πε­δο, στο οποίο φτά­νει. Οπως στην περί­πτω­ση της Μαρί­νας, η οποία βάζει το Κόμ­μα, τους αγώ­νες για το σοσια­λι­σμό πάνω από τη μητρό­τη­τα της στιγ­μής. Ο συγ­γρα­φέ­ας τη βγά­ζει από το συγκε­κρι­μέ­νο ατο­μι­κό επί­πε­δο ανε­βά­ζο­ντάς την στο αφη­ρη­μέ­νο κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο. Το παι­δί δεν είναι απλώς παι­δί της, είναι παι­δί της κοι­νω­νί­ας, όπως όλα τα παι­διά του λαού. Ο τάκης Αδά­μος δίνει με τη Μαρί­να  ένα από τα υψη­λό­τε­ρα παρα­στή­μα­τα της λογο­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας, για­τί πέρα από το υπε­ράν­θρω­πο δύσκο­λο για μια μάνα να κάνει κάτι τέτοιο, έρχε­ται σε ρήξη με ολό­κλη­ρη την προη­γού­με­νη ιστο­ρία και τις βαθύ­τε­ρες κατα­βο­λές της, οι οποί­ες θεω­ρού­νται «εκ φύσε­ως» δοσμέ­νες. Αυτή η ρήξη τρο­μά­ζει το κατε­στη­μέ­νο και κάνει τον ασφα­λί­τη να λυσ­σά­ει. Στα χρό­νια, στα οποία ανα­φέ­ρε­ται ο συγ­γρα­φέ­ας, δεν υπήρ­χε περι­θώ­ριο μιας ομα­λής χει­ρα­φε­τη­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας ούτε για το λαό γενι­κό­τε­ρα, πόσο μάλ­λον για τη γυναί­κα. Ο κοι­νω­νι­κός ιστός διαρ­ρή­χτη­κε βίαια. Ηταν χρό­νια υπε­ράν­θρω­που μόχθου και μαχη­τι­κής προ­σφο­ράς, που απο­τέ­λε­σαν σ’ένα πολύ μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα βαθιά τομή στην παρα­δο­σια­κή γυναι­κεία ζωή.

Ενας γνήσιος πατριώτης

Οι γνώ­σεις του Τάκη Αδά­μου για την ιστο­ρία της Ελλά­δας και τη λογο­τε­χνία του τόπου ήταν ερύ­τα­τες και σε μεγά­λο βαθ­μό βιω­μέ­νες από τον ίδιο στις πιο τρα­γι­κές, αλλά και στις πιο μεγα­λειώ­δεις στιγ­μές του. Γεν­νη­μέ­νος στην Πυρ­σό­γιαν­νη της ηρω­ϊ­κής Ηπεί­ρου — «ολό­δρο­σο δρύ­ϊ­νο δέντρο από τον πυκνό­το­πο της Πυρ­σό­γιαν­νης» τον χαρα­κτή­ρι­σε ο Νικος Τσί­πας – έζη­σε όσα θα μπο­ρού­σε να ζήσει ένας άνθρω­πος της γενιάς του με την ιδε­ο­λο­γι­κή τοπο­θέ­τη­ση τη δική του. Πήρε και τη «δόση» του από βασα­νι­στή­ρια, τραυ­μα­τι­σμούς, φυλα­κές και προ­σφυ­γιά. Τον έκαι­γε πάντα ο πόθος να συν­δέ­σει αυτά τα βιώ­μα­τα, αυτό τον αγώ­να – τον αγώ­να ολό­κλη­ρου λαού – με την πνευ­μα­τι­κή ζωή του τόπου και να κάνει γνω­στές τις δημιουρ­γί­ες του ελλη­νι­κού λαού. «Η τέχνη,» έγρα­φε, «σ’ όλες τις μορ­φές της, σαν τρό­πος εκδή­λω­σης της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης, εκφρά­ζει με καλ­λι­τε­χνι­κά μέσα τις σκέ­ψεις και τα αισθή­μα­τα των ανθρώ­πων, τις πολι­τι­κές και ηθι­κές αντι­λή­ψεις της κοι­νω­νί­ας, απο­κα­λύ­πτει την ίδια την ουσία των φαι­νο­μέ­νων, που έχουν τη ρίζα τους στους υλι­κούς όρους της ζωής αυτής της κοινωνίας».

Η μεγά­λη αυτή επι­θυ­μία της προ­βο­λής της δημιουρ­γι­κό­τη­τας του τόπου εντά­θη­κε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του, όταν άρχι­σε να πέφτει επι­κίν­δυ­να η πολι­τι­στι­κή, η πνευ­μα­τι­κή συνεί­δη­ση στη χώρα κάτω από την επί­δρα­ση μιας «νέας» ευρω­παϊ­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, η οποία όχι μόνο δεν σέβε­ται καθό­λου την ευρω­παϊ­κή πολι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά, ούτε καλ­λιερ­γεί τη συνύ­παρ­ξη της κουλ­τού­ρας των ευρω­παϊ­κών λαών, αλλά αφή­νει την ευρω­παϊ­κή ήπει­ρο να κατα­κλύ­ζε­ται από υπε­ρα­τλα­ντι­κά και ευρω­παϊ­κά υπο­προ­ϊ­ό­ντα ή, το πολύ, κατα­σκευά­ζει και σερ­βί­ρει τις θλι­βε­ρές ντό­πιες απο­μι­μή­σεις της ίδιας υπο­κουλ­τού­ρας. Ο Τάκης Αδά­μος ήταν ένας από τους λίγους που έβλε­παν να πλη­σιά­ζει αυτή η ύπου­λη θύελ­λα της υπο­νό­μευ­σης της ευρω­παϊ­κής – και ιδιαί­τε­ρα της ελλη­νι­κής – πολι­τι­στι­κής ταυ­τό­τη­τας πάντα συγκα­λυμ­μέ­νη με τον μαν­δύα της ευρω­παϊ­κής ολο­κλή­ρω­σης και «πολυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας», κάτι το οποίο μπο­ρού­σε να το παρα­κο­λου­θή­σει από κοντά από τη θέση του ως ευρω­βου­λευ­τή. Σήκω­νε τη φωνή του και στην Ευρω­βου­λή δια­πι­στώ­νο­ντας, άλλω­στε, ότι οι περισ­σό­τε­ροι άλλοι «εκπρό­σω­ποι» του ελλη­νι­κού λαού δεν ενδια­φέ­ρο­νταν και πολύ για τις τύχες της χώρας τους μέσα στην ευρω­παϊ­κή «οικο­γέ­νεια».

Ανθρω­πος, κατά τ’ άλλα, ευγε­νι­κός, ευαί­σθη­τος, ήρε­μος, εξορ­γι­ζό­ταν μπρο­στά στο θέα­μα του ξεπου­λή­μα­τος της χώρας του με σύγ­χρο­νο τρό­πο και της παρα­πλη­ρο­φό­ρη­σης του λαού του. Οπου έβλε­πε τις προ­σπά­θειες να μετα­τρα­πεί ένας λαός με ηρω­ϊ­κή ιστο­ρία σε «μοντέρ­νους» μικρο­α­στούς, ψευ­δο­νε­ό­πλου­τους, σε ελε­ει­νούς απο­μι­μη­τές ξένων πρό­τυ­πων, σε «Ευρω­παί­ους» της κακιάς ώρας και χωρίς δική τους ταυ­τό­τη­τα, η οργή του δεν περι­γρα­φό­ταν. Παρα­τη­ρού­σε ότι ο δρό­μος μέσα από τον οποίο διο­χέ­τευαν τον ελλη­νι­κό λαό να εκφρά­ζει τη δική του υπό­στα­ση, ήταν η εθνι­κι­στι­κή έπαρ­ση κι η χωρίς γνώ­ση προ­γο­νο­πλη­ξία. Σήμε­ρα βλέ­που­με, πώς ο πατριω­τι­σμός, η έγνοια για την πατρί­δα μπρο­στά στις σύγ­χρο­νες ξένες εισβο­λές – προ­σκε­κλη­μέ­νες από την ντό­πια ολι­γαρ­χεία – μετα­τρέ­πε­ται  σε επι­κίν­δυ­νο εθνι­κι­σμό που μόνο μια θολή δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή τη χωρί­ζει από το φασι­σμό, έστω στη­ριγ­μέ­νο στο φόβο. Εχου­με γίνει μάρ­τυ­ρες πλέ­ον του πώς ανά­βει η φλό­γα του εθνι­κι­σμού στην καρ­διά των ανθρώ­πων που θα τους οδη­γή­σει ανε­νη­μέ­ρω­τους και παρα­πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νους σε επι­κίν­δυ­νες περιπέτειες.

Ο Τάκης Αδά­μος στά­θη­κε λοι­πόν ο ασυμ­βί­βα­στος εχθρός των λεγό­με­νων «σύγ­χρο­νων» τάσε­ων μέσα στο Κόμ­μα του. Μ’ αγω­νία δια­πί­στω­νε τις δια­βρω­τι­κές προ­σπά­θειες μέσα από τον «εκσυγ­χρο­νι­σμό» να κάνουν το Κόμ­μα ένα δεκα­νί­κι του κατε­στη­μέ­ου σαν πρώ­το στά­διο στο δρό­μο προς τη διά­λυ­σή του. Στο άρθρο «Η ανα­νέ­ω­ση του ΚΚΕ» (‘Ριζο­σπά­στης’ 20 Ιου­νί­ου του 1991) θα πει: «Μπο­ρεί οι σημε­ρι­νοί «ανα­νε­ω­τές» να είναι πιο εύστρο­φοι από τους προη­γού­με­νους. Να είναι πιο πολι­τι­κά­ντη­δες. Ν’ ανα­κα­λύ­ψουν το μεγά­λο σόφι­σμα της «ενό­τη­τας στη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα». Ενα σόφι­σμα, που θα το ζήλε­αν ακό­μα και οι αρχαί­οι σοφι­στές. Αλλά που δεν μπο­ρεί να σκε­πά­σει το απο­κρου­στι­κό πρό­σω­πο της διά­σπα­σης και της διάλυσης».

Και στο βιβλίο του «Τέκνο της Ανά­γκης» θα γρά­ψει: «Το Κόμ­μα αυτό δεν ξεπή­δη­σε σαν τη μυθι­κή θεά Αθη­νά από το κεφά­λι κάποιου μυθι­κού Δία. Ούτε σκα­ρώ­θη­κε σε κάποια γρα­φεία, όπως σκα­ρώ­νο­νται στον τόπο μας άλλα κόμ­μα­τα («σοσια­λι­στι­κά» ή αστι­κά), για να ξεθω­ριά­σουν σε λίγο τα φαντα­χτε­ρά προ­γράμ­μα­τά τους και να φυλ­λο­ρο­ή­σουν οι επαγ­γε­λί­ες τους μπρο­στά στην αδυ­σώ­πη­τη πρά­ξη της ζωής».

Στο «Πνευ­μα­τι­κές Γνω­ρι­μί­ες» — που ήδη ανα­φέ­ρα­με – και στο κεφά­λαιο για τον Θέμο Κορ­νά­ρο, ο Τάκης Αδά­μος παρα­θέ­τει τα λόγια του Αγγλου υπουρ­γού Λοντο­ντέ­ρυ στη Βου­λή των Λόρ­δων το 1866: «.……Οι Ελλη­νες πρέ­πει να γίνουν λαός μικρό­ψυ­χος, ως οι λαοί του Ινδο­στάν, δια να είναι ολι­γώ­τε­ρον επι­κίν­δυ­νοι…»  Και ο ίδιος να σχο­λιά­ζει: «Και την υπο­θή­κη αυτή του κτη­νάν­θρω­που λόρ­δου βάλ­θη­καν να την κάνουν πρά­ξη στη μετα­πο­λε­μι­κή Ελλά­δα οι από­γο­νοί του Εγγλέ­ζοι και οι διά­δο­χοί τους Αμε­ρι­κά­νοι με τους γραι­κύ­λους συνερ­γά­τες τους. Στις φυλα­κές κλεί­στη­καν χιλιά­δες πατριώ­τες και στα απο­σπά­σμα­τα στή­θη­καν αμέ­τρη­τα παλικάρια».

 Πάθος για τη γλώσσα

Η γλώσ­σα που χρη­σι­μποιεί ο Τάκης Αδά­μος στα διη­γή­μα­τά του είναι λαϊ­κά πλού­σια. Πρό­κει­ται για μια στα­ρά­τη, ντό­μπρα, παρα­στα­τι­κή Δημο­τι­κή που τη σμί­λευε με μεγά­λη επι­μο­νή και με βαθύ αίσθη­μα ευθύ­νης. Παρου­σιά­ζει με ζωντα­νές εικό­νες τους ανθρώ­πους, τη ζωή τους, τις ιστο­ρι­κές συν­θή­κες και μάλι­στα με τρυ­φε­ρές, χιου­μο­ρι­στι­κές λεπτο­μέ­ρεις των ανθρω­πί­νων χαρα­κτή­ρων με τις, καμιά φορά, και γελοί­ες αδυ­να­μί­ες τους. Είναι φανε­ρό: ο συγ­γρα­φέ­ας  αγα­πά τους ανθρώ­πους, που απο­τε­λούν το υλι­κό του, τους ήξε­ρε προ­σω­πι­κά, ήταν γύρω του, έκα­νε τις ψυχο­γρα­φί­ες τους, είναι κοντά τους και κάνει δικό του τον πόνο τους. Πόσο φυσιο­λο­γι­κό φαί­νε­ται το πέρα­σμα των ηρώ­ων του στο κίνη­μα, στην Αντί­στα­ση, στις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες. Φλο­γε­ρός δημο­τι­κι­στής ο Τάκης Αδά­μος υπήρ­ξε μέγας εχθρός της γλωσ­σι­κής υπο­βάθ­μι­σης, του δια­συρ­μού της νεο­ελ­λη­νι­κής, που πάντα δίνει αφορ­μή στην επι­στρο­φή προς το λογιω­τα­τι­σμό και τα αρχαία όχι για τη δημιουρ­γι­κή γνω­ρι­μία με τον αρχαίο ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό, αλλά για την καλ­λιέρ­γεια εθνι­κι­στι­κών, μεγα­λοϊ­δε­α­τι­κών αντι­λή­ψε­ων και γλωσ­σι­κού ναρ­κισ­σι­σμού, όπο­τε οι υπεύ­θυ­νοι κυβερ­νώ­ντες το θεω­ρούν σκό­πι­μο. Το θέμα απα­σχο­λού­σε ιδιαί­τε­ρα τον Τάκη Αδά­μο. Στα «Δοκί­μιά» του και μάλι­στα στο κεφά­λαιο «Ο λογιω­τα­τι­σμός-εθνι­κή συμ­φο­ρά» μιλώ­ντας για την ιστο­ρία του νεο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους, για τη μόνι­μη κρί­ση στην πνευ­μα­τι­κή ζωή του τόπου, τις αιτί­ες της και για το κενό στη λογο­τε­χνι­κή παρά­δο­ση μετά το 1830 και μέχρι τις μέρες μας, θα πει: «Κι απο­τε­λεί (ο λογιω­τα­τι­σμός, Α.Ι.) την ιδε­ο­λο­γι­κή έκφρα­ση των δυνά­με­ων της συντή­ρη­σης και της αντί­δρα­σης, που κυριάρ­χη­σαν στην κοι­νω­νι­κή, οικο­νοι­κή και πολι­τι­κή ζωή της χώρας μας. Ιδα­νι­κό του «λογιω­τα­τι­σμού» είναι το ξανα­γύ­ρι­σμα του τόπου σε παλαιές ξεπε­ρα­σμέ­νες κι αγύ­ρι­στες μορ­φές κοι­νω­νι­κής, πολι­τι­κής και πνευ­μα­τι­κής ζωής. Ο «λογιω­τα­τι­σμός» στην πλα­τύ­τε­ρη έννοιά του, στά­θη­κε ο κακός δαί­μο­νας που μπή­κε εμπό­διο στην πνευ­μα­τι­κή μας ανα­γέν­νη­ση από τα πρώ­τα σκιρ­τή­μα­τα τη εθνι­κής συνεί­δη­σης ως τις μέρες μας».

Και λίγο παρα­κά­τω: «Για πενή­ντα ολό­κλη­ρα χρό­νια, από το 1830 ως το 1880, το ανε­δα­φι­κό, στεί­ρο και αντι­δρα­στι­κό πνεύ­μα του «λογιω­τα­τι­σμού» δια­πο­τί­ζει την ιδε­ο­λο­γία της αντι­δρα­στι­κής ολι­γαρ­χί­ας και ρίχνει το βαρύ ίσκιο του στην εθνι­κή ωή. Η επι­βί­ω­ση του πνεύ­μα­τος του «λογιω­τα­τι­σμού» στά­θη­κε, κοντά στ’ άλλα, μία από τις βασι­κές αιτί­ες που συνε­χί­στη­κε η διγλωσ­σία στη δημό­σια ζωή και που είχε ολέ­θριες συνέ­πειες για τη μόρ­φω­ση των λαϊ­κών μαζών, την καλ­λιέρ­γεια και την ανά­πτυ­ξη του εθνι­κού πολιτισμού».

Κατα­πο­λε­μού­σε όλη τη ζωή του την επι­στρο­φή προς τα «περα­σμέ­να και τ’ αγύ­ρι­στα» και την προ­σπά­θεια νεκρα­νά­στα­σης του παρελ­θό­ντος, για­τί ήξε­ρε πολύ καλά τί ρολο έπαι­ζε και παί­ζει η πολι­τι­κή αυτή έστω στη σύγ­χρο­νη αφυ­δα­τω­μέ­νη μορ­φή του. Ετσι, ο τόπος χώλαι­νε τρα­γι­κά ανά­με­σα στην αναρ­χο­λαϊ­κι­στι­κή και τη στεί­ρα αρχαϊ­ζου­σα αντί­λη­ψη, που καλ­λιερ­γεί το γλωσ­σι­κό ναρ­κισ­σι­σμό και το προ­γο­νο­πλη­κτι­κό σωβι­νι­σμό. Ουσια­στι­κά ο τόπος δεν βρί­σκει την ισορ­ρο­πία του ανά­με­σα στον σύγ­χρο­νο αστι­κό κοσμο­πο­λι­τι­σμό και τη στεί­ρα επι­στρο­φή στην αρχαία ταυ­τό­τη­τα, όταν ο τόπος ήταν μεγά­λος και έστελ­νε τα οικου­με­νι­κά μηνύ­μα­τά του, ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κό στα πλαί­σια των σύγ­χρο­νων ταπει­νώ­σε­ων, αλλά με κιν­δύ­νους, όπως είδα­με παραπάνω.

Γι’ αυτό και ο Τάκης Αδά­μος υπο­στή­ρι­ζε, ότι «η αξιο­ποί­η­ση της λογο­τε­χνι­κής, γενι­κό­τε­ρα της πνευ­μα­τι­κής κλη­ρο­νο­μιάς είναι από τα σοβα­ρό­τε­ρα πολι­τι­στι­κά προ­βλή­μα­τα που έχει ν’αντιμετωπίσει κάθε λαός και κάθε τόπος. Για­τί, όσο είναι αλή­θεια πως δεν μπο­ρεί να παει κανείς μπρο­στά κοι­τά­ζο­ντας προς τα πίσω, άλλο τόσο αλη­θεύ­ει και πως χωρίς ρίζες κανέ­να δέντρο δεν μπο­ρεί να βγά­λει φύλ­λα και κλα­ριά και να δέσει καρ­πό. Έτσι η αξιο­ποί­η­ση κάθε προ­ο­δευ­τι­κού στοι­χεί­ου από την πνευ­μα­τι­κή παρά­δο­ση, απο­τε­λεί τη στα­θε­ρή κι ελπι­δο­φό­ρα βάση που πάνω της θα μπο­ρέ­σει να στη­ρι­χτεί το και­νούρ­γιο οικοδόμημα».

Ενας παλαιός συνα­γω­νι­στής του Τάκη Αδά­μου είχε ανα­ρω­τη­θεί κάπο­τε, αν θα μπο­ρού­σαν να διε­ξα­χθούν λαϊ­κοί αγώ­νες χωρίς «Αδά­μους». Θα μπο­ρού­σα­με να προ­σθέ­σου­με, ότι χωρίς αυτούς ζήτη­μα είναι, αν η χώρα θα είχε εθνι­κή οντό­τη­τα. Σίγου­ρο είναι, ότι χρειά­ζε­ται αυτό το πνεύ­μα του πολύ­πλευ­ρου, δια­λε­κτι­κά σκε­πτό­με­νου και ακέ­ραιου αγω­νι­στή, του ένο­πλου μαχη­τή σε κάθε είδος αγώνα,του συνε­χι­στή της πνευ­μα­τι­κής και αγω­νι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του τόπου δίνο­ντας το παρά­δειγ­μα του ολο­κλη­ρω­μέ­νου κομ­μου­νι­στή για τη «χιλιά­κρι­βη τη λευ­τε­ριά». Για να δέσει ο καρ­πός είτε ονο­μά­ζε­ται πνευ­μα­τι­κή ζωή, πολι­τι­σμός, ελεύ­θε­ρη και ανε­ξάρ­τη­τη πατρί­δα  είτε ανθρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια, είτε τελι­κά σοσιαλισμός.

ΓΙΑ ΤΗ ΧΙΛΙΑΚΡΙΒΗ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ – Ένα αφιέ­ρω­μα στη ζωή και στο έργο του Tάκη Αδά­μου (Α’ Μερος)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο