Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για τον Βλαδίμηρο των προλετάριων: Έξι ποιήματα και έξι πίνακες του Ισαάκ Μπρόντσκι

Λένιν (1919)

“Λένιν” (1919)

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στις 22 Απρί­λη του 1870 γεν­νή­θη­κε ο ηγέ­της της Μεγά­λης Οχτω­βρια­νής Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης Βλα­ντι­μίρ Ίλιτς Ουλιά­νοφ, ο Λένιν. Σήμε­ρα που η «νέα τάξη πραγ­μά­των» του παγκό­σμιου καπι­τα­λι­σμού οδη­γεί όλο και πιο πλα­τιές μάζες εργα­ζο­μέ­νων στην εξα­θλί­ω­ση και στο πισω­γύ­ρι­σμα, η σκέ­ψη, ο λόγος και το έργο του Λένιν παρα­μέ­νουν ζωντα­νά και είναι πιο επί­και­ρα παρά ποτέ. Οι ιδέ­ες του Μαρξ και του Λένιν απο­τε­λούν σαν «τέκνο της ανά­γκης» το στή­ριγ­μα του σύγ­χρο­νου προ­λε­τά­ριου, του κάθε κατα­πιε­σμέ­νου, όπου γης. Φωτί­ζουν τις συνει­δή­σεις των εργα­τών όλου του κόσμου και καθο­δη­γούν την αντί­δρα­σή τους σαν «ώρι­μο τέκνο της οργής» στην ανα­τρο­πή του σάπιου και απάν­θρω­που συστή­μα­τος της εκμε­τάλ­λευ­σης. Ανοί­γουν διά­πλα­τα τις λεω­φό­ρους που οδη­γούν στο χτί­σι­μο της νέας κοι­νω­νί­ας όπου η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο θα υφί­στα­ται ως ανα­φο­ρά στα ιστο­ρι­κά βιβλία.

Λένιν

Λένιν
Και τ’ όνο­μά του μοναχά
βαριά βου­ε­ρά αντηχά
πιο απ’ όλες όλες τις καμπά­νες της παλιάς Ρουσίας.
Γιό­μι­σε η πλά­ση γιό­μι­σε κι ο αχός
βρο­ντά στων καθε­στώ­των τα ντουβάρια.
(…)

Λένιν
Μην είσουν τάχα­τε ο Μεσσίας;
Ο δυνα­τός, ο δια­λε­χτός μια­νής φυλής
με τα μοι­ραία και τα ρητά και τα γραμμένα;
Τίποτα
Είσουν μονά­χα το γκά­στρι μιας οργής
και μιας κόκ­κι­νης ώρας η γέννα.
Είσουν ο φτα­σμέ­νος ο και­ρός, είσουν μια ζεστή καρδιά
μέσα σε λέφτε­ρο αντρί­κειο στήθος,
η δύνα­μη, η ορμή, η σφι­χτή γροθιά,
είσουν το Πλήθος.

Λένιν!
Θρα­σο­μα­νού­σε η Επανάσταση
μέσ’ στ’ ατσα­λέ­νια χερο­πά­λα­μά σου
και να! σαν αστρα­πή κι αστροπελέκι
φλο­βά­ει, βρο­ντά το μήνυ­μά σου:
“Κόσμε ραγιά, τα πάντα είνε δικά σου,
τα παλά­τια, η γης, η λεφτε­ριά σου,
κι όλα τα δίκια και τ’ αδικεμένα.
Χτύ­πα και πάρτα
και πάρε πίσω τα κλεμμένα!”(…)

Κι οδη­γη­τής και γκρε­μι­στής και πλάστης
πήρες τον άπρα­γο το Σλάβο
κι απ’ τον ανέ­γνω­μο, βαριό­μοι­ρο χωριάτη,
από το σκλάβο,
τον τρισελέφτερο
ζωντά­νε­ψες Εργάτη.
Κι αν τώρα μέσ’ στη χώρα το λιβάνι
δε θυμια­τί­ζει σανι­διό­φτια­χτους αγίους,
φουρ­τού­νια­σε ως τους γκρί­ζους ουρανούς
στα δασω­μέ­να του εργο­στά­σια το ντουμάνι.

Λένιν!
Εσύ που μιαν αγά­πη γιγαντένια
μέσ’ στο ντου­νιά διπλοθεμέλιωσες,
με το πιο γόνι­μο το μίσος,
πέθα­νες ίσως;

Πέθα­νες; Ψέμα,
πεθαί­νουν μονά­χα τα ζωντίμια.
Αλλα­ξες κι έγι­νες βλαστήμια,
κι έγι­νες το καφτό μας αίμα
η ελπί­δα γένη­κες και φως και πίστη
και πίστη μας αντρίκεια
Κοσμοχτίστη».

Τάκης Κόντος

«Βλαντιμίρ Λένιν, 1 Μάη 1920» (1927)

«Βλα­ντι­μίρ Λένιν, 1 Μάη 1920» (1927)

Στο νεκρό δάσος

Στο νεκρό δάσος των λέξε­ων προχωράω.
Aνά­βω τα χλω­μά φανά­ρια στους δρόμους
προ­σπα­θώ ν’ αναστήσω.
Tα ονό­μα­τα που πυρ­πό­λη­σαν τις καρδιές
σε μυστι­κές συνεδριάσεις
τα ονό­μα­τα που οδήγησαν
όλα δολοφονούνται.
Tώρα κυκλο­φο­ρούν σε ανά­κτο­ρα ξένοι
ντύ­νο­νται επί­ση­μα στις δεξιώσεις
σε διπλω­μα­τι­κά συνέ­δρια ανταλλάσονται
χειραψίες
φρι­χτά υπομνήματα
παρευ­ρί­σκο­νται στις γιορ­τές, υποκλίνονται-
Tώρα πεθαίνουν.

Ω Pόζα Λού­ξε­μπουργκ, Λένιν, ποιητές,
Ω Tέλ­μαν, Tάνεφ
παγω­μέ­νοι σε επί­ση­μες αίθουσες
δαφ­νο­στε­φείς ήρωες
μυθι­κά πρόσωπα
ελάτε.

Oι εξου­σί­ες σήμε­ρα χαϊ­δεύ­ο­νται σαν
ερω­τιά­ρες γάτες πάνω στις στέ­γες μας
οι πρό­ε­δροι ανταλ­λάσ­σουν επισκέψεις
οι πατριάρ­χες πάλι ενθρονίζονται
κάτω από τα νόμι­μα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Eγώ έχω μέσα στη θύμη­σή μου
την ώρα που ανέ­βαι­νε το πλή­θος στις σκάλες
με τη φωτιά κρα­τώ­ντας τη μεγά­λη ταμπέλα
Όλη η εξου­σία στα Σοβιέτ.
Έχω στη θύμη­σή μου την ατμο­μη­χα­νή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλ­λο Mαγια­κόφ­σκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοι­τη­τές αγκα­λια­σμέ­νους με τους χωριάτες.

Πώς βγή­κα­νε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά
ο Kος Διευθυντής
ο διπλω­μα­τι­κός ακόλουθος
ο Kος πρέσβης;
Kαι τώρα τι πρέ­πει να γίνει
σ’ αυτό το νεκρο­τα­φείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκρο­τα­φείο των λέξεων;

Πώς θα ξανα­βα­φτί­σου­με τις πυρκαγιές
ελευ­θε­ρία, ισό­τη­τα, Σοβιέτ, εξουσία;

Μιχά­λης Κατσαρός

«Ο Βλαντιμίρ Λένιν στο Σμόλνι» (1930)

«Ο Βλα­ντι­μίρ Λένιν στο Σμόλ­νι» (1930)

Β. Ι. Λένιν

(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμ­μα­τα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφά­βη­του τ’ αλάτι.
όμως άκου­σε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυα­λό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριά­τη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώ­θη­καν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε δια­βά­σει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιό­λας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλα­στά­ρι δε βγαίνει.
Μονά­χα το σύννεφο
στα βρά­χια σκοντάφτει.
Κι εκα­τό βέρ­στια πιο πέρα
κάποιος ερη­μί­της να μένει,
που στα κου­ρέ­λια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορί­τσια τις καρφώνουν
στο ρού­χο τους κοκέτικα
παρα­ξε­νιές της ζωής.
Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρ­διά η ίδια
που ανά­βει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγά­πη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλη­σί­ας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώ­πι­νο βήμα,
με εργά­τη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)

Βλα­ντι­μίρ Μαγιακόφσκι
(μετά­φρα­ση Δημή­τρης Πάνου)

«Δεν ήταν ρήτο­ρας. Ούτε με την έννοια που ισχύ­ει για τους περισ­σό­τε­ρους ηγέ­τες της επα­νά­στα­σης. Ο ρήτο­ρας σε κάθε επα­νά­στα­ση έχει έναν ιδιαί­τε­ρο ρόλο: Το πλή­θος διψά­ει το ίδιο για συν­θή­μα­τα όπως και για νερό. Στην αγράμ­μα­τη Ρωσία είχαν ξεχω­ρι­στό ρόλο. Οι περισ­σό­τε­ροι άνθρω­ποι αντί να δια­βά­σουν την εφη­με­ρί­δα το πρωί, πήγαι­ναν ν’ ακού­σουν τις νέες ομι­λί­ες. Στα περισ­σό­τε­ρα μέρη τούς κατέ­τασ­σαν μάλι­στα σε κατη­γο­ρί­ες. Στη Μόσχα, στο μνη­μείο του Σκό­μπε­λεφ μιλού­σαν οι εκπρό­σω­ποι των κομ­μά­των, στο άγαλ­μα του Πού­σκιν οι φοι­τη­τές, στην Ταγκάν­κα οι δημα­γω­γοί. Αν κάποιος ρήτο­ρας έχα­νε τον τόνο, τον έδιω­χναν αμέ­σως. Ας πάει εκεί όπου αρμό­ζει ο λόγος του.

Οι περισ­σό­τε­ροι ηγέ­τες της επα­νά­στα­σης ήταν γεν­νη­μέ­νοι ρήτο­ρες. Μπρο­στά τους βρι­σκό­ταν ένα παθια­σμέ­νο πλή­θος και η κύρια προ­σπά­θειά τους ήταν να εγεί­ρουν κι άλλο τα αισθή­μα­τα. Οι φρά­σεις, τα ωραία λόγια, οι μεγά­λες υπο­σχέ­σεις τότε βρί­σκουν το έδα­φός τους. Το ανα­στα­τω­μέ­νο πλή­θος έπε­φτε σε έκστα­ση και ζητω­κραύ­γα­ζε. Μόνο που γυρ­νώ­ντας στο σπί­τι, το πλή­θος θυμό­ταν μόνο τον ενθου­σια­σμό του. Το για­τί είχε ενθου­σια­στεί, δεν μπο­ρού­σε να το θυμά­ται πια. Τις φρά­σεις, τις κοι­νο­τυ­πί­ες δεν είναι δυνα­τό να τις θυμά­σαι. Κι έμε­νε μέσα τους μια σύγ­χυ­ση, η σύγ­χυ­ση του ακα­τα­νό­η­του. Και οι ίδιοι ρήτο­ρες δεν κατα­λά­βαι­ναν τον εαυ­τό τους.

Ο Λένιν ποτέ δε ρητό­ρευε. Οταν πήγαι­νε πάνω-κάτω στην εξέ­δρα καθώς εξη­γού­σε, ήταν ο παι­δα­γω­γός που μιλού­σε στους μαθη­τές του, όπως και στα γρα­πτά του. Ο δάσκα­λος. Δεν ήταν κρύ­ος και από­μα­κρος, το πάθος τον συνέ­παιρ­νε, αλλά ήταν από τους λίγους που ακό­μα και παθια­σμέ­νοι δεν επι­δρού­σαν στα πάθη αλλά στο λογικό».

[Γκιούρ­κο Λάσζ­λο: «Ο Λένιν τον Οκτώ­βρη», εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Εποχή]
«Λένιν» (1925)

«Λένιν» (1925)

Η ανί­κη­τη επιγραφή

Την επο­χή του παγκό­σμιου πολέμου
Σ’ ένα κελί της ιτα­λι­κής φυλα­κής Σαν Κάρλο
Γεμά­το από κρα­τού­με­νους στρα­τιώ­τες, μεθυ­σμέ­νους και κλέφτες
Έγρα­ψε ένας σοσια­λι­στής φαντά­ρος στον τοί­χο απά­νω με μολύβι:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Πολύ ψηλά στο μισο­σκό­τει­νο κελί, ίσα-ίσα να φαί­νε­ται, μα
Με πελώ­ρια γράμ­μα­τα γραμμένο.
Μόλις το είδα­νε οι δεσμο­φύ­λα­κες, στεί­λα­νε έναν μπο­για­τζή μ’ έναν κου­βά ασβέστη
Κι αυτός με μια βούρ­τσα με μακρύ κοντά­ρι ασβέ­στω­σε την απει­λη­τι­κή επιγραφή.
Μα μόνο της γρα­φής το χαρα­κτή­ρα, με τον ασβέ­στη του άλλαξε
Και τώρα έστε­κε ψηλά μες στο κελί μ’ ασβέστη:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Και δεύ­τε­ρος μπο­για­τζής έβα­ψε από πάνω την επι­γρα­φή με μια μεγά­λη βούρτσα
Έτσι που εξα­φα­νί­στη­κε για ώρες, μα κατά το πρωί
Που στέ­γνω­σε ο ασβέ­στης, ξεπρό­βα­λε από κάτω η επι­γρα­φή ξανά:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τότε στεί­λα­νε οι δεσμο­φύ­λα­κες ενά­ντια στην επι­γρα­φή έναν οικοδόμο
Με ένα μαχαί­ρι. Κι αυτός την έξυ­σε γράμ­μα προς γράμ­μα, για μια ώρα
Και όταν τελεί­ω­σε, φάντα­ζε μέσα στο κελί ψηλά, άχρω­μη πλέον
Μα βαθιά μέσα στον τοί­χο χαραγ­μέ­νη, η ανί­κη­τη επιγραφή:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τώρα ρίξ­τε τον τοί­χο! είπε ο φαντάρος.

Μπέρ­τολτ Μπρεχτ
(Δεν ανα­φέ­ρε­ται μετα­φρα­στής — πηγή: agkarra.com)

«Ο Λένιν μιλάει στους εργάτες» (1929)

«Ο Λένιν μιλά­ει στους εργά­τες» (1929)

Είδα τον Λένιν!

Τον είδα να τρέ­χει χέρι — χέρι με τη Ζωή.
Να σπρώ­χνει κατά τον ανή­φο­ρο με τον ώμο του την Ιστορία.
Τον είδα να λαχα­νιά­ζει και να βιάζεται.
Για­τί όλα τότε ήταν βια­στι­κά. Όλα.
Οι ώρες, οι σελί­δες, οι στιγμές.
«Σήμε­ρα νωρίς — αύριο θα ‘ν’ αργά».
Η Επα­νά­στα­ση κοί­τα­ξε το παι­δί της στα μάτια. Ναι. Ηταν καιρός…
Το φώνα­ξε κι η «Αβρό­ρα» απ’ το ποτάμι.
Ηταν καιρός.
Θολός σιγό­ψελ­νε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακο­λού­θη­σαν σιγο­ψέλ­νο­ντας και τα κανάλια.
Ηταν και­ρός: Η Πόλη σώπαι­νε πνιγ­μέ­νη στα σκό­τη. Και μόνο το «Σμόλ­νυ» έφεγγε.
Μόνο το «Σμόλ­νυ» έφεγ­γε σαν φανάρι.
Για να δεί­ξει στο Μέλ­λον να περάσει.

Μενέ­λα­ος Λουντέμης

1924

«Λένιν» (1924)

Συνο­μι­λία με τον σύντρο­φο Λένιν

Με τις σκο­τού­ρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγο­νό­των τη δίνη
πέρα­σε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Το στό­μα ανοιγμένο
στου λόγου το ξάναμμα
αναστραμμένο
του μουστακιού
το βουρτσάκι
μια σκέ­ψη σφιγμένη
μεσ’ στις πτυ­χές της
πέρα πέρα
στο πελώ­ριο μέτωπο.
Σαν
από κάτω
χιλιά­δες να διαβαίνουν…
σημαί­ες, δάση…
τα χέρια-σπαθόχορτα…
Σηκώνομαι,
Χαρού­με­νη μου ‘ρθε μια σκέψη
να πάω
να τον χαιρετήσω
και να του πω:
«Σύντρο­φε Λένιν, σας αναφέρω
όχι ιεραρ­χί­ες και τέτοια ―
της ψυχής πράματα.
Σύντρο­φε Λένιν,
μια κόλα­ση η δου­λειά μας
θα γίνει όμως ―
γίνε­ται πες.
Κάνου­με διαφώτιση
ντέ­νου­με τη φτώ­χια και τη γύμνια
άνο­δο σημεί­ω­να η παραγωγή
σε κάρ­βου­νο και μετάλλευμα.
Κοντά σε τούτα
πλήθος
βέβαια
μέγα πλήθος
από λογής
σκουπιδοτενεκέδες.
Σου βγαί­νει η ψυχή
να τους κάνεις πέρα και να ρεύεσαι.
Πολ­λοί στην απου­σία σας
σταυ­ρώ­σα­νε τα χέρια.
Πλη­θαί­νουν και πληθαίνουν
τζε­ρε­μέ­δες διάφοροι
βρί­θουν εδώ στη γη μας
κι ολό­γυ­ρά της.
Αδύνατο
να τους μετρήσεις
και να τους ξεχω­ρί­σεις με ονόματα.
Τύποι
ται­νία ολό­κλη­ρη από δαύτους
ξεδιπλώνεται
γραφειοκράτες
κουλάκοι
κόλακες
αιρετικοί
μεθύστακες ―
περ­νά­νε και περνάνε
καμαρωτά
φου­σκώ­νο­ντας τα στήθη
διά­στι­κτα από κοντυλοφόρους
και των επαί­νων τα διάσημα.
Εμείς
ασφαλώς
όλους θα τους μπαγλαρώσουμε
μα και πάλι
όλους να τους δέσεις
δια­βο­λι­κά ‘ναι δύσκολο.
Σύντρο­φε Λένιν,
στις καπνι­σμέ­νες φάμπρικες
στη γη
από τα χιό­νια σκεπασμένη
κι απ’ των σπαρ­τών τις καλαμιές
με τη δική σου,
σύντροφε
καρδιά
και τ’ όνο­μά σου
σκεφτόμαστε
ανασαίνουμε
παλεύ­ου­με και ζούμε!…»
Με τις σκο­τού­ρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγο­νό­των τη δίνη
πέρασ’ η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.

Βλα­ντι­μίρ Μαγιακόφσκι
(μετά­φρα­ση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

***

Πορτραίτο του Ισ. Μπρόντσκι ζωγραφισμένο από τον δάσκαλό του Ι. Ε. Ρέπιν

Πορ­τραί­το του Ισ. Μπρόν­τσκι ζωγρα­φι­σμέ­νο από τον δάσκα­λό του Ι. Ε. Ρέπιν

Ισα­άκ Ιζρα­ή­λο­βιτς Μπρόν­τσκι (1884–1939). Σοβιε­τι­κός ζωγρά­φος και χαρά­κτης. Τιμη­μέ­νος Εργά­της της Τέχνης της ΣΟΣΔΡ (1935). Σπού­δα­σε στη Σχο­λή Καλών Τεχνών της Οδησ­σού με δάσκα­λο τον Ι. Ε. Ρέπιν. Στα 1905-07 εργά­στη­κε σε περιο­δι­κά ως πολι­τι­κός γελιο­γρά­φος και δημιούρ­γη­σε γελοιο­γρα­φί­ες που στρέ­φο­νταν ενά­ντια στην απο­λυ­ταρ­χία. Υπήρ­ξε μέλος της Ένω­σης Ρώσων Καλ­λι­τε­χνών. Στη Σοβιε­τι­κή περί­ο­δο ζωγρά­φι­σε σει­ρές από ιστο­ρι­κούς επα­να­στα­τι­κούς πίνα­κες καθώς και πίνα­κες με τη νορ­φή του Β. Ι. Λένιν. Σκι­τσά­ρι­σε επί­σης και ζωγρά­φι­σε πορ­τραί­τα ηγε­τών του ΚΚΣΕ και της κυβέρ­νη­σης καθώς και του Γκόρ­κι. Από το 1924 ήταν μέλος της Εται­ρεί­ας Καλ­λι­τε­χνών της Επα­να­στα­τι­κής Ρωσί­ας. Έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στην ανα­διορ­γά­νω­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής εκπαί­δευ­σης στην ΕΣΣΔ με βάση ένα ρεα­λι­στι­κό σύστη­μα διδα­σκα­λί­ας. Το 1932 έγι­νε καθη­γη­τής και το 1934 διευ­θυ­ντής στην Παν­ρω­σι­κή Ακα­δη­μία Καλών Τεχνών του Λένιν­γκραντ. Τιμή­θη­κε με το παρά­ση­μο Λένιν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο