Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Στις 22 Απρίλη του 1870 γεννήθηκε ο ηγέτης της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, ο Λένιν. Σήμερα που η «νέα τάξη πραγμάτων» του παγκόσμιου καπιταλισμού οδηγεί όλο και πιο πλατιές μάζες εργαζομένων στην εξαθλίωση και στο πισωγύρισμα, η σκέψη, ο λόγος και το έργο του Λένιν παραμένουν ζωντανά και είναι πιο επίκαιρα παρά ποτέ. Οι ιδέες του Μαρξ και του Λένιν αποτελούν σαν «τέκνο της ανάγκης» το στήριγμα του σύγχρονου προλετάριου, του κάθε καταπιεσμένου, όπου γης. Φωτίζουν τις συνειδήσεις των εργατών όλου του κόσμου και καθοδηγούν την αντίδρασή τους σαν «ώριμο τέκνο της οργής» στην ανατροπή του σάπιου και απάνθρωπου συστήματος της εκμετάλλευσης. Ανοίγουν διάπλατα τις λεωφόρους που οδηγούν στο χτίσιμο της νέας κοινωνίας όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα υφίσταται ως αναφορά στα ιστορικά βιβλία.
Λένιν
Λένιν
Και τ’ όνομά του μοναχά
βαριά βουερά αντηχά
πιο απ’ όλες όλες τις καμπάνες της παλιάς Ρουσίας.
Γιόμισε η πλάση γιόμισε κι ο αχός
βροντά στων καθεστώτων τα ντουβάρια.
(…)
Λένιν
Μην είσουν τάχατε ο Μεσσίας;
Ο δυνατός, ο διαλεχτός μιανής φυλής
με τα μοιραία και τα ρητά και τα γραμμένα;
Τίποτα
Είσουν μονάχα το γκάστρι μιας οργής
και μιας κόκκινης ώρας η γέννα.
Είσουν ο φτασμένος ο καιρός, είσουν μια ζεστή καρδιά
μέσα σε λέφτερο αντρίκειο στήθος,
η δύναμη, η ορμή, η σφιχτή γροθιά,
είσουν το Πλήθος.
Λένιν!
Θρασομανούσε η Επανάσταση
μέσ’ στ’ ατσαλένια χεροπάλαμά σου
και να! σαν αστραπή κι αστροπελέκι
φλοβάει, βροντά το μήνυμά σου:
“Κόσμε ραγιά, τα πάντα είνε δικά σου,
τα παλάτια, η γης, η λεφτεριά σου,
κι όλα τα δίκια και τ’ αδικεμένα.
Χτύπα και πάρτα
και πάρε πίσω τα κλεμμένα!”(…)
Κι οδηγητής και γκρεμιστής και πλάστης
πήρες τον άπραγο το Σλάβο
κι απ’ τον ανέγνωμο, βαριόμοιρο χωριάτη,
από το σκλάβο,
τον τρισελέφτερο
ζωντάνεψες Εργάτη.
Κι αν τώρα μέσ’ στη χώρα το λιβάνι
δε θυμιατίζει σανιδιόφτιαχτους αγίους,
φουρτούνιασε ως τους γκρίζους ουρανούς
στα δασωμένα του εργοστάσια το ντουμάνι.
Λένιν!
Εσύ που μιαν αγάπη γιγαντένια
μέσ’ στο ντουνιά διπλοθεμέλιωσες,
με το πιο γόνιμο το μίσος,
πέθανες ίσως;
Πέθανες; Ψέμα,
πεθαίνουν μονάχα τα ζωντίμια.
Αλλαξες κι έγινες βλαστήμια,
κι έγινες το καφτό μας αίμα
η ελπίδα γένηκες και φως και πίστη
και πίστη μας αντρίκεια
Κοσμοχτίστη».
Τάκης Κόντος
Στο νεκρό δάσος
Στο νεκρό δάσος των λέξεων προχωράω.
Aνάβω τα χλωμά φανάρια στους δρόμους
προσπαθώ ν’ αναστήσω.
Tα ονόματα που πυρπόλησαν τις καρδιές
σε μυστικές συνεδριάσεις
τα ονόματα που οδήγησαν
όλα δολοφονούνται.
Tώρα κυκλοφορούν σε ανάκτορα ξένοι
ντύνονται επίσημα στις δεξιώσεις
σε διπλωματικά συνέδρια ανταλλάσονται
χειραψίες
φριχτά υπομνήματα
παρευρίσκονται στις γιορτές, υποκλίνονται-
Tώρα πεθαίνουν.
Ω Pόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές,
Ω Tέλμαν, Tάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Oι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
οι πρόεδροι ανταλλάσσουν επισκέψεις
οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Eγώ έχω μέσα στη θύμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.
Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Mαγιακόφσκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.
Πώς βγήκανε πάλι απ’ αυτή τη φωτιά
ο Kος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Kος πρέσβης;
Kαι τώρα τι πρέπει να γίνει
σ’ αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ’ αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
ελευθερία, ισότητα, Σοβιέτ, εξουσία;
Μιχάλης Κατσαρός
Β. Ι. Λένιν
(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμματα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.
όμως άκουσε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυαλό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιόλας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλαστάρι δε βγαίνει.
Μονάχα το σύννεφο
στα βράχια σκοντάφτει.
Κι εκατό βέρστια πιο πέρα
κάποιος ερημίτης να μένει,
που στα κουρέλια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορίτσια τις καρφώνουν
στο ρούχο τους κοκέτικα
παραξενιές της ζωής.
Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρδιά η ίδια
που ανάβει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγάπη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλησίας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώπινο βήμα,
με εργάτη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
(μετάφραση Δημήτρης Πάνου)
«Δεν ήταν ρήτορας. Ούτε με την έννοια που ισχύει για τους περισσότερους ηγέτες της επανάστασης. Ο ρήτορας σε κάθε επανάσταση έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο: Το πλήθος διψάει το ίδιο για συνθήματα όπως και για νερό. Στην αγράμματη Ρωσία είχαν ξεχωριστό ρόλο. Οι περισσότεροι άνθρωποι αντί να διαβάσουν την εφημερίδα το πρωί, πήγαιναν ν’ ακούσουν τις νέες ομιλίες. Στα περισσότερα μέρη τούς κατέτασσαν μάλιστα σε κατηγορίες. Στη Μόσχα, στο μνημείο του Σκόμπελεφ μιλούσαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων, στο άγαλμα του Πούσκιν οι φοιτητές, στην Ταγκάνκα οι δημαγωγοί. Αν κάποιος ρήτορας έχανε τον τόνο, τον έδιωχναν αμέσως. Ας πάει εκεί όπου αρμόζει ο λόγος του.
Οι περισσότεροι ηγέτες της επανάστασης ήταν γεννημένοι ρήτορες. Μπροστά τους βρισκόταν ένα παθιασμένο πλήθος και η κύρια προσπάθειά τους ήταν να εγείρουν κι άλλο τα αισθήματα. Οι φράσεις, τα ωραία λόγια, οι μεγάλες υποσχέσεις τότε βρίσκουν το έδαφός τους. Το αναστατωμένο πλήθος έπεφτε σε έκσταση και ζητωκραύγαζε. Μόνο που γυρνώντας στο σπίτι, το πλήθος θυμόταν μόνο τον ενθουσιασμό του. Το γιατί είχε ενθουσιαστεί, δεν μπορούσε να το θυμάται πια. Τις φράσεις, τις κοινοτυπίες δεν είναι δυνατό να τις θυμάσαι. Κι έμενε μέσα τους μια σύγχυση, η σύγχυση του ακατανόητου. Και οι ίδιοι ρήτορες δεν καταλάβαιναν τον εαυτό τους.
Ο Λένιν ποτέ δε ρητόρευε. Οταν πήγαινε πάνω-κάτω στην εξέδρα καθώς εξηγούσε, ήταν ο παιδαγωγός που μιλούσε στους μαθητές του, όπως και στα γραπτά του. Ο δάσκαλος. Δεν ήταν κρύος και απόμακρος, το πάθος τον συνέπαιρνε, αλλά ήταν από τους λίγους που ακόμα και παθιασμένοι δεν επιδρούσαν στα πάθη αλλά στο λογικό».
[Γκιούρκο Λάσζλο: «Ο Λένιν τον Οκτώβρη», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή]
Η ανίκητη επιγραφή
Την εποχή του παγκόσμιου πολέμου
Σ’ ένα κελί της ιταλικής φυλακής Σαν Κάρλο
Γεμάτο από κρατούμενους στρατιώτες, μεθυσμένους και κλέφτες
Έγραψε ένας σοσιαλιστής φαντάρος στον τοίχο απάνω με μολύβι:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Πολύ ψηλά στο μισοσκότεινο κελί, ίσα-ίσα να φαίνεται, μα
Με πελώρια γράμματα γραμμένο.
Μόλις το είδανε οι δεσμοφύλακες, στείλανε έναν μπογιατζή μ’ έναν κουβά ασβέστη
Κι αυτός με μια βούρτσα με μακρύ κοντάρι ασβέστωσε την απειλητική επιγραφή.
Μα μόνο της γραφής το χαρακτήρα, με τον ασβέστη του άλλαξε
Και τώρα έστεκε ψηλά μες στο κελί μ’ ασβέστη:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Και δεύτερος μπογιατζής έβαψε από πάνω την επιγραφή με μια μεγάλη βούρτσα
Έτσι που εξαφανίστηκε για ώρες, μα κατά το πρωί
Που στέγνωσε ο ασβέστης, ξεπρόβαλε από κάτω η επιγραφή ξανά:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τότε στείλανε οι δεσμοφύλακες ενάντια στην επιγραφή έναν οικοδόμο
Με ένα μαχαίρι. Κι αυτός την έξυσε γράμμα προς γράμμα, για μια ώρα
Και όταν τελείωσε, φάνταζε μέσα στο κελί ψηλά, άχρωμη πλέον
Μα βαθιά μέσα στον τοίχο χαραγμένη, η ανίκητη επιγραφή:
ΖΗΤΩ Ο ΛΕΝΙΝ!
Τώρα ρίξτε τον τοίχο! είπε ο φαντάρος.
Μπέρτολτ Μπρεχτ
(Δεν αναφέρεται μεταφραστής — πηγή: agkarra.com)
Είδα τον Λένιν!
Τον είδα να τρέχει χέρι — χέρι με τη Ζωή.
Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο με τον ώμο του την Ιστορία.
Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται.
Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Όλα.
Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές.
«Σήμερα νωρίς — αύριο θα ‘ν’ αργά».
Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ηταν καιρός…
Το φώναξε κι η «Αβρόρα» απ’ το ποτάμι.
Ηταν καιρός.
Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια.
Ηταν καιρός: Η Πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε.
Μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε σαν φανάρι.
Για να δείξει στο Μέλλον να περάσει.
Μενέλαος Λουντέμης
Συνομιλία με τον σύντροφο Λένιν
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Το στόμα ανοιγμένο
στου λόγου το ξάναμμα
αναστραμμένο
του μουστακιού
το βουρτσάκι
μια σκέψη σφιγμένη
μεσ’ στις πτυχές της
πέρα πέρα
στο πελώριο μέτωπο.
Σαν
από κάτω
χιλιάδες να διαβαίνουν…
σημαίες, δάση…
τα χέρια-σπαθόχορτα…
Σηκώνομαι,
Χαρούμενη μου ‘ρθε μια σκέψη
να πάω
να τον χαιρετήσω
και να του πω:
«Σύντροφε Λένιν, σας αναφέρω
όχι ιεραρχίες και τέτοια ―
της ψυχής πράματα.
Σύντροφε Λένιν,
μια κόλαση η δουλειά μας
θα γίνει όμως ―
γίνεται πες.
Κάνουμε διαφώτιση
ντένουμε τη φτώχια και τη γύμνια
άνοδο σημείωνα η παραγωγή
σε κάρβουνο και μετάλλευμα.
Κοντά σε τούτα
πλήθος
βέβαια
μέγα πλήθος
από λογής
σκουπιδοτενεκέδες.
Σου βγαίνει η ψυχή
να τους κάνεις πέρα και να ρεύεσαι.
Πολλοί στην απουσία σας
σταυρώσανε τα χέρια.
Πληθαίνουν και πληθαίνουν
τζερεμέδες διάφοροι
βρίθουν εδώ στη γη μας
κι ολόγυρά της.
Αδύνατο
να τους μετρήσεις
και να τους ξεχωρίσεις με ονόματα.
Τύποι
ταινία ολόκληρη από δαύτους
ξεδιπλώνεται
γραφειοκράτες
κουλάκοι
κόλακες
αιρετικοί
μεθύστακες ―
περνάνε και περνάνε
καμαρωτά
φουσκώνοντας τα στήθη
διάστικτα από κοντυλοφόρους
και των επαίνων τα διάσημα.
Εμείς
ασφαλώς
όλους θα τους μπαγλαρώσουμε
μα και πάλι
όλους να τους δέσεις
διαβολικά ‘ναι δύσκολο.
Σύντροφε Λένιν,
στις καπνισμένες φάμπρικες
στη γη
από τα χιόνια σκεπασμένη
κι απ’ των σπαρτών τις καλαμιές
με τη δική σου,
σύντροφε
καρδιά
και τ’ όνομά σου
σκεφτόμαστε
ανασαίνουμε
παλεύουμε και ζούμε!…»
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασ’ η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
(μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)
***
Ισαάκ Ιζραήλοβιτς Μπρόντσκι (1884–1939). Σοβιετικός ζωγράφος και χαράκτης. Τιμημένος Εργάτης της Τέχνης της ΣΟΣΔΡ (1935). Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Οδησσού με δάσκαλο τον Ι. Ε. Ρέπιν. Στα 1905-07 εργάστηκε σε περιοδικά ως πολιτικός γελιογράφος και δημιούργησε γελοιογραφίες που στρέφονταν ενάντια στην απολυταρχία. Υπήρξε μέλος της Ένωσης Ρώσων Καλλιτεχνών. Στη Σοβιετική περίοδο ζωγράφισε σειρές από ιστορικούς επαναστατικούς πίνακες καθώς και πίνακες με τη νορφή του Β. Ι. Λένιν. Σκιτσάρισε επίσης και ζωγράφισε πορτραίτα ηγετών του ΚΚΣΕ και της κυβέρνησης καθώς και του Γκόρκι. Από το 1924 ήταν μέλος της Εταιρείας Καλλιτεχνών της Επαναστατικής Ρωσίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ με βάση ένα ρεαλιστικό σύστημα διδασκαλίας. Το 1932 έγινε καθηγητής και το 1934 διευθυντής στην Πανρωσική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Λένινγκραντ. Τιμήθηκε με το παράσημο Λένιν.