Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για τον σύντροφο Γιώργη Μωραΐτη

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Όχι! Εσύ δεν έφυ­γες νωρίς. Δεν έφυ­γες καθό­λου και δεν θα φύγεις ποτέ. Είσαι ο δρό­μος, το πρό­τυ­πο, το παρά­δειγ­μα. Η μυρου­διά και το άρω­μα του Κόμ­μα­τος και ο ορι­σμός του Κομ­μου­νι­στή. Ήθος και λεβε­ντιά και ταπει­νό­τη­τα. Γλυ­κός και μει­λί­χιος, χαμη­λό­φω­νος με μια ανοι­χτή αγκα­λιά για καρ­διά. Ζεις σύντρο­φε και εμείς παίρ­νου­με παρά­δειγ­μα, δύνα­μη και κου­ρά­γιο από την ανδρεία και την αξιο­σύ­νη σου.

Κάθε μέρα που ξεφύλ­λι­ζα τον Ριζο­σπά­στη, η πρώ­τη ματιά ήταν για σένα, αν υπάρ­χεις, αν ακό­μη βρί­σκε­σαι στη ζωή. Όπως κοί­τα­ζα και για τους συντρό­φους Βασί­λη Φιτσι­λή και Γιώρ­γο Φαρ­σα­κί­δη – βρά­χους ακλόνητους.

Έπαιρ­να θάρ­ρος λέγο­ντας στον εαυ­τό μου, ευτυ­χώς ακό­μα ζού­νε, ακό­μα υπάρ­χου­νε για να μας δεί­χνουν τον δρό­μο… πάμε καλά.

Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη, αδερ­φέ, φίλε και αγα­πη­μέ­νε σύντρο­φε. Δεν θα στα­θώ στο καλό και πλη­θω­ρι­κό σου έργο. Ούτε στα χρό­νια της εξο­ρί­ας, της φυλα­κής και των βασα­νι­στη­ρί­ων. Στον άνθρω­πο τον γεμά­το αγά­πη, καλο­σύ­νη και κατα­νό­η­ση θέλω να στα­θώ. Που με συμ­βού­λευ­ες πάντα με ένα χαμό­γε­λο ανοι­χτό, γεμά­το συντρο­φι­κό­τη­τα. Και εγώ έλε­γα: Σ’ ένα σώμα σχε­τι­κά μικρό, πόση δύνα­μη και αντρειο­σύ­νη, πόση αντο­χή, πίστη και αγω­νι­στι­κό­τη­τα χωρά­ει! Ενώ συνά­μα ήσου­να τόσο στορ­γι­κός και τρυ­φε­ρός, εσύ που ήσου­να τόσο βασανισμένος!

Μα εσύ Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη δεν έφυ­γες νωρίς, άνθρω­ποι σαν εσέ­να δεν λυγά­νε και δεν φεύ­γου­νε ποτέ!

Και όταν τα κότσια σου τελευ­ταία δεν σε κρα­τού­σαν, το βλέμ­μα σου και η ψυχή σου ήταν γεμά­τα εντι­μό­τη­τα και περη­φά­νια. Έζη­σες και πέθα­νες σαν μεγά­λος άνθρω­πος, σαν Κομμουνιστής.

«Ένας τόπος άγριος με κακο­τρά­χα­λα υψώ­μα­τα κι από­το­μες πλα­γιές. Από­κρη­μνα βρά­χια που τα δέρ­νουν αλύ­πη­τα τα μανια­σμέ­να κύμα­τα, τ’ άγρια ξερο­βό­ρια και οι δυνα­τοί σει­σμοί. Κάστρο με τεί­χη χοντρά και πανύ­ψη­λους πύρ­γους, θεμε­λιω­μέ­νο σε σωρούς από κόκα­λα. Μία ερη­μιά άνυ­δρη. Ένας τόπος στοι­χειω­μέ­νος, όπου ο χρό­νος χάνε­ται, όπου όλα μυρί­ζουν Μεσαί­ω­να. Το Ιτζεδίν»

Αντίο ανε­πα­νά­λη­πτε σύντρο­φε. Ας είναι ελα­φρύ το χώμα που σε σκεπάζει…!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο