Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για το βιβλίο: «Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ – Ν. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ. Στο σπίτι των ηρώων. Η συγκλονιστική μαρτυρία του Κούλη Ζαμπαθά»

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //  

Κυκλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα από τις εκδό­σεις «Ατέ­χνως» το βιβλίο: «Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ – Ν. ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ. Στο σπί­τι των ηρώ­ων. Η συγκλο­νι­στι­κή μαρ­τυ­ρία του Κού­λη Ζαμπαθά».

Να σημειώ­σου­με ότι το βιβλίο γρά­φτη­κε στα 1954- όταν ήταν νωπά ακό­μη τα γεγο­νό­τα και οι μνή­μες- και πρω­το­τυ­πώ­θη­κε  στα 1976 από τις εκδό­σεις «ΔΩΡΙΚΟΣ» με τίτλο: «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ – ΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ κου­βέ­ντες και σκέ­ψεις που κάνα­με μαζί στα στερ­νά της ζωής τους».

Στη νέα αυτή καλαί­σθη­τη και φρο­ντι­σμέ­νη έκδο­ση, προ­λο­γί­ζει ο Νίκος Μότ­τας (που έχει και την επι­μέ­λεια της έκδο­σης), περιέ­χο­νται φωτο­γρα­φι­κά ντο­κου­μέ­ντα (γράμ­μα­τα του Νίκου Πλου­μπί­δη) καθώς και χρή­σι­μες υπο­ση­μειώ­σεις για ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα και πρό­σω­πα που ανα­φέ­ρο­νται στο βιβλίο.

Πρό­κει­ται για ένα βιβλίο που δια­βά­ζε­ται «μονο­ρού­φι». Ένα βιβλίο που ανα­φέ­ρε­ται σε μία σημα­ντι­κή στιγ­μή της σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας μας, χωρίς όμως να είναι ένα κλασ­σι­κό βιβλίο ιστο­ρί­ας. Πολύ περισ­σό­τε­ρο όμως δεν είναι και ένα απλό βιβλίο με αναμνήσεις.

Περι­γρά­φει στιγ­μές από τη ζωή δύο πραγ­μα­τι­κών ηρώ­ων του λαϊ­κού μας κινή­μα­τος. Δύο ηρώ­ων που η ζωή τους και το τρα­γι­κό τέλος, απα­σχο­λεί, προ­βλη­μα­τί­ζει αλλά δια­παι­δα­γω­γεί ακό­μη και σήμερα.

Ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου «δέθη­κε» με τους δύο ήρω­ες σε μία εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη χρο­νι­κά περί­ο­δο, φιλο­ξε­νώ­ντας τους- μέσα σε συν­θή­κες βαθιάς παρα­νο­μί­ας-στο σπί­τι του. «Σκια­γρα­φεί» επο­μέ­νως την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, με βάση αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό και άρα είναι «ελλι­πής» και φυσι­κά με έντο­νο το συναι­σθη­μα­τι­κό-προ­σω­πι­κό στοιχείο.

Όμως αυτό δεν μειώ­νει την αξία των ανα­μνή­σε­ων αυτών.

Δίνει χρή­σι­μες πτυ­χές, «λεπτο­μέ­ρειες» του τρό­που σκέ­ψης και δρά­σης τους, ανθρώ­πι­νες στιγ­μές που δεν μπο­ρούν φυσι­κά να περιέ­χο­νται σε «καθα­ρά» βιβλία ιστορίας.

Δίνει από πρώ­το χέρι τα συναι­σθή­μα­τα όσων εκεί­νων την περί­ο­δο «έκα­ναν δήλω­ση» (όπως ο συγ­γρα­φέ­ας) χωρίς όμως να κόψουν τους δεσμού με το λαϊ­κό και κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Είχα χαμέ­να και την ανθρω­πιά μου και τους συντρό­φους μου. Για όλους τους, έπρε­πε να ‘μου­να ένας δει­λός και τιπο­τέ­νιος. Για τον ίδιο τον εαυ­τό μου ήμου­να ένα χαμέ­νο κορ­μί… Είχα λιώ­σει. Ημου­να σκιά του εαυ­τού μου»,

Δίνει πλευ­ρές της λογο­τε­χνι­κής ζωής της περιό­δου εκεί­νη με τις καλ­λι­τε­χνι­κές συνα­να­στρο­φές στο «Σαν Σου­σί» με αξιο­λο­γι­κές ανα­φο­ρές για Μενέ­λαο Λου­ντέ­μη, Τάσο Βουρ­νά, Νικη­φό­ρο Βρετ­τά­κο κ.α αλλά και στιγ­μιό­τυ­πα της ζωής και λογο­τε­χνι­κής τους πορείας.

Δίνει πλευ­ρές της δρά­σης των παρά­νο­μων κομ­μου­νι­στών, που έβα­ζαν κυριο­λε­κτι­κά «το κεφά­λι τους στον ντορ­βά», που κάθε έλλει­ψη επα­γρύ­πνη­σης μπο­ρού­σε να τους οδη­γή­σει στα εκτε­λε­στι­κά απο­σπά­σμα­τα: «…Ητα­νε λοι­πόν αστο­χία μας η παραγ­γε­λιά των ρού­χων και οι πρό­βες στο μαγα­ζί (σ.σ εννο­εί τον Ν. Μπε­λο­γιάν­νη). Μπο­ρού­σε να γίνει μεγά­λο κακό αν ο ράφτης μιλού­σε. Θυμά­μαι πως ο Μπάρ­μπας έμει­νε ακού­ρευ­τος. Εγώ τον κού­ρευα σαν έρχο­νταν σπί­τι. Τον έκα­να σαν τρα­γί μπο­ρεί να πει ο λόγος. Κι όμως. Ποτέ του δεν είχε πατή­σει σε μαγα­ζί. Ότι ήθε­λε του τα’ αγό­ρα­ζαν οι άλλοι..».

Δίνει χρή­σι­μες λεπτο­μέ­ρειες σχε­τι­κά με τις δίκες και των δύο από τα Στρα­το­δι­κεία της επο­χής. «…Για τους δικα­στές και τους μάρ­τυ­ρες κατη­γο­ρί­ας, όλοι οι κατη­γο­ρού­με­νοι (σ.σ πρό­κει­ται για τη 2η δίκη του Μπε­λο­γιάν­νη και των συντρό­φων του) ήταν μέλη κατα­σκο­πευ­τι­κής οργά­νω­σης, μ’ έννοια όχι μονά­χα απλώς στρα­τιω­τι­κής κατα­σκο­πεί­ας μα και στρατηγικής…»

Δίνει στη δημο­σιό­τη­τα γράμ­μα­τα που του παρέ­δω­σε ο Νίκος Πλου­μπί­δης: «…Εγώ, οτι­δή­πο­τε και αν γίνει θα στα­θώ ως την τελευ­ταία μου πνοή αυτός που ήμουν πάντα. Τη σημαία του Κόμ­μα­τος θα τη κρα­τή­σω ψηλά, Είμαι έτοι­μος να δώσω τη μάχη στα μπου­ντρού­μια της Ασφά­λειας, τη μάχη στο δικα­στή­ριο )αν και αμφι­βά­λω αν φτά­σω ως εκεί) και τη μάχη στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα και θα νικήσω….»

Δίνει τις δικές του εκτι­μή­σεις για πρό­σω­πα και γεγο­νό­τα- όχι πάντα σωστές- αλλά ακό­μη και ο «υπο­κει­με­νι­σμός» είναι χρή­σι­μος για­τί είναι δείγ­μα της πολυ­πλο­κό­τη­τας της επο­χής. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά για τον Νίκο Πλου­μπί­δη: «…Αγα­πού­σε το λαό μέχρι τρέ­λας. Ήταν καλός σαν άγιος, μα και αυστη­ρός όσο και αδέ­κα­στος. Αλί­μο­νο σου αν σ’ έπια­νε σκάρ­το όχι σε πρά­ξη μονά­χα, μα και στη σκέ­ψη σου ακό­μα…». Γρά­φει και για τους δύο: «…Ήταν αλλιώ­τι­κοι ο Κώστας από τον Μπάρ­μπα. Ο Μπάρ­μπας γίνο­νταν φίλος τους (σ.σ εννο­εί τα μέλη της οικο­γέ­νειας του) «Ο Μπάρ­μπας γίνο­νταν φίλος τους, Τους άνοι­γε την καρ­διά τους με χίλιες ερω­τή­σεις και μάθαι­νε της ψυχής του τα’ από­κρυ­φα. Πόσες φορές δεν της κρα­τού­σε συντρο­φιά στην κου­ζί­να όταν εκεί­νη είχε τη λάτρα της. Ο Κώστας όμως ήταν αλλιώ­τι­κος. Τους μίλα­γε, τους έλε­γε για χίλια δυο πρά­μα­τα, μα δεν έμπαι­νε ποτές στης ψυχής τους τα βάθη σαν ανα­τό­μος. Ούτε κι έδι­νε πολύ θάρρος…»

Πρό­κει­ται τελι­κά για ένα βιβλίο  που όπως γρά­φει στον πρό­λο­γο ο Νίκος Μότ­τας «… ο Ζαμπα­θάς κατα­φέρ­νει να βάλει τον ανα­γνώ­στη στο σπί­τι του, να καθί­σει στο ίδιο δωμά­τιο με τον «Μπάρ­μπα» και τον Μπε­λο­γιάν­νη, να «συνο­μι­λή­σει» μαζί τους, να «βιώ­σει» τις αγω­νί­ες τους, την ατσά­λι­νη πει­θαρ­χία τους, τα χαρί­σμα­τα και τις ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες τους…»

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο