Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για το βιβλίο του Αλέκου Χατζηκώστα «29 ΣΤΙΓΜΕΣ»

της Μαρί­ας Σγουρίδου //
εκπαι­δευ­τι­κού Α/Θμιας Εκπαίδευσης*

Το βιβλίο με τις 29 στιγ­μές ήρθε και με βρή­κε, μια γιορ­τι­νή μέρα μέσω ενός φίλου. Κι η συνά­ντη­σή μας έγι­νε αφορ­μή να το δω όχι μόνο σαν ανα­γνώ­στης αλλά να το φέρω μπρο­στά σας και να σας το «δεί­ξω». Όσο όμως φανα­τι­κός ανα­γνώ­στης ή ανα­γνώ­στρια κι αν είναι κάποιος, είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή δια­δι­κα­σία να το παρου­σιά­σεις, να το κερά­σεις στον κόσμο, με τα δικά σου υπο­κει­με­νι­κά κρι­τή­ρια . Να φύγεις από τη μονα­ξιά και την ασφά­λεια της γωνιάς σου, αυτής με τη λάμπα που φώτι­σε σελί­δες και σελί­δες και να εκτε­θείς και να εκθέ­σεις τις από­ψεις σου σ’ ένα κοι­νό ετε­ρό­κλη­το. Να μοι­ρα­στείς σκέ­ψεις, συναι­σθή­μα­τα, προ­βλη­μα­τι­σμούς, όλα αυτά που γεν­νή­θη­καν απ’ την ανά­γνω­ση του βιβλί­ου. Αλλά είναι ταυ­τό­χρο­να και γοη­τευ­τι­κό να μοι­ρά­ζε­σαι τις ανα­γνω­στι­κές σου εμπει­ρί­ες και να τις «συνα­ντάς» με τις αντί­στοι­χες των άλλων.

Το συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο, ήδη απ’ το εξώ­φυλ­λο, πριν καν  το ανοί­ξεις, σε προ­δια­θέ­τει θετι­κά. Ο πίνα­κας, για­τί περί αυτού πρό­κει­ται, της Εύας Αμνιώ­τη με θέμα σκη­νή από την ται­νία του Δήμου Αβδε­λιώ­δη   «Το δέντρο που πλη­γώ­να­με»„ σε ταξι­δεύ­ει. Σε γυρί­ζει πίσω.  Εκεί στην ασπρό­μαυ­ρη παι­δι­κή σου ηλι­κία, που οπλί­ζε­σαι, εφο­διά­ζε­σαι, μαζεύ­εις τα σύνερ­γά σου, όρα­ση, ακοή, αφή, μυα­λό κι αγά­πη και κινάς για ένα ταξί­δι συναρ­πα­στι­κό, για τη μάχη της ζωής που σε περι­μέ­νει. Ξανα­βλέ­πεις τον κόσμο με το παι­δι­κό μάτι που μπο­ρεί να συνται­ριά­ξει τα αταί­ρια­στα, να μετου­σιώ­νει τα ασή­μα­ντα και να απο­δυ­να­μώ­νει τα σημα­ντι­κά. Ευρη­μα­τι­κό και εμπνευ­σμέ­νο σε γεμί­ζει νοσταλ­γία και μνήμη.

Μνή­μη! Και μόλις είπα τη λέξη που κυριαρ­χεί και απο­τε­λεί το βασι­κό άξο­να του βιβλί­ου. Οι 29 στιγ­μές είναι όλες στιγ­μές μνή­μης, κοντι­νής αλλά και απώ­τε­ρης του συγ­γρα­φέα. Μνή­μης όμως όχι κλει­σμέ­νης στα ντου­λα­πά­κια του μυα­λού, αλλά μνή­μης που κατα­φέρ­νει να ζει στο παρόν και να φωτί­ζει το μέλλον.

Το έξυ­πνο κόλ­πο να ξεχνάς τα άσχη­μα και να θυμά­σαι μόνο τα ωραία δεν πετυ­χαί­νει στην περί­πτω­ση του συγ­γρα­φέα. Και μάλ­λον ούτε στην περί­πτω­ση κανε­νός από μας. Ο νους δε θάβει εύκο­λα, μόνο σκε­πά­ζει. Κι ύστε­ρα, όπως λέει και μια άλλη αγα­πη­μέ­νη μου συγ­γρα­φέ­ας,  τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτά τα άυλα τιμαλ­φή μας;

«Οι ανα­μνή­σεις είναι σαν εκεί­νες τις μεγά­λες πέτρες που κου­βα­λά κανείς σε ολό­κλη­ρη τη ζωή του και που όσο αυτή πλη­σιά­ζει στο τέρ­μα της γίνο­νται ασήκωτες.»

Έτσι ξεκι­νά το πρώ­το διή­γη­μα του συγ­γρα­φέα, «Ο πλά­τα­νος του Δεκα­πε­νταύ­γου­στου»  και ήδη είναι φανε­ρή η πρό­θε­σή του να ξεφορ­τω­θεί αυτές τις πέτρες. Το μυα­λό του Χατζη­κώ­στα έχει κλει­δώ­σει κι έχει ασφα­λί­σει πολ­λές, αμέ­τρη­τες στιγ­μές και 29 απ’ αυτές μας τις προ­σφέ­ρει απλό­χε­ρα. Με εξο­μο­λο­γη­τι­κή διά­θε­ση μοι­ρά­ζε­ται μαζί μας, μας κάνει κοι­νω­νούς μιας ζωής, ξεκι­νώ­ντας περί­που απ’ τα μισά του προη­γού­με­νου αιώ­να και φτά­νο­ντας μέχρι το σήμε­ρα. Βιώ­μα­τα δικά του αλλά και άλλων, πραγ­μα­τι­κά ή φαντα­στι­κά, εντός ή εκτός αλη­θο­φά­νειας. Βιώ­μα­τα που ξανα­γεν­νή­θη­καν στον και­ρό της παν­δη­μί­ας, όπως ο ίδιος εξο­μο­λο­γή­θη­κε, και έγι­ναν 29 μικρές ιστο­ρί­ες – διηγήματα.

Είναι δύσκο­λο το είδος για­τί πρέ­πει μέσα σε λίγες ή ακό­μα και μία σελί­δα να κατα­φέ­ρεις να κεντρί­σεις το ενδια­φέ­ρον, να παρου­σιά­σεις τον ήρωα ή το γεγο­νός, τις σκέ­ψεις, τα συναι­σθή­μα­τα, την αλλη­λε­πί­δρα­ση των γεγο­νό­των και να φτά­σεις στην κορύ­φω­ση, στο τέλος. Το διή­γη­μα όμως το κάνει αξιό­λο­γο η τέχνη του συγ­γρα­φέα. Κι ο συγ­γρα­φέ­ας κατα­φέρ­νει να σε καθη­λώ­σει, να δια­βά­σεις όλα τα διη­γή­μα­τα χωρίς σταματημό.

29 στιγ­μές, 29αναμνήσεις που σαν τις πέτρες της σφε­ντό­νας του εξώ­φυλ­λου έρχο­νται και πέφτουν και πλη­γώ­νουν το κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό «γίγνε­σθαι» του τότε και του τώρα. 29 καθρέ­φτες που σε ανα­γκά­ζουν να κοι­τα­χτείς μέσα τους και να ψάξεις το δικό σου μέσα. Γίνο­νται εικό­νες, φωτο­γρα­φί­ες, γίνο­νται στιγ­μές ζωής. Σκα­λί­ζουν τις ευαι­σθη­σί­ες μας, τις ατο­μι­κές και συλ­λο­γι­κές, για­τί οι ιστο­ρί­ες του κινού­νται με ξεχω­ρι­στή ισορ­ρο­πία ανά­με­σα στο προ­σω­πι­κό και  το κοι­νω­νι­κό, ανά­με­σα στο ιδιω­τι­κό και το δημό­σιο. Σε κάνει συμ­μέ­το­χο, ξυπνά­ει και τις δικές σου ανα­μνή­σεις ακό­μα κι αυτές που θα ήθε­λες να μεί­νουν κοι­μι­σμέ­νες. Η ανα­πό­λη­σή του δεν είναι απλή νοσταλ­γία. Το παρελ­θόν κυριαρ­χεί αλλά έρχε­ται και συνα­ντά­ει το παρόν του συγ­γρα­φέα, του ανα­γνώ­στη, της κοι­νω­νί­ας μας αφού στο παρόν ζού­με τις συνέ­πειες αυτών των περα­σμέ­νων στιγμών.

Τα κεί­με­να είναι δια­φο­ρε­τι­κά, αλλά έχουν κάτι κοι­νό. Είναι ανθρω­πο­κε­ντρι­κά. Οι χαρα­κτή­ρες είναι γνώ­ρι­μοι, οικεί­οι, είναι οι διπλα­νοί μας, οι γεί­το­νές μας. Πού και πού μπο­ρεί να ανα­φω­νή­σεις «α, σαν να τον ξέρω αυτόν!». Είναι αδύ­να­το ο ανα­γνώ­στης να μη βρει κάποιον να υπο­στη­ρί­ξει, έστω και έναν και κάποιον να κατη­γο­ρή­σει, έστω και έναν. Κι αυτό για­τί οι άνθρω­ποι των στιγ­μών ζουν, αγω­νί­ζο­νται, αγα­πούν, πονούν, ονει­ρεύ­ο­νται και ερω­τεύ­ο­νται όπως ακρι­βώς κι εμείς.

Οι 29 στιγ­μές χωρί­ζο­νται σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες. Η πρώ­τη είναι οι «Μνή­μες», οι οποί­ες μας ταξι­δεύ­ουν πίσω στο παρελ­θόν. Είναι ιστο­ρί­ες απ’ την κατο­χή, απ’ την αντί­στα­ση. Είναι οι μνή­μες του συγ­γρα­φέα οι προ­σω­πι­κές, είναι η μάνα του και ο πατέ­ρας του, είναι οι άρρη­κτοι οικο­γε­νεια­κοί δεσμοί, οι ανοι­χτοί λογα­ρια­σμοί που πρέ­πει να κλεί­σουν. Είναι όμως και ιστο­ρία, είναι πολι­τι­κή, μέσα από ήρω­ες ξεκά­θα­ρους, απλούς, καθη­με­ρι­νούς, γεν­ναί­ους, απο­φα­σι­σμέ­νους. Είναι ένα παρελ­θόν που στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται στο παρόν.

Η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα με τίτλο «Του έρω­τα» ξεκι­νά­ει με τους στί­χους του Λει­βα­δί­τη « Και σμί­γουν και χωρί­ζουν οι άνθρω­ποι και δεν παίρ­νει τίπο­τα ο ένας απ’ τον άλλον. Για­τί ο έρω­τας είναι ο πιο δύσκο­λος δρό­μος να γνω­ρι­στούν». Κι ο έρω­τας έρχε­ται και απλώ­νε­ται σ’ όλη την ενό­τη­τα. Ιστο­ρί­ες έρω­τα που επι­στρέ­φουν, έρχο­νται και θρο­νιά­ζο­νται στο παρόν και κατα­φέρ­νουν να προ­βάλ­λο­νται ακό­μα και στο μέλ­λον. Έρω­τες δια­χρο­νι­κοί, αξε­πέ­ρα­στοι, που  δεν μας πεί­θουν ότι τελεί­ω­σαν, που αγγί­ζουν, ζουν στο τώρα , νικούν το χρό­νο. Έρω­τες που ξανα­πιά­νουν το νήμα, ή του­λά­χι­στον προ­σπα­θούν, μυστι­κά και συμ­βο­λι­σμοί που ανα­κα­λύ­πτο­νται, σημεία ανα­φο­ράς. Έρω­τες σαν κάρ­βου­να κρυμ­μέ­να μες στις στά­χτες, έτοι­μα να ξανα­γί­νουν φωτιά. Αλλά και ιστο­ρί­ες σύγ­χρο­νες, ρεα­λι­στι­κές, ακό­μη και δια­δι­κτυα­κές. Πάντα όμως με δόσεις ρομα­ντι­σμού. Χαρα­κτή­ρες και περι­πτώ­σεις ποι­κί­λες, άλλο­τε απροσ­δό­κη­τες ανα­τρο­πές, αλλά και σιω­πές, με αλή­θειες βαριές, δυσκο­λο­κου­βά­λη­τες, όπως λέει, απο­χω­ρι­σμοί, αδιέ­ξο­δα. Έρω­τες που υπο­μέ­νουν, ελπί­ζουν, ζουν, ανα­πνέ­ουν, βιώ­νο­νται και στο παρόν. Στο τελευ­ταίο διή­γη­μα της ενό­τη­τας ρίχνει μια πέτρα που έρχε­ται και ταρά­ζει τα νερά,  σφη­νώ­νε­ται στο μυα­λό μας και προ­κα­λεί σκέ­ψεις πολ­λές: «Αλη­θι­νή αγά­πη δεν είναι εκεί­νη που αντέ­χει το μακρο­χρό­νιο χωρι­σμό αλλά εκεί­νη που αντέ­χει τη μακρο­χρό­νια οικειό­τη­τα». Πόσο αλη­θι­νό και πόσο δύσκολο!

Η τρί­τη ενό­τη­τα έχει τίτλο « Η ζωή θέλει αγώ­να». Η αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση δια­τρέ­χει όλα τα διη­γή­μα­τα της ενό­τη­τας. Η κατα­γρα­φή της πολι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής κατά­στα­σης, οι πολι­τι­κοί κλυ­δω­νι­σμοί, οι επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες και οι κλα­σι­κές αξί­ες, μας προ­σφέ­ρο­νται μέσα από ιστο­ρί­ες οικεί­ες, ανθρώ­πι­νες που αγγί­ζουν και σκα­λί­ζουν τη μνή­μη. Η σύγ­χρο­νη ματιά του συγ­γρα­φέα στην επι­και­ρό­τη­τα, ο καθη­με­ρι­νός αγώ­νας αυτών που έφυ­γαν κι άφη­σαν σπου­δαία παρα­κα­τα­θή­κη. Και στον αντί­πο­δα η ατα­ρα­ξία, η απου­σία ελπί­δας και αγω­νι­στι­κής διά­θε­σης στην σημε­ρι­νή επο­χή της παθη­τι­κό­τη­τας , του αγώ­να απ’ τον καναπέ.

Ο Χατζη­κώ­στας φαί­νε­ται πως προ­σπα­θεί ό,τι δεν του αρέ­σει σ’ αυτό τον κόσμο να το αλλά­ξει και μέσα από τα λογο­τε­χνι­κά του κεί­με­να. Άλλω­στε δε θα μπο­ρού­σε να μην προ­σπα­θεί και να μην ελπί­ζει σε ένα καλύ­τε­ρο αύριο, στη δικαιο­σύ­νη και στον άνθρω­πο, αφού είναι γνω­στή η δρά­ση του στα πολι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά και πνευ­μα­τι­κά δρώ­με­να. Κι ο έρω­τας πάντα παρών, αφού, όπως λέει ο συγ­γρα­φέ­ας ο έρω­τας κι η επα­νά­στα­ση συχνά είναι δίδυ­μα αδέλφια.

Η τέταρ­τη ενό­τη­τα έχει τον τίτλο «Μικρής φόρ­μας». Ένα τολ­μη­ρό βήμα του συγ­γρα­φέα να πει­ρα­μα­τι­στεί, να δοκι­μα­στεί με διη­γή­μα­τα μινια­τού­ρες και να κατα­φέ­ρει να διη­γη­θεί μια ολό­κλη­ρη ιστο­ρία σε μια δυο παρα­γρά­φους. Και σίγου­ρα το πετυ­χαί­νει, αφού δεν μπο­ρεί ο ανα­γνώ­στης να στα­μα­τή­σει να δια­βά­ζει. Με μια ανά­σα φτά­νει στο τέλος, αφού πρό­κει­ται για μικρά κεί­με­να που γίνο­νται ελκυ­στι­κά χάρη στην ιδιαί­τε­ρη ματιά και την αφη­γη­μα­τι­κή ικα­νό­τη­τα του γρά­φο­ντος. Ιστο­ρί­ες πιο πολύ σύγ­χρο­νες που καθρε­φτί­ζουν τους και­νού­ριους προ­βλη­μα­τι­σμούς, τις και­νού­ριες ψηφια­κές εικό­νες, τα σύγ­χρο­να μέσα κοι­νω­νι­κής επα­φής ή μήπως απο­μά­κρυν­σης, τα αδιέ­ξο­δα και τα χαμέ­να όνει­ρα που αυτές γεννούν.

Μου αρέ­σει προ­σω­πι­κά να με τοπο­θε­τεί ο συγ­γρα­φέ­ας στο χώρο και στο χρό­νο με σαφή­νεια. Με βοη­θά­ει να γνω­ρί­σω καλύ­τε­ρα τους ήρω­ες και τις σκέ­ψεις τους, να συντα­ξι­δέ­ψω. Κι εδώ, στο βιβλίο αυτό,  η γεω­γρα­φία και ο χρό­νος δίνουν το παρόν. Ιστο­ρί­ες που εκτυ­λίσ­σο­νται σε επαρ­χια­κές πόλεις, άλλες πάλι στην πρω­τεύ­ου­σα. Γεγο­νό­τα που γνω­ρί­ζου­με τη θέση τους στη γραμ­μή του χρό­νου, καλο­καί­ρια, χει­μώ­νες, Δευ­τέ­ρες και Σάβ­βα­τα.  Σ’ όλο το βιβλίο ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σαρ­μό­ζει τη γλώσ­σα και το ύφος του όπως ται­ριά­ζει σε διη­γή­μα­τα. Δε φλυα­ρεί, δεν προ­λα­βαί­νει άλλω­στε. Η γλώσ­σα λιτή, απλή, κάποιες φορές ωστό­σο ποι­η­τι­κή, χωρίς να γίνε­ται γλυ­κε­ρή. Οι ιστο­ρί­ες ρεα­λι­στι­κές, βιω­μα­τι­κές, συχνά αυτο­βιο­γρα­φι­κές, δια­τρέ­χουν τη νεό­τε­ρη και σύγ­χρο­νη ιστο­ρία μας, μας  την ξανα­θυ­μί­ζουν μέσα από χαρα­κτή­ρες γήι­νους και γνώ­ρι­μους, εστιά­ζο­ντας στα σημα­ντι­κά που πολ­λές φορές περ­νούν απα­ρα­τή­ρη­τα. Κάθε ιστο­ρία κι ένα πίνα­κας σωστά φωτι­σμέ­νος, τόσο ώστε να γίνει αφορ­μή για προ­βλη­μα­τι­σμό, για ανα­πό­λη­ση. Κάποιες θα μπο­ρού­σαν και να απο­τε­λέ­σουν μικρά θεα­τρι­κά. Το παρελ­θόν και το παρόν ενώ­νο­νται, σημα­το­δο­τούν το μέλ­λον, του χαρί­ζουν το φως τους και τα νοή­μα­τά τους για να γίνουν οδη­γοί ζωής. Η αφή­γη­ση πολ­λές φορές σε τρί­το πρό­σω­πο, ενώ­νει τα βιώ­μα­τα του συγ­γρα­φέα με τα δικά μας και γινό­μα­στε συνοδοιπόροι.

29 στιγ­μές ζωής λοι­πόν, όπου ο συγ­γρα­φέ­ας ξεδι­πλώ­νει το παρελ­θόν, το στρώ­νει στο παρόν και στο μέλ­λον με χαμό­γε­λο, με έρω­τα, με κέντρο πάντα τον άνθρω­πο και με την ξεκά­θα­ρη από­φα­ση ότι η κοι­νω­νία μπο­ρεί και πρέ­πει ν’ αλλά­ξει. Με αγώ­να και πάλη μας καλεί να γυρί­σου­με στα παι­δι­κά μας χρό­νια και να ξανα­πιά­σου­με τη σφε­ντό­να για να πολε­μή­σου­με για τα ορά­μα­τα και τα δίκια μας. Αλλά και μας θυμί­ζει να μην ξεχά­σου­με να ερω­τευ­τού­με. Κι όλα αυτά με μια ευαι­σθη­σία διά­χυ­τη που χαρα­κτη­ρί­ζει όχι μόνο το συγ­γρα­φέα αλλά σίγου­ρα και τον άνθρω­πο Χατζη­κώ­στα. Τελειώ­νο­ντας το ταξί­δι δεν μπο­ρεί παρά να τον ευχα­ρι­στή­σου­με για τις στιγ­μές που μας χάρι­σε, για τις ανα­μνή­σεις που μας ξεσκέ­πα­σε, για τα συναι­σθή­μα­τα που άγγι­ξε και προ­κά­λε­σε, για τις ευαι­σθη­σί­ες που χωρίς φει­δώ άπλω­σε στις σελί­δες. Πράγ­μα άλλω­στε ανα­με­νό­με­νο από έναν άνθρω­πο που κατα­φέρ­νει σήμε­ρα να συγκι­νεί­ται από ένα κόκ­κι­νο λαστι­χά­κι στα μαλ­λιά μιας κοπέλας.

* Πρό­κει­ται για την παρέμ­βα­ση της κατά τη διάρ­κεια της παρου­σί­α­σης του βιβλί­ου του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα στη Νάου­σα την Κυρια­κή 22/1/2023

29 στιγ­μές, του Αλέ­κου Χατζηκώστα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο