Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για το χαμένο παιδί της αντάρτισσας — Πριν νυχτώσει… Τρίκερι (Γ’ Μέρος)

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Πριν νυχτώσει…κουτσαίνοντας ψάχνου­με, κυνη­γού­με να βρού­με αυτούς που τόσο και­ρό τους απο­φεύ­γου­με σαν το διά­βο­λο το λιβάνι.

Πριν νυχτώ­σει, ολό­τε­λα εξα­ντλη­μέ­νες βρε­θή­κα­με κρα­τού­με­νες σε ένα στρα­τιω­τι­κό καταυ­λι­σμό στο Μέτσο­βο. Η Σόνια τον κάθε φαντά­ρο που θα συνα­ντού­σε ρωτού­σε να μάθει, εάν έχει ακου­στά, εάν έμα­θε, εάν βρέ­θη­κε ζωντα­νό ή πεθα­μέ­νο ένα μωρό. Ολω­νών η απά­ντη­ση ήταν αρνη­τι­κή. Κανείς δεν ήξε­ρε, κανείς δεν είχε ακού­σει τίπο­τα, σαν κάποια συνω­μο­σία σιω­πής να προ­στά­τευε κάποια ανί­ε­ρη πράξη.

Ξημε­ρώ­σα­με σε ένα χιλιο­τρυ­πη­μέ­νο τολ που έμπα­ζε από παντού και το πρωί μας φόρ­τω­σαν σ’ ένα Τζέιμς για τα Γιάν­νε­να. Κάποιο παλι­κα­ρά­κι, βοη­θώ­ντας τη Σόνια να σκαρ­φα­λώ­σει στο καμιό­νι, της είπε ψιθυ­ρι­στά κοι­τά­ζο­ντας ένα γύρω μην το παρα­κο­λου­θούν: «Μη φοβά­σαι, κυρά, και το παι­δί ζει και βρί­σκε­ται σε καλά χέρια». Με μια ζεστή κίνη­ση σήκω­σε το δεξί και μας απο­χαι­ρέ­τη­σε την ώρα που ξεκι­νού­σε τ’ αυτοκίνητο.

«Μη φοβά­σαι, κυρά, και το παι­δί ζει και βρί­σκε­ται δε καλά χέρια». Τα λόγια αυτά είχαν μια τονω­τι­κή επί­δρα­ση στη Σόνια αλλά και σ’ εμέ­να… Μας έδω­σαν δύνα­μη και κου­ρά­γιο. Στ’ αχεί­λι της άνθι­σε ένα αδιό­ρα­το χαμό­γε­λο ελπί­δας κι ευτυ­χί­ας. Από κει κι ύστε­ρα, όσα δει­νά, όσα προ­κλη­τι­κά και ταπει­νω­τι­κά θα ζού­σε θα το ‘κανε μ’ ένα μόνο σκο­πό, να ξανα­βρεί το χαμέ­νο της παιδί.

Στα Γιάν­νε­να μας κλεί­σα­νε σ΄ ένα σκο­τει­νό μπου­ντρού­μι και δεν ξέρα­με ποτέ νύχτω­νε και πότε ξημε­ρώ­νει. Κάθε φορά που κάποιος φαντά­ρος άνοι­γε την κλει­στή μας πόρ­τα κι άφη­νε ένα ξερο­κόμ­μα­το και μια νερο­πλυ­μέ­νη φασο­λά­δα, η Σόνια έπε­φτε ικε­τευ­τι­κά στα πόδια του και τον ρωτού­σε για το χαμέ­νο παιδί.

Τα πρό­σω­πα που συνα­ντού­σα­με ήταν μου­ντά κι ανέκ­φρα­στα. Τα στό­μα­τα ερμη­τι­κά κλει­στά και δεν άφη­ναν να τους ξεφύ­γει τίπο­τα που να μας δεί­ξει κάποιους δρό­μους και να δώσει διέ­ξο­δο στην ανα­ζή­τη­ση και την αγω­νία μας. Είχα­με εντε­λώς χάσει την επα­φή με το χώρο και τον χρόνο.

Ώσπου ένα πρω­ι­νό μας άνοι­ξαν την πόρ­τα, μας αγριο­κοί­τα­ξαν, μας φόρε­σαν χει­ρο­πέ­δες σα σε κοι­νούς εγκλη­μα­τί­ες και μας έσυ­ραν άρρω­στες και ανή­μπο­ρες πάνω στο στρα­τη­γείο γι’ ανάκριση.

Πρώ­τα εμέ­να και κατό­πιν τη Σόνια. Πρώ­τα στο γρα­φείο του κ. Διοι­κη­τή με χαι­ρε­τού­ρες, ρεβε­ράν­τζες, προ­σφο­ρά τσι­γά­ρου και καλή συμπε­ρι­φο­ρά κι ύστε­ρα στα μου­ντά κι αρα­χνια­σμέ­να υπό­γεια με το ηλε­κτρι­κό φως στα μάτια, τις άγριε φάτσες, τις άγριες φωνές, τα μου­στά­κια και τις απει­λές. Τους εξή­γη­σα τους λόγους της εθε­λο­ντι­κής μας παρά­δο­σης. Για ότι άλλο ζητού­σαν δεν είχα ιδέα. Δεν ήξε­ρα, δεν απα­ντού­σα, δεν κατα­λά­βαι­να. Πλε­ρω­μή μου δυο ηχη­ρά χαστού­κια, τις δυο παι­νε­μέ­νες μου κοτσί­δες στα χέρια και άρον-άρον στο σκο­τει­νό μπου­ντρού­μι μας.

Η Σόνια έπε­σε στα πόδια τους και τους εκλι­πα­ρού­σε να της πουν αν ήξε­ραν κάτι για το χαμέ­νο της παιδί.

Τη μόνη ελπί­δα που της έδω­σαν- αφού την περι­λού­σα­νε με προ­στυ­χό­λο­γα «πως πετά­νε τα μπα­στάρ­δια τους όπου βρουν»- ήταν να υπο­γρά­ψει μετά­νοια, ν’ απε­λευ­θε­ρω­θεί  και να κοι­τά­ξει με την ησυ­χία της, να ψάξει να βρει το παι­δί της, εάν ενδια­φέ­ρε­ται πραγματικά.

Το βρά­δυ στο σκο­τει­νό μας κελί, αγκα­λια­σμέ­νες πλάι-πλάι να μην κρυώ­νου­με, μου εκμυ­στη­ρεύ­τη­κε με πίκρα το μεγά­λο της δίλημμα.

Το σκέ­φτη­κε και το ξανα­σκέ­φτη­κε χιλιά­δες φορές. Το συναί­σθη­μα της μητρό­τη­τας είναι ισχυ­ρό­τε­ρο και δυνα­τό­τε­ρο από κάθε ιδε­ο­λο­γία, από κάθε όρα­μα, είναι ισχυ­ρό­τε­ρο ακό­μα κι απ’ την ίδια την ανθρώ­πι­νη αξιοπρέπεια.

Εγώ τι να πω; Δεν είχα παρά να ρίξω όλο το δίκιο με το μέρος της. Σε κάθε φρά­ση που της υπα­γό­ρευαν, εκεί­νη από μέσα της έλε­γε: «Ναι, για το παι­δί μου»

Παρα­συρ­μέ­νη από συμ­μο­ρί­τες, κατσα­πλιά­δες και ξενό­δου­λους σήκω­σε τα όπλα στην πατρίδα.

«Ναι, για το παι­δί μου»

Τώρα μετα­νιω­μέ­νη και ταπει­νω­μέ­νη χάρη στην Θεία Πρό­νοια πέφτει και προ­σεύ­χε­ται στην αγκα­λιά της μάνας Ελλά­δα που άνοι­ξε  τα χέρια της να τη δεχτεί και να τη συγχωρέσει.

«Ναι, για το παι­δί μου»

Απο­κη­ρύσ­σει μετά βδε­λυγ­μί­ας το προ­δο­τι­κό και ξενό­φερ­το μία­σμα που λέγε­ται κουμ­μου­νι­σμός και σ’ όλη της τη ζωή δε θ’ ασχο­λη­θεί ποτέ μαζί του.

«Ναι, για το παι­δί μου»

Υπο­γρά­φει μπρο­στά στο Χρι­στό και την Πανα­γία, μπρο­στά στο Ευαγ­γέ­λιο και το Άγιο Δισκοπότηρο.

«Ναι, για το παι­δί μου»

Η Σόνια από τότε έχα­σε το αγέ­ρω­χο αρχο­ντι­κό της ύφος και την λεβε­ντιά της. Είχε μετα­μορ­φω­θεί σ΄ ένα άβου­λο, ντρο­πια­σμέ­νο και ταπει­νω­μέ­νο ερεί­πιο. Δε σήκω­νε τα μάτια της πάνω μου, μολο­νό­τι γνώ­ρι­ζε πολύ καλά την συμπα­ρά­στα­ση και την κατα­νό­η­ση που έδει­χνα στο μεγά­λο της δρά­μα κι επι­δο­κί­μα­ζα τις ενέρ­γειες και τις πρά­ξεις της.

Οι ελπί­δες πάλι ανα­πτε­ρώ­θη­καν όταν άνοι­ξαν οι πόρ­τες του κρα­τη­τη­ρί­ου κι αντά­μω­σε με τον αγέ­ρα και το φως της μέρας.

Ένα μικρο­σκο­πι­κό φαντα­ρά­κι την πλη­σί­α­σε με τρό­πο και της είπε συνω­μο­τι­κά πως σαν ν’ άκου­σε κάτι για το παι­δί και πως βρί­σκε­ται στα Τρίκαλα.

Εγώ δεν τους έκα­να το χατί­ρι και σε μερι­κές μέρες μπαρ­κά­ρι­σα για τον τόπο της εξο­ρί­ας μου, το Τρίκερι.

(Συνε­χί­ζε­ται)

Για το χαμέ­νο παι­δί της αντάρτισσάς

Για το χαμέ­νο παι­δί της Αντάρτισσας

______________________________________________________________

Μια πραγ­μα­τι­κή, μία αλη­θι­νή, μία συγκλο­νι­στι­κή ιστο­ρία από την επο­χή του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου, πάνω στα άγρια βου­νά της Πίν­δου. Διη­γεί­ται η Ελέ­νη. Κ. που συμ­με­τεί­χε, που έζη­σε από κοντά και από πρώ­το χέρι τα γεγονότα.

Από το βιβλίο μου «Το μεγά­λο Δίλημ­μα, η Σύγ­χρο­νη επο­χή». Το βιβλίο έχει εξαντληθεί!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο