Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για το χαμένο παιδί της Αντάρτισσας (Β’ Μέρος)

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Στοι­βα­χτή­κα­με ο ένας πάνω στον άλλο, σ ένα μισό κατε­στραμ­μέ­νο μαντρί…Ψάχνουμε τώρα να βρού­με τους εχθρούς μας. Θα κουρ­νιά­σου­με παγω­μέ­νοι ανά­με­σα σε ποδο­πα­τη­μέ­να και λασπω­μέ­να σανά, βυτσι­νιές, τρι­φύλ­λια και σβουρ­νιές. Η Σόνια είναι απα­ρη­γό­ρη­τη. Ο Κοσμάς, σοβα­ρά λαβω­μέ­νος, δεν επι­κοι­νω­νεί μαζί μας. Που και που ακούς βόγκους κι ανα­στε­ναγ­μούς κι ένα οδυ­νη­ρό τρέ­μου­λο ταρα­κου­νά­ει το κορ­μί του. Ο όλμος έχει κατα­στρέ­ψει και τα δύο του πόδια κι έχει εξα­ντλη­θεί από την αιμορ­ρα­γία. Η κατά­στα­ση του διαρ­κώς χει­ρο­τε­ρεύ­ει και γίνε­ται επι­κίν­δυ­νη. Σχί­ζου­με κομ­μά­τια από οτι­δή­πο­τε προ­στά­τευε το κορ­μί μας από το κρύο, να επι­δέ­σου­με τα τραύ­μα­τα μήπως και κατα­φέ­ρου­με να στα­μα­τή­σου­με την αιμορ­ρα­γία. Δεν έχει τίπο­τα από πόδια παρά δύο άμορ­φες πολ­το­ποι­η­μέ­νες μάζες.

Η Σόνια είναι αλα­φια­σμέ­νη και  παρα­μι­λά. Ώρες-ώρες απο­μέ­νει αμί­λη­τη και κοι­τά­ζει μακριά τον ορί­ζο­ντα με ένα βλέμ­μα σκο­τει­νό, ακί­νη­το και απλα­νές. Αυτή η τρα­γι­κή σιω­πή είναι χει­ρό­τε­ρη κι απ’ τις πιο σπα­ρα­χτι­κές κραυ­γές. Τα δάχτυ­λα των ποδιών της έχουν γίνει ντα­ού­λι κι είναι αδύ­να­το να τα πατή­σει. Οι άλλοι συνα­γω­νι­στές στρυ­μωγ­μέ­νοι κατα­με­τρούν τον πόνο, τις πλη­γές και την οδύ­νη τους. Η Γιαν­νού­λα, η Υφά­ντρα, ο Πορ­φυ­ρής δεν είναι πια ανά­με­σα μας, κάπου τα κορ­μιά τους θα γίναν βόρα στους γύπες και τα όρνεα.

Θα ξημε­ρώ­σει, θα βρα­διά­σει και θα ξανά ξημε­ρώ­σει. Η Σόνια έχει κάποιες μικρές ανα­λα­μπές, δεί­χνει να συνέρ­χε­ται και ξεση­κώ­νε­ται να πάει να βρει το παι­δί της. Να ρωτή­σει, να δει, να μάθει αν ζει ή πέθα­νε. Με το ζόρι σέρ­νει το χτυ­πη­μέ­νο της ποδάρι.

«Να πας που;» της φωνά­ζω. «Ξέρεις που είμα­στε, ξέρεις που βρι­σκό­μα­στε; Είμα­στε ολό­τε­λα χαμέ­νοι. Δεν το κατα­λα­βαί­νεις; Δε βλέ­πεις γύρω σου την ασπρί­λα και την ερη­μιά; Το παι­δί αν είναι το τυχε­ρό του, θα ζήσει και θα πάμε να το βρού­με. Προς το παρόν, το πρό­βλη­μα μας είναι τού­τος δω ο δυστυ­χι­σμέ­νος. Τι θα κάνουμε;»

Ο Κοσμάς πάει από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο, κάποιες μικρές αστρα­πές από τα πονε­μέ­να του μάτια δεν είναι αρκε­τές να φου­ντώ­σουν τις ελπί­δες μας.

Οι υπό­λοι­ποι σύντρο­φοι δεν μπο­ρούν να περι­μέ­νουν. Η παρα­μο­νή τους στο μισο­γκρέ­μι­στο μαντρί σημαί­νει προ­αγ­γελ­τή­ριο αργού θανά­του. Απο­φά­σι­σαν να φύγουν. Προ­χω­ρούν κου­βα­λώ­ντας τους πέντε από τους οχτώ τραυ­μα­τί­ες που μπο­ρούν να ακο­λου­θή­σουν. Τους άλλους δυο προ­λά­βα­με και τους σκε­πά­σα­με με χιό­νια, κλα­ριά και κιτρι­νι­σμέ­να φύλ­λα. Ο Κοσμάς δεν έμα­θε ποτέ για το χαμέ­νο του παι­δί. Ζει σε ένα λήθαρ­γο , σ ένα δικό του μακρι­νό κόσμο. Μεί­να­με  οι δυο μας, η Σόνια κι εγώ στο προ­σκέ­φα­λο του, ελπί­ζο­ντας σε κάτι που ήταν αδύ­να­το να συμβεί.

Την Τρί­τη μέρα χάσα­με και τον Κοσμά. Σ’ εμέ­να έλα­χε ο κλή­ρος να φρο­ντί­σω την ταφή του. Η Σόνια ουρ­λιά­ζει σαν αγριό­λυ­κος  στην ακροβουνιά.

Ας’ τηνε, είπα, ας τηνε να ουρ­λιά­ξει, ας τηνε να βογκή­ξει, να μαλ­λιο­τρα­βη­χτεί. Ας τηνε να κοντα­ρο­χτυ­πη­θεί με τον πόνο, να πολε­μή­σει, να ματώ­σει, να βγά­λει από μέσα της το αχ να λυτρωθεί.

Μέσα σε τρεις μέρες χάθη­καν άντρας και παιδί.

Απο­μεί­να­με οι δυο μας σε ένα σκλη­ρό κι αφι­λό­ξε­νο τόπο.

«Θα πάω να παρα­δο­θώ», λέει η Σόνια και δεν μπο­ρεί να κρα­τή­σει τον πόνο και την οργή της. «Δεν μπο­ρώ να αντέ­ξω. Θα ψάξω να βρω το παι­δί μου. Πεθα­μέ­νο ή ζωντα­νό. Εσύ», συνε­χί­ζει, «μπο­ρείς  να ακο­λου­θή­σεις την ομά­δα που απο­μέ­νει, δεν θα χουν απο­μα­κρυν­θεί και πολύ, αν βια­στείς θα τους προ­λά­βεις. Εγώ θα παρα­δο­θώ. Θα ψάξω να βρω το παιδί.»

Δεν θα μπο­ρού­σα να αφή­σω τη Σόνια μονα­χή. Απλώ­νει το ζερ­βί της χέρι στον ώμο μου κι αγκο­μα­χώ­ντας και κου­τσαί­νο­ντας, ψάχνου­με τώρα να βρού­με τους εχθρούς μας.

(Συνε­χί­ζε­ται)

Για το χαμέ­νο παι­δί της αντάρτισσάς

______________________________________________________________

Μια πραγ­μα­τι­κή, μία αλη­θι­νή, μία συγκλο­νι­στι­κή ιστο­ρία από την επο­χή του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου, πάνω στα άγρια βου­νά της Πίν­δου. Διη­γεί­ται η Ελέ­νη. Κ. που συμ­με­τεί­χε, που έζη­σε από κοντά και από πρώ­το χέρι τα γεγονότα.

Από το βιβλίο μου «Το μεγά­λο Δίλημ­μα, η Σύγ­χρο­νη επο­χή». Το βιβλίο έχει εξαντληθεί!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο