Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργη Μωραΐτη: Αναμνήσεις ενός αντάρτη (Γ’ Τόμος)

Εξα­κό­σιες ενε­νή­ντα έξι σελί­δες που δια­βά­ζο­νται μονο­ρού­φι. Μέσα απ’ αυτές κάνουν παρέ­λα­ση όλα τα χωριά και οι κορ­φές της Ρού­με­λης, των Αγρά­φων και της Εύβοιας. Του παπά το εγγό­νι συνε­χί­ζει να αφη­γεί­ται τη ζωή ενός αντάρ­τη, τη δική του, απο­δί­δο­ντας τιμές σε έναν προς έναν και μία προς μία τους μαχη­τές και τις μαχή­τριες του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας που γνώ­ρι­σε, αλλά κι αυτούς που δεν γνώ­ρι­σε ο ίδιος.

Εχου­με στα χέρια μας τον τρί­το τόμο. Του Γιώρ­γη Μωρα­ΐ­τη, του δικού μας, του δημο­σιο­γρά­φου του «Ριζο­σπά­στη», του συντρό­φου μας που όσα κι αν έχει γρά­ψει πάντα του ζητά­με να γρά­ψει κι άλλα. Κι έχει ακό­μα πολ­λές σημειώσεις…

Σε τού­το δω το βιβλίο, που κυκλο­φό­ρη­σε όπως και τα προη­γού­με­να με τον τίτλο «Ανα­μνή­σεις ενός αντάρ­τη» (τόμος Γ’), ο Γ. Μωρα­ΐ­της κάνει ρεπορ­τάζ τη ζωή των αγω­νι­στών σε όλο το πλά­τος και το βάθος της.

Είναι το ημε­ρο­λό­γιο μιας άγριας επο­χής. Ξεκι­νά αμέ­σως μετά τη Βάρ­κι­ζα και συνε­χί­ζει με την πικρή παρά­δο­ση των όπλων. Και το «όχι, βρε! Οχι έπρε­πε να πεί­τε! Τι τα κρα­τά­γα­τε τα τ’φέ­κια; Για μόστρα;» του καπε­τάν Παπα­μα­νή, του πατέ­ρα του. Ητα­νε τότε μόνο 18 χρό­νων και ήδη από το Σεπτέμ­βρη του ’44 με το όπλο στο χέρι.

Για τον άνθρωπο, αυτόν τον Μέγα

Σε όλο το βιβλίο επι­μέ­νει σε απί­θα­νες λεπτο­μέ­ρειες της καθη­με­ρι­νής ζωής. Τριά­ντα ετών και κατά­δι­κος, μελ­λο­θά­να­τος ήδη στις φυλα­κές του Ιτζε­δίν, άρχι­σε να γρά­φει, πιστός στην εντο­λή του Τζού­λιους Φού­τσικ που στο «Ρεπορ­τάζ κάτω από την κρε­μά­λα» έγρα­φε: «Μαζέψ­τε υπο­μο­νε­τι­κά τις μαρ­τυ­ρί­ες εκεί­νων που έπε­σαν γι’ αυτούς και για σας».

Αυτό ακρι­βώς κάνει ο Μωρα­ΐ­της εξή­ντα χρό­νια τώρα, από την είσο­δό του στο Ιτζε­δίν μέχρι την έξο­δο από τις φυλα­κές το ’73, και ύστε­ρα στη δημο­σιο­γρα­φία. Ενα διαρ­κές ρεπορ­τάζ με ήρωα τον άνθρω­πο του καθη­με­ρι­νού μόχθου, που όπως φρο­ντί­ζει για το χωρά­φι του, έτσι παίρ­νει και το όπλο να τιμή­σει τις ιδέ­ες του. Είναι το διαρ­κές ρεπορ­τάζ ενός κομ­μου­νι­στή δημο­σιο­γρά­φου, που ξέρει και τι θα πει χωρά­φι και τι μερο­κά­μα­το και τι τζά­μπα μερο­κά­μα­το, ξέρει τι θα πει χαρο­τρο­μά­ρα και τι τιμή και περηφάνια.

Το πρώ­το του βιβλίο γραμ­μέ­νο σε χαρ­τά­κια 3x5 εκα­το­στών, το ίδιο και το δεύ­τε­ρο στον Κορυ­δαλ­λό. Κι αυτό, το τρί­το, κάπου εκεί στο 1971 άρχι­σε να γρά­φε­ται. Με τον ίδιο ακρι­βώς τρό­πο. Εχο­ντας μετρή­σει από τα πριν την κάθε του λέξη, παρα­δί­δει στον ανα­γνώ­στη ένα γρα­πτό με ακρί­βεια που «τρε­λαί­νει». Κάθε στοι­χείο είναι επι­βε­βαιω­μέ­νο ξανά και ξανά. Μαζί και οι μαρ­τυ­ρί­ες άλλων συντρό­φων. Οπως η ιστο­ρία της εξό­δου «των τελευ­ταί­ων οκτώ» τον Απρί­λη του ’50, που αφή­νει το χώρο στον Τάκη Ψημέ­νο να μιλή­σει. ‘Η του Σγά­για για τον «Ανά­πο­δο».

Καταγραφή μέρα τη μέρα

Οι πρώ­τες 150 μέρες του βιβλί­ου αφο­ρούν την τρο­μο­κρα­τία μετά τη Βάρ­κι­ζα. Μέχρι εκεί­νο το βρα­δά­κι που ήρθε το μήνυ­μα «πως πήρα­νε από­φα­ση να μας βγά­λουν απ’ τη μέση. Θα μας δολο­φο­νού­σαν οι άτι­μοι, άναν­δρα και ύπου­λα, στην Αρνι­τσα. Καθώς θα δου­λεύ­α­με στα χωρά­φια. Και θα μας πέτα­γαν στο ρέμα. Να μας φάνε τα σκυ­λιά και τα όρνια».

Ιού­λης του ’45 , ξανά στην Αθή­να. Πεί­να αλλά και μαθή­μα­τα Μορς, που θα τον ακο­λου­θή­σουν μετά στο βου­νό. Και εγγρα­φή στο σχο­λείο για να βγά­λει την ογδόη, που ποτέ δεν έβγα­λε: «Ο νους μου ήταν στο βου­νό». Μάρ­της ’47: «Στην Αθή­να δεν μπο­ρού­σα να μεί­νω άλλο. Οσο φού­ντω­νε τ’ αντάρ­τι­κο ο τόπος δε με χωρού­σε (…) η ανα­μέ­τρη­ση έπαιρ­νε τη μορ­φή της ένο­πλης πάλης. Η θέση μου ήταν στο βουνό!».

Ηταν 21 Μάρ­τη 1947. «Ημε­ρο­μη­νία σημα­δια­κή. Αφή­σα­με την Αθή­να (…) ανε­βαί­νου­με σ’ ένα δασω­μέ­νο λοφί­σκο δώθε απ’ το χωριό. Ηταν το πρώ­το μας λημέ­ρι». Ακο­λου­θούν τρία χρό­νια από λημέ­ρι σε λημέ­ρι κι από ταμπού­ρι σε ταμπού­ρι. Παρ­νασ­σός, Γκιώ­να, Οίτη, Αγρα­φα, μέχρι πάνω στα Τζου­μέρ­κα. Υστε­ρα με βάρ­κα στην Εύβοια. Και ξανά πίσω με βάρ­κα στον Παρ­νασ­σό. Το σκλη­ρό 1949. Με τους τελευ­ταί­ους της Ρού­με­λης. Η είδη­ση για την πτώ­ση του μετώ­που στον Γράμ­μο. Και η εντο­λή να συμ­μα­ζέ­ψουν όσους ξόμει­ναν «για έξω». Εως τις 9 Απρί­λη του 1950. Που ξεκι­νά η πορεία προς τον Γράμ­μο. Των τελευ­ταί­ων οκτώ από τα Αγραφα.

10 Μάη 1950. «Ημε­ρο­μη­νία αξέ­χα­στη. Στο σύνο­ρο με την Αλβα­νία ώσπου να δύσει ο ήλιος (…) Βγή­κα­με ζωντα­νοί». Κι ύστε­ρα η προ­σφυ­γιά. Εως το τέλος του ’54, που «ήρθα στην Ελλά­δα και κρά­τη­σα στην Αθή­να την παρά­νο­μη έπαλ­ξη του Κόμ­μα­τος με τον ασύρ­μα­το, έως το τέλος του 1955». Αλλά αυτό είναι ένα άλλο βιβλίο. Που μας το χρωστάει…

Το βιβλίο κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­τη».

Θ. Λ. / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο