Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Γκούβελος: Κύπρος 74

Ας πάψουν να καρ­φώ­νουν σταυ­ρούς στα γυμνά παράθυρα.
Ο αγέ­ρας κόπα­σε κι ερι­νύ­ες τα πεσμέ­να φύλα τους,
κατα­ριού­νται το αλώ­νι­σμα της μέρας.
Στε­κό­μα­στε άβου­λοι μεντε­σέ­δες της ιστο­ρί­ας, στον καυ­τό ήλιο του Ιούλη,
ν’ αγνα­ντεύ­ου­με τις θάλασσες.
Νέοι που μπάρ­κα­ραν μ’ απο­σκευή την αδεια­νή αγάπη,
κατα­δύ­θη­καν στον κάβο της απελπισιάς.
Στις γού­βες του βρά­χου, αλά­τι και κοχύ­λια μοι­ρο­λό­γη­σαν την ελπί­δα τους.
Μακά­ριοι όσοι μοι­ρά­στη­καν το νυφι­κό σεντό­νι του βυθού,
με αστε­ρί­ες και τις μέδουσες.
Της προ­δο­σί­ας το πικρό φιλί δεν γεύτηκαν
και ας πλα­γιά­ζουν χρό­νια με τη σμέρνα.
Αμό­λυ­ντα από κρα­σί και λάδι τ’ ασπρι­σμέ­να κρα­νία τους
γίναν χαμό­σπι­τα για καλαμάρια.
Με το μελά­νι τους θα γρά­ψουν τη δια­θή­κη, την προ­σμο­νή της δικαίωσης.
Για­τί εμείς με ψάθι­να καπέ­λα, στή­σα­με καρ­τέ­ρι σε αρχεία και ντοκουμέντα.
Αφή­σα­με τους μετα­πρά­τες να ξεπου­λά­νε την πρα­μά­τεια τους,
κορ­δέ­λες γαλα­νό­λευ­κες, σε κοσμι­κά μνημόσυνα.
Ποιος στις πλα­τεί­ες στή­νει λάβα­ρο την ανά­στα­ση της φύσης;
Ποιος γρη­γο­ρεί μέσα στη λάβα του μεσημεριού;
Η Αφρο­γέν­νη­τη έπα­ψε να θρη­νεί πάνω στο μαύ­ρο βρά­χο της απαξίας.
Χωρίς ερα­στές, χωρίς αρώ­μα­τα λεμονανθών,
ξελε­κιά­ζει ματω­μέ­νες πετα­λού­δες στο συρ­μα­τό­πλεγ­μα της αμμουδιάς.
Το κύμα μουρ­μου­ρί­ζει, ξερ­νώ­ντας τα κόλ­λυ­βα του Άδωνη,
πλάι σε πολύ­χρω­μες ομπρέ­λες και πλα­στι­κές καρέκλες.
Πως θα πλέ­ξου­με στε­φά­νια προσ­δο­κί­ας για τον αφρό της θάλασσας;
Με σίδε­ρα και με φωτιά, ο κατα­βά­της του Πενταδάκτυλου,
τύλι­ξε τα φύλ­λα της ελιάς και της μυρ­τιάς με θάνατο.

Γιώρ­γος Γκούβελος
20/07/2022

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο