Ας πάψουν να καρφώνουν σταυρούς στα γυμνά παράθυρα.
Ο αγέρας κόπασε κι ερινύες τα πεσμένα φύλα τους,
καταριούνται το αλώνισμα της μέρας.
Στεκόμαστε άβουλοι μεντεσέδες της ιστορίας, στον καυτό ήλιο του Ιούλη,
ν’ αγναντεύουμε τις θάλασσες.
Νέοι που μπάρκαραν μ’ αποσκευή την αδειανή αγάπη,
καταδύθηκαν στον κάβο της απελπισιάς.
Στις γούβες του βράχου, αλάτι και κοχύλια μοιρολόγησαν την ελπίδα τους.
Μακάριοι όσοι μοιράστηκαν το νυφικό σεντόνι του βυθού,
με αστερίες και τις μέδουσες.
Της προδοσίας το πικρό φιλί δεν γεύτηκαν
και ας πλαγιάζουν χρόνια με τη σμέρνα.
Αμόλυντα από κρασί και λάδι τ’ ασπρισμένα κρανία τους
γίναν χαμόσπιτα για καλαμάρια.
Με το μελάνι τους θα γράψουν τη διαθήκη, την προσμονή της δικαίωσης.
Γιατί εμείς με ψάθινα καπέλα, στήσαμε καρτέρι σε αρχεία και ντοκουμέντα.
Αφήσαμε τους μεταπράτες να ξεπουλάνε την πραμάτεια τους,
κορδέλες γαλανόλευκες, σε κοσμικά μνημόσυνα.
Ποιος στις πλατείες στήνει λάβαρο την ανάσταση της φύσης;
Ποιος γρηγορεί μέσα στη λάβα του μεσημεριού;
Η Αφρογέννητη έπαψε να θρηνεί πάνω στο μαύρο βράχο της απαξίας.
Χωρίς εραστές, χωρίς αρώματα λεμονανθών,
ξελεκιάζει ματωμένες πεταλούδες στο συρματόπλεγμα της αμμουδιάς.
Το κύμα μουρμουρίζει, ξερνώντας τα κόλλυβα του Άδωνη,
πλάι σε πολύχρωμες ομπρέλες και πλαστικές καρέκλες.
Πως θα πλέξουμε στεφάνια προσδοκίας για τον αφρό της θάλασσας;
Με σίδερα και με φωτιά, ο καταβάτης του Πενταδάκτυλου,
τύλιξε τα φύλλα της ελιάς και της μυρτιάς με θάνατο.
Γιώργος Γκούβελος
20/07/2022