Ο ήλιος λάμπει σ’ όλα τα μάτια αλλά το σκοτάδι
ξετυλίγεται κι αλώνει αργά μα σταθερά τη γη της ψυχή μας.
Κι οι αιμοδιψείς αρένες του σήμερα, οι απώλειες, τα καρφιά
κι οι πληγές, δεν θα ‘ναι τίποτα μπροστά στην αχαλίνωτη οργή
και στη βαρβαρότητα του αύριο.
Γιατί τούτη η γη δεν μας ανήκει κι οι λίγοι που την διαφεντεύουν
ασκούν μια δεσποτική, αυταρχική και τυραννική εξουσία.
Όμως το να υπακούς πειθήνια, να μην οργίζεσαι
και να μην αντιδράς, είναι πασιφανές, πως δε συνιστά αρετή…
Κάποτε –θυμάσαι; — σου έδωσαν μια κόλλα χαρτί να γράψεις
τ’ όνομά σου και να υπογράψεις σ’ ένα λευκό περιθώριο:
‘’δηλώνω ότι αποκηρύσσω με απέχθεια και αποστροφή,… ‘’
Κι αυτό το άψυχο χαρτί που το κομμάτιασες με μανία
και το πέταξες στα λασπόνερα και στη βροχή,
γέννησε μια τραγωδία, μια Οδύσσεια ανεξάλειπτη,
στα άγονα ξερονήσια και στα εξαγριωμένα κύματα του Αιγαίου.
Κι άμα τέλειωσε το μαρτύριο που σκόρπισε τα νιάτα σου
στους πέντε ανέμους, τότε μάζεψες βιαστικά τα λιγοστά σου πράγματα,
το σάκο, τη χλαίνη, τα τσαλακωμένα τσιγάρα,
επιβιβάστηκες στο σαπιοκάραβο της γραμμής για να φτάσεις
μέσα από μυριάδες μανιασμένα κύματα κι από ανελέητους βοριάδες
σε μια πατρίδα που ‘χει για σένα όλες τις πόρτες της κλειστές…
Οι μέρες που ζούμε είναι φριχτές, θα σβήσουν πολλά ονόματα,
αλλά το δικό σου όνομα σύντροφε, είναι χαραγμένο
στους γωνιόλιθους του μαρτυρίου σου και στους άγονους λειμώνες
της ψυχής σου.
Οι μεγάλες πέτρες κι η ξερολιθιά έμειναν στοιβαγμένες εκεί,
στ’ απόκρημνο ακρογιάλι, μαζί με τις πικρές αναμνήσεις
της χαμένης νιότης σου, στο τερατώδες γκρι της ιστορίας
που βαδίζει στα τυφλά, που κοντοστέκεται, που λησμονεί
κι αναθυμάται, που πισωγυρίζει αλαφιασμένη για να μετρήσει ξανά
το αίμα στον τόπο της θυσίας, τον πόνο, την οδύνη και το θάνατο…
Φοβάμαι σύντροφε, γιατί πάντα υπάρχει ένας θαμπός ουρανός
και μια πυκνή συννεφιά χαμηλώνει και παγιδεύει τη πατρίδα,
τη μάνα γη που δε διστάζει να τυραννήσει δίχως οίκτο
τ’ ανυστερόβουλα κι ανυπεράσπιστα τέκνα της…
Πέρα, μακριά, στο σύνορο της νύχτας, ανάβει πάλι το απατηλό φως,
καρφωμένο στα πορφυρά χρώματα της δύσης,
για να διατυπωθεί επιτακτικά το αναπάντητο ερώτημα:
Ποιος θα μπορέσει να κρατήσει άρτια τη ζωή του ως το τέλος,
ποιος θα δυνηθεί να σηκώσει ψηλά το όραμα της λευτεριάς και την ελπίδα
πάνω σε τούτη την άφορη γη και στο γερασμένο κόσμο της,
ποιος θα καταφέρει να επιζήσει και να σωθεί από τούτη την άνιση μάχη
για να διακηρύξει την αυτόδηλη αλήθεια στα ασύνορα
κι ανυποψίαστα σύμπαντα,…
(Το εικαστικό του Τάκη Βαρελά)