Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Δ. Μπίμης: ΔΟΚΙΜΕΣ, η αυτόδηλη αλήθεια…

Ο ήλιος λάμπει σ’ όλα τα μάτια αλλά το σκοτάδι

ξετυ­λί­γε­ται κι αλώ­νει αργά μα στα­θε­ρά τη γη της ψυχή μας.

Κι οι αιμο­δι­ψείς αρέ­νες του σήμε­ρα, οι απώ­λειες, τα καρφιά

κι οι πλη­γές, δεν θα ‘ναι τίπο­τα μπρο­στά στην αχα­λί­νω­τη οργή

και στη βαρ­βα­ρό­τη­τα του αύριο.

Για­τί τού­τη η γη δεν μας ανή­κει κι οι λίγοι που την διαφεντεύουν

ασκούν μια δεσπο­τι­κή, αυταρ­χι­κή και τυραν­νι­κή εξουσία.

Όμως το να υπα­κούς πει­θή­νια, να μην οργίζεσαι

και να μην αντι­δράς, είναι πασι­φα­νές, πως δε συνι­στά αρετή…

Κάπο­τε –θυμά­σαι; — σου έδω­σαν μια κόλ­λα χαρ­τί να γράψεις

τ’ όνο­μά σου και να υπο­γρά­ψεις σ’ ένα λευ­κό περιθώριο:

‘’δηλώ­νω ότι απο­κη­ρύσ­σω με απέ­χθεια και αποστροφή,… ‘’

Κι αυτό το άψυ­χο χαρ­τί που το κομ­μά­τια­σες με μανία

και το πέτα­ξες στα λασπό­νε­ρα και στη βροχή,

γέν­νη­σε μια τρα­γω­δία, μια Οδύσ­σεια ανεξάλειπτη,

στα άγο­να ξερο­νή­σια και στα εξα­γριω­μέ­να κύμα­τα του Αιγαίου.

Κι άμα τέλειω­σε το μαρ­τύ­ριο που σκόρ­πι­σε τα νιά­τα σου

στους πέντε ανέ­μους, τότε μάζε­ψες βια­στι­κά τα λιγο­στά σου πράγματα,

το σάκο, τη χλαί­νη, τα τσα­λα­κω­μέ­να τσιγάρα,

επι­βι­βά­στη­κες στο σαπιο­κά­ρα­βο της γραμ­μής για να φτάσεις

μέσα από μυριά­δες μανια­σμέ­να κύμα­τα κι από ανε­λέ­η­τους βοριάδες

σε μια πατρί­δα που ‘χει για σένα όλες τις πόρ­τες της κλειστές…

Οι μέρες που ζού­με είναι φρι­χτές, θα σβή­σουν πολ­λά ονόματα,

αλλά το δικό σου όνο­μα σύντρο­φε, είναι χαραγμένο

στους γωνιό­λι­θους του μαρ­τυ­ρί­ου σου και στους άγο­νους λειμώνες

της ψυχής σου.

Οι μεγά­λες πέτρες κι η ξερο­λι­θιά έμει­ναν στοι­βαγ­μέ­νες εκεί,

στ’ από­κρη­μνο ακρο­γιά­λι, μαζί με τις πικρές αναμνήσεις

της χαμέ­νης νιό­της σου, στο τερα­τώ­δες γκρι της ιστορίας

που βαδί­ζει στα τυφλά, που κοντο­στέ­κε­ται, που λησμονεί

κι ανα­θυ­μά­ται, που πισω­γυ­ρί­ζει αλα­φια­σμέ­νη για να μετρή­σει ξανά

το αίμα στον τόπο της θυσί­ας, τον πόνο, την οδύ­νη και το θάνατο…

Φοβά­μαι σύντρο­φε, για­τί πάντα υπάρ­χει ένας θαμπός ουρανός

και μια πυκνή συν­νε­φιά χαμη­λώ­νει και παγι­δεύ­ει τη πατρίδα,

τη μάνα γη που δε διστά­ζει να τυραν­νή­σει δίχως οίκτο

τ’ ανυ­στε­ρό­βου­λα κι ανυ­πε­ρά­σπι­στα τέκνα της…

Πέρα, μακριά, στο σύνο­ρο της νύχτας, ανά­βει πάλι το απα­τη­λό φως,

καρ­φω­μέ­νο στα πορ­φυ­ρά χρώ­μα­τα της δύσης,

για να δια­τυ­πω­θεί επι­τα­κτι­κά το ανα­πά­ντη­το ερώτημα:

Ποιος θα μπο­ρέ­σει να κρα­τή­σει άρτια τη ζωή του ως το τέλος,

ποιος θα δυνη­θεί να σηκώ­σει ψηλά το όρα­μα της λευ­τε­ριάς και την ελπίδα

πάνω σε τού­τη την άφο­ρη γη και στο γερα­σμέ­νο κόσμο της,

ποιος θα κατα­φέ­ρει να επι­ζή­σει και να σωθεί από τού­τη την άνι­ση μάχη

για να δια­κη­ρύ­ξει την αυτό­δη­λη αλή­θεια στα ασύνορα

κι ανυ­πο­ψί­α­στα σύμπαντα,…

 

(Το εικα­στι­κό του Τάκη Βαρελά)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο