Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Δ. Μπίμης: «Στα ματωμένα χέρια μου θα σφίγγω με πείσμα ένα δίκοπο μαχαίρι» (δύο ποιήματα)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Άλλο ένα ρατσι­στι­κό και ιμπε­ρια­λι­στι­κό έγκλη­μα στα νερά του Αιγαί­ου, άλλο ένα έγκλη­μα σε εκεί­νη τη θάλασ­σα που στη μήτρα της ανέ­θρε­ψε πολι­τι­σμούς και ολό­κλη­ρες κοι­νω­νί­ες από την αρχαιό­τη­τα έως σήμε­ρα, θυσία στο βωμό του καπι­τα­λι­στι­κού συμ­φέ­ρο­ντος, με θύμα ένα παι­δί (Αϊλάν Σενού), με θύμα­τα πολ­λά παι­διά, με θύμα­τα τους απλούς ανθρώ­πους που αγω­νί­ζο­νται να ξεφύ­γουν από τις κατε­στραμ­μέ­νες χώρες τους μόνο και μόνο για να χάσουν τη ζωή τους σε μία ξένη, αφι­λό­ξε­νη γη. Διη­γεί­ται ο πατέ­ρας του Αϊλάν Σενού (κατά άλλους Κουρ­ντίς), μετά που έχα­σε ολό­κλη­ρη την οικο­γέ­νεια του μέσα σε λίγα λεπτά: «Η μόνη μου επι­θυ­μία τώρα, είναι να επι­στρέ­ψω στο Kobane, με τους νεκρούς γιους και τη γυναί­κα μου, να τους θάψω στη γη μου και δίπλα τους να θαφτώ κι εγώ. Η ζωή μου τελεί­ω­σε. Κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά. Θα πω μόνο κάτι για τον κόσμο: Εγώ δεν θέλω τίπο­τα αλλά ελπί­ζω ότι ο κόσμος, μπο­ρεί να δει ότι οι άνθρω­ποι πεθαί­νουν και να τους βοη­θή­σουν. Ελπί­ζω ότι τα παι­διά μου θα γίνουν ένα σύμ­βο­λο για αυτούς που πρέ­πει να βοη­θή­σουν όσους ανθρώ­πους χρειά­ζο­νται βοή­θεια. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι τόσο τρο­μα­κτι­κή και αυτοί που δεν τη ζουν, δεν μπο­ρούν να το αισθαν­θούν». Αυτή η έκκλη­ση του πατέ­ρα βρή­κε αμέ­σως αντα­πό­κρι­ση στους ελεύ­θε­ρους ανθρώ­πους και καλ­λι­τέ­χνες. Και με αφορ­μή την δρα­μα­τι­κή επι­και­ρό­τη­τα δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως δύο ποι­ή­μα­τα του αγω­νι­στή-ποι­η­τή Γιώρ­γου Δ. Μπί­μη στη μνή­μη του μικρού πρό­σφυ­γα από τη Συρία Αϊλάν Σενού που χάθη­κε στη θάλασ­σα… Οπως ο ίδιος μας λέει «Αυτή η τρα­γω­δία είναι μια γρο­θιά στο στο­μά­χι για τον Ευρω­παϊ­κό πολι­τι­σμό και για τις αξί­ες του… ».

Ποι­ή­μα­τα του Γ. Μπί­μη παρου­σιά­σα­με στο ΑΤΕΧΝΩΣ πριν ένα μήνα.

  ΟΛΙΓΩΡΙΑ,…

Η πιο αβά­στα­χτη αλή­θεια κι η πιο φρι­χτή αίσθη­ση που μπο­ρεί να φτά­σει ως την συντρι­βή,… μια πανάρ­χαια αρέ­να όπου οι δού­λοι μετρά­νε τις πλη­γές και το αίμα για να κερ­δί­σουν μια ελά­χι­στη ελευθερία…

Ένας χρό­νος κενός ανά­με­σα στο πριν και στο μετά, σ’ ένα πεπρω­μέ­νο που θ’ ανα­βλα­στή­σει στο στοι­χειω­μέ­νο χώμα, όταν στο τέλος της επο­ποι­ί­ας εξα­ντλη­θούν οι ελπί­δες και τα δάκρυα…

Μπο­ρεί να ολι­γω­ρού­με από φόβο, μπο­ρεί να υπο­μέ­νου­με κι από συνήθεια…

Την ώρα όμως που η νοση­ρή αμφι­βο­λία θεριεύ­ει και μας εξα­πα­τά, ένας έρω­τας αρχάγ­γε­λος ανα­δύ­ε­ται απ’ τον τόπο της θυσί­ας κι υψώ­νε­ται ως το άπει­ρο για να φωτί­σει την αλο­γά­ρια­στη θλί­ψη τ’ ουρα­νού μας…

Ποιο στό­μα θα κραυ­γά­σει τ’ όνο­μά του στη νύχτα;

Ασυλ­λό­γι­στη ζωή μη μου στε­ρή­σεις αυτό το εξα­γνι­σμέ­νο φως απ’ την αμαρ­τία και τη λήθη,… μη μου στε­ρή­σεις τα λόγια που θέλη­σα να σαλ­πί­σω στους σκο­νι­σμέ­νους ορί­ζο­ντες όταν με κύκλω­νε η ομί­χλη σου…

Στην αιώ­ρη­ση και στην εγκα­τά­λει­ψη δεν θέλω να υπάρ­ξω,… για­τί κάθε πρό­σκαι­ρη στιγ­μή που δρα­πε­τεύ­ει είναι μια χαμέ­νη ευκαι­ρία για την  αιωνιότητα…

Στον και­ρό που λοξο­δρο­μεί και δεν κοι­τά­ζει πίσω, μια οδύ­νη καί­ει ακού­ρα­στα γι’ αυτό που έπρε­πε να πρά­ξω και δεν έπραξα…

Για­τί δεν υπήρ­χε η φωτιά να κάψει, για­τί δεν υπήρ­χε το μαχαί­ρι να δικά­σει, για­τί δεν υπήρ­χε το ένστι­κτο της αστρα­πής για ν’ ανα­χαι­τί­σει και να τιθα­σεύ­σει την καθιε­ρω­μέ­νη ευδαι­μο­νία τους,… κι ότι άλλο ενε­δρεύ­ει και ματώ­νει την ανθρώ­πι­νη υπόσταση,…

Στη διαιώ­νι­ση  της υπο­τα­γής, στην αδη­μο­νία των αδι­καί­ω­των απο­φά­σε­ων,  στη δια­ψευ­σμέ­νη ελπί­δα της άλλης εκδο­χής, στη δόξα των αμεί­λι­κτων, αδέ­σπο­των και άσκο­πων ανατροπών!…

1 Carlos Caballero

 

ΑΪΛΑΝ  ΣΕΝΟΥ – ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ  ΠΑΡΑΛΗΠΤΕΣ

Το κορ­μί μου είναι ένα σπα­σμέ­νο καρά­βι που ταξι­δεύ­ει πάνω στο κύμα κι η ψυχή μου ένα λευ­κό σύν­νε­φο ψηλά στον ουρανό…

Η πατρί­δα μου, μια φτια­σι­δω­μέ­νη γριά μάγισ­σα, που κρύ­βει στα σεντού­κια της αμύ­θη­τα πλού­τη,… μα δε χαρα­μί­ζει στους δια­βά­τες που την εκλι­πα­ρούν μήτε δυο ψίχου­λα χαράς … Αλλό­κο­τος και­ρός, μ’ ερει­πω­μέ­να σπί­τια και γκρε­μι­σμέ­να όνειρα…

Να φύγω θέλω, να πατά­ξω μακριά, να πλα­νη­θώ στις μακρι­νές πολι­τεί­ες με τους πλα­τιούς δρό­μους και τις φαντα­χτε­ρές βιτρί­νες για ν’ απο­διώ­ξω τού­το το κακό  όνει­ρο… Απλές προ­θέ­σεις ζωής,… σε μια νύχτα απρό­σι­τη που δεν προ­σεγ­γί­ζε­ται απ’ τον ήλιο του μεσημεριού…

Σε ποιον ουρα­νό να πιστέ­ψω; Σε ποιο θεό να ορκιστώ;

Μια μοί­ρα σκυ­θρω­πή μ’ εξό­ρι­σε στο που­θε­νά (ένας μικρός Χρι­στός κεί­τε­ται νεκρός στ’ από­κρη­μνα βρά­χια κάποιας ερη­μι­κής παρα­λί­ας) για να βιώ­σω τον από­λυ­το πόνο, το μαρ­τύ­ριο, τη συντρι­βή και το θάνατο,…

Για να κερ­δο­σκο­πή­σουν ακό­μα μια φορά οι έμπο­ροι, οι φονιά­δες κι οι εκτελεστές… 

Πως μπο­ρούν αλή­θεια και παρα­δί­δο­νται στον αρυ­τί­δω­το ύπνο οι μανά­δες που μεγα­λώ­νουν τα βρέ­φη τους δίπλα στο τόπο της θυσί­ας,… πως η ανία, η πλή­ξη και τα ναυα­γι­σμέ­να τους όνει­ρα δε γίνο­νται εφιάλ­τες στη νοση­ρή τους αυταπάτη;

Θα ‘ρθουν ξανά να σε πεί­σουν πως η αγά­πη δεν είναι ίδια παντού … Μην τους πιστέψεις…

Θα σου μιλή­σουν με παρα­βο­λές για να ξεγε­λά­σουν τον πόνο σου κι όταν φτά­σει η δίσε­κτη ώρα θα σου καρ­φώ­σουν πάλι το μαχαί­ρι πισώ­πλα­τα… Για­τί ο φασι­σμός δεν είναι απε­ρι­σκε­ψία, αβλε­ψία ή απο­χτη­μέ­νη συνή­θεια,… ο φασι­σμός είναι ιδεολογία…

…………………………………………………………..

Κι όταν ξημε­ρώ­σει και σκου­πί­σε­τε τα δάκρυα και τους ίσκιους απ’ το βλέμ­μα σας, τότε θ’ αντι­κρί­σε­τε στην άκρη του  ορί­ζο­ντα το λευ­κό σύν­νε­φο,… και θα ‘μαι εγώ…  Κι όταν ωρι­μά­σει ο και­ρός θα γίνω άνε­μος και βρο­χή, για­τί προ­ο­ρι­σμός μου είναι να επι­στρέ­ψω στο αλύ­τρω­το χώμα,…

Αλλά τότε δε θα ’μαι το πρό­βα­το, θα ‘μαι ο βοσκός κι εγώ θ’ απο­φα­σί­ζω,… για τη ζωή και το θάνα­το, για την αγνό­τη­τα και την αμαρ­τία, για τη μετα­μέ­λεια και  για την εκδίκηση…

Και μέσα στα ματω­μέ­να χέρια μου  θα σφίγ­γω με πεί­σμα ένα δίκο­πο μαχαίρι…

 

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. Από αυτά που εσείς θα μας στέλ­νε­τε ο Λου­κάς Σπή­λιος (ψευ­δώ­νυ­μο ποι­η­τή) θα επι­λέ­γει και θα σας προτείνει.

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο