Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Ηρακλέους: Τα ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας

Αφιέ­ρω­μα στη Σωτη­ρία Μπέλ­λου και την Ευτυ­χία Παπαγιαννοπούλου

Τρέ­χεις, τρέ­χεις πίσω απ’ τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα με το βαρύ σου βήμα να αντηχεί,
πίσω απ’ τα σίδε­ρα στις γυναι­κεί­ες φυλα­κές, δεκα­ο­κτά­χρο­νη κοιμάσαι
τις νύχτες με φεγ­γά­ρια στα μαλλιά,
μονά­χη σου απά­νω στα νερά της παλίρροιας,
κάτω απ’ τα γυμνά τα πόδια της Χαλκίδας.
Μετά ολο­μό­να­χη, πίσω απ’ τα τζά­μια του νυχτε­ρι­νού του τρένου
φτά­νεις ξημέ­ρω­μα 28 του Οκτώ­βρη στην Αθήνα.
Παντού καμπά­νες να χτυ­πούν, τρα­γού­δια ν’ αντη­χούν ηρωικά,
σει­ρή­νες να σε ξεκουφαίνουν…
Η σωτη­ρία της ψυχής μας δεν υπάρχει.
Δε φταί­με εμείς, που ο κόσμος κι ο θεός μας, μας ξεγράφει.

Ξενο­δου­λεύ­εις και τις νύχτες της σκλα­βιάς που­λάς τσι­γά­ρα χύμα στις ταβέρνες,
αφή­νεις λίγο εκεί στην ψάθι­νη καρέ­κλα το χάρ­τι­νο πανέ­ρι του Ματσάγγου
με τα “Άρι­στα”
και με ξεκούρ­δι­στη κιθά­ρα τρα­γου­δάς, τρα­γού­δια μόνο ερω­τι­κά της Βέμπο.
Κι ύστε­ρα ξαφ­νι­κά στο πάλ­κο το ρεμπέ­τι­κο φτύ­νεις μετα­κα­το­χι­κό το αίμα
απ’ το λαι­μό σου στο μαντή­λι, χωρίς μικρό­φω­να τις νύχτες με τα πάθη.
Σε σακα­τεύ­ου­νε στο ξύλο χίτες λύκοι τους λες:
«Εγώ δεν τρα­γου­δάω για τον Γρί­βα, κι ας τονε θέλει ο βασιλιάς,
εγώ που­λάω Ριζο­σπά­στες στην Ομό­νοια κι ακούω μόνο το χωνί του ΕΑΜ».
Χρό­νια μετά κλει­σμέ­νη στου Λυμπέρη,
στο Μαρ­κο­μι­χε­λά­κειο στην απομόνωση,
γρά­φεις μονά­χη το ρεμπέ­τι­κο κου­ρέ­λι σου.
Φωνά­ζεις, σε χτυ­πούν, μα δίπλα σου ψυχή.
Μόνη σου μαχαι­ρώ­νεις την κοι­λιά σου,
για­τί η μάνα σου πεθαί­νει και δε θέλει να σε δει.

Ανοί­γει η πόρ­τα η σιδε­ρέ­νια, η ασήκωτη
κι άστε­γη στα σκου­πί­δια τριγυρίζεις,
τα ούζα σου ρου­φάς σαν το νερό στο Περιστέρι,
να κλεί­σεις της χασού­ρας την πληγή,
τη μαύ­ρη μονα­ξιά σου να ζαλίσεις.

Μου­γκή στο θάλα­μο της “Σωτη­ρί­ας” το ’96,
προ­σεύ­χε­σαι με γύρω σου εικο­νί­σμα­τα φτηνά
πού­χεις μαζέψει
και τρα­γου­δάς το Μαχα­λό­μα­γκα να ζήσεις και τον απόκληρο,
με μόνο το μυα­λό και την ψυχή χωρίς φωνή.
Το ξέρεις όλα στη ζωή είναι ζαριά
και φέρ­νουν τις διπλές, τα ντόρ­τια, τις εξά­ρες τα πάθη μας τα άγρια και τα βάθη.
Σωτη­ρία της ψυχής για μας δεν έχει, για­τί ο κόσμος κι ο θεός δεν μας αντέχει. 

Με αερο­πλά­να και βαπό­ρια ταξιδεύεις,
για­τί οι φίλοι οι παλιοί χαθή­καν πια,
ψάχνεις και βρί­σκεις τη δασκά­λα Ευτυχία
και την κοι­τά­ζεις μες τα μάτια και ζητάς
να κάνε­τε σταθ­μό τον Αύγου­στο μια νύχτα, να τρα­γου­δή­σε­τε, να ψάλ­λε­τε μαζί:
«Από τις πολ­λές μας αμαρ­τί­ες αρρω­σταί­νει το κορ­μί, άρρω­στη είναι κι η ψυχή, σε σένα κατα­φεύ­γω, Πανα­γιά μου, να μου για­τρέ­ψεις την αγιά­τρευ­τη πλη­γή».
Κι ακού­ει η Πανα­γιά το αχ! του αμα­νέ και τη σιω­πή και νιώθει
ότι οι ρεμπέ­τι­κες ψυχές δεν μετανιώνουν.
Μα, όσους τις πλή­γω­σαν πολύ όλους τους συγ­χωρ­νά­νε το τελευ­ταίο βρά­δυ στη ζωή μαζί.
Καρ­φώ­νουν οι άγγε­λοι με τα βαριά καρ­φιά τις δυο τις πόρ­τες της ζωής κι όλα αρχίζουν.
Σωτη­ρία της ψυχής μας δεν υπάρ­χει, τα φταί­ει ο κόσμος κι ο θεός που μας ξεγράφει.

Αύγου­στος 1996

 

Υ.Γ. Αφιε­ρω­μέ­νο στο φίλο Ηρα­κλή Κακα­βά­νη για την προ­σφο­ρά του στο Λαϊ­κό πολιτισμό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο