Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Μπακλάκος: «Ημιυπόγειο», εκδ. Βακχικόν (2017)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρηναί­ος Μαρά­κης  //

Το «Ημι­υ­πό­γειο» απο­τε­λεί την πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γιώρ­γου Μπα­κλά­κου που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Βακ­χι­κόν. Απο­τε­λεί ένα βιβλίο που αξί­ζει της προ­σο­χής μας, τόσο για τις ιδέ­ες και τις ανη­συ­χί­ες που περιέ­χει, όσο και για τα ίδια τα ποι­ή­μα­τα που κατα­φέρ­νουν να τις φέρουν στην επιφάνεια.

Ο Γιώρ­γος Μπα­κλά­κος γεν­νή­θη­κε το 1992 στον Χολαρ­γό της Αττι­κής και μεγά­λω­σε στην Άσκρη Βοιω­τί­ας, πατρί­δα του αρχαί­ου επι­κού ποι­η­τή Ησί­ο­δου. Από νεα­ρή ηλι­κία έδει­ξε ιδιαί­τε­ρη αγά­πη για τα βιβλία και για το διά­βα­σμα, αυτό είναι κάτι που εκφρά­ζε­ται και μέσα στην ποί­η­ση του. Σπού­δα­σε οικο­νο­μι­κά στο Πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών και ζει στην Αθήνα.

«Μιλάτε μου συνέχεια»

Ο ποι­η­τής στο «Ημι­υ­πό­γειο» δεν κρύ­βει – ούτε μπο­ρεί, ούτε θέλει να κρύ­ψει, ότι τα ποι­ή­μα­τα του είναι προ­ϊ­όν της ανά­γκης (ανά­γκης προ­φα­νώς για προ­σω­πι­κή έκφρα­ση, για απο­δέ­σμευ­ση  από τα συνη­θι­σμέ­να ζητή­μα­τα και συμ­βά­σεις, τις τόσο ανού­σιες, σκο­τει­νές και μελαγ­χο­λι­κές) ενώ παράλ­λη­λα εκφρά­ζει στα ποι­ή­μα­τα του, κι αυτό απο­τε­λεί ένα πολύ ιδιαί­τε­ρο δείγ­μα ενδο­κει­με­νι­κού δια­λό­γου, την ανά­γκη να εξε­λί­ξει την γρα­φή και την πρό­ζα του. Οι όποιες αδυ­να­μί­ες, κάπου λίγη φλυα­ρία, αλλού λίγο μία επα­νά­λη­ψη θεμά­των, δεν εμπο­δί­ζουν την ανά­πτυ­ξη ενός δημιουρ­γι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού, κοι­νω­νι­κού, ηθι­κού, ψυχο­λο­γι­κού και βαθύ­τα­τα φιλοσοφικού.

Ο κάτοι­κος του «Ημι­υ­πό­γειου, δηλα­δή μιας πόλης και μιας κοι­νω­νί­ας, που υπο­τάσ­σε­ται στις νόρ­μες μιας κοι­νω­νι­κής σύμ­βα­σης αλλά και μιας συμ­βι­βα­σμέ­νης ηθι­κής, θέλει, τολ­μά και αγω­νί­ζε­ται να σηκώ­σει το κεφά­λι, να κοι­τά­ξει ψηλά, για να αντι­κρί­σει ως αλη­θι­νός άνθρω­πος το φεγ­γά­ρι, την αλλα­γή – αυτή την αλλα­γή του­λά­χι­στον που έχει ανά­γκη και ο ίδιος. Σε αυτή την δοκι­μα­σία όμως ο κάτοι­κος του «Ημι­υ­πο­γεί­ου», δηλα­δή ο ίδιος ο ποι­η­τής (αλλά κατά βάθος οι ίδιοι οι ανα­γνώ­στες) ανα­ζη­τούν βοή­θεια, συμπα­ρά­στα­ση. Η μονα­ξιά σε αυτόν τον αγώ­να είναι ο μεγα­λύ­τε­ρος εχθρός και η ησυ­χία, απο­τέ­λε­σμα της κοι­νω­νι­κής αλλο­τρί­ω­σης, ένα επι­κίν­δυ­νο εμπό­διο. Παράλ­λη­λα, ίσως και ασυ­ναί­σθη­τα, αγω­νί­ζε­ται ο ποι­η­τής και ο ανα­γνώ­στης κι ενά­ντια στις αντι­φά­σεις αυτής της διαδικασίας.

Μιλά­τε μου συνέχεια.

Μη μ’ αφή­νε­τε σε ησυχία.

Για­τί στη σιωπή 

η ψυχή μπο­ρεί να βρει τα

η μονα­ξιά που αποζητεί 

κι ό,τι περ­σό­τε­ρο ποθεί

ό,τι περ­σό­τε­ρο πονεί

ό,τι φοβά­ται να ειπωθεί

απ’ την ανθρώ­πι­νη φωνή.

Αν κάνει πια να σαλευτεί

μέσα απ’ της λήθης τη ρωγμή

ο άνθρω­πος θα ξεσκιστεί

απ’ του θηρί­ου την ορμή

απ’ όσα η ζωή απο­ζη­τά ν’ αποσχιστεί

και η ύπαρ­ξη κρυ­φά πενθεί.

Δύσκολη διαδρομή

Όλα αυτά είναι μια επί­πο­νη δια­δρο­μή, μία πολύ δύσκο­λη δια­δι­κα­σία. Πολ­λά τα εμπό­δια, πολ­λές οι αυτα­πά­τες που θα συνα­ντή­σει στον δρό­μο του ο ποι­η­τής, και γι’ αυτό φρο­ντί­ζει να προ­ε­τοι­μα­στεί κατάλ­λη­λα, χτί­ζο­ντας μια πανο­πλία για να προ­στα­τέ­ψει τις ελπί­δες του – για να μπο­ρέ­σουν οι ελπί­δες του να καρπίσουν:

Απα­γο­ρεύω στους ανθρώ­πους να νομί­ζουν πως ελπίζω.

Ξέρω πως τις ελπί­δες μου θα τις καπηλευτούν.

Θα τις ταΐ­σουν, θα τις ποτί­σουν, θα τις μεγαλώσουν

και σαν πιστέ­ψω στην πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους

με το μαχαί­ρι του χασά­πη το θρε­φτά­ρι τους θα σφάξουν.

Έτσι τις κρα­τώ κρυ­φές, τις κρα­τώ για μένα.

Από­κρυ­φες όχι ξεχα­σμέ­νες, δικές μου όχι παραδομένες.

Ήθε­λα να μάθω τη σιω­πή, όμως μ’ επι­σκέ­πτο­νται οι λέξεις

αυθά­δεις δίχως να σέβο­νται την επι­θυ­μία μου.

Κανείς δεν έμα­θε να με συντρο­φεύ­ει στη σιωπή.

 Πίσω όμως από αυτή την πανο­πλία, ο ανα­γνώ­στης εντο­πί­ζει με πολύ μεγά­λη χαρά ότι αυτός ο νέος ποι­η­τής, δεν αερο­βα­τεί αλλά αντί­θε­τα έχει πλή­ρη επί­γνω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Οι ελπί­δες του, δεν είναι παι­γνί­δι στις δια­θέ­σεις του και­ρού και της επο­χής, είναι όμως οι ανη­συ­χί­ες του κι αυτό εκφρά­ζε­ται στην ποί­η­ση του. Να σημειώ­σου­με εδώ, πως όλα τα ποι­ή­μα­τα του «Ημι­υ­πο­γεί­ου» γρά­φτη­καν μέχρι την ηλι­κία των είκο­σι ετών! Αυτό, δεν μπο­ρεί παρά να είναι ένα πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα, τόσο της ωρι­μό­τη­τας του Γιώρ­γου Μπα­κλά­κου, όσο ότι η νέα γενιά, ποι­η­τών και όχι μόνο, από πάρα πολύ νωρίς δέχε­ται και επε­ξερ­γά­ζε­ται τις συνέ­πειες της πολι­τι­κής, οικο­νο­μι­κής και πολι­τι­στι­κής κρί­σης, με ανοι­χτό μυα­λό και ανα­ζη­τώ­ντας διέ­ξο­δο από προ­βλή­μα­τα που εκεί­νη δεν δημιούργησε.

Γνω­ρί­ζει αυτή η γενιά, και μαζί της ο ποι­η­τής, πως τίπο­τα δεν θα της χαρι­στεί κι αγω­νί­ζε­ται να φέρει όλο και πιο κοντά τις δικες της μέρες και γνω­ρί­ζει επί­σης πως στο τέλος θα αντα­μει­φθεί  για τον κόπο της.

Βλέ­πω πήρες απόφαση

τον κόσμο να γκρεμίσεις

και μέσα απ’ τα χαλάσματα

νέα ζωή να χτίσεις.

 

Στη λάσπη αβοήθητος

και πώς να καθαρίσεις

σε όλα τα διλήμματα

να ψάχνεις απαντήσεις.

 

Θέλει αρε­τή και προσοχή

το βούρ­κο για να αδειάσεις

κι όσο μοχθείς για αλλαγή

εσέ­να να μη χάσεις.

 

Μπο­ρεί για λίγο να σταθείς

και όλα να έχουν φύγει.

Η δύνα­μη, η νιό­τη σου

κι ο κόσμος να σε πνίγει.

 

Μα τελι­κά θ’ ανταμειφθείς 

κι ο κόπος σου θ’ αξίζει

που έμει­νες και αγωνίστηκες

σ’ αυτό το μετερίζι.

Απαντήσεις

Το «Ημι­υ­πό­γειο», πρέ­πει να πού­με, πως δεν δίνει έτοι­μες απα­ντή­σεις, δεν υψώ­νε­ται πάνω από τον ανα­γνώ­στη ως εξω­τε­ρι­κός κρι­τής αλλά αντί­θε­τα επι­θυ­μεί να τις ανα­κα­λύ­ψου­με (και ίσως να τις συζη­τή­σου­με) παρέα με τον δημιουρ­γό του. Από αυτή την άπο­ψη, ούτε εμείς θέλου­με να προ­χω­ρή­σου­με σε μια συνο­λι­κή εκτί­μη­ση του έργου. Βλέ­πε­τε, μέσα σε αυτή την ιδιαί­τε­ρα ρευ­στή επο­χή, καλό είναι να αφή­σου­με την σκέ­ψη μας, όσο και τα ποι­η­τι­κά έργα, όπως αυτό που σχο­λιά­ζου­με σήμε­ρα, να ωρι­μά­σουν μέσα μας αλλά και να απο­κτή­σουν τον χώρο και τη θέση που τους αρμό­ζει μέσα σ’ ένα πολυ­σή­μα­ντο κι αντι­φα­τι­κό περι­βάλ­λον. Μόνο σε γενι­κές εκτι­μή­σεις μπο­ρού­με να προ­χω­ρή­σου­με, αυτό προ­σπα­θή­σα­με να κάνου­με σήμερα.

Αυτές οι εκτι­μή­σεις κατα­λή­γουν ότι ο ποι­η­τής συνο­μι­λεί με την κοι­νω­νία ως οργα­νι­κό τμή­μα της, ως παι­δί δικό της, με τα πάθη και τα λάθη της, με τις ανη­συ­χί­ες και του προ­βλη­μα­τι­σμούς της. Μελαγ­χο­λεί, στο­χά­ζε­ται, δημιουρ­γεί, με μία γρα­φή που ανα­ζη­τά τον αρτιό­τε­ρο τρό­πο για να εκφρά­σει την αγω­νία της. Κι είναι μια γρα­φή, αλλο­τε έμμε­τρη, άλλο­τε σε ελεύ­θε­ρη μορ­φή, πάντα όμως με μία ιδιαί­τε­ρη προ­φο­ρι­κό­τη­τα, με ελά­χι­στες εικό­νες, κατα­φέρ­νει να φέρει στην επι­φά­νεια μια δια­τα­ραγ­μέ­νη κι έντο­να συγκρου­σια­κή επο­χή, που αξί­ζει να παρα­κο­λου­θή­σου­με την εξέ­λι­ξη της.

 _______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο