Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Τζαβέλλας: Ο πρωτοπόρος, κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης

Αν και υπήρ­ξε μία ξεχω­ρι­στή μορ­φή της τέχνης και του κινη­μα­το­γρά­φου, ο κορυ­φαί­ος σκη­νο­θέ­της της μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς και ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους στην Ελλά­δα, ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας δεν έτυ­χε ποτέ της ανα­γνώ­ρι­σης που του άξι­ζε, καθώς η ακε­ραιό­τη­τα του ήθους του και ο γλυ­κός του χαρα­κτή­ρας, που δια­περ­νού­σε όλες του τις ται­νί­ες, δεν ταί­ρια­ζε με το κινη­μα­το­γρα­φι­κό σύστη­μα, που βολο­δέρ­νει στη μιζέ­ρια, δια­φη­μί­ζει μετριό­τη­τες, προ­βά­λει το ασή­μα­ντο. Τον κατέ­τα­ξαν ως έναν ακό­μη σκη­νο­θέ­τη του παλιού εμπο­ρι­κού ελλη­νι­κού σινε­μά, με τον πρέ­πο­ντα σεβα­σμό μόνο από ελά­χι­στους γνώ­στες του έργου του, αλλά και αυτούς που έμπαι­ναν στην ουρά για να κόψουν εισι­τή­ριο να δουν τις κλα­σι­κές σήμε­ρα ται­νί­ες “Η Κάλ­πι­κη Λίρα”, “Ο Μεθύ­στα­κας”, “Ο Γρου­σού­ζης”, “Το Σοφε­ρά­κι”, “Μια Ζωή την Έχου­με”, ο “Ζηλια­ρό­γα­τος”, “Η Δε Γυνή να Φοβεί­ται τον Άνδρα”…

Αγα­πη­μέ­νες κλα­σι­κές ται­νί­ες, που σήμε­ρα, ανή­κουν, ως ένα βαθ­μό δικαιω­μα­τι­κά, στους λαμπρούς πρω­τα­γω­νι­στές τους, τον Ορέ­στη Μακρή, τον Βασί­λη Λογο­θε­τί­δη, τον Μίμη Φωτό­που­λο, την Έλλη Λαμπέ­τη, τον Δημή­τρη Χορν, την Ειρή­νη Παπά, τον Γιώρ­γο Κων­στα­ντί­νου και τόσους άλλους που διέ­πρε­ψαν σε δεύ­τε­ρους, αλλά αξέ­χα­στους, ρόλους. Όχι όμως και του αυτο­δί­δα­κτου, ρομα­ντι­κού, ευαί­σθη­του, αυθε­ντι­κού Γιώρ­γου Τζα­βέλ­λα.

Ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας, που “ έφυ­γε” στις 18 Οκτω­βρί­ου 1976, υπήρ­ξε ένας αυτο­δί­δα­κτος σκη­νο­θέ­της, αλλά με τερά­στια γνώ­ση και βαθιά σκέ­ψη, ένας πρω­το­πό­ρος, με όρα­μα για το ελλη­νι­κό σινε­μά, γύρι­σε μόλις 12 ται­νί­ες. Ήταν ένας υπέ­ρο­χος άνθρω­πος, ένας ανυ­πό­τα­κτος καλ­λι­τέ­χνης, για τον οποίο αξί­ζει να θυμη­θού­με τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της ζωής του και της στα­διο­δρο­μί­ας του.

Σικελιανός, Σαρλό και μπιλιάρδα

Ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας γεν­νή­θη­κε στις 10 Αυγού­στου του 1916, από­γο­νος της ιστο­ρι­κής οικο­γέ­νειας Τζα­βέλ­λα, από το Σού­λι, γιος του δημο­σιο­γρά­φου Θάνου Τζα­βέλ­λα και της Αφρο­δί­της Μιχαη­λί­δου, ενώ παι­δι­κός του φίλος υπήρ­ξε ο Νίκος Τσι­φό­ρος, τον οποίο γνώ­ρι­σε στα μπι­λιαρ­δά­δι­κα της Κυψέ­λης. Το 1927 θα παρα­κο­λου­θή­σει τις Δελ­φι­κές Γιορ­τές του Άγγε­λου και της Εύας Σικε­λια­νού. Θα μαγευ­τεί και θα συγκι­νη­θεί τόσο, με την ανα­βί­ω­ση του αρχαί­ου ελλη­νι­κού δρά­μα­τος, βάζο­ντας ως κρυ­φό πόθο την ενα­σχό­λη­σή του μια μέρα με την τρα­γω­δία. Κάτι που θα κατα­φέ­ρει τελι­κά 35 χρό­νια μετά, γυρί­ζο­ντας την εξαί­σια και πρω­το­πό­ρα για την επο­χή της “Αντι­γό­νη”, με την Ειρή­νη Παπά, τον Μάνο Κατρά­κη και την Μάρω Κοντού. Ωστό­σο, θα μαγευ­τεί και με έναν ακό­μη θρύ­λο, αυτή τη φορά στις κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθου­σες, όπου θα γίνει μόνι­μος θαμώ­νας και θα “σπου­δά­σει” τον κινη­μα­το­γρά­φο, τον Τσάρ­λι Τσά­πλιν. Ο περί­φη­μος “Σαρ­λό” και οι ται­νί­ες του θα τον γοη­τέ­ψουν τόσο που θα πάρει την από­φα­ση να ασχο­λη­θεί στη ζωή του, με αυτό που αγα­πά περισ­σό­τε­ρο. Το σινεμά.

Από το μέτωπο στα “ Χειροκροτήματα”

Προη­γου­μέ­νως, όμως, θα πολε­μή­σει στο αλβα­νι­κό μέτω­πο ως στρα­τιώ­της και επι­στρέ­φο­ντας θα ζήσει κατο­χή. Λίγο πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση, με τη βοή­θεια του παρα­γω­γού Μαυ­ρί­κιου Νόβακ θα γυρί­σει την πρώ­τη δρα­μα­τουρ­γι­κά και τεχνι­κά άρτια ελλη­νι­κή ται­νία, τα “Χει­ρο­κρο­τή­μα­τα” επα­να­φέ­ρο­ντας στο προ­σκή­νιο τον αλη­σμό­νη­το Αττίκ. Χωρίς χρή­μα­τα, στού­ντιο και τεχνι­κά μέσα, ο Τζα­βέλ­λας γύρι­σε την ται­νία στο πίσω μέρος της οθό­νης του Ρεξ, ένα από τα κτί­ρια που οι Γερ­μα­νοί παρεί­χαν ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα όλο το 24ωρο. Η ται­νία, σε σενά­ριο δικό του, έγι­νε τερά­στια επι­τυ­χία εκεί­νη τη μαύ­ρη περί­ο­δο, παρό­τι ορι­σμέ­νες φορές ήταν εμφα­νέ­στα­τη η απει­ρία του νεα­ρού σκηνοθέτη.

Το 1946 θα γυρί­σει τη δεύ­τε­ρη ται­νία του, “Πρό­σω­πα Λησμο­νη­μέ­να”, ένα δρά­μα που χαρα­κτή­ρι­ζε και ο ίδιος μέτριο και στο οποίο πρω­τα­γω­νι­στού­σαν οι Αιμί­λιος Βεά­κης και Μάνος Κατρά­κης. Δυο χρό­νια μετά, επι­μέ­νο­ντας να γυρί­ζει ελλη­νο­κε­ντρι­κά θέμα­τα, ακό­μη ένα από τα κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά του, θα σκη­νο­θε­τή­σει το αισθη­μα­τι­κό δρά­μαΜαρί­νος Κοντά­ρας”, εμπνευ­σμέ­νος από το ομό­τι­τλο διή­γη­μα του Εφτα­λιώ­τη, με τον Μάνο Κατρά­κη και σε παρα­γω­γή και πάλι της “Νόβακ Φιλμ”. Ο Τζα­βέλ­λας δεν κάμ­φθη­κε από τις δυσκο­λί­ες των γυρι­σμά­των σε Πάρο, Σαντο­ρί­νη και ως πρω­το­πό­ρος κατά­φε­ρε να συμ­με­τά­σχει σε φεστι­βάλ στο Βέλ­γιο, συστή­νο­ντας τον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο στο εξωτερικό.

“Ο Μεθύστακας” και “Ο Γρουσούζης”

Το 1950 θα ξεκι­νή­σει η θριαμ­βευ­τι­κή δεκα­ε­τία της καλ­λι­τε­χνι­κής του πορεί­ας, με την τερά­στια επι­τυ­χία “Ο Μεθύ­στα­κας”, ένα εξαί­σιο συγκι­νη­τι­κό μελό­δρα­μα, με τον τερά­στιο Ορέ­στη Μακρή στον ομώ­νυ­μο ρόλο και τον Χορν, ο οποί­ος για τον ευαί­σθη­το και γλυ­κό χαρα­κτή­ρα του Τζα­βέλ­λα είχε πει ότι “το μονα­δι­κό ελάτ­τω­μα του Τζα­βέλ­λα, αναμ­φι­σβή­τη­τα του μεγα­λύ­τε­ρου Έλλη­να σκη­νο­θέ­τη του κινη­μα­το­γρά­φου, ήταν ο μελό χαρα­κτή­ρας του που απο­τυ­πω­νό­ταν και στις ται­νί­ες του”.

Το 1952 θα γυρί­σει ακό­μη ένα μελό­δρα­μα, με έντο­να κοι­νω­νι­κά ηθο­γρα­φι­κά στοι­χεία και πάλι με τον Μακρή, τον “Γρου­σού­ζη”, ένα φιλμ που θα διαν­θί­σει με κωμι­κά στοι­χεία, ενώ μια σει­ρά από αξιό­λο­γους καρα­τε­ρί­στες — ανά­με­σά τους και ο νεα­ρός Ντί­νος Ηλιό­που­λος σε ρόλο ενός γέρο­ντα — θα συμ­βάλ­λουν στην επι­τυ­χία της ται­νί­ας, της οποί­ας, εκτός από την παρα­γω­γή, ο Φίνος είχε ανα­λά­βει και το μοντάζ!

Τον ίδιο χρό­νο θα γυρί­σει το αισθη­μα­τι­κό δρά­μα “Η Αγνή του Λιμα­νιού”, με την Ελέ­νη Χατζηαρ­γύ­ρη (παρα­γω­γή Φίνος Φιλμ), ενώ τον επό­με­νο χρό­νο θα σκη­νο­θε­τή­σει μία από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες του, την απο­λαυ­στι­κή αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία “Το Σοφε­ρά­κι” με τον Μίμη Φωτό­που­λο, στο ρόλο ενός γλεν­τζέ άστα­του ταξι­τζή, που ερω­τεύ­ε­ται το κορί­τσι (Σμα­ρού­λα Γιού­λη) που χτύ­πη­σε με το σαρα­βα­λά­κι του. Πανέ­ξυ­πνο δικό του σενά­ριο, απί­στευ­τες ατά­κες, ρυθ­μός, κεφά­τες ερμη­νεί­ες και στο μοντάζ ο Ντί­νος Κατσου­ρί­δης.

Η καλύτερη ελληνική ταινία

Το 1955 θα γυρί­σει, για πολ­λούς, την καλύ­τε­ρη ελλη­νι­κή ται­νία όλων των επο­χών, μία σπον­δυ­λω­τή, την πρώ­τη στην Ελλά­δα, λαϊ­κή δρα­μα­τι­κή αισθη­μα­τι­κή κομε­ντί, την πάντα φρέ­σκια “Κάλ­πι­κη Λίρα”, έχο­ντας ως πρω­τα­γω­νι­στές τους Λογο­θε­τί­δη, Λιβυ­κού, Φωτό­που­λο, Βρα­νά, Μακρή, Δια­νέλ­λο, Χορν και Λαμπέ­τη. Ο Τζα­βέλ­λας, σε δικό του σενά­ριο, φτιά­χνει μία από τις αρτιό­τε­ρες ελλη­νι­κές ται­νί­ες, αυτή τη φορά σε παρα­γω­γή της ΑΝΖΕΡΒΟΣ, δια­περ­νώ­ντας όλη την ελλη­νι­κή κοι­νω­νία, μέσα από τις τέσ­σε­ρις ιστο­ρί­ες του και βάζο­ντας στο στό­χα­στρό του το χρή­μα και το πόσο κάλ­πι­κο είναι. Το φιλμ έγι­νε η πρώ­τη διε­θνής ελλη­νι­κή επι­τυ­χία, αφού όπου κι αν προ­βλή­θη­κε την υπο­δέ­χθη­καν με ενθου­σια­σμό, ενώ στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, η ται­νία “παί­χθη­κε” σε 1.000 κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθου­σες ταυ­τό­χρο­να. Επί­σης, Επι­πλέ­ον, βρα­βεύ­τη­κε στα Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας και Μόσχας.

Ο Ζηλιαρόγατος, η Υβόν και η Αλίκη

Το 1956 θα έρθει η ώρα του “ Ζηλια­ρό­γα­του”, μιας ξεκαρ­δι­στι­κής κωμω­δί­ας αισθη­μα­τι­κών παρε­ξη­γή­σε­ων, με τον Βασί­λη Λογο­θε­τί­δη και ένα υπέ­ρο­χο καστ συμπρω­τα­γω­νι­στών, σε παρα­γω­γή της ΑΝΖΕΡΒΟΣ. Το 1958 θα γυρί­σει την αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία “Μια Ζωή την Έχου­με”, με τον Δημή­τρη Χορν και την Υβόν Σαν­σόν, που τα τερ­τί­πια της και η συμπε­ρι­φο­ρά της προ­κά­λε­σε την οργή όλων των συντε­λε­στών, ενώ το ντου­μπλά­ρι­σμά της που έκα­νε η Θεα­νώ Ιωαν­νί­δου δεν κόλ­λα­γε με τον σνομπ χαρα­κτή­ρα της. Η ται­νία στην επο­χή της ήταν μία απο­τυ­χία και είναι άγνω­στο αν τελι­κά θα γινό­ταν αγα­πη­τή από το κοι­νό, αν πρω­τα­γω­νι­στού­σε η αρχι­κή επι­λο­γή, η Αλί­κη Βουγιουκλάκη!

Η Τραγωδία και η Αντιπαροχή ονείρων

Το 1961 θα κάνει το παι­δι­κό του όνει­ρο πρά­ξη και θα μετα­φέ­ρει στην οθό­νη την τρα­γω­δία του Σοφο­κλή “Αντι­γό­νη”, με απο­τέ­λε­σμα πρω­το­πο­ρια­κό για την επο­χή, που δίχα­σε την ελλη­νι­κή κρι­τι­κή, αλλά απο­θε­ώ­θη­κε στο Φεστι­βάλ Βερολίνου.

Την τελευ­ταία του ται­νία θα την γυρί­σει το 1964. Πρό­κει­ται για την κλα­σι­κή αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία “Η Δε Γυνή να Φοβεί­ται τον Άνδρα”, με την οποία ανέ­δει­ξε δύο νέους ηθο­ποιούς ως πρω­τα­γω­νι­στές, τον Γιώρ­γο Κων­στα­ντί­νου και την Μάρω Κοντού, μια μεγά­λη αγά­πη αλλά και την επο­χή της αντι­πα­ρο­χής και του γκρε­μί­σμα­τος όλων αυτών που μας ένω­ναν ως κοι­νω­νία, παρά τα όποια στε­ρε­ό­τυ­πα, τις ασή­μα­ντες διενέξεις.

Ελληνικό Θέμα

Στις 18 Οκτω­βρί­ου του 1976 θα πεθά­νει από βαρύ εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο, λίγες ημέ­ρες μετά το Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης, για το οποίο πάσχι­σε ως ένθερ­μος υπο­στη­ρι­κτής του. Ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας που ξέφυ­γε από το παλιό ελλη­νι­κό σινε­μά, ουσια­στι­κά έναν μιμη­τι­σμό του ξένου κινη­μα­το­γρά­φου σε συν­δυα­σμό με τα ελλη­νι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, είχε δηλώ­σει ότι “θα είχα­με πολ­λά να κερ­δί­σου­με αν στρε­φό­μα­σταν σε θέμα­τα καθα­ρώς ελλη­νι­κού χρώ­μα­τος, σε συν­δυα­σμό με τις φυσι­κές καλ­λο­νές του τόπου. Είναι ο μόνος τρό­πος ν’ απο­φύ­γου­με τη συντρι­πτι­κή σύγκρι­ση με τον πλού­το των σκη­νι­κών που παρου­σιά­ζουν τα ευρω­παϊ­κά και αμε­ρι­κα­νι­κά φιλμ. Μ’ άλλα λόγια, την έλλει­ψη να την κάνου­με πρω­το­τυ­πία, δημιουρ­γώ­ντας ιδιό­τυ­πο ελλη­νι­κό φιλμ. Κι άλλω­στε, αυτή θα είναι η προ­σω­πι­κό­τη­τα του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου: το ελλη­νι­κό θέμα”.

Μία άπο­ψη, μία πεποί­θη­ση, για έναν γνή­σιο αυθε­ντι­κό ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, που ακό­μη ανα­ζη­τεί­ται, μαζί με τα ασπρό­μαυ­ρα ευγε­νι­κά, γεμά­τα γλυ­κύ­τη­τα όνει­ρα του Γιώρ­γου Τζαβέλλα.

Πηγή: ΑΠΕ

vardianos sta sporka 5

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο