Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Φαρσακίδης, συνάντηση δυο νέων καλλιτέχνιδων μ’ έναν παλαίμαχο της τέχνης

Με χαρά φιλο­ξε­νού­με τη συνέ­ντευ­ξη που πήραν δύο νέα παι­διά, οι Ε. Μνα­τσα­κα­νιάν — Ε. Μπα­ντά­ζου, από τον Γιώρ­γο Φαρσακίδη.

***

FARSAKIDIS5

Θέλεις να χαρα­κτη­ρί­σεις το εικα­στι­κό σου έργο ονο­μα­τί­ζο­ντάς το με κάποια τεχνο­τρο­πία ή να το κατα­τά­ξεις σε κάποιο εικα­στι­κό κίνη­μα ή χώρο;

Οι χαρα­κτη­ρι­σμοί δίνο­νται εκ των υστέ­ρων. Εμέ­να απλώς μου άρε­σε να ζωγρα­φί­ζω, από μικρό παι­δί. Αργό­τε­ρα το πήρα λίγο πιο σοβα­ρά, κι απο­τέ­λε­σμα τελι­κά αυτής της προ­σπά­θειας, είναι ότι έργο αφή­νω πίσω μου. Είτε σε βιβλία, είτε σε σκί­τσα. Μέχρι τώρα έχω βγά­λει γύρω στα τριά­ντα βιβλία και τα θεω­ρώ παι­διά μου. Είναι μεγά­λη παρη­γο­ριά, φεύ­γο­ντας κάποιος από τη ζωή να ξέρει ότι θα αφή­σει κάτι που θα είναι ωφέ­λι­μο στους ανθρώπους. 

 Η δου­λειά σου απο­τε­λεί μια ξεχω­ρι­στή πρό­τα­ση στην περί­ο­δο που διανύουμε;

Μεγά­λω­σα σε ένα χώρο πνευ­μα­τι­κά ενερ­γό. Η κάθε δου­λειά με το νοη­τι­κό περιε­χό­με­νό της απο­τε­λεί μια πρό­τα­ση και μια συμ­βο­λή στην όλη δρα­στη­ριό­τη­τα των ανθρώ­πων. Ναι, πιστεύω ότι απο­τε­λεί μια πρό­τα­ση. Όσο μικρή, όσο ασή­μα­ντη και να είναι, απο­τε­λεί μια συμ­βο­λή. Κι από κει και πέρα είναι πως ο απο­δέ­κτης θα αξιο­λο­γή­σει και πως θα   χρη­σι­μο­ποι­ή­σει αυτά που λέγο­νται ή αυτά που δίνο­νται με ένα έργο.

File1362

 Το χαρα­κτι­κό σου έργο έχει ολο­κλη­ρώ­σει τον ερευ­νη­τι­κό του κύκλο;

Πως απέ­κτη­σα σχέ­ση με την χαρα­κτι­κή.. Στο σύρ­μα της Μακρο­νή­σου. Σε συν­θή­κες μεγά­λης τρο­μο­κρα­τί­ας, έχει πέσει μια φιλο­λο­γι­κή πρω­το­χρο­νιά. Ήταν η πρώ­τη μου γνω­ρι­μία με έργα Ελλή­νων χαρα­κτών της επο­χής εκεί­νης. Η πρώ­τη μου επα­φή και το πρώ­το ενδια­φέ­ρον που έδει­ξα. Από κει και πέρα, επει­δή σε άμε­ση σχέ­ση με την χαρα­κτι­κή ήταν το σκί­τσο, σαν το πιο   βολι­κό είδος, για­τί το να κατα­πια­στείς με ζωγρα­φι­κή και με λάδια ήταν αδύ­να­το. Ένα σκί­τσο μπο­ρού­σε πολύ πιο εύκο­λα να γίνει χαρα­κτι­κό. Κι ένα χαρα­κτι­κό στις συν­θή­κες εκεί­νες, βρί­σκα­με τρό­πο να το πραγ­μα­τώ­σου­με. Κι έτσι μέσω της χαρα­κτι­κής προ­έ­κυ­ψε η ενα­σχό­λη­ση με την ζωγρα­φι­κή.  Αυτό ήταν το ιστο­ρι­κό με λίγα λόγια. 

Τεχνι­κά πως γινό­ταν η χαρα­κτι­κή μέσα στην εξορία; 

Μετά τη Μακρό­νη­σο, που ήταν ένα καθε­στώς ωμής τρο­μο­κρα­τί­ας, με τις έρευ­νες που γινό­ταν, με την κατά­σχε­ση, με την έλλει­ψη υλι­κού και τα λοι­πά, δεν υπήρ­χε η δυνα­τό­τη­τα ανά­πτυ­ξης και η ενα­σχό­λη­ση με την τέχνη. Όταν γυρί­σα­με όμως πίσω στο στρα­τό­πε­δο, μπο­ρού­σα­με να αγο­ρά­σου­με απ’ έξω υλι­κό, οι μαρα­γκοί μας μπο­ρού­σαν να φτιά­ξουν συνερ­γεία μέσα στο στρα­τό­πε­δο, οι ξυλουρ­γοί μας μπο­ρού­σαν να κόψουν ξύλα, να τα πλα­νί­σουν, για­τί για να χαρά­ξεις ένα ξύλο χρειά­ζε­ται προ­ε­τοι­μα­σία από κάποιους άλλους. Χρειά­ζε­ται να το λειά­νουν για να μπο­ρείς να χαρά­ξεις, να έχεις τη δυνα­τό­τη­τα του μελα­νώ­μα­τος, της επί­στρω­σης της επι­φά­νειας. Όλα αυτά είναι τεχνι­κές δυνα­τό­τη­τες, οι οποί­ες μόνο στο στρα­τό­πε­δο των κρα­του­μέ­νων, της μετέ­πει­τα εξο­ρί­ας στον Αη Στρα­τή πραγ­μα­τώ­θη­καν. Κι από κει και πέρα δόθη­καν οι δυνα­τό­τη­τες, επι­λέ­χθη­καν τα θέμα­τα που ται­ριά­ζα­νε να τα δια­μορ­φώ­σεις σε κάρ­τες με τις οποί­ες επι­κοι­νω­νού­σες με τον κόσμο.

img187

Για­τί υπήρ­χε η ανά­γκη να το κάνε­τε αυτό μέσα στην εξο­ρία; Όχι μόνο στην ζωγρα­φι­κή και στην χαρα­κτι­κή αλλά και στο θέα­τρο με το οποίο ασχολήθηκες. 

Καταρ­χήν ήταν το κατε­ξο­χήν στοι­χείο επι­κοι­νω­νί­ας με τον έξω κόσμο. Να μάθουν οι έξω ότι υπάρ­χου­με, ότι κρα­τά­με το αγω­νι­στι­κό μας χαρά­κω­μα, ότι είμα­στε ζωντα­νοί μέσα στις αντί­ξο­ες συν­θή­κες. Και το ότι ήμα­σταν ζωντα­νοί σ’ αυτές τις συν­θή­κες έδι­νε κου­ρά­γιο στον κόσμο, έδι­νε πνοή, κι αντλού­σα­με κι εμείς κου­ρά­γιο από την επα­φή μας με τον κόσμο. Μέσα στις δρα­στη­ριό­τη­τες που είχαν σχέ­ση με την ζωγρα­φι­κή ήταν και το θέα­τρο, ήταν τα σκη­νι­κά. Πέρα από την προ­σω­πι­κή ενα­σχό­λη­ση με την ζωγρα­φι­κή, υπη­ρε­τού­σα­με μια συλ­λο­γι­κή προ­σπά­θεια που γινό­ταν  κι από άλλους φορείς. Από την χορω­δία μας,  από τον θεα­τρι­κό μας όμι­λο. Το ευτύ­χη­μα είναι ότι στο στρα­τό­πε­δο υπήρ­χε μια αξιό­τι­μη και μεγά­λη ελίτ πνευ­μα­τι­κή. Υπήρ­χε ένας Κατρά­κης, ένας Καρού­ζος, ένας Ρίτσος, ένας Λου­ντέ­μης, ένας Κορ­νά­ρος. Άνθρω­ποι με υψη­λή προ­σφο­ρά στην τέχνη, από τους οποί­ους μόνο με την επα­φή μαζί τους αντλού­σα­με γνώ­σεις και συνερ­γα­ζό­μα­σταν και μείς με το δικό μας έργο κι έτσι συμ­βάλ­λα­με. Υπήρ­χε μια ζύμω­ση των παλιών της τέχνης, των αγω­νι­στών,  με την  και­νού­ρια γενιά, την υπό δια­μόρ­φω­ση. Η οποία γενιά απο­κτού­σε την δική της αυτο­τέ­λεια. Δηλα­δή, κάποια φορά κάνα­με εμείς τα δικά μας σκη­νι­κά, συμ­βάλ­λα­με στο θέατρο.

FARSAKIDIS1

 Τι σε ελκύ­ει περισ­σό­τε­ρο στην χαρακτική;

Όταν είδα τα πρώ­τα μου χαρα­κτι­κά εκεί­νη την πρω­το­χρο­νιά, σε ένα λεύ­κω­μα, εκεί­νο με εντυ­πω­σί­α­σε. Η αμε­σό­τη­τα της, η θεμα­το­λο­γία  της. Το ότι τα θέμα­τα της είναι πιο φιλο­λαϊ­κά, πιο αγω­νι­στι­κά. Με ένα περιε­χό­με­νο που μιλού­σε στην καρ­διά μας. Μας κέρ­δι­σε η χαρα­κτι­κή για­τί είχα­με χαρά­κτες στην εξο­ρία. Είχα­με τον δάσκα­λό μας, τον  Χρί­στο Δαγκλή που ήταν ζωγρά­φος και χαρά­κτης, είχα­με τον Ρίτσο που ασχο­λού­νταν ζωγρα­φί­ζο­ντας κάποια βότσα­λα με σινι­κή μελά­νη, μετά ήρθε η Κατρά­κη, με το δικό της έργο. Όλα αυτά τελι­κά, σαν ένα σύνο­λο, δια­μόρ­φω­σαν ένα κλί­μα μέσα στο οποίο εμείς συμ­βάλ­λα­με με το δικό μας έργο σαν μια κηλί­δα στην όλη προσπάθεια. 

Πιστεύ­εις  ότι η χαρα­κτι­κή μπο­ρεί και σήμε­ρα να δια­δρα­μα­τί­σει ρόλο παρέμ­βα­σης στην κοι­νω­νία; Κάθε μορ­φή τέχνης δια­δρα­μα­τί­ζει το ρόλο της και δια­μορ­φώ­νε­ται ανά­λο­γα με τις συν­θή­κες της δοσμέ­νης επο­χής. Και έτσι την εκφρά­ζει.  Για μένα το λεύ­κω­μα ‘’Μακρό­νη­σος’’ μπό­ρε­σε και κατα­χώ­ρη­σε μια σει­ρά χαρα­κτι­κά που είναι η αντα­νά­κλα­ση μιας ζωής με αγω­νι­στι­κό περιεχόμενο.

File0552

 Ποιοι Έλλη­νες καλ­λι­τέ­χνες  νομί­ζεις ότι δού­λε­ψαν την χαρα­κτι­κή με τρό­πο που τρο­φο­δό­τη­σαν το εικα­στι­κό πεδίο;

Υπάρ­χουν μια σει­ρά Έλλη­νες που ήταν συν­δε­δε­μέ­νοι και  με το κίνη­μα. Δεν χρειά­ζε­ται να απα­ριθ­μή­σω ονό­μα­τα. Στο Φεστι­βάλ της ΚΝΕ, έγι­νε μια μεγά­λη έκθε­ση για μένα και τον Στε­φα­νί­δη. Χάρη­κα πάρα πολύ για­τί με περι­τρι­γυ­ρί­ζα­νε περί­που εκα­τό νέοι, χωρίς να με υπο­βάλ­λου­νε σε δια­νο­ου­με­νί­στι­κες ερω­τή­σεις. Με ρωτού­σαν τι είναι αυτό που απει­κο­νί­ζει το έργο, στο οποίο περι­γρά­φο­νταν η ζωή στις συν­θή­κες εκεί­νες, που ήταν οδυ­νη­ρές και βασα­νι­στι­κές. Τα έργα δημιουρ­γούν ένα κλί­μα, μια ατμό­σφαι­ρα που επη­ρε­ά­ζει τον θεα­τή και τον διδά­σκει για το τι συνέ­βη σε κάποιες επο­χές και χρό­νους. Και τους έλε­γα τελι­κά τι σημαί­νει αυτή η φιγού­ρα, αυτή η απει­κό­νι­ση κι εκεί μπο­ρού­σα να τα συν­δέ­σω με τα γεγο­νό­τα εκεί­νης της επο­χής κι όλο αυτό δημιουρ­γού­σε μια επι­κοι­νω­νία με τους νέους που με έκα­νε και χαι­ρό­μου­να.  Χάρη­κα για­τί υπήρ­χαν ένα σωρό πιτσι­ρι­κά­δες οι οποί­οι με ρωτά­γα­νε πράγ­μα­τα προς διευ­κρί­νι­ση κι εγώ προ­σπα­θού­σα να τα εξη­γή­σω ανα­πλά­θο­ντας μια επο­χή, κι αυτό δημιουρ­γού­σε μια ωραία ατμό­σφαι­ρα. Το ζητού­με­νο της τέχνης είναι να επη­ρε­ά­σει, να διδά­ξει, να διαιω­νί­σει κάποιες ιδέ­ες μέσα από τα γεγονότα

 Το δικό σου αγα­πη­μέ­νο έργο ποιο είναι;

Έχεις ρωτή­σει ποτέ μια μάνα με πολ­λά παι­διά, ποιο είναι το αγα­πη­μέ­νο της; Θα δυσκο­λευ­τεί πολύ να το πει. Το πώς θα κρί­νουν οι άλλοι τα παι­διά της, για­τί η μάνα έχει την δική της αντί­λη­ψη που μπο­ρεί να μην είναι κι αντι­κει­με­νι­κή. Το ίδιο είναι κι ένα έργο τέχνης. Άλλη η ματιά του καλ­λι­τέ­χνη, άλλη η πρό­θε­σή του, κι αλλιώς τελι­κά το αντι­λαμ­βά­νε­ται ο κόσμος. Είναι φυσι­κό αυτό.

FARSAKIDIS2

Ο Φασια­νός θεω­ρού­σε ότι οι μορ­φές που κάνει είναι κάθε φορά δια­φο­ρε­τι­κές και ποτέ ίδιες. Κάποιοι θεω­ρούν ότι το πιο σημα­ντι­κό σε ένα έργο είναι να βρει ένας καλ­λι­τέ­χνης την δική του γραφή. 

Έκα­να πάρα πολύ παρέα με τον Ρίτσο, ο ίδιος είχε πολ­λή παι­δεία και μπο­ρού­σε να διδά­ξει. Θυμά­μαι ότι κάθε φορά που πηγαί­να­με ήταν ένα μάθη­μα τέχνης. Θυμά­μαι που έλε­γε ότι το γνώ­ρι­σμα ενός πραγ­μα­τι­κού καλ­λι­τέ­χνη, είναι τι θα κλη­ρο­νο­μή­σει στους άλλους. Κάτι προ­σω­πι­κά δικό του. Να μπο­ρού­με δηλα­δή να πού­με ότι βλέ­πο­ντας μια ψάθι­νη καρέ­κλα του Van Gogh και βλέ­πο­ντας μια ψάθι­νη καρέ­κλα στη ζωή να παρο­μοιά­σου­με αυτή την καρέ­κλα με την καρέ­κλα του Van Gogh.  Να μη πού­με ότι ο πίνα­κας είναι σαν μια πραγ­μα­τι­κή καρέ­κλα, αλλά να πού­με ότι η πραγ­μα­τι­κή καρέ­κλα είναι σαν ένας ζωγρα­φι­κός πίνα­κας κάποιου. Ο ναύ­της με την κτη­νω­δία την ζωι­κή και με όλα τα θετι­κά ή τα αρνη­τι­κά της εμφά­νι­σής του είναι απει­κό­νι­ση μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Βλέ­πο­ντάς τον να λες, είναι σαν τον ναύ­τη του Τσα­ρού­χη. Με την κτη­νω­δία του, με την ωμό­τη­τα του και τις ιδιορ­ρυθ­μί­ες του. Είναι ένα απο­τύ­πω­μα. Καλό είναι ένας καλ­λι­τέ­χνης να αφή­σει πίσω του το προ­σω­πι­κό γνώ­ρι­σμα της τέχνης του. 

 Άρα πιστεύ­εις ότι ένας καλ­λι­τέ­χνης μέχρι το πέρας της πορεί­ας του πρέ­πει να έχει βρει μια γρα­φή, ένα μονα­δι­κό του χαρακτηριστικό;

Αλλη­λο­μί­μη­ση υπάρ­χει. Δεν μπο­ρούν να μην υπάρ­ξουν τα υπο­λείμ­μα­τα μιας κλη­ρο­νο­μιάς. Από την κλασ­σι­κή αρχαιό­τη­τα μέχρι την μοντέρ­να έκφρα­σή της. Αλλά ότι ο καλ­λι­τέ­χνης πρέ­πει να δια­μορ­φώ­σει ένα δικό του ύφος και να αφή­σει κάτι προ­σω­πι­κά δικό του, δηλα­δή να μπο­λιά­σει την τέχνη με μορ­φές ζωής και με μορ­φές ζωής να μπο­λιά­σει την τέχνη. Θετι­κό ή αρνη­τι­κό, ας το κρί­νουν οι άλλοι, αλλά ο καλ­λι­τέ­χνης πρέ­πει να αφή­σει πίσω του κάτι προ­σω­πι­κά δικό του. 

 Προ­τι­μάς περισ­σό­τε­ρο την χαρα­κτι­κή από την ζωγραφική; 

Η χαρα­κτι­κή με ένα λιτό τρό­πο, για μένα προ­σφέ­ρε­ται να δώσει πολύ έντο­να  ‑με το παι­γνί­δι του άσπρου – μαύ­ρου–  τον χαρα­κτή­ρα μιας επο­χής, χωρίς να χρειά­ζε­ται να έχεις πινέ­λα, χρώ­μα­τα, όλη αυτή την πολυ­μορ­φία της ζωγρα­φι­κής. Η λιτό­τη­τα, το ασκη­τι­κό περιε­χό­με­νο,  η ωμή σαφή­νεια που προ­βάλ­λε­ται στο άσπρο – μαύ­ρο έχει μια μαγεία δικιά του. Έχω ένα φίλο που συλ­λέ­γει έργα ζωγρα­φι­κής. Η γυναί­κα του και τα παι­διά του δια­μόρ­φω­σαν το ίδιο γού­στο. Η δια­μόρ­φω­ση του άσπρου-μαύ­ρου με έχει κερδίσει.

FARSAKIDIS4

 Τι κάνει έναν άνθρω­πο, στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση εσέ­να, να αφή­σει την ασφά­λεια του και να βγει στο βουνό;

Είναι ένα κλί­μα που δια­μορ­φώ­νε­ται, μια αγω­νι­στι­κή ατμό­σφαι­ρα. Που από πολ­λές πλευ­ρές, οι τόποι δου­λειάς, η οικο­γέ­νεια, το περι­βάλ­λον σου κλπ, όλα διέ­πο­νται από αυτό το κλί­μα. Θέλο­ντας και μη εντάσ­σε­σαι μέσα. Όταν δίνε­σαι στον αγώ­να, είναι ήδη μια προ­σφο­ρά. Το ότι έχεις απέ­να­ντί σου ένα στρα­τό­πε­δο και περι­μέ­νεις να πέσει το σύν­θη­μα, να βλέ­πεις τον σκο­πό να πηγαι­νο­έρ­χε­ται, να μιλά με κάποιον άλλο, να ρωτά τι ώρα είναι, να είναι εχθρός σου, να ξέρεις ότι θα αλλη­λο­σκο­τω­θεί­τε σε λίγο, αλλά ότι κι αυτός είναι άνθρω­πος, κι αυτός έχει μάνα, αδελ­φή, φίλους, ότι κι αυτός έχει μια ζωή. Την οποία πας να του στε­ρή­σεις, επει­δή δυστυ­χώς, είναι εχθρός σου. Όλα αυτά είναι αντι­φά­σεις. Εμέ­να μου δίνε­ται η δυνα­τό­τη­τα να περι­γρά­ψω με λόγια πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από ότι νιώ­θει κανέ­νας εκεί­νη τη στιγ­μή. Σύν­θε­τες κατα­στά­σεις. Πριν τραυ­μα­τι­στώ, χτύ­πη­σα ένα γερ­μα­νό. Πολ­λές φορές, εκ των υστέ­ρων, σκε­φτό­μουν, ‘’τον σκό­τω­σα;’’, ‘’έπε­σε κάτω τραυ­μα­τί­ας, τον σκό­τω­σα;’’, κι ύστε­ρα ανα­κά­λυ­πτα ότι δεν ήθε­λα να τον σκο­τώ­σω. Έχω ένα φίλο, ο οποί­ος το απο­δί­δει σε μια παι­δεία με ρωσι­κό υπό­στρω­μα, ότι και στον εχθρό ακό­μα, υπάρ­χει το στοι­χείο του σεβα­σμού, της ανθρω­πιάς. Γρά­φω κάπου ‘’ Θα γυρί­σω στο σπί­τι,  η μάνα μου κάθε­ται στην πολυ­θρό­να της και ράβει, με ρωτά­ει επί­μο­να  –‘’σκό­τω­σες;’’, το ξέρω ότι δεν θέλει να ξέρει αν ήταν έλλη­νας, αν ήταν βούλ­γα­ρος, αν ήταν γερ­μα­νός ή οτι­δή­πο­τε. Αν σκό­τω­σα άνθρω­πο. Κι απα­ντάω πως, ναι, ανα­γκά­στη­κα να σκο­τώ­σω. Δεν σε ρωτά­ει αν σκό­τω­σες για να υπε­ρα­σπί­σεις τα ιδα­νι­κά σου. Μόνο αν σκό­τω­σες άνθρω­πο. Κι απα­ντάω ναι, κι η μάνα ξανα­σκύ­βει και δεν λέει κου­βέ­ντα. Εκεί­νη η σιω­πή με κατα­λύ­ει. Αυτό σκε­φτό­μουν σε ώρα μάχης. ‘’

Θέλω να ανα­φερ­θώ σε κάτι που δεν έχει σχέ­ση με την ζωγρα­φι­κή. Μου συνέ­βη το εξής παρά­ξε­νο. Ανε­βαί­νο­ντας στο βου­νό, κρα­τού­σα ημε­ρο­λό­γιο, μέρα προς μέρα, γρα­φτό με μικρά γράμ­μα­τα, με συν­θη­μα­τι­κές απει­κο­νί­σεις, έτσι που αν έπε­φτε σε χέρια εχθρού να μην μπο­ρεί να πάρει πλη­ρο­φο­ρί­ες. Κατά παρά­βα­ση των συνω­μο­τι­κών κανό­νων, κρα­τού­σα ημε­ρο­λό­γιο, κρυ­φά από τους άλλους.  Κι έλε­γα, αν βρε­θώ σε κατά­στα­ση ανά­γκης, έτσι όπως πέτα­ξα τα σκί­τσα θα πετού­σα και το ημε­ρο­λό­γιο, θα το έκαι­γα ή θα το έτρω­γα. Κάποια στιγ­μή το κατέ­γρα­ψα σε βιβλίο. Όταν έγρα­ψα την Μακρό­νη­σο, τα σκί­τσα τα είχα, αλλά το να τα κατα­γρά­ψεις και να τα εμπλου­τί­σεις με λόγο, ήταν μια άλλη δια­δι­κα­σία. Δια­πί­στω­να ότι είμαι από­φοι­τος του Δημο­τι­κού. Ότι δεν είχα καθό­λου παι­δεία γρα­φής.  Πως θα γινό­ταν να τα κατα­γρά­ψω όλα αυτά; Έγρα­φα 3–4 σει­ρές και έσβη­να τις 2. Κάποια φορά το πήγα στο Ρίτσο, να του το δεί­ξω και μου λέει ‘’μην αλλά­ζεις τίπο­τα’’. Ο Θέμος Κορ­νά­ρος, ο πνευ­μα­τι­κός μου πατέ­ρας, μου έδω­σε την μόνη συμ­βου­λή. Να μην κάνω χρή­ση επι­θέ­των. Με δικά μου λόγια να περι­γρά­ψω μια κατά­στα­ση και να μην κάνω χρή­ση λογο­τε­χνι­κών επι­θέ­των. Το βιβλίο μου ‘’ Η πρώ­τη πατρί­δα’’ πήρε το πρώ­το βρα­βείο της Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών και  γω προ­βλη­μα­τί­στη­κα πολύ για­τι . Αργό­τε­ρα ανα­κά­λυ­ψα για­τί. Από τη Ρωσία φέρα­με μια μεγά­λη βιβλιο­θή­κη με ρώσι­κα λογο­τε­χνι­κά βιβλία, η δομή και ο τρό­πος γρα­φής αυτών των βιβλί­ων απο­τυ­πώ­θη­κε μέσα μου, χωρίς να το υποπτεύομαι.

 Πέρα από τη βρά­βευ­ση της ΕΕΛ, είσαι ένας από τους 7 με το Χρυ­σό Μετάλ­λιο της Σοβιε­τι­κής Ένωσης.

Ε, εντά­ξει.

 Είναι λίγο;

Όχι, είναι πάρα πολύ. Τα μετάλ­λια μου τα έδω­σα όλα στο ΚΚΕ.

 Τι σημαί­νει να είσαι ένας από τους 7;

Το βιβλίο του Ιου­λί­ου Φού­τσικ ‘’Κάτω από την κρε­μά­λα’’, είναι γραμ­μέ­νο μέσα στην φυλα­κή στην οποία γνώ­ρι­σε και την γυναί­κα του. Ένα από τα 7 μετάλ­λια δόθη­κε στην γυναί­κα του. Το βιβλίο είναι γραμ­μέ­νο με την θηλιά στο λαι­μό, περι­μέ­νο­ντας την εκτέ­λε­ση του ως ήρω­ας της Τσε­χο­σλο­βά­κι­κης αντίστασης. 

Στην Σοβιε­τι­κή Ένω­ση όταν γίνε­ται γιορ­τή, καλού­νε κάποιους μεγα­λό­σχη­μους, συνή­θως τους γραμ­μα­τείς ΚΟ, στε­λέ­χη κλπ, για να παρευ­ρε­θού­νε. Και συνέ­βη το εξής οξύ­μω­ρο με την περί­πτω­σή μου. Έρχε­ται ένας δημο­σιο­γρά­φος μαζί με τον επι­κε­φα­λής του Ελλη­νο­σο­βιε­τι­κού Συν­δέ­σμου και με καλού­νε στην ΣΕ για να παρευ­ρε­θώ στην μεγά­λη παρέ­λα­ση που γίνε­ται στην Κόκ­κι­νη Πλα­τεία, μαζί με τα στε­λέ­χη. Εγώ, ένα απλό μέλος. Πολέ­μη­σα σαν αντάρ­της, τραυ­μα­τί­στη­κα, πέρα­σα κατο­χή, μπή­κα στο σύρ­μα κλπ. Αλλά υπήρ­ξα ένα απλό μέλος του Κόμ­μα­τος, χωρίς καμιά επω­μί­δα στε­λέ­χους. Και ξαφ­νι­κά να σου λένε ότι είσαι καλε­σμέ­νος στην μεγά­λη, παγκό­σμια γιορ­τή της Πρω­το­μα­γιάς. Να έρχε­ται ο δημο­σιο­γρά­φος από την Pravda, το επί­ση­μο όργα­νο του Κόμ­μα­τος, για να σε καλέ­σει  ακού­γε­ται παρα­νοϊ­κό, ενώ υπήρ­χαν ο τότε γραμ­μα­τέ­ας ο Φαρά­κος, ο Χαρί­λα­ος, και οι δύο μεγά­λοι στρα­τη­λά­τες, και να μην καλούν κανέ­ναν από τους δυο. 

Ο επι­κε­φα­λής του Ελλη­νο­σο­βιε­τι­κού Συν­δέ­σμου λέει στον δημο­σιο­γρά­φο. ‘’ Μέλος του Πολι­τι­κού Γρα­φεί­ου. ‘’ Πετιέ­μαι εγώ και τους λέω, πως δεν είμαι μέλος του ΠΓ. Ξανα­ρω­τά­ει ο δημο­σιο­γρά­φος τι είμαι, ‘’Μέλος της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής’’. Και τους ξανα­λέω πως είμαι ένα απλό μέλος. Και σκαν ένα χαμό­γε­λο αμη­χα­νί­ας ο ένας στον άλλο. Πως γίνε­ται για πρώ­τη φορά, να εκλε­γώ εγώ, ένα απλό ανταρ­τά­κι, όταν υπήρ­χε ο Χαρί­λα­ος ή ο Φαρά­κος, πριν τα κάνει μού­σκε­μα; Δια­βά­ζω στους Times της Νέας Υόρ­κης, σε ένα πεντά­φυλ­λο αφιέ­ρω­μα του πατριάρ­χη των Ρώσων δημο­σιο­γρά­φων, ο οποί­ος είχε έρθει στην Θεσ­σα­λο­νί­κη και συντα­ξι­δέ­ψα­με ως την Κύπρο, όταν γινό­ταν τα επει­σό­δια με την ΕΟΚΑ Β’ για να πάρου­με αντα­πο­κρί­σεις. Με δική του εισή­γη­ση ζήτη­σε να πάρει εκτί­μη­ση για τις κινή­σεις μου, για τη στά­ση μου. Κι έτσι για πρώ­τη φορά δια­λέ­χτη­κα εγώ κι όχι κάποιο στέ­λε­χος για να τιμή­σου­νε και να του δώσουν το χρυ­σό μετάλλιο.

FARSAKIDIS3

 Τι σε κέρ­δι­σε στην χαρακτική;

Με εντυ­πω­σί­α­ζε ότι το ασπρό­μαυ­ρο σου παρέ­χει δυνα­τό­τη­τες έκφρα­σης. Με ένα μαχαι­ρά­κι και με μια πλά­κα μπο­ρείς να κάνεις ένα έργο που μπο­ρείς  να το ανα­πα­ρα­γά­γεις και να θεω­ρη­θεί έργο τέχνης. Δεν είναι ένα έργο που θα το βάλεις στο σπί­τι σου και θα το καμα­ρώ­νεις αλλά μπο­ρεί να τυπω­θεί και να κυκλο­φο­ρή­σει σε πολ­λά αντί­τυ­πα. Αυτή η πολ­λα­πλό­τη­τα έχει μια γονι­μό­τη­τα. Το κάνει προ­σι­τό στον κόσμο. Για ένα έργο που θέλεις προ­πα­γαν­δι­στι­κά να επι­κοι­νω­νή­σεις με τον κόσμο, προ­σφέ­ρε­ται αυτή η τέχνη. 

Σε εκεί­νη την επο­χή σε τι βοή­θη­σε η χαρακτική;

Ένα χαρα­κτι­κό μπο­ρού­σε να μπει σε μια εικό­να της Πανα­γί­ας και να φυγα­δευ­τεί, μιας και από την λογο­κρι­σία η εικό­να της Πανα­γί­ας περ­νού­σε εύκο­λα. Ανά­με­σα στην εικό­να στέλ­νο­νταν και σημειώ­μα­τα από τους κρα­τού­με­νους προς τα έξω. Παρά­νο­μα. Η Πανα­γία έκα­νε το θαύ­μα της! 

 Σε γράμ­μα­τα στέλ­να­τε χαρακτικά;

Περισ­σό­τε­ρο με καρ­τού­λες με συν­θή­μα­τα κλπ. Η Βοσκο­πού­λα μου, με ουδέ­τε­ρο θέμα, τυπώ­θη­κε σαν κάρ­τα και κυκλο­φό­ρη­σε έξω.

FARSAKIDIS6

Τι σημαί­νει για σένα η φρά­ση του πατέ­ρα: ‘’Όταν κρα­τάς μαχαί­ρι και μοι­ρά­ζεις το ψωμί, το μικρό­τε­ρο κομ­μά­τι το κρα­τάς για σένα’’ ;

Ο πατέ­ρας μου τελεί­ω­σε μια ανω­τά­τη σχο­λή, του τσα­ρι­κού στρα­τού στη μέση Ανα­το­λή. Υπό την αιγί­δα του αδελ­φού του Τσά­ρου.  Ήταν άκρως καλ­λιερ­γη­μέ­νος, με πέντε γλώσ­σες και τα λοι­πά. Αλλά το παρα­τσού­κλι του, στο καφε­νείο το πολυ­σύ­χνα­στο, στα ντε­πό της Θεσ­σα­λο­νί­κης που γινό­ταν κι οι συνε­λεύ­σεις των εργα­τών, ήταν ο Άγιος. Η μάνα μου ήταν η ζόρι­κη, ρωσί­δα. Κι ο πατέ­ρας μου ήταν ο Άγιος. 

Ερχό­ταν μεθυ­σμέ­νος, ερχό­ταν μαχαι­ρο­βγάλ­της, ο οποιοσ­δή­πο­τε αλή­της, πιω­μέ­νος και λοι­πά.. Τον στέλ­ναν στον πατέ­ρα μου, κι αυτός τους καταπράυνε.. 

‘’Όταν κρα­τάς μαχαί­ρι και μοι­ρά­ζεις το ψωμί…’’ Αυτή ήταν η αρχή του.  ‘’…Το μικρό­τε­ρο κομ­μά­τι, να το κρα­τή­σεις για σένα.’’  Είναι ηθι­κή αρχή. Μικρο­α­στι­κή, αλλά από τα καλά κατά­λοι­πα της μικρο­α­στι­κής ηθι­κής, που λει­τουρ­γεί και μέσα στο χώρο το δικό μας. 

Όταν είσαι αρχή, όταν ασκείς εξου­σία, να είσαι ευσυ­νεί­δη­τος με τον εαυ­τό σου.  Όταν μοι­ρά­ζεις, να είσαι δίκαιος, όταν έχεις δύνα­μη, να μην την έχεις προς όφε­λός σου, αλλά για το συνο­λι­κό καλό. Ωραία αρχή. Οι  αστοί μας κλη­ρο­νο­μή­σαν μια ευγέ­νεια, άσχε­τα αν τους πολε­μά­με σαν σύστη­μα. Είναι καλό να κρα­τά­με, ότι καλό μας κλη­ρο­νο­μούν. Κι ο πατέ­ρας μου το ακο­λού­θη­σε αυτό. Και τον σέβο­νταν οι άλλοι. 

Εμέ­να πιτσι­ρι­κά, όταν με ρωτού­σαν οι τρο­χιο­δρο­μι­κοί τι τρώ­γα­με το πρωί, το γαλα­τά­κι μου, το μεση­μέ­ρι το κοτο­που­λά­κι μου τους απα­ντού­σα, επο­χή πεί­νας, που πέθαι­ναν άνθρω­ποι από την πεί­να στην Οδησ­σό και πετα­γό­ταν ο πατέ­ρας μου κι έλε­γε ‘’ πες τι τρώ­γαν τα παι­διά της γει­τό­νισ­σας… τα εβραιό­που­λα.. που τρώ­γαν τσι­γα­ρι­στό κρεμ­μύ­δι με ψωμί.. ’’ 

Εκεί­νο το βρά­δυ ο πατέ­ρας μου με χαστού­κι­σε, για­τί είπα  τέτοιο χοντρό ψέμα.                                Κι ανα­λο­γι­ζό­μου­να αργό­τε­ρα, ποτέ δεν μετά­νιω­σα για το ψέμα που είπα. Αλλά το χαστού­κι εκεί­νο, στην εξο­ρία, το έβλε­πα στον ύπνο μου. Κι ήταν εφιάλτης. 

Και μια δεύ­τε­ρη φορά είπα ψέμα, για τους Ρώσους αιχ­μα­λώ­τους που τους βοη­θή­σα­με να περά­σουν στις γραμ­μές του Τίτο και να ενω­θούν με τα άλλα στρα­τεύ­μα­τα, ότι ποτέ δεν φόρε­σα γερ­μα­νι­κή στο­λή. Ποτέ δεν μετά­νιω­σα για το ψέμα που είπα. Όταν με ρώτη­σε ο Πολι­τι­κός Επί­τρο­πος του έδω­σα τον όρκο της κομ­μα­τι­κής μου τιμής κι όταν τους απο­κά­λυ­ψα ότι φόρε­σα γερ­μα­νι­κή στο­λή, βούρ­κω­σαν κι οι δύο από συγκίνηση. 

 Πως απο­φά­σι­σες να κάνεις τέχνη;

Δεν κάνω τέχνη. 

Από μικρός είχα μια προ­διά­θε­ση ας πού­με, σχε­δί­α­ζα και μου λέγαν μπρά­βο και φού­ντω­νε το μυα­λό μου και ζωγρά­φι­ζα κι άλλο, έκα­να πατη­τού­ρες από άλλα σχέ­δια κι έτσι άρχισα. 

Αργό­τε­ρα δού­λευα στους γερ­μα­νι­κούς φούρ­νους, με πολ­λούς εργα­ζό­με­νους, αλλά σε περι­βάλ­λον επι­τη­ρού­με­νο από τους γερ­μα­νούς.  Εκεί σατί­ρι­ζα διά­φο­ρα ευτρά­πε­λα. Κλέ­βα­με πχ την λαγά­να ενώ οι γερ­μα­νοί μας επι­τη­ρού­σαν για να μην κλέ­βου­με. Κι εμείς μοι­ρά­ζα­με την λαγά­να για να χορ­τά­σου­με όλοι. Έτσι έκα­να τις γελοιο­γρα­φί­ες. Ύστε­ρα άρχι­σα να κάνω τις γελοιο­γρα­φί­ες των γερ­μα­νών και τα συμ­βά­ντα στο μέτω­πο που περ­νού­σαν από χέρι σε χέρι για δια­σκέ­δα­ση. Μετά δια­μορ­φώ­θη­κε η οργά­νω­ση.  Ανε­βαί­νο­ντας επά­νω, έφε­ρα μαζί μου χαρ­τιά για να ζωγρα­φί­ζω και να μπο­ρώ να κρα­τάω ημε­ρο­λό­γιο. Με ενδιέ­φε­ρε η απο­τύ­πω­ση είτε γρα­πτή είτε σε σκί­τσο.  Με ενδιέ­φε­ρε να αφή­σω πίσω μου μια κατα­γρα­φή με αυτά που είδα, με αυτά που έζη­σα, με αυτά που ένιω­σα. Υπάρ­χει κι ένα ημε­ρο­λό­γιο που σώζε­ται, το οποίο το καθα­ρό­γρα­ψα, κι υπάρ­χει μέρα προς μέρα. Είναι από τα λίγα ημε­ρο­λό­για που υπάρ­χουν σήμε­ρα στον κόσμο. Είναι η ανά­γκη να επι­κοι­νω­νή­σεις με τους άλλους. Να τους πεις ‘’εμείς περά­σα­με αυτά, έτσι τραυ­μα­τί­στη­κα, έτσι πολέ­μη­σα, έτσι πυρο­βό­λη­σε ο Πέτρος, έτσι εγώ, κι υπάρ­χουν γραμ­μέ­να από πρώ­το χέρι’’. Η πρώ­τη μου επα­φή με τα εικα­στι­κά ήταν το σκίτσο. 

Προη­γή­θη­κε όμως μια κοσμο­γο­νία. Τα φύλ­λα των εφη­με­ρί­δων της επο­χής ήταν γεμά­τα με γελοιο­γρα­φί­ες που σατί­ρι­ζαν τον Μου­σο­λί­νι, στα­μά­τη­σαν όλα όμως με την κατο­χή. Εγώ όμως συνέ­χι­ζα για μένα κι έκα­να γελοιο­γρα­φί­ες για το χώρο που εργα­ζό­μουν και γυρ­νού­σαν χέρι με  χέρι. Τυπω­νό­ταν με υπο­τυ­πώ­δεις τυπο­γρα­φι­κές μηχα­νές και πετιό­νταν στο δρό­μο, κολ­λιό­νταν στις γωνί­ες, περ­νού­σε ο κόσμος, τις έβλε­πε και γελού­σε. Είχαν μια λειτουργία. 

Ανοί­γω το Ριζο­σπά­στη κάποια φορά και τρί­βω τα μάτια μου. Προ­σφο­ρά από τη Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία της Βουλ­γα­ρί­ας στον Ριζο­σπά­στη με τίτλο ‘’Σκί­τσα ενός άγνω­στου ΕΛΑ­Σί­τη’’. Κι σκέ­φτο­μαι ότι στην Χαλ­κι­δι­κή ήμουν ο μόνος που ζωγρά­φι­ζε. Ήταν τα σκί­τσα μου! Την πρώ­τη φορά που τραυ­μα­τί­στη­κα, ήταν στο κεφά­λι.  Με χτύ­πα­γε η τσά­ντα με τα σκί­τσα, το ημε­ρο­λό­γιο το είχα στο στή­θος, αν τραυ­μα­τι­ζό­μουν να μπο­ρώ να το βγά­λω από το τσε­πά­κι του μπου­φάν κι είτε να το φάω, είτε να το κατα­στρέ­ψω. Τα σκί­τσα δεν με ενδιέ­φε­ραν, δεν μαρ­τυ­ρού­σαν τίπο­τα, κι έτσι την πέτα­ξα. Τα βρή­κε ένας βούλ­γα­ρος και τα μάζε­ψε. Πάω στο Ριζο­σπά­στη, στον οποίο εργα­ζό­μουν και έστελ­να αντα­πο­κρί­σεις και τους λέω πως τα σκί­τσα αυτά είναι δικά μου. Η Κοκο­τά­κη ενη­μέ­ρω­σε τον Φαρά­κο με τον οποίο δια­τη­ρού­σα­με σχέ­σεις κι εκεί­νος δεν μπο­ρού­σε να πιστέ­ψει ότι εγώ έκα­να τα σκίτσα.

FARSAKIDIS7

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο