Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Φούντας, δημιούργησε το δικό του κινηματογραφικό τύπο

Για τους Έλλη­νες, κινη­μα­το­γρα­φό­φι­λους, θεα­τρό­φι­λους και μη, υπήρ­ξε ένα αυθε­ντι­κά λαϊ­κό ίνδαλ­μα, ένας μάγκας βγαλ­μέ­νος από τις λασπω­μέ­νες αλά­νες και τις δυσκο­λί­ες της ζωής, των αγώ­νων και της αγά­πης. Ο Γιώρ­γος Φού­ντας δεν ήταν ωραί­ος ‑με την έννοια του ζεν πρεμιέ‑, δεν ήταν σταρ, αλλά είχε αυτό το χάρι­σμα να κερ­δί­ζει τον θεα­τή, να ταυ­τί­ζε­ται με τις αγω­νί­ες του, τους καθη­με­ρι­νούς αγώ­νες του, την καλο­σύ­νη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φού­ντας κέρ­δι­σε την εκτί­μη­ση και το χει­ρο­κρό­τη­μα ακό­μη και στους κόντρα ρόλους, σε ται­νί­ες που υπο­δύ­ε­ται τον “κακό” της ιστο­ρί­ας, χωρίς παράλ­λη­λα, να χάνει και αυτή την πολύ­τι­μη σχέ­ση αγά­πης και στε­νής σχέ­σης με το λαϊ­κό αίσθημα.

Είναι ο Μίλ­τος, ο ποδο­σφαι­ρι­στής που ζει για το σήμε­ρα, στην περί­φη­μη “Στέλ­λα”, ο “Ψαρό­γιαν­νος”, ο ήρω­ας της “Μαγι­κής Πόλης”, αλλά και ο σκλη­ρός ντα­βα­τζής στα “Κόκ­κι­να Φανά­ρια”.  Έπαι­ξε σε περισ­σό­τε­ρες από 50 ται­νί­ες και δημιούρ­γη­σε τον δικό του κινη­μα­το­γρα­φι­κό τύπο, του δυνα­μι­κού, παρα­δο­σια­κού, αλλά και με ευαι­σθη­σί­ες άνδρα. Κάποιες από τις ιστο­ρι­κές ται­νί­ες του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου όπως η «Μαγι­κή Πόλη» του Ν. Κούν­δου­ρου, τα «Κόκ­κι­να Φανά­ρια» του Β. Γεωρ­γιά­δη, καθώς και στο «Ποτέ την Κυρια­κή» του Ζυλ Ντασ­σέν. Αλλες ται­νί­ες: «Μολυ­σμέ­να ύδα­τα» (1987), «Το κορί­τσι της Μάνης» (1986), «17 Σφαί­ρες για έναν Αγγε­λο» (1981), «Εξο­δος Κιν­δύ­νου» (1980), «Ο μεγά­λος Ενο­χος» (1970), «Η Λεω­φό­ρος της Προ­δο­σί­ας» (1969), «Ο Αντάρ­της του Βάλτου»(1969), «Ο Πρό­σφυ­γας» (1969), «Πολύ αργά για Δάκρυα» (1968), «Επα­να­στά­της» (1965), «Αλέ­ξης Ζορ­μπάς» (1964), «Το Κορί­τσι της Κυρια­κής» (1964), «Αμέ­ρι­κα Αμέ­ρι­κα» (1963), «Ζήλεια» (1963) «Κάθαρ­μα» (1963), «Η μεγά­λη Θυσία» (1962), «Η Ζαβο­λιά­ρα» (1959), «Ασσοι του Γηπέ­δου» (1956), «Το Κορί­τσι με τα Μαύ­ρα» (1956) κ.ά.Πάντα άψο­γος θα μετα­φέ­ρει τον ηλε­κτρι­σμό, αυτό το νεύ­ρο που δια­θέ­τει εκ φύσε­ως, θα δώσει ψυχή και ανα­πνοή στους χαρα­κτή­ρες και θα τους κάνει αλησμόνητους.

Πέρα­σαν κιό­λας εννέα χρό­νια από το θάνα­τό του. Ήταν στις 28 Νοεμ­βρί­ου του 2010. Σε ηλι­κία 86 ετών λυτρω­νό­ταν από ένα μαρ­τύ­ριο, καθώς τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του έπα­σχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Ας θυμη­θού­με όμως καλύ­τε­ρα τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές της καλ­λι­τε­χνι­κής του δια­δρο­μής και της ζωής του.

Από το Μαυρολιθάρι στη “Μαύρη Γη”

Ο Γιώρ­γος Φού­ντας γεν­νή­θη­κε στις 3 Ιου­νί­ου του 1924 στο Μαυ­ρο­λι­θά­ρι Φωκί­δας. Παι­δί ακό­μη ήρθε στην Αθή­να, μαζί με την πολυ­με­λή οικο­γέ­νειά του. Εγκα­τα­στά­θη­καν στη Ριζού­πο­λη, στα όρια με τη Νέα Φιλα­δέλ­φεια. Τελειώ­νο­ντας το Δημο­τι­κό άρχι­σε να δου­λεύ­ει στο γαλα­τά­δι­κο του πατέ­ρα του στο Ψυρ­ρή. Φοι­τά σε νυχτε­ρι­νό σχο­λείο, παί­ζει ποδό­σφαι­ρο στην ΑΕΚ και μποξ όπου εκτο­νώ­νει το νεύ­ρο του. Ο κινη­μα­το­γρά­φος τον μαγεύ­ει. Θα λάβει μέρος στα δοκι­μα­στι­κά της ται­νί­ας “Χει­ρο­κρο­τή­μα­τα” (1943) που γύρι­σε ο Γιώρ­γος Τζα­βέλ­λας και θα πάρει ένα μικρό ρόλο. Θα μπει στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Ωδεί­ου Αθη­νών, με δάσκα­λο τον Αιμί­λιο Βεά­κη και θα κάνει την πρώ­τη του θεα­τρι­κή εμφά­νι­ση στο θέα­τρο “Περο­κέ” στο έργο “Νυφιά­τι­κο Τρα­γού­δι” του Νότη Περ­γιά­λη, ενώ στη συνέ­χεια θα συνερ­γα­στεί στο θία­σο της Κυρί­ας Κατε­ρί­νας. Από εκεί θα τον τσι­μπή­σει ο Φρί­ξος Ηλιά­δης και θα του δώσει ένα καλό ρόλο στην ται­νία του “Νεκρή Πολι­τεία”, ένα εξαι­ρε­τι­κό δρά­μα, που προ­βλή­θη­κε και στο Φεστι­βάλ των Κανών (η πρώ­τη ελλη­νι­κή ται­νία που συμ­με­τεί­χε στο κορυ­φαίο ευρω­παϊ­κό φεστι­βάλ) και άνοι­ξε το δρό­μο στην πρω­τα­γω­νί­στρια Ειρή­νη Παππά.

Το 1952 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στο νεο­ρε­α­λι­στι­κό δρά­μα του μαρ­ξι­στή Στέ­λιου Τατα­σό­που­λου “Μαύ­ρη Γη” στο ρόλο ενός σμυ­ρι­δω­ρύ­χου, που δεν μπο­ρού­σε να παντρευ­τεί το κορί­τσι που αγα­πού­σε, εξαι­τί­ας της φτώ­χειας του. Όπως είχε πει κάποια στιγ­μή ο Τατα­σό­που­λος «ήταν η προ­σω­πο­ποί­η­ση του ρωμαί­ι­κου φιλό­τι­μου αυτός ο ηθο­ποιός. Το λαϊ­κό παλι­κά­ρι που μπο­ρού­σε να είναι καλό­καρ­δο και εξαι­ρε­τι­κά άγριο ταυ­τό­χρο­να». Το 1954 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στη “Μαγι­κή Πόλη” του Νίκου Κούν­δου­ρου, ένα συμπα­θές δρά­μα που μιλού­σε για την από­γνω­ση των από­κλη­ρων ενός τενε­κε­δο­μα­χα­λά και του έδω­σε άλλη αξία ο Γιώρ­γος Φούντας.

Η Ώρα της Στέλλας

Έχο­ντας απο­κτή­σει την ανα­γνώ­ρι­ση και κατα­κτή­σει την αγά­πη του κοι­νού, ο Μιχά­λης Κακο­γιάν­νης θα τον επι­λέ­ξει για να παί­ξει δίπλα στη Μελί­να Μερ­κού­ρη στην κλα­σι­κή “Στέλ­λα”, μια ται­νία που θα σημα­δέ­ψει και τους δυο πρω­τα­γω­νι­στές. Ήταν το 1955 όταν η Ελλά­δα πλη­γω­μέ­νη από τον πόλε­μο, την κατο­χή και ίσως περισ­σό­τε­ρο απ’ τον εμφύ­λιο, περ­νού­σε ακό­μη πολύ δύσκο­λες στιγ­μές. Η υπό­θε­ση της ται­νί­ας (σενά­ριο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης) θα διχά­σει την ελλη­νι­κή κρι­τι­κή και θα βρε­θεί στο στό­χα­στρο της Αρι­στε­ράς. Ηρω­ί­δα της ιστο­ρί­ας είναι ένα ελεύ­θε­ρο πνεύ­μα, η Στέλ­λα, μια λαϊ­κή τρα­γου­δί­στρια, που έχει σχέ­ση με ένα γόνο πλού­σιας οικο­γέ­νειας, αλλά θα τον αφή­σει υπο­κύ­πτο­ντας στο πάθος και την άγρια γοη­τεία του Μίλ­του, ενός ποδο­σφαι­ρι­στή που τον λατρεύ­ει ο κόσμος. Είναι έτοι­μη να τον ακο­λου­θή­σει και στο θάνα­το αλλά όχι στις συμ­βά­σεις που απαι­τεί ο κοι­νω­νι­κός περί­γυ­ρος. Η σχέ­ση τους θα έχει το πιο άσχη­μο τέλος, το θάνα­τό της, καθώς ο Μίλ­τος της λέει “Φύγε Στέλ­λα, κρα­τάω μαχαί­ρι” κι εκεί­νη πέφτει πάνω στο μαχαί­ρι. Ιδιαι­τέ­ρως καλο­γυ­ρι­σμέ­νη ται­νία, πετυ­χη­μέ­νη απο­τύ­πω­ση της επο­χής και υπέ­ρο­χα σκη­νι­κά από τον Γιάν­νη Τσα­ρού­χη, ωραία λαϊ­κά τρα­γού­δια από τον Μάνο Χατζι­δά­κι (“Αγά­πη που ΄γινες Δίκο­πο Μαχαί­ρι”, “Εφτά Τρα­γού­δια θα σου Πω”). Η ται­νία, πάντως, δια­κρί­θη­κε με τη Χρυ­σή Σφαί­ρα καλύ­τε­ρης ξένης ται­νί­ας το 1956, ήταν το φαβο­ρί για το Χρυ­σό Φοί­νι­κα στις Κάνες, όπως και η Μελί­να για το βρα­βείο καλύ­τε­ρης ηθο­ποιού, τα οποία όμως πήγαν αλλού, ενώ απο­τέ­λε­σε και την επί­ση­μη ελλη­νι­κή υπο­βο­λή για το Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας. Έπαι­ζαν επί­σης, Αλέ­κος Αλε­ξαν­δρά­κης, Βού­λα Ζου­μπου­λά­κη, Σοφία Βέμπο, Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος και Χρι­στί­να Καλογερίκου.

Παραλίγο Τζέιμς Μποντ

Το 1956 θα συμ­με­τά­σχει στο αξιο­μνη­μό­νευ­το φιλμ του Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη “Οι Άσοι των Γηπέ­δων” και στο “Κορί­τσι με τα Μαύ­ρα” και πάλι του Κακο­γιάν­νη, ενώ το 1960 θα συνα­ντη­θεί και πάλι με την Μελί­να στο “Ποτέ την Κυρια­κή” του Ζιλ Ντα­σέν, μια ακό­μη επι­τυ­χία του πρω­τα­γω­νι­στι­κού ζευ­γα­ριού, αλλά και του Χατζι­δά­κι, που θα κερ­δί­σει το Όσκαρ μου­σι­κής. Ο Γιώρ­γος Φού­ντας, έχο­ντας στο ενερ­γη­τι­κό του και την “Στέλ­λα”, θα αρχί­σει να δέχε­ται προ­τά­σεις από το εξω­τε­ρι­κό. Μάλι­στα θα του προ­τεί­νουν και το ρόλο του Τζέιμς Μποντ, όταν οι παρα­γω­γοί δοκί­μα­ζαν ηθο­ποιούς, μετά την απο­χώ­ρη­ση του Σον Κόνε­ρι. Θα φτά­σει πολύ κοντά στο να είναι ο νέος 007, αλλά τα αγγλι­κά στά­θη­καν εμπό­διο, καθώς είπε στους παρα­γω­γούς ότι δεν θα προ­λά­βαι­νε να τα μάθει μέσα σε λίγους μήνες. Πραγ­μα­τι­κά άγνω­στο τι θα σήμαι­νε για τον ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο και τον ίδιο αν προ­χω­ρού­σε η συνερ­γα­σία για τον Τζέιμς Μποντ, αλλά εύκο­λα μπο­ρού­με να κατα­λά­βου­με τη σημα­σία μιας τέτοιας προ­ο­πτι­κής, όταν και μόνο η ολι­γό­λε­πτη συμ­με­το­χή ενός ηθο­ποιού στο μακρο­βιό­τε­ρο κινη­μα­το­γρα­φι­κό φραν­τσάιζ είναι λόγος για να απο­γειω­θεί η καριέ­ρα του.

Από τα Κόκκινα Φανάρια στη… λυγερόκορμη

Το 1963 θα είναι μία ξεχω­ρι­στή χρο­νιά για τον Γιώρ­γο Φού­ντα. Θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει στα “Κόκ­κι­να Φανά­ρια” του Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη, ένα δυνα­τό κοι­νω­νι­κό δρά­μα που μιλά για τον κόσμο της Τρού­μπας, μια ται­νία που θα φτά­σει μια ανά­σα από το Όσκαρ της καλύ­τε­ρης ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας, αλλά θα χάσει εύλο­γα από το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό “Οκτώ­μι­σι” του Φελί­νι. Και μπο­ρεί ο Γιώρ­γος Φού­ντας να χάνει ακό­μη μία διά­κρι­ση, αλλά κερ­δί­ζει την καρ­διά της πανέ­μορ­φης λυγε­ρό­κορ­μης χορεύ­τριας και μόνι­μης παρ­τε­νέρ του Μανό­λη Καστρι­νού, Χρυ­σού­λας Ζώκα. Ο κεραυ­νο­βό­λος έρω­τάς τους θα τους στεί­λει στην εκκλη­σία και στο δεύ­τε­ρο γάμο του ηθο­ποιού. Μαζί θα απο­κτή­σουν έναν γιο, ενώ προη­γου­μέ­νως είχε ακό­μη δυο παι­διά από τον πρώ­το του γάμο.

Το 1964 θα παί­ξει ένα μικρό αλλά χαρα­κτη­ρι­στι­κό ρόλο στον “Αλέ­ξη Ζορ­μπά” του Κακο­γιάν­νη, ενώ θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει και στον “Κρά­χτη”. Τον επό­με­νο χρό­νο θα παί­ξει στην ενδια­φέ­ρου­σα ται­νία για την κατο­χή “Με τη Λάμ­ψη στα Μάτια”, στον “Ψαρό­γιαν­νο” και στην κοι­νω­νι­κή περι­πέ­τεια “Πυρε­τός στην Άσφαλ­το” δυο ται­νί­ες που θα του χαρί­σουν και τα βρα­βεία ερμη­νεί­ας στο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσσαλονίκης.

Με την πτώ­ση του παλιού ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου θα αραιώ­σει και τις εμφα­νί­σεις του, ενώ μπή­κε και στη μικρή οθό­νη μέσα από μετρη­μέ­νες στα δάκτυ­λα επι­λο­γές. Έξο­χος στο “Ο Χρι­στός Ξανα­σταυ­ρώ­νε­ται” και στο “Αργα­λειό του Φεγ­γα­ριού”. Συμ­με­τεί­χε επί­σης στις σει­ρές: «Γόβα στι­λέ­το» (1993), «Κούρ­σα του θανά­του» (1982), «Εξο­δος κιν­δύ­νου» (1978), «Γαλή­νη» (1976).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο