Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες

Γρά­φει η Αννε­κε Ιωαν­νά­του //

Στις 17 Απρί­λη πέθα­νε σε ηλι­κία 87 χρο­νών ο διά­ση­μος Κολομ­βια­νός συγ­γρα­φέ­ας Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρ­κες αφή­νο­ντας μια εμβλη­μα­τι­κή λογο­τε­χνι­κή κλη­ρο­νο­μιά. Στο δυσα­νά­λο­γο με τον όγκο του έργου του μικρό ετού­το αφιέ­ρω­μα θα γίνει προ­σπά­θεια μιας ουσια­στι­κής προσέγγισης.

Λογο­τε­χνία και ιστορία

Συνή­θως η λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία του Μάρ­κες διαι­ρεί­ται σε δύο περιό­δους: αυτή που προη­γή­θη­κε το έργο που τον καθιέ­ρω­σε παγκο­σμί­ως, το πασί­γνω­στο «100 Χρό­νια Μονα­ξιάς» και μετά. Τα έργα που προη­γή­θη­καν, μοιά­ζουν με προ­ε­τοι­μα­σία στο μνη­μειώ­δες αυτό μυθι­στό­ρη­μα με την έννοια, ότι κάποια πρό­σω­πα, τόποι, γεγο­νό­τα, αντι­λή­ψεις, που μπαί­νουν σαν συστα­τι­κά στοι­χεία στο «100 Χρό­νια Μονα­ξιάς», απα­ντιώ­νται εν μέρει σε προη­γού­με­να έργα του, όπως ο κεντρι­κός τόπος, το χωριό Μακό­ντο. Που δεν παει να πει ότι πρό­κει­ται απλώς για δοκι­μές. Αντί­θε­τα, πρό­κει­ται για άρτια λογο­τε­χνι­κά έργα, που ωστό­σο μαρ­τυ­ρούν την ανα­ζή­τη­ση μιας μεγα­λύ­τε­ρης σύν­θε­σης. Σαν κόκ­κι­νο νήμα περ­νά­ει από το έργο του Μάρ­κες η παρου­σία της δικτα­το­ρί­ας. Η βασα­νι­στι­κή παρου­σία συνε­χών πρα­ξι­κο­πη­μά­των και δικτα­το­ρι­κών καθε­στώ­των στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή βρί­σκει την αντα­νά­κλα­σή της στα έργα του. Βασα­νι­σμέ­να μυα­λά οι συγ­γρα­φείς της μαρ­τυ­ρι­κής αυτής ηπεί­ρου. Υπάρ­χουν οι λόγοι. Ο Μάρ­κες, στην ομι­λία του με αφορ­μή το βρα­βείο Νόμπελ, που του απο­νε­μή­θη­κε το 1982, θα εκφρά­σει ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­πο­νο απέ­να­ντι στην παλαιά ήπει­ρο, μιλώ­ντας στην αίθου­σα απο­νο­μής στη νορ­βη­γι­κή πρω­τεύ­ου­σα για την ουσία της «μονα­ξιάς της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής»: «Η ερμη­νεία της δικής μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με ξένα σχή­μα­τα συμ­βάλ­λει μονά­χα στο να μας κάνει κάθε φορά πιο άγνω­στους, κάθε φορά λιγό­τε­ρο ελεύ­θε­ρους, κάθε φορά πιο μονα­χι­κούς. Ισως η αξιο­σέ­βα­στη Ευρώ­πη θα μας κατα­λά­βαι­νε καλύ­τε­ρα, αν προ­σπα­θού­σε να μας βλέ­πει στο δικό της παρελ­θόν» θίγο­ντας το θέμα του σεβα­σμού για την ταυ­τό­τη­τα, κραυ­γή πόνου που ακού­γε­ται συχνά από τον πρώ­ην (και νυν) αποι­κιο­κρα­τού­με­νο κόσμο. Λίγο παρα­κά­τω θα ανα­ρω­τιέ­ται: «Για­τί η πρω­το­τυ­πία που μας ανα­γνω­ρί­ζε­ται χωρίς επι­φυ­λά­ξεις στη λογο­τε­χνία, μας την αρνιέ­στε με κάθε είδος καχυ­πο­ψιών στις τόσο δύσκο­λές μας προ­σπά­θειες της κοι­νω­νι­κής αλλα­γής;» Αλλά και τα ακό­λου­θα λόγια στο «Ο συνταγ­μα­τάρ­χης δεν έχει κανέ­ναν να του γρά­ψει» είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά για το «παρά­πο­νο» με τους Ευρω­παί­ους: «Για τους Ευρω­παί­ους η Αμε­ρι­κή του Νότου είναι ένας άντρας με μου­στά­κια, κιθά­ρα και ένα ρεβόλ­βερ – είπε ο για­τρός γελώ­ντας πάνω από την εφη­με­ρί­δα-. Δεν κατα­λα­βαί­νουν το πρόβλημα».

Το έργο του είναι γεμά­το από συνταγ­μα­τάρ­χες, στρα­τη­γούς κι άλλους στρα­τιω­τι­κούς. Μην ξεχνά­με, ότι η κυρί­ως ισπα­νι­κή κατά­κτη­ση της Νότιας Αμε­ρι­κής δεν έφε­ρε ποτέ μια καπι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη τύπου Βόρειας Αμε­ρι­κής, αλλά εγκα­τέ­στη­σε εκεί κυρί­ως φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις, καθο­λι­κι­σμό, στρα­το­κρα­τί­ες, μεσαιω­νι­σμό. Το βάσα­νο και η κατα­πί­ε­ση της από­λυ­της εξου­σί­ας, παρού­σα σε όλο το έργο του Μάρ­κες, βρί­σκει το απο­κο­ρύ­φω­μά του στο «Φθι­νό­πω­ρο του Πατριάρ­χη», σπου­δαία συμ­βο­λή στην πλού­σια παρα­γω­γή του λεγό­με­νου «μυθι­στο­ρή­μα­τος της δικτα­το­ρί­ας», στο οποίο άλλοι μεγά­λοι δημιουρ­γοί είχαν προη­γη­θεί (όπως ο Καρ­πε­ντιέρ από την Κού­βα, ο Αστού­ριας από τη Γουα­τε­μά­λα και ο Ρόα Μπά­στος από την Παρα­γουάη). Με την έννοια αυτή το «Φθι­νό­πω­ρο του Πατριάρ­χη» απο­τε­λεί σημα­ντι­κή συμ­βο­λή στην ιστο­ρι­κο-πολι­τι­κή έρευ­να στην νοτια­με­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο. Επί­σης δεί­χνει πώς το έργο του Μάρ­κες συνυ­φαί­νε­ται στε­νά με την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κόσμου του, παρ’ όλο τις μαγι­κές απο­δρά­σεις, με τις οποί­ες καθιέ­ρω­σε την έννοια του μαγι­κού ρεα­λι­σμού. Ακρι­βώς, όμως, αυτά τα μη ρεα­λι­στι­κά στοι­χεία απο­γειώ­νουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή κάνο­ντάς την οικου­με­νι­κή και άχρο­νη. Ο δικτά­το­ρας στο «Το φθι­νό­πω­ρο.…» έχει μια ηλι­κία, που κυμαί­νε­ται ανά­με­σα στα «107 και τα 232 χρό­νια». Δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος. Κι εμείς δεν ξέρου­με καν μήπως έχει πεθά­νει και αντι­κα­τα­στα­θεί από άλλο δικτά­το­ρα, από άλλον από­λυ­το εξου­σια­στή με το ίδιο όνο­μα. Οι αρχές χει­ρα­γω­γούν τα πάντα, ακό­μα και τον ιστο­ρι­κό χρό­νο καλ­λιερ­γώ­ντας στους υπή­κο­ους την αίσθη­ση της αιω­νιό­τη­τας της δικτα­το­ρι­κής εξου­σί­ας, κάτω από την οποία στε­νά­ζουν. Ο Μάρ­κες έζη­σε από την αρχή της συγ­γρα­φι­κής του στα­διο­δρο­μί­ας τη βία της κολομ­βια­νής εξου­σί­ας, ενά­ντια στην οποία είχε πάντα στα­θε­ρές από­ψεις. Η αδιά­λει­πτη υπο­στή­ρι­ξή του της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης σ’ όλη του τη ζωή, όπως και η βαθιά φιλία του με τον Φιδέλ Κάστρο ήταν η αιτία μιας μόνι­μης πολε­μι­κής ενα­ντί­ον του.

Το μαγι­κό που είναι ρεαλιστικό

Και στο έργο του Μάρ­κες υπάρ­χει μια δια­πά­λη του πραγ­μα­τι­κού, του ρεα­λι­στι­κού, του λογι­κού με το μαγι­κό. Ενώ στην Ευρώ­πη ο Δια­φω­τι­σμός, ο μαρ­ξι­σμός, αλλά και ο επι­στη­μο­νι­κός θετι­κι­σμός, ο καθέ­νας με τον τρό­πο του, απο­τε­λούν μέτω­πο κόντρα στον ανορ­θο­λο­γι­σμό του Μεσαί­ω­να, στη λογο­τε­χνι­κή παρά­δο­ση της ισπα­νο­φω­νί­ας, η οποία στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή ενσω­μά­τω­σε στοι­χεία του ιθα­γε­νι­κού πλη­θυ­σμού, εμφα­νί­ζε­ται ο κόσμος της «μαγεί­ας», ενι­σχυ­μέ­νος επί­σης από την αφρι­κα­νι­κή κουλ­τού­ρα των μαύ­ρων σκλά­βων. Υπάρ­χουν στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή συγ­γρα­φείς που «κλω­τσούν» αυτό που ονο­μά­ζουν ευρω­παϊ­κό ορθο­λο­γι­σμό τονί­ζο­ντας υπερ­βο­λι­κά τα μη ορθο­λο­γι­κά στοι­χεία των μικτών κουλ­τού­ρων τους. Από τις πλού­σιες μικτές κουλ­τού­ρες και τις εθνι­κές παρα­δό­σεις του λεγό­με­νου «Νέου Κόσμου» πολ­λοί συγ­γρα­φείς αντλούν στοι­χεία ενός μαγι­κού κόσμου, που, άλλω­στε, πάντα επι­βιώ­νει στις λαϊ­κές παρα­δό­σεις, εξαι­ρε­τι­κά εξα­σθε­νι­σμέ­νες στην ευρω­παϊ­κή κουλ­τού­ρα. Ο Μάρ­κες, στο «100 Χρό­νια.…» βάζει μια γυναί­κα –την Ούρ­σου­λα — να έχει δεσμούς με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­ση­μαί­νο­ντας την αντί­θε­ση ανά­με­σα στις αλχη­μι­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες και την πραγ­μα­τι­κή επι­στή­μη που είναι το στή­ριγ­μα της προ­ό­δου: «Εδώ πρέ­πει να σαπί­σου­με ζωντα­νοί χωρίς να δεχθού­με τα οφέ­λη της επι­στή­μης», θα πει για το «νεκρό» χωριό, όπου ζουν οι πρωταγωνιστές.

Τα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά στοιχεία

Τα στοι­χεία αυτά στον κόσμο του χωριού Μακό­ντο στο «100 Χρό­νια Μονα­ξιάς» αντι­προ­σω­πεύ­ουν την κολομ­βια­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ιδιαί­τε­ρα αυτής μετά την εξέ­γερ­ση στην Μπο­γκο­τά του 1948 μετά τη δολο­φο­νία του φιλε­λεύ­θε­ρου πολι­τι­κού Ελιέ­σερ Γκαϊ­τάν. Το κλί­μα των βιαιο­τή­των γίνε­ται σύνη­θες στη χώρα. Με αφορ­μή τις εκλο­γές του 1958 ο Μάρ­κες σημειώ­νει: «Μετά από οχτώ χρό­νια, εννέα μήνες και έντε­κα μέρες χωρίς εκλο­γές, ο κολομ­βια­νός λαός γυρί­ζει στις κάλ­πες για να απο­κα­τα­στή­σει ένα κον­γκρέ­σο που είχε δια­λυ­θεί στις 12 Νοεμ­βρί­ου του 1949 με εντο­λή του Μαριά­νο Οσπί­να Πέρες, ενός προ­έ­δρου συντη­ρη­τι­κού, ο οποί­ος πριν ήταν ένας δια­κρι­τι­κός πολυ­ε­κα­τομ­μυ­ριού­χος. Αυτή η πρά­ξη βίας εγκαι­νί­α­σε στις τρεις και τρια­ντα­πέ­ντε ενός Σαβ­βά­του μια περί­ο­δο τριών δια­δο­χι­κών δικτα­το­ριών, οι οποί­ες μέχρι τώρα κόστι­σαν στη χώρα 200.000 νεκρούς και την πιο σοβα­ρή οικο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή ανα­στά­τω­ση όλης της ιστο­ρί­ας. Η ανε­λέ­η­τη ένο­πλη δίω­ξη ενά­ντια στους φιλε­λεύ­θε­ρους στρέ­βλω­σε την εκλο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο απο­λυ­ταρ­χι­σμός του Ρόχας Πινί­για έθε­σε τέρ­μα στις εκλο­γές» (στο «Cuando era feliz e indocumentado», (Οταν ήμουν ευτυ­χι­σμέ­νος και ανε­νη­μέ­ρω­τος», σελ. 96). Πάνω σ’ αυτή την ιστο­ρι­κή βάση γρά­φτη­κε τελι­κά το «100 Χρό­νια μονα­ξιάς». Μέσω πολ­λών «λεπτο­με­ρειών» η βαριά σκιά της δικτα­το­ρί­ας πνί­γει την ατμό­σφαι­ρα στο Μακό­ντο. Ο συνταγ­μα­τάρ­χης, στην αρχή, ντύ­νε­ται με επί­ση­μη στο­λή για μια κηδεία: «Είναι ο πρώ­τος φυσι­κός θάνα­τος που είχα­με σε πολ­λά χρό­νια», ενώ οι καμπά­νες της εκκλη­σί­ας ανα­κοι­νώ­νουν την κινη­μα­το­γρα­φι­κή λογο­κρι­σία, οι εφη­με­ρί­δες βγά­ζουν τις εθνι­κές ειδή­σεις από τις σελί­δες τους και τις αφιε­ρώ­νουν στις διε­θνείς ειδή­σεις. Μ’ αυτό τον τρό­πο μαθαί­νου­με, ότι τα παρα­πά­νω συμ­βαί­νουν την επο­χή της εθνι­κο­ποί­η­σης της διώ­ρυ­γας Σου­έζ. Στην πορεία γίνε­ται πιο επα­να­στα­τι­κή η συνεί­δη­ση του πρω­τα­γω­νι­στή Μπου­εν­δία, ο οποί­ος κατα­νο­εί, ότι το πολι­τι­κό πρό­βλη­μα είναι πρό­βλη­μα όλης της ηπεί­ρου. Μια ανα­φο­ρά στην κου­βα­νέ­ζι­κη επα­νά­στα­ση υπάρ­χει στην εξής φρά­ση: «.….η πρώ­τη άμε­ση είδη­ση που έλα­βε η Ούρ­σου­λα απ’ αυτόν, μερι­κά χρό­νια από τότε που είχε φύγει, ήταν ένα γράμ­μα τσα­λα­κω­μέ­νο και μουν­τζου­ρω­μέ­νο που της ήρθε από χέρι σε χέρι από το Σαντιά­γο ντε Κούμπα».

Το Μακό­ντο γίνε­ται ζώνη εκβιο­μη­χά­νι­σης, άρα και κοι­νω­νι­κής εξέ­γερ­σης και δια­βά­ζου­με, ότι δικα­στές και για­τροί στη­ρί­ζουν το σύστη­μα της κατα­πί­ε­σης, ο στρα­τός επεμ­βαί­νει υπέρ της άρχου­σας τάξης, ενώ οι εργά­τες θέλουν τον ένο­πλο αγώνα!

Η σχέ­ση με τις χώρες του σοσιαλισμού

Ο Μάρ­κες επι­σκέ­φτη­κε την ΕΣΣΔ για πρώ­τη φορά τρεις μήνες πριν το λαν­σά­ρι­σμα του σπούτ­νικ. Μετά από πολ­λές εκπλή­ξεις ο Μάρ­κες άρχι­σε να πεί­θε­ται, ότι ο «Νέος Κόσμος» δεν ήταν πια η Αμε­ρι­κή, αλλά αυτή η χώρα των «22.400.000 τετρα­γω­νι­κών μέτρων χωρίς ούτε μία δια­φή­μι­ση της κοκα­κό­λα και όπου σχε­δόν κανείς δεν ήξε­ρε ποιά ήταν η Μέρι­λιν Μόν­ρο», ενώ το μετρό ήταν «απο­τε­λε­σμα­τι­κό, άνε­το και πολύ φτη­νό», όπως και οι επι­βά­τες του, οι οποί­οι πάντα με το βιβλίο στο χέρι το μετέ­τρε­παν «στη μεγα­λύ­τε­ρη βιβλιο­θή­κη του κόσμου». Σύμ­φω­να με τον Ισπα­νό δημο­σιο­γρά­φο Ντα­νιέλ Ουτρί­για (στο: ANNCOL-Cultura, 27–4‑14), ο κόσμος τον υπο­δέ­χθη­κε με μεγά­λο ενθου­σια­σμό, λου­λού­δια, σοκο­λά­τες και ακό­μα και μπου­κά­λια με σαμπά­νια. Από τα απο­φθέγ­μα­τα του Μάρ­κες σχε­τι­κά με τις χώρες του σοσια­λι­σμού, μπο­ρεί ο καθέ­νας να κάνει μια επι­λο­γή και να απο­σιω­πή­σει ή να τονί­σει ερμη­νεύ­ο­ντας τον Μάρ­κες σύμ­φω­να με ο,τι εξυ­πη­ρε­τεί την πολι­τι­κή θέση του καθε­νός και, έτσι, να δόσει μια «τάση» στις από­ψεις του Μάρ­κες (όπως ο βιο­γρά­φος του Τζέ­ραλντ Μάρ­τιν). Κανείς, όμως, δεν μπο­ρεί να αμφι­σβη­τή­σει την τοπο­θέ­τη­σή του στο πλευ­ρό της κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου με όλες τις συνέπειες.

Μια αγα­πη­μέ­νη ρήση του Μάρ­κες ήταν αυτή, που είναι και επι­γρα­φή στην αυτο­βιο­γρα­φία του: «Η ζωή δεν είναι αυτή που έζη­σε κανείς, αλλά αυτή που θυμά­ται και με ποιό τρό­πο τη θυμά­ται κανείς για να την πει». Προ­σέγ­γι­ση μετα­φυ­σι­κή, θα λέγα­με, διό­τι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν είναι κάτι το υπο­κει­με­νι­κό, δεν είναι πάντα όπως τη βλέ­που­με ή βιώ­νου­με. Ωστό­σο, το ίδιο το έργο του Μάρ­κες αναι­ρεί κατά κάποιο τρό­πο τα λόγια αυτά αντα­να­κλώ­ντας ρεα­λι­στι­κά μαγι­κά τη ζωή και τις συγκρού­σεις μιας ηπείρου.

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το Ριζο­σπά­στη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο