Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γουόλτ Ντίσνεϊ: Μισάνθρωπος, μισογύνης, σκληρός ρατσιστής, βάναυσος εργοδότης, ασυνείδητος καταδότης

Το όνο­μα του παρα­μέ­νει ένα από τα δυνα­τό­τε­ρα “brand name” στον χώρο του θεά­μα­τος και της ψυχα­γω­γί­ας, αλλά και ως του μεγα­λύ­τε­ρου παρα­μυ­θά που πέρα­σε από τον κινη­μα­το­γρά­φο, πέρα από τις ευφυ­είς επι­χει­ρη­μα­τι­κές του επι­λο­γές, που έστη­σαν μία αυτο­κρα­το­ρία με δεκά­δες δισε­κα­τομ­μύ­ρια κέρ­δη και απή­χη­ση σε όλο τον κόσμο.

Ο Γουόλτ Ντίσ­νεϊ, σχε­δόν πριν ακό­μη ανδρω­θεί, τον Οκτώ­βριο του 1923, σε ένα γκα­ράζ στην Καλι­φόρ­νια, ιδρύ­ει την κινη­μα­το­γρα­φι­κή εται­ρεία Disnay, βάζο­ντας σε εφαρ­μο­γή μια ιδέα που είχε για τη μαζι­κή δια­σκέ­δα­ση, με αθά­να­τους αγα­πη­μέ­νους ήρω­ες κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, που εντυ­πω­σί­α­σαν στην επο­χή του και κυριαρ­χούν ακό­μη και σήμε­ρα σε όλο τον κόσμο.

Το τυχερό… ποντίκι

Εκεί θα του έρθει η ιδέα να αντι­κα­τα­στή­σει τον “Όσβαλντ το Τυχε­ρό Κου­νέ­λι”, που δεν είχε την απή­χη­ση που περί­με­νε, με το πιο διά­ση­μο ποντί­κι, τον Μίκι Μάους. Μάλι­στα, όπως λέγε­ται, αρχι­κά μαζί με τη σύζυ­γό του, τον ονό­μα­σαν Μόρ­τι­μερ Μάους, αλλά η συνερ­γά­της του Λίλιαν Μπά­ουντς θεώ­ρη­σε ότι ήταν πολύ πομπώ­δες και αντι­πρό­τει­νε το Μίκι, ένα σαφώς πιο οικείο και παι­χνι­διά­ρι­κο όνο­μα. Το πιο χαρι­τω­μέ­νο χει­ρο­ποί­η­το ποντι­κά­κι θα δώσει μία πρω­το­φα­νή ώθη­ση στον Ντίσ­νεϊ, καθι­στώ­ντας τον ως τον ρέκορ­ντμαν των Βρα­βεί­ων Όσκαρ, με 26 συνο­λι­κά χρυ­σά αγαλ­μα­τί­δια στη συλ­λο­γή του, από 59 συνο­λι­κές υπο­ψη­φιό­τη­τες! Και φυσι­κά και πολ­λές άλλες βρα­βεύ­σεις και δια­κρί­σεις, αλλά που μοιά­ζουν λεπτο­μέ­ρειες μπρο­στά στη φήμη και την απο­θέ­ω­ση που γνώ­ρι­σε, ακό­μη και όταν άρχι­σαν να γίνο­νται γνω­στές οι σκο­τει­νές πτυ­χές του χαρα­κτή­ρα του.

120 χρόνια Ντίσνεϊ

Με αφορ­μή τη συμπλή­ρω­ση 120 χρό­νων από τη γέν­νη­σή του (5 Δεκεμ­βρί­ου του 1901) είναι ευκαι­ρία να ξεφυλ­λί­σου­με το βιβλίο της ζωής του εμπνευ­σμέ­νου δημιουρ­γού, που μας χάρι­σε μια σει­ρά από αρι­στουρ­γη­μα­τι­κές ται­νί­ες κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, έστη­σε μια βιο­μη­χα­νία θεά­μα­τος, που ακό­μη και σήμε­ρα ανθεί απλω­μέ­νη και σε άλλους τομείς, αλλά ταυ­τό­χρο­να στην προ­σω­πι­κή του ζωή μετα­μορ­φω­νό­ταν σε έναν μισάν­θρω­πο, καθώς ήταν αθε­ρά­πευ­τος μισο­γύ­νης, σκλη­ρός ρατσι­στής, βάναυ­σος εργο­δό­της, ασυ­νεί­δη­τος κατα­δό­της, με πλού­σια δρά­ση κατά τη διάρ­κεια του Μακαρ­θι­σμού, ενώ πιθα­νό­τα­τα έτρε­φε θετι­κά αισθή­μα­τα και στον ναζισμό.

Από το Σικάγο στο Λος Άντζελες

Ο Γουόλτ Ντίσ­νεϊ γεν­νή­θη­κε το 1901 στο Σικά­γο, το τελευ­ταίο παι­δί μιας πολύ­τε­κνης οικο­γέ­νειας. Η μητέ­ρα του Φλό­ρα Κολ ήταν δασκά­λα και ο πατέ­ρας του Ελί­ας ήταν εργο­λά­βος οικο­δο­μών, ενώ σε ηλι­κία 14 ετών άρχι­σε να σπου­δά­ζει ζωγρα­φι­κή στο Ινστι­τού­το Τέχνης του Κάν­σας και παράλ­λη­λα που­λού­σε εφη­με­ρί­δες, Στα 20 ξεκί­νη­σε να εργά­ζε­ται σε καλ­λι­τε­χνι­κό στού­ντιο στην ίδια πόλη. Τα 40 δολά­ρια που έβγα­ζε την εβδο­μά­δα δεν του έφτα­ναν για να δημιουρ­γή­σει τη δική του δου­λειά και ανα­γκά­στη­κε να δανει­στεί για την πρώ­τη εται­ρεία παρα­γω­γής κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, ενώ το 1923 θα μετα­κο­μί­σει στο Λος Άντζε­λες όπου θα ξεκι­νή­σει η θριαμ­βευ­τι­κή του πορεία.

Μαζί με τους συνερ­γά­τες του θα δου­λέ­ψει πολύ για τον σχε­δια­σμό του Μίκι. Η σκέ­ψη του στη­ρί­χθη­κε στην απλό­τη­τα του σχε­δί­ου, αλλά και πώς θα μπο­ρού­σε να ελκύ­σει το παι­δι­κό μάτι. Στρογ­γυ­λά αυτιά, κορ­μός σε σχή­μα αχλα­διού, μεγά­λες πατού­σες, ενώ στα χέρια του έβα­λε γάντια για να δέσει το σκί­τσο. Σε μεγά­λο βαθ­μό το ευφά­ντα­στο σκί­τσο ήταν του στε­νού συνερ­γά­τη του Όουμπ Άιου­ερκς, αλλά ο Ντίσ­νεϊ είναι αυτός που κατά­φε­ρε να κάνει το θαύ­μα. Να του δώσει ψυχή.

Ο Μίκι, ο Ντόναλντ και τ’ άλλα χάρτινα παιδιά

Ο Μίκι Μάους παρου­σιά­στη­κε για πρώ­τη φορά τον Μάιο του 1928, σε μία δοκι­μα­στι­κή προ­βο­λή, χωρίς να βρει δια­νο­μέα. Έτσι προ­χώ­ρη­σε στο επό­με­νο βήμα, δημιουρ­γώ­ντας το πρώ­το καρ­τούν με ήχο. Η ται­νία, “Ατμό­πλοιο Γουί­λι”, που είχε διάρ­κεια περί­που 8 λεπτά, προ­βλή­θη­κε για πρώ­τη φορά στις 18 Νοεμ­βρί­ου του 1928 στη Νέα Υόρ­κη, έλα­βε διθυ­ραμ­βι­κές κρι­τι­κές και τα φιλ­μά­κια με τον Μίκι έγι­ναν ιδιαι­τέ­ρως δημο­φι­λή. Ο Μίκι θα εμφα­νι­στεί σε περισ­σό­τε­ρες από 120 ται­νί­ες, πέντε απ’ τις οποί­ες σε μεγά­λου μήκους. Το 1934 θα παρου­σιά­σει για πρώ­τη φορά το δια­ση­μό­τε­ρο παπί του κόσμου, τον Ντό­ναλντ, αρχι­κά σε δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ρόλο, ενώ στη συνέ­χεια θα ακο­λου­θή­σουν αρκε­τοί λατρε­μέ­νοι χαρα­κτή­ρες όπως η Μίνι, ο Γκού­φι, ο Πλού­το κλπ. Η δημιουρ­γι­κή φαντα­σία των συντε­λε­στών αλλά και εξαι­ρε­τι­κών καλ­λι­τε­χνών που είχε δίπλα του, θα μετα­τρέ­ψει τη βιο­τε­χνία του Ντίσ­νεϊ σε μία βιο­μη­χα­νία και το 1934 θα βρε­θεί με προ­σω­πι­κό που ξεπερ­νού­σε τα 700 άτομα.

Η Χιονάτη, ο Πινόκιο και η Φαντασία

Το 1937 είναι μια χρο­νιά ορό­ση­μο για τον ίδιο και την εται­ρεία του. Μετά από προ­ε­τοι­μα­σία τριών χρό­νων θα παρου­σιά­σει την πρώ­τη ται­νία, κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, μεγά­λου μήκους “Η Χιο­νά­τη και οι Επτά Νάνοι”, όπου εφαρ­μό­ζει πρω­το­πο­ρια­κές τεχνι­κές, όπως το πολυ­πλά­νο, ενώ η δου­λειά που έγι­νε στο σκί­τσο ‑φυσι­κά στο χέρι- παρα­μέ­νει ακό­μη και σήμε­ρα αξε­πέ­ρα­στη. Άλλω­στε το φιλμ θα κοστί­σει περί­που 1,5 εκα­τομ­μύ­ριο δολά­ρια, αλλά θα τα φέρει πίσω στο πολ­λα­πλά­σιο, καθώς η τερά­στια επι­τυ­χία της στο ταμείο μετα­φρά­στη­κε σε 8 εκατ. δολά­ρια, ένα απί­στευ­το ποσό για την επο­χή. Το 1940 ακο­λου­θεί ο κλα­σι­κός “Πινό­κιο”, ενώ την ίδια χρο­νιά θα παρα­δώ­σει τη “Φαντα­σία”, ένα φιλμ χάρ­μα ιδέ­σθαι, που λάτρε­ψαν ακό­μη περισ­σό­τε­ρο οι ενή­λι­κες. Ένα φιλμ στο οποίο η εικό­να ακο­λου­θού­σε τα κομ­μά­τια κλα­σι­κής μου­σι­κής που πλημ­μύ­ρι­ζαν τη μεγά­λη οθόνη.

Αθάνατη ποιότητα

Με την τεχνο­γνω­σία και τη σκλη­ρή εργα­σία όλων όσοι δού­λευαν στην Disnay, θα ακο­λου­θή­σουν αρκε­τές τερά­στιες επι­τυ­χί­ες, ενός σινε­μά που έδι­νε σε δύσκο­λες επο­χές στον λαό μία οικο­νο­μι­κή διέ­ξο­δο δια­σκέ­δα­σης και ανά­τα­σης. Όλες στο ύψι­στο επί­πε­δο ποιό­τη­τας και βεβαί­ως αθά­να­τες, όπως και το όνο­μα του Ντίσ­νεϊ. Ορι­σμέ­νες μόνο είναι: “Ντά­μπο” (1941), “Σαλού­δος Αμί­γκος” (1943), “Τρεις Καμπα­λέ­ρος” (1945), “Στα­χτο­πού­τα” 1950, “Η Αλί­κη στη Χώρα των Θαυ­μά­των” (1951), “Πιτερ Παν” (1953), “Η Λαί­δη και ο Αλή­της” (1955), “Η Ωραία Κοι­μω­μέ­νη” (1959), “Τα 101 Σκυ­λιά της Δαλ­μα­τί­ας”, “Το Σπα­θί του Βασι­λιά Αρθού­ρου” (1963).

Αμερικάνικο Όνειρο

Το 1955 θα ιδρύ­σει το θεμα­τι­κό πάρ­κο Ντίσ­νεϊ­λαντ στην Καλι­φόρ­νια, το οποίο έχουν επι­σκε­φτεί πάνω από 700.000.000 άνθρω­ποι, ενώ ακο­λού­θη­σαν και άλλα σε διά­φο­ρα σημεία της γης, με πιο γνω­στό εκεί­νο στο Παρί­σι. Κάτι που δεν αμφι­σβη­τεί­ται είναι ότι ο Ντίσ­νεϊ ήταν το ίδιο ευφυ­ής τόσο στο δημιουρ­γι­κό καλ­λι­τε­χνι­κό κομ­μά­τι όσο και στο επι­χει­ρη­μα­τι­κό. Στα 43 χρό­νια της πορεί­ας του στη σόου­μπιζ υπήρ­ξε ίσως η κορυ­φαία φυσιο­γνω­μία ως δημιουρ­γός της μαζι­κής ψυχα­γω­γί­ας, πάντα πει­ρα­μα­τι­ζό­με­νος με τις νέες τεχνι­κές, ενώ δικαί­ως θα χαρα­κτη­ρι­στεί ως ο κυριό­τε­ρος εκπρό­σω­πος του “αμε­ρι­κά­νι­κου ονείρου”.

Μισάνθρωπος και καταδότης

Ωστό­σο, πίσω από το όνει­ρο έκρυ­βε τον σκο­τει­νό χαρα­κτή­ρα του, που δημιούρ­γη­σε εφιάλ­τες σε αρκε­τούς ανθρώ­πους του θεά­μα­τος, μη αρε­στούς στους ακραί­ους υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κούς κύκλους με τους οποί­ους συγ­χρω­τι­ζό­ταν. Βάσι­μες φήμες τον θέλουν μισο­γύ­νη και πως παρά τα μυθι­κά κέρ­δη του έτρε­με στην ιδέα να χάσει λίγα δολά­ρια για μια άδεια τοκε­τού…

Κατη­γο­ρή­θη­κε ότι υπήρ­ξε μέλος ενός αντι­ση­μι­τι­κού λόμπι, αλλά και θαυ­μα­στής του Χίτλερ, καθώς είχε προ­σκα­λέ­σει την Λένι Ρίφεν­σταλ, γνω­στή κινη­μα­το­γρα­φί­στρια του ναζι­στι­κού “έπους”, στα στού­ντιο της Disnay λίγο μετά τη Νύχτα των Κρυ­στάλ­λων

Ακό­μη, πρω­τα­γω­νί­στη­σε ως από τους πιο πρό­θυ­μους συνερ­γά­τες της Επι­τρο­πής Αντια­με­ρι­κα­νι­κών Ενερ­γειών του Μακάρ­θι, κατα­δί­δο­ντας ακό­μη και έμπι­στους συνερ­γά­τες του και υπαλ­λή­λους του με την υπο­ψία ότι είχαν σχέ­σεις με την μαρ­ξι­στι­κή ιδεολογία.

Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που έδω­σε στον Μακάρ­θι έβα­λαν αρκε­τούς καλ­λι­τέ­χνες στην περι­βό­η­τη “μαύ­ρη λίστα” κατα­στρέ­φο­ντάς τους επαγ­γελ­μα­τι­κά και διευ­ρύ­νο­ντας το κλί­μα τρο­μο­κρα­τί­ας και υστε­ρί­ας που είχε στοι­χειώ­σει το Χόλιγουντ.

Αυτοκρατορία

Πέθα­νε στις 15 Δεκεμ­βρί­ου του 1966, σε ηλι­κία 65 ετών, από καρ­κί­νο του πνεύ­μο­να κι ενώ είχε δει το γκα­ράζ, απ’ όπου ξεκί­νη­σε, να γίνε­ται μία σωστή αυτο­κρα­το­ρία, που ακό­μη και σήμε­ρα θεω­ρεί­ται από τις ισχυ­ρό­τε­ρες στις ΗΠΑ, με τζί­ρο δεκά­δων δισε­κα­τομ­μυ­ρί­ων το χρό­νο, 134.000 εργα­ζό­με­νους και άλλα πολ­λά που αφο­ρούν οικο­νο­μι­κούς ανα­λυ­τές. Εμείς ας κρα­τή­σου­με την καλή του πλευ­ρά, εκεί­νη που είδα­με με τα μάτια μας, του μεγά­λου παρα­μυ­θά, του μάστο­ρα της εικό­νας, της ανε­ξά­ντλη­της φαντα­σί­ας, που έκα­νε δισε­κα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους σε όλη τη γη να δια­σκε­δά­ζουν με τους χάρ­τι­νους αλλά ολο­ζώ­ντα­νους χαρα­κτή­ρες του.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο