Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ, ΑΣ ΤΟ ΛΑΒΕΙ ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Ηλί­ας Τσέ­χος //

Ήμουν δέκα χρο­νών όταν με πήρε απ ’ το χέρι, επι­βι­βα­στή­κα­με στο πρω­ι­νό λεω­φο­ρείο για τη Βέροια, να αγο­ρά­σου­με μια δυνα­τή ξυλό­σο­μπα, να είμαι ο φύλα­κας της μέχρι το απο­γευ­μα­τι­νό λεω­φο­ρείο και ο Κυρ Γιάν­νης, ο πατέ­ρας μου, στι­βα­ρός, αμί­λη­τος, να τελειώ­σει κάποιες δου­λειές του αδέσμευτα…Και λίγο πριν την ανα­χώ­ρη­ση από Βέροια για Γιαν­να­κο­χώ­ρι, εγώ κορ­δω­μέ­νος και ντρο­πα­λά, να τρώ­με για πρώ­τη και μονα­δι­κά μία φορά στο εστια­τό­ριο, γωνια­κά, εκεί, στα σημε­ρι­νά ΚΤΕΛ Βέροιας, μες στη στοά, δέκα χρο­νών παι­δί και να το θυμά­μαι, σαν τώρα, αυτο­κρα­το­ρι­κά! Η μάνα μου με το που μας είδε, ρώτη­σε ανθι­σμέ­νη: Φάγα­τε; Κάμπο­σα χρό­νια, είχε δυο δρο­μο­λό­για για Βέροια, τότε, που περ­νού­σαν από Μαρί­να, Επι­σκο­πή, Λευ­κά­δια, Κοπα­νό, να πάμε και να γυρί­σου­με εννοώ, στο παρα­με­θό­ριο Γιαν­να­κο­χώ­ρι, όπως το ονο­μά­τι­ζαν!!! Δεκα­ε­τία του ’60, μισό αιώ­να και δώσε! Της σήμε­ρον καμία σύν­δε­ση με Βέροια, δυο αστι­κά δρο­μο­λό­για μόνο με Νάου­σα, Κυρια­κή απο­κλει­σμέ­νοι! Χαί­ρε των παι­δι­κών παι­διών, χαί­ρε των απόντων…

tsexos1

Αυτός μπρο­στά, εγώ ακο­λου­θού­σα, φαί­νε­ται γνώ­ρι­ζε τον δρό­μο, τον έχει ξανα­περ­πα­τή­σει, που και πότε ιδέα δεν είχα, ανη­φο­ρί­ζα­με προς το κτή­ριο των Δικα­στη­ρί­ων, με την μεγα­λό­πρε­πη πλα­τεία του εκεί­νο τον και­ρό, φτά­σα­με στον Πλά­τα­νο, ένας τερά­στιος κορ­μός, με όχι τόσο ψηλά κλα­ριά, σαν πετσο­κομ­μέ­νος φαι­νό­ταν ή κλα­δε­μέ­νος και δίχως χέρια… Εδώ , μου λέει ο πατέ­ρας , κρε­μά­σα­νε οι Τούρ­κοι σαρά­ντα κεφά­λια Βεροιω­τών… Τρό­μα­ξα τόσο, που έκα­να δέκα μέτρα πίσω, ήρθε με έδε­σε στο χέρι του, το προ­σπε­ρά­σα­με, κοί­τα­γα πίσω, σαρά­ντα κεφά­λια σε τσι­γκέ­λια τον ακούω να ψιθυ­ρί­ζει θυμω­μέ­να, οι παλιό­τουρ­κοι φώνα­ξε, 12 χρο­νών ήμουν όταν σκό­τω­σαν τον πατέ­ρα μου, και μαζέ­ψα­με τα μπο­γα­λά­κια μας, και με τον αδερ­φό μου, μικρό­τε­ρο, να βασα­νι­ζό­μα­στε στους δρό­μους του ρημαγ­μέ­νου Πόντου, έως την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, με τη μάνα μου, την για­γιά σου την Γαζού, να μη στα­μα­τά το βου­βό κλά­μα ούτε λεπτό, σε στρα­τό­πε­δα απο­μό­νω­σης και από κει, μετά 3–4 μήνες, με καρά­βι ως τη Σπάρ­τη, μας έδιω­ξαν, Λάρι­σα, μας ξεφορ­τώ­θη­καν τάχι­στα και μετά Βέρ­μιο, Μεσό­βου­νο, Μετα­μόρ­φω­ση, Γιαν­να­κο­χώ­ρι… Έμει­να βου­βός και δακρυ­σμέ­νος στα μέρη του πατέ­ρα μου, Απε­σλής, περιο­χή Απές με τα 24 χωριά του και το δικό μας το Ντερ­μέ­ντα­σλι ή Δερ­μέ­ντες σήμε­ρα, κοντι­νό με το Γου­ζούχ ( Γκι­ζίκ ), όπως Μαρί­να-Πολ­λά Νερά, κοντά στους δρό­μους του μεταξιού!

tsexos2

Θάμα­τα και πρά­μα­τα Πατέ­ρα! Μάνα σε αγκα­λιά­ζω τόσο σφι­χτά, να λιώ­νω, η Μπελ­φόρ Μηλιά σας ζει και βασι­λεύ­ει, καθώς και η πρώ­ι­μη Κερα­σιά σου, Μπουρ­λά, κοκ­κι­νί­ζου­με κάθε Μάη στις μνή­μες σας και ας σου το πω πατέ­ρα, έχω μέχρι σήμε­ρα δυο μεγά­λα παρά­πο­να από εσέ, το ένα που όλα τα γεωρ­γι­κά ασχο­λή­μα­τα μού το έμα­θες, εκτός από το κλά­δε­μα, για­τί λυπό­σουν μην κατα­στρέ­ψω τρία τέσ­σε­ρα δέντρα απ΄ τα δέντρα σου, κρί­μα, ήσουν και ο πρώ­τος γεωρ­γός, με κάτι χέρια να ξερι­ζώ­νουν αγριο­βα­το­μου­ριές και κου­μα­ντά­ρι­ζες 70 στρέμ­μα­τα και παρα­πά­νω με τα μου­λά­ρια σου, που τα άλλα­ζες όταν γερ­νού­σαν, με 200 πρό­βα­τα και το δεύ­τε­ρο, δεν μπο­ρού­σα­με να κου­βε­ντιά­σου­με πάνω από δέκα λεπτά της ώρας, θύμω­νες, θύμω­να, έφευ­γες, ξέφευ­γα… Μεγά­λο παρά­πο­νο να μην είσαι μαζί μου, να μην κάνου­με παρέα.

tsexos3

Μάνα σε γλυ­κο­φι­λώ, προ­χτές ανα­κά­λυ­ψα την μεγά­λη σου κου­λού­ρα, την έκο­ψα, 3 πολύ­χρω­μες κου­ρε­λού­δες έβγα­λε, τις αέρι­σα, τις έστρω­σα στην κου­ζί­να, θα περά­σου­με όλοι μαζί τα Χρι­στού­γεν­να, κεριά ανά­βο­ντας σας, μνή­μες και καντή­λια… Σας φιλώ ουρα­νός, δάκρυ, ταχυ­δρό­μος, ναι γρά­φω ακό­μα ποί­η­ση και όχι π ί ε σ η, αν και είναι τόσο κοντά αυτά, όπως μπερ­δευό­σα­σταν να λέτε κι εγώ χαμο­γε­λού­σα, ναι, πες στον Πατέ­ρα .ότι βγαί­νει το 12ο βιβλίο ” Ελεύ­θε­ρες Εξο­ρί­ες ” κομ­μά­τια να γίνουν , έτσι όπως χιλιο­κομ­μα­τιά­στη­κε η αγνώ­ρι­στη Ελλά­δα μας σήμε­ρα… Πάρ­τε με στις αγκα­λιές σας, ποτέ δεν με πήρα­τε, όταν ήμουν παιδί..

tsexos4

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο