Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γρηγόρης Μπιθικώτσης: 100 χρόνια από τη γέννησή του

100 χρόνια συμπληρώνονται από τη γέννηση του σπουδαίου ερμηνευτή της Ρωμιοσύνης Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Μια μεγά­λη μορ­φή του τρα­γου­διού στη χώρα μας υπήρ­ξε ο Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης. Ο τρα­γου­δι­στής με την «ξύλι­νη» φωνή, που ερμή­νευ­σε μονα­δι­κά σπου­δαί­ους ποι­η­τές και μεγά­λα μου­σι­κά έργα, ο συν­θέ­της που γέν­νη­σε και τρα­γού­δη­σε όμορ­φα λαϊ­κά τρα­γού­δια, άφη­σε πίσω του μια ζηλευ­τή παρα­κα­τα­θή­κη στον πολι­τι­σμό και το λαό μας.

«Υπεράνω όλων ο Βαμβακάρης»

Παι­δί μιας οκτα­με­λούς φτω­χής οικο­γέ­νειας, ο Γρ. Μπι­θι­κώ­τσης γεν­νή­θη­κε στις 11 Δεκέμ­βρη 1922, στο Περι­στέ­ρι. Από μικρός έδει­ξε την κλί­ση του στη μου­σι­κή, γρα­τζου­νώ­ντας την κιθά­ρα του αδερ­φού του Χρή­στου. Μαθαί­νει την τέχνη του υδραυ­λι­κού, όμως ο κόσμος της μελω­δί­ας τον καλεί. Η πορεία του καλ­λι­τέ­χνη, από το ρεμπέ­τι­κο μέχρι το έντε­χνο, ξεκί­νη­σε στη δεκα­ε­τία του ’40. Μαθη­τευό­με­νος υδραυ­λι­κός ακό­μα, το ‘σκα­γε από το σπί­τι και πήγαι­νε να ακού­σει τον Μάρ­κο που έπαι­ζε στο Περι­στέ­ρι, μαζί με τους Στρ. Παγιουμ­τζή, Απ. Χατζη­χρή­στο και Μ. Χιώτη.

Μετά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση, αφή­νει την κιθά­ρα και πιά­νει το μπου­ζού­κι, το όργα­νο που συν­δέ­θη­κε μαζί του μιαν ολό­κλη­ρη ζωή, ενώ αρχί­ζει να τρα­γου­δά ερα­σι­τε­χνι­κά τρα­γού­δια της επο­χής με τον Φώτη Πολυ­μέ­ρη και τον Γιώρ­γο Κεφα­λά. Η μεγά­λη αγά­πη του, πάντως, υπήρ­ξε ο «Σωκρά­της» της λαϊ­κής μας μου­σι­κής, όπως τον απο­κα­λού­σε, ο Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης και τα τρα­γού­δια του — «υπε­ρά­νω όλων ο Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης», έλεγε.

Το 1947 πραγ­μα­το­ποιεί­ται το μεγά­λο του όνει­ρο να συνερ­γα­στεί με τον Βαμ­βα­κά­ρη, ο οποί­ος μαζί με την Σού­λα Καλ­φο­πού­λου τρα­γου­δά το πρώ­το τρα­γού­δι του νεα­ρού συν­θέ­τη «Το καντή­λι τρε­μο­σβή­νει». Στη συνέ­χεια, ως συν­θέ­της, συνερ­γά­ζε­ται με τους Πρό­δρο­μο Τσα­ου­σά­κη, Σταύ­ρο Τζουα­νά­κο, Ρένα Ντάλ­λια, Γιώ­τα Λύδια, Καί­τη Γκρέυ, Στέ­λιο Καζαν­τζί­δη, Μανώ­λη Αγγε­λό­που­λο και άλλους, ενώ καθο­ρι­στι­κή υπήρ­ξε η συμ­βο­λή του στην ανά­δει­ξη δύο εξαί­ρε­των γυναι­κεί­ων φωνών, όπως της Πόλυς Πάνου και της Βίκυς Μοσχο­λιού, οι οποί­ες έκα­ναν δίπλα του τα πρώ­τα τους βήματα.

Το πρώ­το τρα­γού­δι που ερμή­νευ­σε ο ίδιος ήταν το «Τρε­λο­κό­ρι­τσο» για ν’ ακο­λου­θή­σει η συνερ­γα­σία του ως ερμη­νευ­τής με τον Μάνο Χατζι­δά­κι και το πολυ­τρα­γου­δι­σμέ­νο «Γαρί­φα­λο στ’ αυτί». Στη συνέ­χεια κατα­θέ­τει μεγά­λες ερμη­νεί­ες σε τρα­γού­δια των Βαμ­βα­κά­ρη, Τσι­τσά­νη, Χιώ­τη, Δερ­βε­νιώ­τη, Μπα­κά­λη, Παπαϊ­ω­άν­νου, Μητσάκη.

Τραγουδώντας τους ποιητές

Ολα αυτά πριν από τη συνά­ντη­σή του με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη στη Μακρό­νη­σο, όπου βρέ­θη­κε για λίγο ο Μπι­θι­κώ­τσης. Το 1959, ξανα­σμί­γουν, στην «Columbia», καθώς ο Μ. Θεο­δω­ρά­κης ζητά από τον λαϊ­κό τρα­γου­δι­στή να ερμη­νεύ­σει τον «Επι­τά­φιο» σε ποί­η­ση Γιάν­νη Ρίτσου. Παρ’ όλο που στην αρχή, τα τρα­γού­δια δεν άρε­σαν στον Μπι­θι­κώ­τση, ο τρα­γου­δι­στής ερμη­νεύ­ει με σπου­δαίο τρό­πο τον «Επι­τά­φιο», που πλέ­ον χαρά­ζει νέους δρό­μους στην πορεία όχι μόνο του ίδιου, αλλά και του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού γενικότερα.

Οπως ανα­φέ­ρει ο Π. Γερα­μά­νης, στη βιο­γρα­φία «Εγώ, ο σερ», «η πρώ­τη συνερ­γα­σία του με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη στην τρο­με­ρή ερμη­νεία του “Επι­τά­φιου” (σε ποί­η­ση Γιάν­νη Ρίτσου) με συνο­δεία μπου­ζου­κιού από τον Μανώ­λη Χιώ­τη έφε­ρε τη μεγά­λη ανα­τρο­πή στο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι, καθιέ­ρω­σε τον Μπι­θι­κώ­τση ως το πρό­σω­πο της επο­χής και του άνοι­ξε το δρό­μο για να περ­πα­τή­σει από τη “Ζού­γκλα” της Πλα­τεί­ας Βάθης, το “Ροσι­νιόλ” των Σεπο­λί­ων και τον “Κήπο του Αλλάχ” στο Αιγά­λεω στη σκη­νή των θεά­τρων “Κεντρι­κόν”, “Καλου­τά” και “Ρεξ” και αργό­τε­ρα στο ναό της τέχνης, στο Ηρώδειο».

Ο ίδιος ο Μ. Θεο­δω­ρά­κης, ανα­φε­ρό­με­νος στον Μπι­θι­κώ­τση του «Επι­τά­φιου» έλε­γε το 1961 πως είναι «ένας άνθρω­πος που έχει υπο­φέ­ρει και έχει ελπί­σει, είναι ο καθέ­νας μας που τρα­γου­δά­ει με τη φωνή του, είναι ο βαρ­κά­ρης, ο ζευ­γάς, ο σοφέρ, ο φοι­τη­τής, ο φαντά­ρος…». Αυτό το έργο — σταθ­μός ανοί­γει το δρό­μο στη μελο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση, ένα δρό­μο που χαρά­χτη­κε ανε­ξί­τη­λα και στα επό­με­να χρό­νια από τις συγκλο­νι­στι­κές και ανε­πα­νά­λη­πτες ερμη­νεί­ες του Γρ. Μπι­θι­κώ­τση σε τρα­γού­δια του Θεο­δω­ρά­κη: «Σε πότι­σα ροδό­στα­μο» (Νίκος Γκά­τσος), «Βρέ­χει στη φτω­χο­γει­το­νιά» (Τάσος Λει­βα­δί­της), «Επι­φά­νεια» (Γιώρ­γος Σεφέ­ρης), «Το τρα­γού­δι του Νεκρού Αδελ­φού» (Μίκης Θεο­δω­ρά­κης), «Καη­μός» (Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου), «Αυτούς που βλέ­πεις» (Μιχά­λης Κατσα­ρός), «Οι Μοι­ραί­οι» (Κώστας Βάρ­να­λης), «Αξιον Εστί» (Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της), «Ρωμιο­σύ­νη» (Γιάν­νης Ρίτσος), «Οκτώ­βρης ’78» (σε ποί­η­ση Μάνου Ελευ­θε­ρί­ου, Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου, Ερρί­κου Θαλασ­σι­νού, Τάσου Λει­βα­δί­τη, Γιάν­νη Θεο­δω­ρά­κη και Λευ­τέ­ρη Παπα­δό­που­λου). Επί­σης, «Πάει ο και­ρός» (Νίκος Γκά­τσος — Μάνος Χατζι­δά­κις), «Ασπρη μέρα και για μας» (Νίκος Γκά­τσος — Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος), «Μ’ ένα παρά­πο­νο» (Νίκος Γκά­τσος — Δήμος Μού­τσης), «Επι­στρο­φή» (Νίκος Γκά­τσος — Μάνος Χατζι­δά­κις) και πολ­λά ακόμα.

«Πιο μεγάλη στιγμή η “Ρωμιοσύνη”»

«Από τα έργα του Θεο­δω­ρά­κη», έλε­γε ο Γρ. Μπι­θι­κώ­τσης στον Π. Γερα­μά­νη, «εκεί­νο που με δυσκό­λε­ψε πάρα πολύ και το θεω­ρώ από τα μεγα­λύ­τε­ρα είναι η “Ρωμιο­σύ­νη” του Γιάν­νη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθη­κα. Εκα­να πρό­βα δυό­μι­σι μήνες για να μπω στο νόη­μα της μελω­δί­ας και του στί­χου. Τότε βρή­κα τον αλη­θι­νό μου εαυ­τό. Ηταν αυτό που με γέμι­σε. Ηταν η πιο μεγά­λη στιγ­μή της καριέ­ρας μου και της ζωής μου.

Τα εννέα τρα­γού­δια της “Ρωμιο­σύ­νης” είχαν μια μελω­δία που δεν την έπια­νε το μυα­λό μου. Μελω­δία τρο­με­ρή, ασύλ­λη­πτη. Ο Θεο­δω­ρά­κης στις πρώ­τες πρό­βες μου έλε­γε: “Λίγο αν προ­σέ­ξεις στις πρό­βες, θα τα κατα­φέ­ρεις, Γρη­γό­ρη. Το έργο αυτό απευ­θύ­νε­ται σε όλους τους Ελλη­νες. Μιλά­ει για το τι έχει τρα­βή­ξει η Ελλά­δα. Τότε που κόβα­νε στο γόνα­το το κρι­θα­ρέ­νιο τους καρ­βέ­λι, που μπαί­να­νε στα σίδε­ρα και στη φωτιά, που γέμι­ζαν τα κανό­νια μόνο με την καρ­διά τους”. Και πάνω σ’ αυτή τη φοβε­ρή ποί­η­ση του Γιάν­νη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γρά­ψει μου­σι­κή για 100 — 200 χρό­νια μπρο­στά. Σου το λέω υπεύ­θυ­να εγώ, ο Γρη­γό­ρης, που τρα­γού­δη­σα τη “Ρωμιο­σύ­νη”». Και ο ποι­η­τής του έργου, ο Γιάν­νης Ρίτσος έλε­γε για τον τρα­γου­δι­στή: «Μέσα στη φωνή του, όλος ο καη­μός του Ελλη­νι­κού Λαού, όλο του το μερά­κι και όλη του η λεβε­ντιά φαί­νε­ται σ’ όλο τους το μεγα­λείο! Θυμά­μαι ότι σε μεγά­λα γεγο­νό­τα της Νεο­ελ­λη­νι­κής μας Ιστο­ρί­ας, σε κρί­σι­μες αγω­νι­στι­κές στιγ­μές του Ελλη­νι­κού Λαού η φωνή του Μπι­θι­κώ­τση βρι­σκό­ταν πάντο­τε μπρο­στά, τρα­γου­δώ­ντας τη “Ρωμιο­σύ­νη”».

Στη «Μαγι­κή Πόλη» των Θεο­δω­ρά­κη — Χατζι­δά­κι («Παρκ», 1963) ερμη­νεύ­ει το υπέ­ρο­χο «Είμαι αϊτός χωρίς φτε­ρά» (στί­χοι: Ευτυ­χία Παπα­γιαν­νο­πού­λου) κι ένα χρό­νο αργό­τε­ρα στο δίσκο «Πολι­τεία Β΄» του Θεο­δω­ρά­κη θα τρα­γου­δή­σει το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό «Γωνιά — Γωνιά». Από τα πολ­λά υπέ­ρο­χα τρα­γού­δια που σμί­λε­ψε με τη φωνή του είναι των Ακη Πάνου («Οταν σημά­νει η ώρα», «Θα κλεί­σω τα μάτια» κ.ά.), Γιάν­νη Σπα­νού («Μια Κυρια­κή», «Ακου πώς κλαί­ει ο μπα­γλα­μάς»), Σταύ­ρου Κου­γιουμ­τζή κ.ά. Η τελευ­ταία, προ­σω­πι­κή του περί­ο­δος, περι­λαμ­βά­νει οκτώ δίσκους με δικά του τρα­γού­δια (σύν­θε­ση — ερμη­νεία), τα περισ­σό­τε­ρα σε στί­χους του Κώστα Βίρ­βου: «Ενα όμορ­φο αμά­ξι με δυο άλο­γα», «Το μεση­μέ­ρι καί­ει το μέτω­πό σου», «Εγνα­τί­ας 406», «Ο κυρ — Θάνος», «Είχε και κεί­νος μιαν αγά­πη και την έχα­σε», «Ρίξε μια ζαριά καλή» κ.ά.

Γέν­νη­μα μιας επο­χής ζοφε­ρής, που έβγαι­νε από τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή για να μπει στα δει­νά της Κατο­χής, του Εμφυ­λί­ου και των μετα­πο­λε­μι­κών διώ­ξε­ων, ο Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης έγρα­ψε τη δική του σημα­ντι­κή ιστο­ρία στο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι, μιαν ιστο­ρία δεμέ­νη με στιγ­μές και γεγο­νό­τα της νεό­τε­ρης ιστο­ρί­ας μας και της ζωής μας. Ευτύ­χη­σε να συνερ­γα­στεί με σπου­δαί­ους συν­θέ­τες και να είναι ο πρώ­τος τρα­γου­δι­στής, που έβγα­λε τη μεγά­λη ποί­η­ση στους δρό­μους του αγώ­να, της διεκ­δί­κη­σης, της ελπί­δας. Και είναι σίγου­ρο ότι η μνή­μη του, όπως και η προ­σφο­ρά του δε θα σβή­σουν ποτέ από τις ψυχές των ανθρώ­πων που τρα­γού­δη­σαν μαζί του.

Κεί­με­νο: Ρου­μπί­νη ΣΟΥΛΗ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο