Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δέσποινα Κουτούφαρη: Περίσσεψε λίγο όνειρο (4 ποιήματα)

      Αση­μέ­νια δάκρυα

Αση­μέ­νια δάκρυα,

σφαί­ρες καυτές

από τον ιδρώ­τα της ζωής,

τον κάμα­το, την κούραση ,

τη μέθη, τη σιωπή.

Λαβω­μέ­να σώματα

γεμά­τα ουλές και πόνο.

Η κλη­ρο­νο­μιά τους,

η δια­θή­κη τους.

Για λίγο χάθηκα.

Ήταν όμως όνειρο.

Για λίγο έζησα.

Ήταν όμως παραίσθηση.

Οι πλη­γές ακό­μα αιμορραγούν

μες στη συνέ­πεια της ασυνέπειας ,

μέσα στα ψέμα­τα που έχουν οι αλήθειες.

Ψάχνω ακό­μη να βρω.

Ίσως ποτέ.

Ίσως κάπο­τε.

Πάντα θα ελπίζω.

 

Κούρ­νια­σε η φρίκη

Κούρ­νια­σε η φρίκη,

ικέ­τε­ψε για λίγη ανακωχή

με το θάνατο,

κου­ρά­στη­κε να σπέρ­νει πόλεμο,

να θερί­ζει αίμα.

Η θάλασ­σα πορφύρισε,

δάκρυ­σε για εκεί­νους που άφησαν

τα παγω­μέ­να σώμα­τα τους

να βυθι­στούν στην άβυσσο.

Λίγη ομορ­φιά, λίγη ειρήνη.

Ρίξε τους σπό­ρους σου ήλιε της ζωής

εκεί που οι σκιές του ολέθρου

έρχο­νται απειλητικές

να μας τυλίξουν.

Ρίξε δρο­σιά στη λάβα,

την έρη­μο όαση κάνε,

κι απ’ τα πηγά­δια σου

φέρε νερό της λύτρωσης

τη γη να ξεδιψάσεις.

 

Πύρω­σε το αίμα

Πύρω­σε το αίμα

τον χρό­νο έκαψε

τον έκα­νε λάβα

τον έκα­νε στάχτες

μάχες ηττη­μέ­νες

πόλε­μοι ανεξιχνίαστοι.

 

Ψάχνω να βρω λίγη ζωή

σ’ αυτό το έρη­μο μουράγιο.

Πλώ­ρες ανύπαρκτες

σε καρά­βια φαντάσματα

τα πανιά φουσκώνουν

απ’ τον αέρα των πνευμάτων

με κατεύ­θυν­ση

επα­να­λαμ­βα­νό­με­να μοιραία

σ’ ένα έργο χιλιοπαιγμένο

πάνω στων αιώ­νων την οθόνη.

 

Πύρω­σε το αίμα

τη λήθη έκαψε

ζωντά­νε­ψε το νου

το σώμα ανέστησε.

Μια εισπνοή από μέλλον.

Μια εκπνοή από παρελθόν.

Είμαι ζωντα­νός.

 

Περίσ­σε­ψε λίγο όνειρο

Περίσ­σε­ψε λίγο όνειρο .

θα το μοιραστούμε.

Ένα κομ­μά­τι για σένα,

ένα κομ­μά­τι για μένα.

Περίσ­σε­ψε λίγο αγάπη.

Θα τη μοιράσουμε

στους ανθρώ­πους.

Εκεί­νοι ξέρουν τι θα κάνουν.

Οι χιο­νάν­θρω­ποι λιώνουν

πάντα μόνοι τους.

Η δόξα τους τελειώνει

εκεί που αρχί­ζει η δόξα της άνοιξης.

Σκέ­ψεις που ανθίζουν

στα περι­βό­λια της παραίτησης ,

της δύνα­μης για αδυναμία,

της θέλη­σης για την άρνηση

του εαυ­τού της.

Στίγ­μα μοναχικό,

αγκυ­ρο­βο­λη­μέ­νο σε έναν

ξεχα­σμέ­νο χάρτη.

Οι παλά­μες σου γέμι­σαν φως.

Οι παλά­μες μου γέν­νη­σαν προσδοκία.

Είμα­στε άρα­γε ελεύθεροι;

 

________________

Η Δέσποι­να Κου­τού­φα­ρη γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να και κατά­γε­ται από την Ικα­ρία. Είναι ζωγρά­φος με πολ­λές εκθέ­σεις στο ενερ­γη­τι­κό της. Έργα της βρί­σκο­νται σε δημό­σια μου­σεία στην Ελλά­δα , αλλά και σε δημο­τι­κές και ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές στην Ελλά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Γρά­φει ποι­ή­μα­τα από πολύ μικρή , αλλά και άλλα είδη πεζού λόγου, όπως παρα­μύ­θια και μυθι­στό­ρη­μα. Είναι μέλος της Πανελ­λή­νιας Εται­ρί­ας Λόγου και Τέχνης ενώ ποι­ή­μα­τά της έχουν δημο­σιευ­τεί στο περιο­δι­κό «Ικα­ρια­κά» και στην ανθο­λο­γία Ικά­ριων ποιητών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο