Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δίκαιοι των Εθνών»: ο Κ. Αθυρίδης και η σύζυγός του Βασιλική, για τη σωτηρία οικογένειας στην Κατοχή

Οι τύχη των Ελλή­νων Εβραί­ων δε διέ­φε­ρε από αυτών στις άλλες κατε­χό­με­νες χώρες της Ευρώ­πης. Ελά­χι­στοι κατά­φε­ραν να ξεφύ­γουν από τις ναζι­στι­κές δυνά­μεις και να μην μπουν στα τρέ­να προς την Πολω­νία και το θάνα­το. Κυρί­ως χάρη στην πρω­το­βου­λία του ΕΑΜ και την αυτο­θυ­σία ΕΑΜι­τών και άλλων πατριω­τών όταν χρειά­στη­κε να κρύ­ψουν λίγες εβραϊ­κές οικογένειες.

Τρεις μόλις εβραϊ­κές οικο­γέ­νειες κατά­φε­ραν και κρύ­φτη­καν μέσα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, κάτω από τη μύτη των ναζί με τη βοή­θεια χρι­στια­νι­κών οικο­γε­νειών, που με κίν­δυ­νο της ζωής τους τους έκρυ­ψαν σε σπί­τια μέσα στην πόλη. Μία εξ αυτών η πεντα­με­λής οικο­γέ­νεια Ασσα­έλ (οι γονείς Μάρ­κο και Ίντα, και τα παι­διά τους Φρέ­ντυ, Ζανίν και Λουλού).

Μια τέτοια ιστο­ρία «κρύ­βε­ται» πίσω από τη βρά­βευ­ση, με τον τίτλο του Δικαί­ου των Εθνών, του Κώστα Αθυ­ρί­δη και της Βασι­λι­κής Αθυ­ρί­δου, που αψη­φώ­ντας τον κίν­δυ­νο άπλω­σαν τις φτε­ρού­γες τους πάνω από την κατα­τρεγ­μέ­νη οικο­γέ­νεια των Μάρ­κου και Ίντα Ασσα­έλ, δια­σφα­λί­ζο­ντας τη σωτη­ρία τους.

Ο Μάρ­κος και η Ίντα Ασσα­έλ ‑σύμ­φω­να με την ιστο­ρία της διά­σω­σής τους, όπως αυτή κατα­γρά­φε­ται από το Yad Vashem- ζού­σαν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη με τα τρία παι­διά τους (Φρέ­ντυ, Ζανίν και Ζακλίν), όταν ανα­γκά­στη­καν να κλεί­σουν ερμη­τι­κά πίσω τους την πόρ­τα του σπι­τιού τους και να οδη­γη­θούν, μαζί με τα υπό­λοι­πα μέλη της εβραϊ­κής κοι­νό­τη­τας, στο γκέ­το, απ΄ όπου όμως κατόρ­θω­σαν να δρα­πε­τεύ­σουν, βρί­σκο­ντας ασφα­λές κατα­φύ­γιο στο φιλι­κό σπί­τι της Μαρί­ας Βου­δού­ρο­γλου και του γιου της, στα πρό­σω­πα των οποί­ων, το Yad Vashem ανα­γνώ­ρι­σε δύο ακό­μη Δίκαιους των Εθνών, ήδη από το 1991.

Δεκα­ο­χτώ ολό­κλη­ρους μήνες, η φιλό­ξε­νη στέ­γη της οικί­ας Βου­δού­ρο­γλου απο­τέ­λε­σε ασφα­λές κατα­φύ­γιο από τη μανία της ναζι­στι­κής μηχα­νής θανά­του, αλλά λίγο πριν από το τέλος της γερ­μα­νι­κής Κατο­χής, η οικο­γέ­νεια έμελ­λε να προ­δο­θεί και να ανα­γκα­στεί να δια­φύ­γει από την πίσω πόρ­τα και μέσα από τα γύρω χωρά­φια να φτά­σει στο κατώ­φλι μιας οικο­γέ­νειας που νοί­κια­ζε ένα από τα σπί­τια τους, ανα­ζη­τώ­ντας βοή­θεια. Η γυναί­κα που ζού­σε στο σπί­τι, αρνή­θη­κε, ωστό­σο, να τους κρύ­ψει και με δάκρυα στα μάτια, τους είπε πως αν και τους αγα­πού­σε και θα ήθε­λε να τους βοη­θή­σει, φοβό­ταν να τους παρά­σχει καταφύγιο.

Ήταν τότε που ο Μάρ­κος Ασσα­έλ θυμή­θη­κε πως είχε συνερ­γα­στεί με τον Κώστα Αθυ­ρί­δη, τον οποίο και είχε βοη­θή­σει, κι αυτός του είχε πει ότι δεν θα ξεχνού­σε ποτέ το καλό που του έκα­νε. Μέσα σε από­γνω­ση, αλλά και με το φόβο για το τι θα συνα­ντού­σε, ο Μάρ­κος Ασσα­έλ χτύ­πη­σε την πόρ­τα του Κώστα και της Βασι­λι­κής Αθυ­ρί­δη, οι οποί­οι όχι μόνο δεν αρνή­θη­καν να τον βοη­θή­σουν, αλλά άνοι­ξαν μια τερά­στια αγκα­λιά για την κατα­τρεγ­μέ­νη οικο­γέ­νεια. Μάλι­στα απο­φά­σι­σαν να μην στεί­λουν τον επτά­χρο­νο γιο τους Γρη­γό­ρη στο σχο­λείο, προ­κει­μέ­νου να μην του ξεφύ­γει κάτι για τη φιλο­ξε­νού­με­νη εβραϊ­κή οικο­γέ­νεια, οπό­τε οι συνέ­πειες θα ήταν τρο­με­ρές για όλους.

Από τις 23 έως τις 30 Οκτω­βρί­ου 1944, μόλις μία εβδο­μά­δα δηλα­δή, οι οικο­γέ­νειες Αθυ­ρί­δη και Ασσα­έλ έζη­σαν αρμο­νι­κά και με ασφά­λεια στο σπί­τι των πρώ­των, ώσπου μια μέρα, γυρ­νώ­ντας από τη δου­λειά, ο Κώστας Αθυ­ρί­δης ανα­κοί­νω­σε περι­χα­ρής στην οικο­γέ­νεια Ασσα­έλ πως οι Γερ­μα­νοί είχαν φύγει, η πόλη είχε απε­λευ­θε­ρω­θεί και θα μπο­ρού­σαν πλέ­ον να περά­σουν από μια ζωή σε… ανα­μο­νή, στην ελευθερία.

Νύφες χωρίς χαμό­γε­λα – Εβραϊ­κοί γάμοι την επαύ­ριον του Ολοκαυτώματος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο