Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη Άλκη Καμπανού – «Άκουγα κραυγές πόνου. Σκοπός τους ήταν να σκοτώσουν»

Σκο­πός των κατη­γο­ρου­μέ­νων ήταν «να βρουν όσους λιγό­τε­ρους Αρεια­νούς μπο­ρού­σαν» ώστε να υπε­ρέ­χουν αριθ­μη­τι­κά «για να σκο­τώ­σουν», κατέ­θε­σε φίλος του Άλκη Καμπα­νού που ήταν παρών τη στιγ­μή της άγριας οπα­δι­κής επί­θε­σης, κατά την οποία έχα­σε τη ζωή του ο 19χρονος φοι­τη­τής και τραυ­μα­τί­στη­καν δύο ακό­μα άτο­μα από την παρέα του.

Ο μάρ­τυ­ρας, με την εξέ­τα­ση του οποί­ου συνε­χί­ζε­ται για 17η μέρα η δίκη των 12 κατη­γο­ρού­με­νων στο Μικτό Ορκω­τό Δικα­στή­ριο Θεσ­σα­λο­νί­κης, αντι­δρώ­ντας με το «ένστι­κτο της επι­βί­ω­σης», όπως είπε, πρό­λα­βε και ξέφυ­γε, τρέ­χο­ντας όσο μακριά μπο­ρού­σε. «Άκου­γα κραυ­γές πόνου και “ βοή­θεια”» ανέ­φε­ρε και γι’ αυτό ειδο­ποί­η­σε τους θαμώ­νες κατα­στή­μα­τος να καλέ­σουν ασθενοφόρο.

Ξετυ­λί­γο­ντας το κου­βά­ρι των ανα­μνή­σε­ων και προ­σπα­θώ­ντας να φέρει στο μυα­λό του τις εικό­νες από τη μοι­ραία νύχτα της 1ης Φεβρουα­ρί­ου 2022, ο 20χρονος ανέ­φε­ρε αρχι­κά πώς κατέ­λη­ξε η παρέα των πέντε φίλων στα σκα­λιά της οικο­δο­μής επί της Θ. Γαζή (νυν Αλκι­βιά­δη Καμπα­νού). «Μαζευ­τή­κα­με και πήγα­με στην πολυ­κα­τοι­κία, στα σκα­λά­κια. Είχε κρύο και στο σημείο υπήρ­χαν εσο­χές. Είχα­με πάει άλλες δύο φορές εκεί», είπε, ενώ περι­γρά­φο­ντας τη στιγ­μή που τους πλη­σί­α­σαν οι δρά­στες, ανέ­φε­ρε: «Στο ενά­μι­σι μέτρο είδα­με περί­που δέκα άτο­μα μπρο­στά μας. Ένας ρώτη­σε “ τι ομά­δα είστε;”. Απά­ντη­σα “ Άρης” και μετά όρμη­σαν κατά πάνω μας».

Αντι­λαμ­βα­νό­με­νος «τι πάει να γίνει», όπως κατέ­θε­σε, πήδη­ξε από το πεζού­λι προς τα αρι­στε­ρά και μέσω της οδού Πλα­στή­ρα κατέ­βη­κε προς την οδό Παπα­να­στα­σί­ου. «Προ­φα­νώς ένιω­σα κίν­δυ­νο και τρό­μο» συνέ­χι­σε την κατά­θε­σή του, τονί­ζο­ντας ότι δεν μπό­ρε­σε να δια­κρί­νει ούτε πρό­σω­πα -«ήταν μαυ­ρο­ντυ­μέ­νοι και είχαν καλυμ­μέ­να τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του προ­σώ­που τους», είπε- ούτε τι κρα­τού­σαν στα χέρια τους. Διευ­κρί­νι­σε, ωστό­σο, ότι ένα με δύο άτο­μα ήταν έξω από τα τρία αυτο­κί­νη­τα που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν οι κατη­γο­ρού­με­νοι για να φτά­σουν στο σημείο της επίθεσης.

«Ήμουν τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος»

«Από το συμ­βάν μου έμει­ναν εικό­νες. Τα άτο­μα που βρέ­θη­καν μπρο­στά μου, η στιγ­μή που φεύ­γω. Δεν έχω μία ροή γεγο­νό­των», ανέ­φε­ρε σε άλλο σημείο της κατά­θε­σής του ο 20χρονος μάρ­τυ­ρας. Όσον αφο­ρά στον Άλκη, επι­σή­μα­νε ότι δεν μπο­ρεί να γνω­ρί­ζει «τι πέρα­σε στα σκα­λιά». Για τις αστυ­νο­μι­κές έρευ­νες που ξεκί­νη­σαν άμε­σα είπε ότι «στην αρχή ήμουν τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος, δεν ήξε­ρα πώς να συμπε­ρι­φερ­θώ. Μετά πήγα­με στο Τμή­μα και ηρέμησα».

Κατά την εξέ­τα­ση του 20χρονου από την υπε­ρά­σπι­ση και καθώς ρωτή­θη­κε για­τί δεν πήγε να βοη­θή­σει τον Άλκη και τους άλλους δύο τραυ­μα­τί­ες, ανά­με­σα στους οποί­ους ήταν ο δίδυ­μος αδελ­φός του, αντέ­δρα­σαν οι γονείς του Άλκη. «Πόσους φόνους να κάνουν;» είπε ο πατέ­ρας, ενώ η μητέ­ρα ανέ­φε­ρε: «τι φταί­ει το παιδί;».

Η δίκη συνε­χί­ζε­ται με την εξέ­τα­ση του ίδιου μάρ­τυ­ρα, που είναι ο τελευ­ταί­ος (26ος) στον σχε­τι­κό κατά­λο­γο του κατηγορητηρίου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο