Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη για την επίθεση με βιτριόλι: Κυνική, προκλητική και αμετανόητη η κατηγορούμενη

 «Ιωάν­να, εσύ γνω­ρί­ζεις καλύ­τε­ρα για­τί έχει γίνει όλο αυτό», είπε η κατη­γο­ρού­με­νη στη δίκη της υπό­θε­σης με το βιτριό­λι, μόλις ολο­κλη­ρώ­θη­κε η κατά­θε­ση της Ιωάν­νας Παλιοσπύρου.

Η 37χρονη ζήτη­σε τον λόγο μόλις το θύμα κατέ­βη­κε από το βήμα του μάρ­τυ­ρα και δήλω­σε πως δεν είχε πρό­θε­ση να σκο­τώ­σει την Ιωάν­να. «Θα ήθε­λα να απευ­θυν­θώ προς το θύμα…», ξεκί­νη­σε να λέει η κατη­γο­ρού­με­νη, η οποία μόλις ζήτη­σε τον λόγο κλή­θη­κε από το δικα­στή­ριο να ανέ­βει στο βήμα. Την κατη­γο­ρού­με­νη διέ­κο­ψε η οργι­σμέ­νη φωνή του αδελ­φού της Ιωάν­νας που της είπε «μην ξανα­κοι­τά­ξεις από εδώ».

Κατη­γο­ρού­με­νη: Ξέρω ότι αυτό που έχει γίνει δεν είναι απο­δε­κτό, αλλά εσύ Ιωάν­να γνω­ρί­ζεις για­τί έχει γίνει όλο αυτό. Σε καμία περί­πτω­ση δεν ήθε­λα να της αφαι­ρέ­σω τη ζωή.

Η τοπο­θέ­τη­ση της κατη­γο­ρου­μέ­νης ήρθε αμέ­σως μετά την κατα­λη­κτι­κή τοπο­θέ­τη­ση της Ιωάν­νας, η οποία κλεί­νο­ντας την σχε­δόν τρί­ω­ρη κατά­θε­σή της είπε: «Θέλω να πω ότι από εκεί­νη την ημέ­ρα το μεγα­λύ­τε­ρο συναί­σθη­μα που νιώ­θω είναι φόβος. Φόβος για­τί δεν γνω­ρί­ζω τον λόγο της επί­θε­σης, αλλά και για­τί δεν γνω­ρί­ζω ποιοι άλλοι είχαν συμ­με­τά­σχει σε αυτήν τη επί­θε­ση ενα­ντί­ον μου. Είμαι βέβαιη ότι αν είχε κατα­φέ­ρει να μου επι­τε­θεί στο σπί­τι μου, όπως αρχι­κά σχε­δί­α­ζε, αν είχε γίνει η επί­θε­ση εκεί που είμαι μόνη μου, και βρά­δυ που συνή­θως γυρί­ζω στο σπί­τι, εγώ σήμε­ρα δεν θα ήμουν εδώ. Θα επι­τύ­χει τον σκο­πό της».

«Θέλω να σας πω πως λούστηκα με αυτό το υγρό»

«Θέλω να σας πω πως λού­στη­κα με αυτό το υγρό. Το ένιω­σα παντού πάνω μου. Τα ρού­χα λιώ­σα­νε πάνω μου». Έσι ξεκί­νη­σε η Ιωάν­να Παλιο­σπύ­ρου την κατά­θε­σή της στο Μικτό ορκω­τό δικα­στή­ριο για την ημέ­ρα που άλλα­ξε την ζωή της. Έχο­ντας πίσω της την γυναί­κα που της επι­τέ­θη­κε με μεγά­λη ποσό­τη­τα καυ­στι­κού υγρού, η Ιωάν­να είναι ψύχραι­μη. Λίγο πριν ανέ­βει στο βήμα, κοί­τα­ξε επί­μο­να την κατη­γο­ρού­με­νη, όταν εκεί­νη θέλη­σε να αλλά­ξει θέση, λέγο­ντάς της: «εσύ τι κοιτάς;».

Η 37χρονη, που κάθε­ται με τέσ­σε­ρις αστυ­νο­μι­κούς, απο­φεύ­γει να κοι­τά­ξει το θύμα της, όσο κατα­θέ­τει.

Η Ιωάν­να ανέ­φε­ρε στο δικα­στή­ριο: «Σηκώ­θη­κα για να πάω στη δου­λειά μου και ήμουν στην είσο­δο της πολυ­κα­τοι­κί­ας των γρα­φεί­ων. Πάτη­σα το κου­μπί του ασαν­σέρ και περί­με­να να κατέ­βει. Κοι­τού­σα προς το κάτω περι­μέ­νο­ντας. Άκου­σα κάποιους θορύ­βους. Δεν έδω­σα σημα­σία. Σκέ­φτη­κα ότι μπο­ρεί να είναι η καθα­ρί­στρια ή κάποιος άστε­γος. Καθώς περί­με­να το ασαν­σέρ εμφα­νί­στη­κε μπρο­στά μου μια γυναί­κα, σήκω­σα το βλέμ­μα και με κοί­τα­ξε στα μάτια. Μου έρι­ξε το βιτριό­λι που εκεί­νη τη στιγ­μή δεν κατά­λα­βα τι ήταν και έφυ­γε τρέ­χο­ντας. Θέλω να σας πω ότι λού­στη­κα με αυτό το υγρό, το ένιω­σα παντού πάνω μου. Ήμουν παντού στο σώμα μου λου­σμέ­νη και κατευ­θεί­αν μου ήρθε η μυρω­διά. Το πρώ­το πράγ­μα ήταν να τρέ­ξω για κάποιο βοή­θεια. Θυμή­θη­κα ότι είχε φαρ­μα­κείο δίπλα και έτρε­ξα προς το φαρ­μα­κείο. Οι πόνοι ήταν φρι­κτοί, δεν έβλε­πα καθό­λου από το ένα μάτι. Μπή­κα μέσα στο φαρ­μα­κείο ουρ­λιά­ζο­ντας, οι άνθρω­ποι δεν κατα­λά­βαι­ναν τι έλε­γα, πανι­κο­βλή­θη­καν. Τους έλε­γα “βοή­θεια, κάποιος μου έρι­ξε κάτι καυ­στι­κο, δώστε μου λίγο νερό”. Με πήγαν στο πίσω μέρος του φαρ­μα­κεί­ου που υπήρ­χε ένας νιπτή­ρας, έρι­χναν νερό. Τα μαλ­λιά μου πέφτα­νε μέσα στον νιπτή­ρα. Έπια­ναν το πρό­σω­πό μου και κατα­λά­βαι­να ότι καί­γο­μαι, ότι λιώ­νω. Από το βλέμ­μα στα μάτια των ανθρώ­πων που με κοί­τα­ζαν, ένιω­θα ότι κάτι χάνω. Κάλε­σαν σε βοή­θεια το 166. Μου είπα­νε να βγά­λω τα ρού­χα μου για­τί λιώ­να­νε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκε­πτό­μουν ήταν να μη χάσω τις αισθή­σεις μου. Για­τί κατα­λά­βαι­να ότι μόνο εγώ μπο­ρού­σα να σώσω τον εαυ­τό μου. Φώνα­ζα “θεέ μου βοή­θη­σέ με, για­τί μόνο εσύ μπορείς”».

Η περι­γρα­φή της Ιωάν­νας για τις ώρες που ακο­λού­θη­σαν μετά τη δια­κο­μι­δή της σε νοσο­κο­μείο είναι καθη­λω­τι­κή: «Θυμά­μαι απλά να με βρέ­χου­νε, να ουρ­λιά­ζω, να πονάω, να ξανα­κοι­μά­μαι, να ξανα­ξυ­πνάω, μου έκα­ναν τομές στο μάτι και στο αυτί. Αυτά, δεν θυμά­μαι παρα­πά­νω. Προ­σπα­θού­σα απλά να αντέ­χω, για να μην πονάω. Την επό­με­νη μέρα με ενη­μέ­ρω­σαν ότι θα δια­κο­μι­στώ στο “Θριά­σιο”. Θυμά­μαι χαρα­κτη­ρι­στι­κά τη δια­κο­μι­δή μου, επει­δή δεν μπο­ρού­σα να δω, μπο­ρού­σα μόνο να ακούω, θυμά­μαι την ώρα που περ­νού­σαν τα φορία στους δια­δρό­μους. Μια κυρία ανα­φώ­νη­σε “θεέ μου” και κατά­λα­βα ότι το είπε για μένα (κλαί­ει), κατά­λα­βα ότι η κατά­στα­ση δεν είναι καλή. Κατά­λα­βα ότι έχω σοβα­ρά εγκαύ­μα­τα και απλά παρα­κα­λού­σα να επι­βιώ­σω. Μέσα στο νοσο­κο­μείο ήταν η πιο δύσκο­λη περί­ο­δος της ζωής μου, έκα­να επτά χει­ρουρ­γεία. Θυμά­μαι ότι δεν άντε­χα το φως για­τί τα μάτια μου ήταν τραυ­μα­τι­σμε­να, ακό­μα και το φως του δωμα­τί­ου ήταν επί­πο­νο». 

Δεν ξέρω ακόμη τα κίνητρα της κατηγορουμένης — Ξέρω, όμως, πως δεν έχει μετανιώσει»

Με σπα­σμέ­νη φωνή δεί­χνο­ντας την τερά­στια φόρ­τι­ση που νιώ­θει περι­γρά­φο­ντας όσα βίω­σε, μετά την ακραία επί­θε­ση που δέχθη­κε με βιτριό­λι, η Ιωάν­να Παλιο­σπύ­ρου είπε στο δικα­στή­ριο εκεί­να που σκε­φτό­ταν όσο βρι­σκό­ταν στο νοσο­κο­μείο, για να μπο­ρέ­σει να μεί­νει ψύχραι­μη. «Για να αντέ­ξω προ­σπα­θού­σα να κοροϊ­δέ­ψω εαυ­τό μου» ανέ­φε­ρε κλαί­γο­ντας και εξή­γη­σε: «Ότι ζω ένα όνει­ρο. Το βρά­δυ, μετά τις 9, αφού πέρα­σαν όλοι οι για­τροί έλε­γα “Ιωάν­να θα ξυπνή­σεις”. Προ­σπα­θού­σα να με πεί­σω, για να αντέ­ξω, ότι τα όνει­ρα μου είναι πραγ­μα­τι­κά και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ο εφιάλτης».

Η Ιωάν­να κατέ­θε­σε πως η κατη­γο­ρού­με­νη ήθε­λε να τη σκο­τώ­σει, όπως κατά­λα­βε από τα στοι­χεία των αστυ­νο­μι­κών, ενώ ‑όπως ανέ­φε­ρε- την τρο­μά­ζει ότι η 37χρονη δεν πτο­ή­θη­κε ούτε στιγ­μή. Αντί να πει “τι έκα­να;”, αυτή βγαί­νει και χορεύ­ει πάνω στα τρα­πέ­ζια. Τόνι­σε, επί­σης, πως ακό­μη και τώρα δεν ξέρει τα κίνη­τρα της κατη­γο­ρου­μέ­νης, για να συμπλη­ρώ­σει: «Ξέρω, όμως, πως δεν έχει μετα­νιώ­σει».

Όπως ανέ­φε­ρε η Ιωάν­να στη συνέ­χεια της κατά­θε­σής της:

«Θυμά­μαι ότι δεν άντε­χα το φως για­τί τα μάτια μου ήταν τραυ­μα­τι­σμέ­να, ακό­μα και το φως του δωμα­τί­ου ήταν επί­πο­νο. Σκέ­φτη­κα να δώσω τέλος στη ζωή μου.

Για όσα διά­στη­μα ήμουν στο νοσο­κο­μείο έλε­γα  στους αστυ­νο­μι­κούς ότι δεν έχω πει­ρά­ξει κανέ­ναν. Προ­σπα­θού­σα να τους βοη­θή­σω, αλλά δε μπο­ρού­σα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπο­ρεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγ­μή, λοι­πόν, μου είπαν ότι είχαν κατα­λή­ξει ποιος έκα­νε την επί­θε­ση. Μου μιλού­σαν για τη κατη­γο­ρού­με­νη και μου έλε­γαν ότι εκεί­νη μού επι­τέ­θη­κε. Μαζί με αυτούς προ­σπα­θού­σα και εγώ να κατα­λά­βω και να τους βοη­θή­σω. Αν ισχύ­ει ‑τους έλε­γα- αυτό που μου λέτε, ότι με παρα­κο­λου­θεί εδώ και 1,5 χρό­νο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέ­ση με αυτόν τον σύντρο­φο που είχε. Δεν μπο­ρού­σαν να απα­ντή­σουν σε αυτό το ερώτημα.

Δεν ήξε­ρα αν ισχύ­ουν όλα αυτά, για­τί το έκα­νε αυτή, τι μου έχει συμ­βεί. Δεν κατα­λά­βαι­να και δεν μπο­ρού­σαν να μου απα­ντή­σουν. Μετά τη προ­φυ­λά­κι­σή της προ­σπά­θη­σα να εστιά­σω στις δυνά­μεις μου, για να μπο­ρέ­σω να βγω από το νοσο­κο­μείο και να βγά­λω σε πέρας τα χει­ρουρ­γεία που έπρε­πε. Στα μισά των χει­ρουρ­γεί­ων, ο οργα­νι­σμός μου δεν άντε­ξε. Ανέ­βα­ζα πυρε­τό, είχα πάθει λοί­μω­ξη. Οι για­τροί μου είπαν ότι κιν­δύ­νευ­σε η ζωή μου. Κόλ­λη­σα και δεύ­τε­ρη λοί­μω­ξη στο μάτι που κιν­δύ­νε­ψα, για δεύ­τε­ρη φορά, να το χάσω. Κάποια στιγ­μή με τη βοή­θεια των για­τρών, τα ξεπε­ρά­σα­με. Ήρθε η στιγ­μή που μου ανα­κοί­νω­σαν ότι θα πάρω εξι­τή­ριο. Μου είπαν ότι επού­λω­σαν τα τραύ­μα­τα που είχα ότι ξεκι­νά­ει ένας μαρα­θώ­νιος και ότι χρειά­ζο­νται πολ­λά χει­ρουρ­γεία, για να είμαι λει­τουρ­γι­κή, να κου­νάω τα χέρια μου, το λαι­μό μου. Μου λέγα­νε ότι είναι ένας μαρα­θώ­νιος με διάρκεια.

Κάποια στιγ­μή, αφού επέ­στρε­ψα στο σπί­τι μου, η έρευ­να συνε­χι­ζό­ταν. Κάποια στιγ­μή, οι αστυ­νο­μι­κοί με ενη­μέ­ρω­σαν για κάποια στοι­χεία που βρί­σκο­νταν στον υπο­λο­γι­στή της και με ρώτη­σαν αν γνω­ρί­ζω κάτι. Είμα­στε από διπλα­νά χωριά, αλλά ποτέ δε κάνα­με παρέα με την κατη­γο­ρού­με­νη, γνω­ρι­στή­κα­με εδώ στην Αθή­να. Βρε­θή­κα­με σε κάποιες γιορ­τές, γενέ­θλια στο σπί­τι συγ­γε­νών μου και ανταλ­λάσ­σα­με κάποιες κουβέντες.

Μου είπα­νε για κάποιες κου­βέ­ντες που είχαν γίνει μετα­ξύ της ξαδέλ­φης μου και της κατη­γο­ρου­μέ­νης, μετά την επί­θε­ση. Οι αστυ­νο­μι­κοί με ρώτη­σαν αν γνω­ρί­ζω κάτι. Μου ζητή­θη­κε, αν μπο­ρώ, να μάθω τι είχε ειπω­θεί μετα­ξύ τους. Κάλε­σα τη ξαδέλ­φη μου στο τηλέ­φω­νο και τη ρώτη­σα τι έχουν πει. Τη ρώτη­σα αν ισχύ­ει και τι ακρι­βώς είχε ειπω­θεί. Μου είπε ότι ισχύ­ει, ότι υπήρ­χε επι­κοι­νω­νία μετα­ξύ τους, ότι δεν μου το είπε για να μη με φέρει σε δύσκο­λη θέση. Μου είπε ότι, μετα­ξύ των συζη­τή­σε­ων, είχαν μιλή­σει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνω­στοί μιλού­σαν για μένα. Τη ρωτού­σε η κατη­γο­ρου­μέ­νη πως είμαι, αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσο­κο­μείο λόγω κορο­νοϊ­ού. Εκεί­νη της είπε ότι δε μπο­ρού­σε να μπει στο νοσο­κο­μείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέ­ρα μου στο προ­αύ­λιο. Επί­σης, μου ανέ­φε­ρε ένα συγκε­κρι­μέ­νο περι­στα­τι­κό που της είχε κάνει εντύ­πω­ση. Η κατη­γο­ρού­με­νη, όπως της είπε, έκα­νε ένα σχό­λιο πολύ προ­σβλη­τι­κό για μένα. Της είπε η κατη­γο­ρού­με­νη: “οκ, αν δε μπο­ρεί να δου­λέ­ψει θα πάρει την απο­ζη­μί­ω­ση και θα ζήσει. Δεν έγι­νε κάτι”. Αυτό θύμω­σε τη ξαδέλ­φη μου. Αυτό το περι­στα­τι­κό, σε συν­δυα­σμό με τις ανα­ζη­τή­σεις που με ενη­μέ­ρω­σαν πως είχε κάνει μετά την επί­θε­ση και σε συν­δυα­σμό με άλλα του­λά­χι­στον 2 περι­στα­τι­κά που έλα­βαν χώρα στο νοσο­κο­μείο — η μητέ­ρα μου μού είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσο­κο­μείο να με δουν, αλλά δεν τους επε­τρά­πη η είσο­δος- όλα αυτά με έκα­ναν να πιστέ­ψω ότι ήθε­λε πραγ­μα­τι­κά να με σκο­τώ­σει και δε στα­μά­τη­σε ούτε και μετά.

Όλα αυτά αν τα συν­δυά­σει κανείς ‑και σύμ­φω­να με το συμπέ­ρα­σμα των αστυ­νο­μι­κών- πρό­θε­σή της ήταν να με σκο­τώ­σει. Έμα­θα εκ τω υστέ­ρων ότι έγι­ναν άλλες τρεις από­πει­ρες. Άλλες δυο έξω από το σπί­τι μου, την είδαν οι γεί­το­νες να κου­βα­λά­ει κάτι ύπο­πτο πάνω της. Σύμ­φω­να με τα στοι­χεία, είχε γίνει μια ακό­μη από­πει­ρα την προη­γού­με­νη ημέ­ρα, η οποία απλά απε­τρά­πη, διό­τι δε με πρό­λα­βε. Δε κατά­φε­ρε να με σκο­τώ­σει. Επί­σης, θέλω να επι­ση­μά­νω ότι ‑πάλι σύμ­φω­να με την αστυ­νο­μι­κή έρευ­να- με τρο­μά­ζει πως είχε μια συμπε­ρι­φο­ρά ανθρώ­που — είχε ανα­στα­τω­θεί όλος κόσμος για το ποιος το έκα­νε — και αυτή βγαί­νει και δια­σκε­δά­ζει και χορεύ­ει πάνω στα τρα­πέ­ζια. Αντί να πει “τι πήγα και έκα­να” ενθαρ­ρύ­νε­ται ακό­μη περισ­σό­τε­ρο και  αρχί­ζει και ανα­ζη­τά τρό­πους και όπλα. Βλέ­που­με έναν άνθρω­πο που δεν πτο­εί­ται, που γίνε­ται ακό­μη χει­ρό­τε­ρος. Αυτό είναι που με φοβί­ζει. Και δε ξέρω ακό­μη ούτε τα κίνη­τρα ούτε ποιοι άλλοι γνώ­ρι­ζαν, για­τί υπάρ­χουν και άλλοι. Σίγου­ρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει».

Η κατά­θε­ση συνε­χί­στη­κε με ερω­τή­σεις της Έδρας προς τη μάρτυρα.

Κλήτευση άλλων δύο προσώπων ζήτησε ο δικηγόρος της

Την κλή­τευ­ση από το δικα­στή­ριο δύο ακό­μη προ­σώ­πων που φέρο­νται να είχαν επι­κοι­νω­νία με την 37χρονη κατη­γο­ρού­με­νη πριν και μετά την επί­θε­ση με βιτριό­λι που εξα­πέ­λυ­σε σε βάρος της Ιωάν­νας Παλιο­σπύ­ρου, ζήτη­σε ο συνή­γο­ρος του θύμα­τος, Από­στο­λος Λύτρας,

Ο κ. Λύτρας είπε στο δικα­στή­ριο πως ο ένας από τους δύο μάρ­τυ­ρες που ζητά να κλη­θούν, μέσω δικη­γό­ρου του, «έχει ανα­φέ­ρει ότι η κατη­γο­ρού­με­νη του είχε ζητή­σει να παρα­κο­λου­θεί το θύμα και να την προ­μη­θεύ­σει με βιτριό­λι. Αυτά τα γνω­ρί­ζου­με από πλη­ρο­φο­ρί­ες και από τη δικογραφία».

Το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο που ζητά η Πολι­τι­κή Αγω­γή να κλη­θεί, είναι μία γυναί­κα που επί­σης φαί­νε­ται να είχε επι­κοι­νω­νί­ες με την κατη­γο­ρού­με­νη σε επί­μα­χους χρό­νους. Τα δύο πρό­σω­πα δεν έχουν κατα­θέ­σει σε κανέ­να στά­διο της υπόθεσης.

«Ζητά­με από το δικα­στή­ριο να κλη­θούν για να δού­με αν υπήρ­χε βοή­θεια προς την κατη­γο­ρού­με­νη χωρίς να υπο­νο­ού­με ότι υπάρ­χει θέμα συνερ­γί­ας» διευ­κρί­νι­σε ο κ. Λύτρας.

Οι απαντήσεις της Ιωάννας στις ερωτήσεις της Έδρας

Νωρί­τε­ρα κατά την εξέ­τα­σή της η Ιωάν­να απά­ντη­σε και για τον 40χρονο άντρα που είχε σχέ­ση με την κατηγορούμενη.

«Δεν έχω γνω­ρί­σει ποτέ τον άντρα για τον οποίο ενδια­φε­ρό­ταν η κατη­γο­ρού­με­νη» απά­ντη­σε η Ιωάν­να Παλιο­σπύ­ρου σε ερώ­τη­ση του προέδρου.

Η μάρ­τυ­ρας είπε πως ο 40χρονος άντρας της έκα­νε αίτη­μα φιλί­ας σε social media το 2018, το οποίο απο­δέ­χθη­κε για­τί είδε πως είχαν κοι­νό γνω­στό την κατη­γο­ρού­με­νη. «Τις επό­με­νες ημέ­ρες δέχθη­κα μήνυ­μα από την κατη­γο­ρού­με­νη» ανέ­φε­ρε η μάρ­τυ­ρας η οποία τόνι­σε πως καθη­σύ­χα­σε την 37χρονη και της έστει­λε σε φωτο­γρα­φί­ες τις συνο­μι­λί­ες με τον Ν.Ο. για να την ηρε­μή­σει. «Μου ζήτη­σε να της στεί­λω το κινη­τό μου και να με καλέ­σει. Το έκα­να, με πήρε, ήταν πολύ ανα­στα­τω­μέ­νη, έκλαι­γε, της είπα να μην ανη­συ­χεί, να μεί­νει ήσυ­χη μαζί μου, προ­σπά­θη­σα να τη συμ­βου­λεύ­σω ότι ο συγκε­κρι­μέ­νος άνθρω­πος δεί­χνει την εντύ­πω­ση ότι στέλ­νει σε διά­φο­ρες κοπέ­λες μηνύ­μα­τα, προ­σπά­θη­σα να την καθη­συ­χά­σω και να την ηρε­μή­σω» είπε η Ιωάν­να και τόνισε:

«Αυτόν τον άνθρω­πο δεν τον έχω δει ποτέ, δεν ξέρω την όψη του. Προ­σπά­θη­σα να φερ­θώ και στους δύο με ευγέ­νεια και δεν ενό­χλη­σα κανέ­ναν τους».

Απα­ντώ­ντας σε ερώ­τη­ση της Πολι­τι­κής Αγω­γής για την στιγ­μή της επί­θε­σης, η Ιωάν­να είπε πως η 37χρονη «ήρθε ακρι­βώς μπρο­στά μου και σημά­δε­ψε ακρι­βώς το πρό­σω­πό μου. Ήταν τόσο κοντά που έβλε­πα μόνο το πρό­σω­πο της. Το χέρι της δεν το είδα για­τί ήταν πολύ κοντά μου, αλλά το πέτα­ξε όλο στο πρό­σω­πο μου και το υγρό μου ήρθε στα μάτια. Νομί­ζω ότι μπο­ρεί και να ήθε­λε να την ανα­γνω­ρί­σω. Μου έδω­σε την εντύ­πω­ση ότι η ικα­νο­ποί­η­σή της ήταν να πει ότι εγώ είμαι αυτή που το κάνω, να την αναγνωρίσω»

Πρό­ε­δρος: Είχα­τε αντι­λη­φθεί κάτι;

Ιωάν­να: Όχι. Δεν είχα αντι­λη­φθεί το παρα­μι­κρό. Δεν είχα σκε­φτεί ότι κάποιος μπο­ρεί να με παρακολουθεί…

Σε ερώ­τη­ση για τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας που αντι­με­τω­πί­ζει η μάρ­τυ­ρας απά­ντη­σε: «Από που να αρχί­σω… Έχω χάσει το αυτί μου, έχω προ­βλή­μα­τα ακο­ής. Το μάτι μου έχει σωθεί αλλά δεν είναι όπως πριν. Το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του προ­σώ­που μου έχει μοσχεύ­μα­τα. Έχω πρό­βλη­μα με το λαι­μό μου, δεν μπο­ρώ να στρί­ψω καθό­λου. Έχω πρό­βλη­μα στα χέρια μου, στα δάχτυ­λα μου. Έχω προ­βλή­μα­τα λει­τουρ­γι­κά τα οποία για να φτά­σω σε ένα καλό επί­πε­δο, όχι όπως πριν, θα χρεια­στούν χει­ρουρ­γεία απο­κα­τά­στα­σης και πάρα πολ­λά χρό­νια, με όλους τους κιν­δύ­νους που αυτά συνεπάγονται»

Πρό­ε­δρος: Πώς είναι η κατά­στα­ση σας σήμερα;

Ιωάν­να: Καταρ­χάς να σας πω ότι μου έχουν πιστο­ποι­ή­σει 90% σωμα­τι­κή ανα­πη­ρία και 50% ψυχι­κή ανα­πη­ρία. Αυτή τη στιγ­μή αφού έχω ξεπε­ρά­σει τον κίν­δυ­νο ζωής, έχουν πάρει δέρ­μα να καλύ­ψουν τα εγκαύ­μα­τα, έχω πρό­βλη­μα στην ακοή, έχω τραύ­μα χει­ρουρ­γι­κό στον λαι­μό μου, έχω τραύ­μα­τα στα χέρια μου που αρκε­τά συχνά δεν μπο­ρώ να ανοί­ξω, τα δάχτυ­λα μου έχουν ενώ­σεις λόγω των τραυ­μά­των, έχω προ­βλή­μα­τα λει­τουρ­γι­κά και ψυχι­κά, τα οποία δεν θα γίνουν ποτέ όπως πριν. Θα χρεια­στούν πολ­λά επί­πο­να χει­ρουρ­γεία απο­κα­τά­στα­σης με όλους τους κιν­δύ­νους που αυτά περι­λαμ­βά­νουν, λοι­μώ­ξε­ων και λοιπά».

Εισαγ­γε­λέ­ας: Ήταν μεγά­λη η ποσό­τη­τα του υγρού;

Ιωάν­να: Ήταν μεγά­λη σίγου­ρα. Όταν μου το έρι­ξε ήταν σαν να ήταν ένα μπου­κά­λι με νερό. Ότι έρι­ξε επά­νω μου ήταν με μία κίνη­ση και ήρθε όλο πάνω μου και με έλου­σε από το κεφά­λι μέχρι κάτω.

Εισαγ­γε­λέ­ας: Εισπνεύ­σα­τε ή κατά­πια­τε το υγρό;

Ιωάν­να: Είμαι σίγου­ρη ότι το μύρι­σα και αν κάποιος μυρί­σει, κατα­λα­βαί­νει ότι είναι καυ­στι­κό. Δεν ξέρω πως έγι­νε και δεν το εισέ­πνευ­σα. Νομί­ζω από καθα­ρή τύχη και θαύ­μα. Η για­τρός μου, μου εξή­γη­σε ότι ήμουν τυχε­ρή που δεν το κατά­πια ή δεν το εισέ­πνευ­σα. Ενώ είμαι καμέ­νη στα χεί­λη και στη μύτη, από θαύ­μα δεν άνοι­ξα το στό­μα μου. Νομί­ζω ότι δεν πρό­λα­βα ούτε αυτό να κάνω… αν το είχα κάνει, η ζημιά θα ήταν ανε­πα­νόρ­θω­τη και θα είχα πεθάνει.

Εισαγ­γε­λέ­ας: Πότε την γνω­ρί­σα­τε την κατηγορουμένη;

Ιωάν­να: Μετά το 2003–2004 που ήρθε στην Αθή­να για σπου­δές, σε κάποια γενέθλια.

Εισαγ­γε­λέ­ας: Μέσω του μηνύ­μα­τος τι σας είπε;

Ιωάν­να: Με είπε «κορι­τσά­κι μου» και με ρώτη­σε για­τί ήμουν φίλη του Ν.Ο. Της είπα ότι δεν τον γνω­ρί­ζω, ότι είχα αίτη­μα φιλί­ας που το απο­δέ­χθη­κα. Μου ζήτη­σε να τον δια­γρά­ψω για­τί έχει σχέ­ση μαζί του.

Εισαγ­γε­λέ­ας: Πήρα­τε την ξαδέλ­φη σας να μάθετε;

Ιωάν­να: Δεν με ενδιέ­φε­ρε να μάθω για τον Ν.Ο. Ούτε για τη σχέ­ση του. Μου είπε εκεί­νη κάτι και το έκανα.

Εισαγ­γε­λέ­ας: Αλλά εκεί­νος συνέχισε…

Ιωάν­να: Ναι μου έστει­λε την επό­με­νη ημέ­ρα. Του εξή­γη­σα ότι τον έχω δια­γρά­ψει και έμμε­σα του εξή­γη­σα το λόγο. Κάπου στα­μά­τη­σε, αλλά επα­νήλ­θε μετά από και­ρό. Δεν θυμά­μαι πότε… τα νέα μηνύ­μα­τα ήταν όπως τα πρώ­τα, γενι­κά και αόρι­στα, ένας άνθρω­πος που ήθε­λε μια παρα­πά­νω επα­φή χωρίς να το εκφρά­ζει όμως. Είμαι πεπει­σμέ­νη πως αν έδι­να κάποιο πάτη­μα θα συνέ­χι­ζε. Ο ίδιος μου είπε ότι δεν έχει σχέ­ση με την κατη­γο­ρου­μέ­νη, όταν του είπα ότι τον διέ­γρα­ψα για­τί γνω­ρί­ζω την κατη­γο­ρου­μέ­νη. Μου είπε ότι δεν είχαν δεσμό […] Η κατη­γο­ρού­με­νη δεν μου είχε πει το αντί­θε­το. Στη συνέ­χεια με ρώτη­σε εκεί­νη αν με έχει ενο­χλή­σει και της είπα «όχι». Τα μηνύ­μα­τα ήταν σε εγκάρ­διο κλί­μα. Δεν ήταν ενοχλημένη.

Η μάρ­τυ­ρας είπε πως για και­ρό οι γεί­το­νές της είχαν παρα­τη­ρή­σει την παρου­σία μας γυναί­κας που ήταν πολύ βαριά ντυ­μένη «που ήταν μέσα στα σκο­τά­δια με το φακό του κινη­τού μπρο­στά από την είσο­δο της πολυ­κα­τοι­κί­ας μου, σε τέτοιο βαθ­μό που το έκρι­ναν επι­κίν­δυ­νο. Την θεώ­ρη­σαν ύπο­πτη κίνη­ση, σαν κάτι να παρα­μο­νεύ­ει. Ανη­σύ­χη­σαν ότι ήταν κάποια οργα­νω­μέ­νη ομά­δα που κάνει κλο­πές. Όταν την προ­σέγ­γι­σαν να την ρωτή­σουν, ήταν πολύ από­το­μη και θρα­σύς λέγο­ντας ότι είναι δημό­σιος χώρος».

Εισαγ­γε­λέ­ας:  Δεν έπαιρ­νε προ­στα­τευ­τι­κά μέτρα;

Ιωάν­να: Προ­σπα­θού­σε να κρυ­φτεί αλλά δεν τα κατά­φερ­νε. Σύμ­φω­να με το γεί­το­νά μου, κρυ­βό­ταν τη νύχτα στις φυλ­λω­σιές. Ερχό­ταν μέσα στο σκοτάδι.

Εισαγ­γε­λέ­ας: Σήμε­ρα μετά από τόσον και­ρό επα­να­λαμ­βά­νε­τε πως δεν υπάρ­χει κάποιο άλλο κίνη­τρο που να αιτιο­λο­γεί την επί­θε­ση εις βάρος σας;

Ιωάν­να: Εγώ δεν βρί­σκω κανέ­να κίνη­τρο για­τί δεν έχει συμ­βεί μετα­ξύ μας το παρα­μι­κρό. Δεν υπάρ­χει τίπο­τα. Η σχέ­ση μας ήταν σχε­δόν ανύ­παρ­κτη και το ύφος της επι­κοι­νω­νί­ας μας φαί­νε­ται από τις συνο­μι­λί­ες μας.

Η δια­δι­κα­σία μετά την ολο­κλή­ρω­ση της κατά­θε­σης του θύμα­τος και την τοπο­θέ­τη­ση της κατη­γο­ρου­μέ­νης συνε­χί­ζε­ται με κατα­θέ­σεις μαρτύρων.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο