Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου — Απολογία κοσμηματοπώλη: «Ξώφαλτσο» το λιντσάρισμα

Τον ισχυ­ρι­σμό πως τα χτυ­πή­μα­τα στο κεφά­λι του Ζακ Κωστό­που­λου ήταν «ξώφαλ­τσα» και είχαν μονα­δι­κό σκο­πό να μην δια­φύ­γει της σύλ­λη­ψης ο «δρά­στης» που βρέ­θη­κε εγκλω­βι­σμέ­νος εντός του κατα­στή­μα­τός του στην οδό Γλάδ­στω­νος πρό­βα­λε ενώ­πιον του Μικτού Ορκω­τού Δικα­στη­ρί­ου ο κοσμη­μα­το­πώ­λης απο­λο­γού­με­νος για την κατη­γο­ρία της θανα­τη­φό­ρας σωμα­τι­κής βλάβης.

Ο 78χρονος κατη­γο­ρού­με­νος δήλω­σε την λύπη του για τον θάνα­το του 33χρονου και εξέ­φρα­σε τα συλ­λυ­πη­τή­ρια του ίδιου και της οικο­γέ­νειάς του στους οικεί­ους του Ζακ Κωστόπουλου.

Με την απο­λο­γία του ο κατη­γο­ρού­με­νος επα­νέ­λα­βε την θέση που δια­τυ­πώ­νει από την αρχή, πως όταν είδε το θύμα μέσα στο κατά­στη­μά του «με ένα μαχαί­ρι στο χέρι», θεώ­ρη­σε ότι επρό­κει­το περί κλο­πής. Όπως ανέ­φε­ρε χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τι έπρε­πε να υπο­θέ­σω; Ότι μπή­κε να πιει καφέ;».

Σύμ­φω­να με όσα είπε στους δικα­στές ο κατη­γο­ρού­με­νος, μονα­δι­κή του επι­δί­ω­ξη σε όσα έκα­νε το μεση­μέ­ρι της 21ης Σεπτεμ­βρί­ου 2018 βρι­σκό­με­νος έξω από το κοσμη­μα­το­πω­λείο του με τον Κωστό­που­λο, τον οποίο αρκε­τές φορές προσ­διό­ρι­σε ως «δρά­στη», εγκλω­βι­σμέ­νο εντός του χώρου, ήταν να «κρα­τή­σω το Ζαχα­ρία στο μαγα­ζί για να έρθει η αστυ­νο­μία να τον συλ­λά­βει». Ανέ­φε­ρε επί­σης πως αυτό που ένιω­σε αντι­με­τω­πί­ζο­ντας αυτήν την ιδιαί­τε­ρη κατά­στα­ση, ήταν απειλή«Ένιωσα ότι με απει­λεί να μην μπο­ρώ να μπω στο μαγα­ζί μου. Αυτό ένιω­σα. Και ήταν η πρώ­τη μου εντύ­πω­ση. Αφού βγή­κε κατά­λα­βα ότι δεν έλει­πε τίπο­τα από το μαγαζί».

Κατά τον κατη­γο­ρού­με­νο, ο 33χρονος ακτι­βι­στής δέχθη­κε από τον ίδιο μόνο μία κλω­τσιά στο κεφά­λι, καθώς οι άλλες δεν ακού­μπη­σαν το θύμα. Ανέ­φε­ρε μάλι­στα ότι οι κλω­τσιές που του κατα­λο­γί­ζει η δικο­γρα­φία, δεν θα μπο­ρού­σαν να είναι θανα­τη­φό­ρες, καθώς ήταν «ξώφαλ­τσες».

Απα­ντώ­ντας σε δεκά­δες ερω­τή­σεις από την έδρα, ο κοσμη­μα­το­πώ­λης είπε πολ­λές φορές πως ο ακτι­βι­στής τελι­κά «δεν έκλε­ψε τίπο­τε απο­λύ­τως», γεγο­νός για το οποίο, ωστό­σο, σε διά­λο­γό του με την πρό­ε­δρο απέ­δω­σε «στον εγκλω­βι­σμό του δρά­στη». Όπως ανέ­φε­ρε «Το ότι δεν έκλε­ψε με κάνει να βγά­ζω τα συμπε­ρά­σμα­τά μου. Σε δευ­τε­ρό­λε­πτα θα μπο­ρού­σε να κλέ­ψει. Πήγε στο ταμείο δεν βρή­κε λεφτά, εγκλω­βί­στη­κε και φοβή­θη­κε και σκέ­φτη­κε να μην κλέ­ψει για να μην τον πιά­σουν με τα πράγ­μα­τα πάνω του».

Σε ερω­τή­σεις των δικα­στών, ο κατη­γο­ρού­με­νος παρα­δέ­χθη­κε πως δεν πέρα­σε καμία στιγ­μή από το μυα­λό του να προ­σπα­θή­σει να ηρε­μή­σει τον 33χρονο, να του μιλή­σει ή ακό­μη, όπως του ανέ­φε­ρε η πρό­ε­δρος, και να τον αφή­σει εγκλω­βι­σμέ­νο μέσα στο μαγα­ζί αφού είχε στό­χο μόνο την σύλ­λη­ψή του από την αστυ­νο­μία, όπως ο ίδιος ανα­φέ­ρει. Ο κατη­γο­ρού­με­νος επι­κα­λέ­στη­κε φόβο, επει­δή «ήταν οπλι­σμέ­νο» το θύμα, ενώ είπε πως δεν ήθε­λε να δια­φύ­γει καθώς θεω­ρού­σε πως θα έχει μαζί του πράγ­μα­τα από το μαγαζί.

Ο κατη­γο­ρού­με­νος ρωτή­θη­κε επί­σης και για τον τρό­πο της επέμ­βα­σης που επέλεξε

-Πρό­ε­δρος: Πως ζυγί­ζε­τε αυτές τις ενέρ­γειες: πατάω το χέρι κάποιου ή κλω­τσάω το κεφά­λι; Ποια η διαφορά;

-Κατη­γο­ρού­με­νος: Τα χτυ­πή­μα­τα τα δικά μου δεν ήταν σοβα­ρά. Δεν είναι χτύ­πη­μα που κοι­τά­ει να επι­φέ­ρει θάνατο.

-Πρό­ε­δρος: Και ποιο χτύ­πη­μα είναι αυτό που επι­φέ­ρει θάνατο;

-Κατη­γο­ρού­με­νος: Ήταν ξώφαλ­τσες οι κλω­τσιές. Δεν τον πήραν και καλά. Από άλλο πέθα­νε. Δεν ήταν και στα καλά του. Το παι­δί είχε κάποιο πρό­βλη­μα σοβα­ρό. Δεν μπαί­νεις έτσι σε ένα κατάστημα….

-Εισαγ­γε­λέ­ας: Σκε­φτή­κα­τε να μην τον χτυπήσετε;

-Κατη­γο­ρού­με­νος: Ήμουν σε κάποια ψυχο­λο­γι­κή κατά­στα­ση και ήθε­λα να τον κρα­τή­σω στο μαγα­ζί για να έρθει η αστυνομία…

-Εισαγ­γε­λέ­ας: Σπά­ζο­ντας την τζα­μα­ρία πως θα τον σταματούσατε;

-Κατη­γο­ρού­με­νος: Με τις κλω­τσιές, με το πόδι να τον στα­μα­τή­σου­με. Να τον φοβε­ρί­σου­με. Ίσως να παρα­σύρ­θη­κα λιγά­κι από τις φωνές του κόσμου που έλε­γε να μην τον αφή­σου­με να φύγει.

-Εισαγ­γε­λέ­ας: Ο κόσμος έλε­γε επί­σης και να τον αφή­σε­τε ήσυ­χο, να μην τον σκοτώσετε..

-Κατη­γο­ρού­με­νος: Έκα­να λάθος με τον τρό­πο που προ­σπά­θη­σα να τον κρατήσω..

-Πάρε­δρος: Επι­τε­θή­κα­τε στο κεφά­λι σε ένα ευπα­θές σημείο. Αυτό εξετάζουμε…

-Κατη­γο­ρού­με­νος: Ο σκο­πός ήταν να τον κρα­τή­σω να έρθει η αστυ­νο­μία. Για­τί να τον σκο­τώ­σω; Να γίνει τί;

Ο κατη­γο­ρού­με­νος είπε κατά την εξέ­τα­σή του από το δικα­στή­ριο, πως δεν είχε ασφα­λι­σμέ­νο το συγκε­κρι­μέ­νο κατά­στη­μα, λόγω μεγά­λου κόστους, αλλά και επει­δή δεν ασφα­λί­ζουν εύκο­λα μαγα­ζιά στην επί­μα­χη περιο­χή. Ανα­φέρ­θη­κε επί­σης σε κλο­πή που είχε γίνει στο κατά­στη­μά του το 2010.

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο