Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη για το Μάτι: Η ιστορία των 9χρονων δίδυμων κοριτσιών που κάηκαν αγκαλιασμένα με τους παππούδες τους

Την οδυ­νη­ρή ιστο­ρία των 9χρονων δίδυ­μων κορι­τσιών, που χάθη­καν αγκα­λια­σμέ­να με τον παπ­πού και την για­γιά τους στο κτή­μα της φρί­κης, όπου κάη­καν 26 άνθρω­ποι στο Μάτι άκου­σαν σήμε­ρα οι δικα­στές στην δίκη για την φονι­κή πυρκαγιά.

Μία ιστο­ρία αγω­νί­ας και ασύλ­λη­πτου πόνου, αλλά και ποτα­πών συμπε­ρι­φο­ρών μέχρι να εντο­πι­στεί «αυτή η υπέ­ρο­χη άμορ­φη μάζα» των αγα­πη­μέ­νων του, όπως κατέ­θε­σε ο πατέ­ρας των κορι­τσιών και γιος των δύο παπ­πού­δων τους, Ιωάν­νης Φιλιππόπουλος.

Τα δύο κορι­τσά­κια, η Σοφία και η Βασι­λι­κή με τον παπ­πού τους Φίλιπ­πο και την για­γιά τους Σοφία βρέ­θη­καν, μετά από αγω­νιώ­δεις προ­σπά­θειες να εντο­πι­στούν, αγκα­λια­σμέ­νοι στο οικό­πε­δο της οικο­γέ­νειας Φράγκου.

«Στο οικό­πε­δο με τα 26 πτώ­μα­τα ήταν το πρώ­το αμά­ξι του πατέ­ρα μου, αφού έκα­ναν έρευ­νες βρή­καν αυτή την υπέ­ρο­χη άμορ­φη μάζα, η μανού­λα μου από κάτω, τα κορί­τσια στη μέση και ο πατέ­ρας μου από πάνω με τα χέρια του ανοι­χτή αγκα­λιά», είπε ο κ. Φιλιππόπουλος.

Τόσο ο πατέ­ρας των δύο 9χρονων όσο και η μητέ­ρα τους ανα­φέρ­θη­καν στο δικα­στή­ριο και σε μία απο­κρου­στι­κή, απάν­θρω­πη πτυ­χή των όσων βίω­σαν ανα­ζη­τώ­ντας τους οικεί­ους τους. Όπως είπαν, επει­δή απευ­θύν­θη­καν δημό­σια για πλη­ρο­φο­ρί­ες δίνο­ντας τηλέ­φω­νο, δέχθη­καν κλή­σεις από ανθρώ­πους που «έπαι­ζαν» με την αγω­νία που βίω­ναν, δεί­χνο­ντας από­λυ­τη σκλη­ρό­τη­τα: «Απελ­πι­σμέ­νος, είπα θα βγω στα κανά­λια να μιλή­σω μήπως έχει δει κάποιος τα παι­διά. Έδω­σα τηλέ­φω­νο. Με παίρ­να­νε τηλέ­φω­νο, “έλα έχου­με τα παι­διά σου”, “τα σκο­τώ­νου­με”, μου έκα­ναν παι­δι­κές φωνές και βάζα­νε τα γέλια..», κατέ­θε­σε συντε­τριμ­μέ­νος ο πατέρας.

Η μητέ­ρα των δίδυ­μων κ. Γεωρ­γία Ξυρα­φά­κη περιέ­γρα­ψε τις ώρες και τις ημέ­ρες αγω­νί­ας που βίω­σαν μέχρι τελι­κά να εντο­πι­στούν και να ταυ­το­ποι­η­θούν οι σοροί των παι­διών της και των πεθε­ρι­κών της.

«Εκεί­νο το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο ήμουν με τα κορι­τσά­κια μου και τα πεθε­ρι­κά μου στη Νέα Μάκρη. Δευ­τέ­ρα 23 Ιου­λί­ου 2018 έπρε­πε να γυρί­σου­με προς Αθή­να για­τί έπρε­πε τα πεθε­ρι­κά μου να κάνουν κάτι υπο­χρε­ώ­σεις. Γυρί­σα­με Αθή­να, φτά­σα­με στο σπί­τι μας στην Καλ­λι­θέα και αφού κάνα­νε τις δου­λειές που είχαν, έφυ­γαν και κατευ­θυν­θή­κα­νε στη Νέα Μάκρη σε μία οικία που μίσθω­ναν. Ήταν όλα ήσυχα..Τους χαι­ρε­τή­σα­με και ήταν η τελευ­ταία φορά που τους είδαμε..».

Η μάρ­τυ­ρας, εξι­στο­ρώ­ντας την ημέ­ρα της τρα­γω­δί­ας, είπε πως ανα­ζη­τού­σε ανε­πι­τυ­χώς στο τηλέ­φω­νο τον πεθε­ρό και την πεθε­ρά της. «Πήρα τηλέ­φω­νο τον σύζυ­γό μου να τον ρωτή­σω που βρι­σκό­ταν και του είπα πως οι γονείς σου και τα παι­διά μας έχουν ξεκι­νή­σει για Νέα Μάκρη. Μου λέει εντά­ξει έρχο­μαι κι εγώ σπί­τι. Ξεκί­νη­σα να παίρ­νω τηλέ­φω­νο την πεθε­ρά και τον πεθε­ρό μου, αλλά δεν μπο­ρού­σα να τους πιά­σω. Εκεί άρχι­σα να ανη­συ­χώ. Ήθε­λα να δω τι συνέ­βαι­νε. Με πήρε ξανά τηλέ­φω­νο ο σύζυ­γος μου. Μιλή­σα­με και πάλι με την αδελ­φή του. Είχε επι­κοι­νω­νία με την μητέ­ρα της, ήταν στη λεω­φό­ρο Μαρα­θώ­νος στη στά­ση Ραφή­νας και της είπε ότι είχα­νε φωτιές. Τότε αρχί­σα­με να ανη­συ­χού­με πραγ­μα­τι­κά. Βάλα­με ειδή­σεις. Παίρ­να­με τηλέ­φω­νο τα πεθε­ρι­κά μου συνε­χό­με­να. Δεν πιά­να­με γραμ­μή. Παίρ­να­με την αστυ­νο­μία τους λέγα­με ότι τα παι­διά και τα πεθε­ρι­κά μου πήγαι­ναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ότι ακό­μα δεν είχαν εικό­να. Τότε ο σύζυ­γός μου πήρε το μηχα­νά­κι και μου είπε: “θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω” ..Κάποια στιγ­μή με πήρε τηλέ­φω­νο. Μου είπε ότι είναι στο δρό­μο: “Έχει φωτιές δεξιά αρι­στε­ρά δεν μπο­ρώ να προ­χω­ρή­σω, είναι παντού σκο­τά­δι και φωτιά”. Του λέω σε παρα­κα­λώ γύρ­να πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσέ­να. Η αγω­νία άρχι­σε να φου­ντώ­νει. Αρχί­σα­με να παίρ­νου­με τηλέ­φω­νο την Προ­σβε­στι­κή. Μπο­ρεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονό­μα­τα όλων μας. Τότε ξεκι­νή­σα­με να πηγαί­νου­με στα νοσο­κο­μεία. Δεν βρή­κα­με άκρη, γυρί­σα­με σπί­τι. Θυμά­μαι ότι δού­λευε την επό­με­νη ημέ­ρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ..».

Η γυναί­κα περιέ­γρα­ψε την οδύσ­σεια που βίω­σαν προ­σπα­θώ­ντας να βγά­λουν κάποια άκρη, μιλώ­ντας με κάθε αρμό­δια υπη­ρε­σία. Η Πυρο­σβε­στι­κή τους είπε να ανα­ζη­τή­σουν «στους πεθα­μέ­νους» τα παι­διά και τα πεθε­ρι­κά της και τους έστει­λαν στο Γου­δή να δώσουν γενε­τι­κό υλι­κό και περι­γρα­φή του τι φορούσαν.

Και ενώ η πολύ­ω­ρη προ­σπά­θειά τους να βρουν τι απέ­γι­ναν τα κορι­τσά­κια και οι παπ­πού­δες τους δεν είχε φέρει απο­τέ­λε­σμα, ένα βίντεο που είδαν τους ανα­στά­τω­σε, ενώ βρί­σκο­νταν στο Σχι­στό όπου έφθα­ναν οι σοροί.

«Καθώς περι­μέ­να­με εκεί, είδα­με στο ίντερ­νετ ένα βίντεο με ένα αλιευ­τι­κό με κάτι παι­δά­κια που μοιά­ζα­νε πάρα πολύ με τα κορί­τσια μας. Μας έδω­σε ελπί­δες. Είμα­σταν σχε­δόν σίγου­ροι ότι ήταν αυτές. Φύγα­με και πήγα­με προς τον τηλε­ο­πτι­κό σταθ­μό που πρό­βα­λε το βίντεο. Δυστυ­χώς δεν μπο­ρέ­σα­με να το δού­με και φύγα­με. Βγά­λα­με φωτο­γρα­φία που φαί­νο­νταν τα κορί­τσια και κατευ­θυν­θή­κα­με, στις 24/7 στο Λιμε­νι­κό μήπως μάθου­με πλη­ρο­φο­ρί­ες. Μας είπαν πως υπήρ­χαν πολ­λά παι­δά­κια όντως στο πρώ­το αλιευ­τι­κό, αλλά δεν είχαν κατα­γρά­ψει ονό­μα­τα. Εκεί ανα­πτε­ρώ­θη­κε το ηθι­κό μας, είπα­με θα τα βρού­με τα παι­διά μας, κάποιος θα τα έχει φρο­ντί­σει. Πήγα­με στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα και προ­σπα­θού­σα­με να μάθου­με κι εκεί πλη­ρο­φο­ρί­ες. Μετά κατευ­θυν­θή­κα­με σε κάποια γήπε­δα. Εγώ πήγα στο δημαρ­χείο Ραφή­νας όπου υπήρ­χαν δημο­σιο­γρά­φοι και μου λέει ο σύζυ­γος μου θα μιλή­σω μήπως κάποιος έχει κάποια πλη­ρο­φο­ρία. Δώσα­με το τηλέ­φω­νο του συζύ­γου. Ξεκί­νη­σε άλλο μαρ­τύ­ριο μας έπαιρ­ναν τηλέ­φω­νο και μας έλε­γαν τα παι­διά σας είναι εδώ, τρώ­νε παγω­τό, άλλοι μας έλε­γαν ήταν εδώ δίπλα μας και καί­γο­νταν. Λέγα­με απο­κλεί­ε­ται, οι παπ­πού­δες θα έκα­ναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλα­βή», είπε η μητέρα.

Όπως είπαν οι μάρ­τυ­ρες, τέσ­σε­ρις μέρες μετά την πυρ­κα­γιά ταυ­το­ποι­ή­θη­καν οι σοροί των παπ­πού­δων, οι οποί­οι ήταν αγκα­λια­σμέ­νοι με δύο μικρό­τε­ρης ηλι­κί­ας σορούς: «Ήταν τα παι­διά μας! Την επό­με­νη ημέ­ρα ταυ­το­ποι­ή­θη­καν. Η πεθε­ρά μου κάτω τα παι­διά στην μέση και ο πεθε­ρός μου από πάνω με ανοι­κτές αγκα­λιές. Τους ήταν δύσκο­λο να ταυ­το­ποι­ή­σουν ποια είναι ποια. Επει­δή ήταν δίδυ­μα και ίδια ηλι­κία δεν μπο­ρού­σαν να ταυ­το­ποι­η­θούν, με απο­τέ­λε­σμα να τους κηδεύ­σου­με 3 Αυγού­στου 2018..».

Απα­ντώ­ντας σε ερω­τή­σεις της υπο­στή­ρι­ξης της κατη­γο­ρί­ας η μάρ­τυ­ρας τόνι­σε πως τους έβα­λαν ανα­γκα­στι­κά σε πορεία προς το Μάτι και εγκλω­βί­στη­καν. «Πιστεύω ότι παγι­δευ­τή­κα­νε! Δεν τους επι­τρέ­πα­νε επι­στρο­φή προς την Αθή­να», είπε.

Ο πατέ­ρας των κορι­τσιών, «Ιωάν­νης Φιλιπ­πό­που­λος, ο πατέ­ρας της Σοφί­ας και της Βασι­λι­κής και ο γιος του Φίλιπ­που και της Σοφί­ας», όπως είπε στην έναρ­ξη της κατά­θε­σής του, ανέ­φε­ρε πως όταν πήγε με το μηχα­νά­κι να ψάξει τα παι­διά και τους γονείς του, φθά­νο­ντας στο Κόκ­κι­νο Λιμα­νά­κι «κάνα­νε προ­σπά­θειες να με στα­μα­τή­σουν, αλλά μόνο αν με πυρο­βο­λού­σαν θα με στα­μα­τού­σαν. Ήταν παντού φωτιά, απελ­πί­στη­κα. Γύρι­σα μήπως βρω κάποιον να ρωτή­σω. Δεν υπήρ­χε πυρο­σβε­στι­κή, αστυ­νο­μία. Δεν έβρι­σκα κανέ­ναν. Εκεί στο δρό­μο υπήρ­χε ένα βεν­ζι­νά­δι­κο στη Ραφή­να και τους λέω τι κάνε­τε εδώ φύγε­τε είναι επι­κίν­δυ­νο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολί­της και τους έδιω­ξα. Κατέ­βη­κα στο λιμά­νι της Ραφή­νας τους έψα­χνα: τίπο­τα. Γυρ­νάω πίσω, πάμε στα νοσο­κο­μεία, παντού αρνη­τι­κή απά­ντη­ση. Πήρα­με αστυ­νο­μία, πυρο­σβε­στι­κή. Μας έλε­γαν όλη νύχτα είστε η πρώ­τη μας προτεραιότητα».

Όπως είπε, μετά από ώρες ανα­ζή­τη­σης και δεκά­δες τηλέ­φω­να στις αρμό­διες υπη­ρε­σί­ες «με πήραν από την Πυρο­σβε­στι­κή. Μου λέει “τους έχω ελέγ­ξει. Στους ζωντα­νούς δεν είναι! Ψάξ­τε στους πεθα­μέ­νους. Πήγαι­νε στο Γου­δή”. Τρέ­χου­με στο Γου­δή, μπαί­νου­με μέσα και μας άρχι­σαν διά­φο­ρα. Λέω ψάχνου­με τα δίδυ­μα παι­διά μας και τους γονείς μας, πεί­τε μας τι πρέ­πει να κάνου­με. Έδω­σαν πρώ­τα έμφα­ση σε εμέ­να. Δυστυ­χώς έχω τζακ ποτ και γονιός και παι­δί στα θύματα..».

Ο μάρ­τυ­ρας ανα­φέρ­θη­κε στις ανα­τρι­χια­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες, που κλή­θη­κε να δια­χει­ρι­στεί για το χαμό των δικών του.

«Εάν εκεί­νη η ημέ­ρα δεν ήταν Δευ­τέ­ρα και ήταν Κυρια­κή θα είχα­με χιλιά­δες θύμα­τα. Ο πατέ­ρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στό­μα του λύκου. Το αμά­ξι ήταν κλει­δω­μέ­νο που σημαί­νει είχε ψυχραι­μία να πάει στη θάλασ­σα. Αν μπο­ρεί να ανα­κου­φί­σει κάπως αυτό: τα κορι­τσά­κια λόγω ηλι­κί­ας πεθά­να­νε νωρί­τε­ρα. Που σημαί­νει πως οι γονείς μου κου­βα­λού­σαν δύο νεκρά κορί­τσια, δεν τα εγκα­τέ­λει­ψαν.. Όταν ταυ­το­ποι­ή­θη­καν οι σοροί των γονιών μου μας είπαν “πάρ­τε τους γονείς σας, τα κορί­τσια δεν μπο­ρού­με να τα δώσου­με”. Μου λένε δεν μπο­ρού­με να ταυ­το­ποι­ή­σου­με ποια είναι η Σοφία και ποια η Βασι­λι­κή. Τους λέω κάντε μία αερο­βά­πτι­ση, αν είναι δυνα­τόν. Ζήτη­σαν από την γυναί­κα μου εκμα­γεία, τα παρα­δώ­σα­με στο νεκρο­το­μείο και μας δώσα­νε τα κορί­τσια… Μετά από τρεις ημέ­ρες μας ειδο­ποι­ή­σα­νε ότι τα πόδια της μάνας μου ήταν μερι­κά μέτρα μακριά.. Κάνα­με μία συμπλη­ρω­μα­τι­κή ταφή τρεις ημέ­ρες μετά… Τους είπα να σφρα­γί­σουν τα φέρε­τρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγι­ζαν, μάτια δεν υπήρ­χαν, τα χερά­κια τους είχαν σου­ρώ­σει… Ζήτη­σα να κατε­βά­σω εγώ τα φέρε­τρα, σαν τελευ­ταίο αντίο, δεν μπο­ρού­σα να κόψω ούτε μία τού­φα μαλ­λά­κι, να έχω να θυμά­μαι… Ζήτη­σα αυτό.. Μπο­ρέ­σα­με να συνε­χί­σου­με τη ζωή μας, μισοί πεθα­μέ­νοι, μισοί καμέ­νοι, μισοί ζωντα­νοί. Τους πήγαν σε επι­κίν­δυ­νο μέρος, χωρίς να υπο­λο­γί­σουν τις συνέ­πειες. Η δικιά μου οικο­γέ­νεια πήγε τσάμπα».

Η αδελ­φή του κ. Φιλιπ­πό­που­λου, Ελέ­νη, δεί­χνο­ντας στο δικα­στή­ριο ένα καμέ­νο βρα­χιό­λι ‑ό,τι είχε απο­μεί­νει από τη μητέ­ρα της- κατέ­θε­σε πως πήγε στο χωρά­φι που κάη­καν οι δικοί της. «Γύρω από εκεί θάνα­τος, όλα καμέ­να. Οι σοροί τους βρέ­θη­καν 122 μέτρα από το αμά­ξι, που σημαί­νει ότι τρέ­ξα­νε να πάνε προς την πορ­τού­λα προς τη θάλασσα..Ο πατέ­ρας μου εκεί­νη την στιγ­μή, πήγε από πάνω τους για να τους προ­στα­τέ­ψει (κλαίει)…Κάποια στιγ­μή πήγα ξανά εκεί. Σε αυτό το χωρά­φι δεν ήξε­ρες τι πάτα­γες.. Στα δικά μου μάτια θα μεί­νει ένα νεκροταφείο».

Στο δικα­στή­ριο κατέ­θε­σε και η κ. Βαρ­βά­ρα Γεωρ­γα­κο­πού­λου που έχα­σε τον σύζυ­γό της. «Δεν υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο συναί­σθη­μα από το να αφή­νεις πίσω τη σορό του δικού σου ανθρώ­που». Η μάρ­τυ­ρας ήταν μέχρι τις 12 το βρά­δυ στην παρα­λία, έχο­ντας δίπλα της το άψυ­χο σώμα του συζύ­γου της. «Κάποια στιγ­μή στις 12 μου λένε αυτή είναι η τελευ­ταία βάρ­κα… Δεν μπο­ρώ να τον αφή­σω τους λέω. Μου λένε δε γίνε­ται να μεί­νε­τε, έχου­με εντο­λή να εκκε­νώ­σου­με την ακτή. Δεν υπάρ­χει χει­ρό­τε­ρο συναί­σθη­μα να φεύ­γεις και να αφή­νεις πίσω σου τον άνθρω­πο σου νεκρό.. Ανα­γνω­ρί­στη­κε μετά από 13 ημέ­ρες. Άλλος θάνα­τος για μένα».

Η κ. Ειρή­νη Ορφα­νού κατέ­θε­σε για την απώ­λεια της αδελ­φής της. «Ήρθα να κατα­θέ­σω για την απώ­λεια της αδερ­φής μου. Όλα αυτά τα χρό­νια υπήρ­χαν πολ­λές φωτιές, αλλά επί της Μαρα­θώ­νος πάντα υπήρ­χαν πυρο­σβε­στι­κά. Υπήρ­χε μια τάξη. Εκεί­νη την ημέ­ρα η αδερ­φή μου ήταν μόνη της. Εγώ έκα­να την τελευ­ταία μου χημειο­θε­ρα­πεία και ήμουν στην Αγία Παρα­σκευή. Δεν υπήρ­χε άνθρω­πος να πάει να τη βοη­θή­σει. Κατέ­βη­κε τα σκα­λιά και εκεί έμει­νε. Ήταν καμέ­νη, ήταν συγκλο­νι­στι­κό θέα­μα..» κατέ­θε­σε η μάρ­τυ­ρας, η οποία τόνι­σε πως «αυτό που έγι­νε με το Μάτι δεν είχε γίνει ξανά ποτέ».

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο