Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη για το Μάτι: Ταράζουν και τον πιο ψύχραιμο άνθρωπο οι καταθέσεις όσων έχασαν ανθρώπους τους

Ταρά­ζουν και τον πιο ψύχραι­μο άνθρω­πο οι κατα­θέ­σεις όσων έχα­σαν τους αγα­πη­μέ­νους τους στις φλό­γες που κύκλω­σαν το Μάτι. Είναι οι ιστο­ρί­ες απώ­λειας, οδύ­νης και καη­μού για εκεί­να που δεν έγι­ναν το από­γευ­μα 23 Ιου­λί­ου 2018, για τις εικό­νες “ται­νί­ας κατα­στρο­φής”, τις αγω­νιώ­δεις προ­σπά­θειες να σωθούν και να σώσουν και άλλους, για τις στιγ­μές που εξου­θε­νω­μέ­νοι, καμέ­νοι, ανα­γκά­στη­καν να αφή­σουν πίσω ανθρώ­πους που χάθη­καν στην από­λυ­τη κόλαση.

Τις σημε­ρι­νές κατα­θέ­σεις άνοι­ξε η Πανα­γιώ­τα Μαλαί­νου που έχα­σε την 73χρονη μητέ­ρα της η οποία έμε­νε στο Μάτι με την ανι­ψιά τής μάρ­τυ­ρα. Η ηλι­κιω­μέ­νη γυναί­κα βρέ­θη­κε στην Αργυ­ρά Ακτή. «Μπή­καν στο νερό για να σωθούν. Στο σώμα τους και το κεφά­λι τους έπε­φταν αντι­κεί­με­να καιό­με­να. Ήρθε ένα κύμα σαν σκού­πα και τους τρά­βη­ξε μέσα. Τους μάζε­ψε ένα καΐ­κι ιδιω­τι­κό. Την Ειρή­νη, ημι­θα­νή. Παι­δο­ψυ­χί­α­τροι την εξε­τά­ζουν από τότε» είπε η μάρ­τυ­ρας η οποία συνέ­χι­σε: «Πήγα στο Λιμε­ναρ­χείο να ρωτή­σω για τη μητέ­ρα μου. Μου είπαν ότι ήταν νεκρή, βρή­κα­νε στο τσα­ντά­κι της την ταυ­τό­τη­τα. Έψα­χνα όλη τη νύχτα στα καμέ­να, σε εκεί­νο το οικό­πε­δο που βρή­καν τους 26. Περί­που 8–9 ώρες την έψα­χνα. Δεν μπο­ρού­σα να την ανα­γνω­ρί­σω. Είχε φου­σκώ­σει από τα θερ­μά αέρια. Πήγα δυο φορές για αναγνώριση».

Για την ανι­ψιά της η μάρ­τυ­ρας είπε: «Δεν ξέρω πώς να σας μετα­φέ­ρω το πόνο της. Ήταν τέσ­σε­ρις ώρες μέσα στη θάλασ­σα. Ρωτά­ει “για­τί μας άφη­σαν;”. Κάθε χρό­νο παίρ­νω τον καπε­τά­νιο που την έσω­σε στη γιορ­τή του να ευχη­θώ. Έσω­σε την Ειρή­νη, την έφε­ρε ζωντανή…Το παι­δί είναι αμί­λη­το από εκεί­νη την ημέ­ρα, ένα πανέ­ξυ­πνο πλά­σμα δε μπο­ρεί να τελειώ­σει το σχο­λείο. Δεν ξέρω τι να σας πω… Τι να σας πω για εκεί­νη τη νύχτα…».

Ο Ευάγ­γε­λος Κωστό­που­λος έχα­σε τη μητέ­ρα του στο Κόκ­κι­νο Λιμα­νά­κι ενώ ο πατέ­ρας υπέ­στη εκτε­τα­μέ­να εγκαύ­μα­τα αλλά κατά­φε­ρε να κρα­τη­θεί στη ζωή. «Ο πατέ­ρας μου έμε­νε στο Κόκ­κι­νο Λιμα­νά­κι. Μιλή­σα­με στο τηλέ­φω­νο και τους ζήτη­σα να φύγουν. Μου απά­ντη­σε ότι βλέ­πει ένα ελι­κό­πτε­ρο που πετά­ει και μου είπε: “Μην ανη­συ­χείς, θα τη στα­μα­τή­σουν όπως κάθε καλο­καί­ρι”. Κάποια στιγ­μή με πήρε η αδελ­φή μου και μου είπε: “Τρέ­χα οι γονείς μας καί­γο­νται”» κατέ­θε­σε ο μάρ­τυ­ρας ο οποί­ος είπε πως πήγε με το μηχα­νά­κι του στην περιο­χή παρά τα απα­γο­ρευ­τι­κά της Αστυνομίας.

«Στο Κόκ­κι­νο Λιμα­νά­κι είδα τον πρώ­το καμέ­νο, σε ένα κάμπινγκ. Ένας άλλος τον κοί­τα­ζε και στέ­κο­νταν ακί­νη­τος δεν μπο­ρού­σε να κατα­λά­βει τι έβλε­πε. Ήταν ένα κάρ­βου­νο. Το τοπίο ήταν τρο­μα­κτι­κό. Δεν μπο­ρού­σες να κατα­λά­βεις πού είναι το σπί­τι σου. Τέτοιες εικό­νες ούτε σε ται­νία. Κοκά­λω­σα και εγώ. Το διπλα­νό σπί­τι από το δικό μας είχε 20 μέτρα φλό­γες. Τα άλλα σπί­τια δεν υπήρ­χαν. Έτρε­ξα από πίσω από το σπί­τι μας. Εκεί που ήξε­ρα ότι κάθε­ται η μητέ­ρα μου. Ήταν πεσμέ­νη… είχε πεθά­νει. Κάη­κε από το θερ­μι­κό κύμα, είχε μου­μιο­ποι­η­θεί… Ο πατέ­ρας μου φώνα­ζε μέσα από το σπί­τι… καί­γο­νταν η κου­ζί­να. Κατά­φε­ρα να μπω στο σπί­τι, είχε πολύ καπνό. Ο πατέ­ρας μου ήταν ξαπλω­μέ­νος. Καμέ­νος σε χέρια και πόδια. Το μόνο αυτο­κί­νη­το που δεν είχε καεί ήταν το δικό μας. Έμοια­ζε σαν να το είχε χτυ­πή­σει χαλά­ζι. Τον πήρα στην πλά­τη τον έβα­λα μέσα και ξεκι­νή­σα­με… Πήγα­με προς Ραφή­να. Ήταν σε πολύ άσχη­μη κατά­στα­ση. Πρώ­τα πήγα­με στο “Σωτη­ρία” και μετά στον “Ευαγ­γε­λι­σμό”. Εκεί αμέ­σως τον δια­σω­λή­νω­σαν. Χέρια πόδια και πρό­σω­πο ήταν καμέ­να. Προ­σπα­θού­με να συνέλ­θου­με από εκεί­νη την ημέρα…».

Για την απώ­λεια του γιού του κατέ­θε­σε ο Ευάγ­γε­λος Χαμη­λο­θώ­ρης. «Ο γιος μου εργά­ζο­νταν και σχό­λα­γε στις 6. Μιλή­σα­με και μου είπε: “μας μπλέ­ξα­νε με τη φωτιά”. Εκεί­νη τη στιγ­μή ακού­στη­κε ένας θόρυ­βος και κόπη­κε η επι­κοι­νω­νία μας. Μετά δεν είχα­με καμία επα­φή… Ψάχνα­με με τη σύζυ­γο μου. Συγ­γε­νείς μάς είπαν ότι έφερ­ναν επι­ζώ­ντες σε Νέα Μάκρη και Ραφή­να. Πήγα­με στη Νέα Μάκρη και μας ενη­μέ­ρω­σαν πως “δεν φέρ­νουν εδώ επι­ζώ­ντες, μόνο στη Ραφή­να”. Πήγα­με στη Ραφή­να, δεν υπήρ­χε κανέ­να νέο. Αυτό κρά­τη­σε μέχρι το πρωί. Μας είπαν τότε ότι ήρθε και το τελευ­ταίο πλοίο με επι­ζώ­ντες. Από εκεί άρχι­σε ο Γολ­γο­θάς μας. Όπως κατά­λα­βα είχε βρε­θεί η σορός αλλά δε μας το λέγα­νε. Την επό­με­νη ημέ­ρα μάς ειδο­ποί­η­σαν να παρα­λά­βου­με τη σορό του παι­διού μου. Ο ανα­κρι­τής και ο ιατρο­δι­κα­στής μάς είπε ότι ο γιος μου δεν υπέ­φε­ρε. Πρώ­τα λιπο­θύ­μη­σε από τον καπνό και μετά κάη­κε. Ήταν ένα είδος παρη­γο­ριάς για εμάς. Ο γιος μου εγκλω­βί­στη­κε στον δρό­μο του θανά­του και εκεί χάθη­καν πολ­λοί. Είχε ακού­σει μάλ­λον ότι η φωτιά πάει προς τον Άγιο Πέτρο και απο­φά­σι­σε να πάει από Μαρα­θώ­νος. Τους οδη­γού­σαν προς αυτό τον δρόμο…».

Μετά από τον χαμό του γιου τους, όπως είπε ο μάρ­τυ­ρας, η σύζυ­γός του άρχι­σε να μην είναι καλά: «Ήταν μια υγι­ής γυναί­κα αλλά από εκεί­νη την ημέ­ρα δεν ήταν καλά. Έπα­θε καρ­δια­κή προ­σβο­λή. Την έχασα».

Την δική του ιστο­ρία κατέ­θε­σε ο Πανα­γιώ­της Μανέ­τας, εγκαυ­μα­τί­ας, που έχα­σε τη γυναί­κα του η οποία ήταν κατά­κοι­τη με σκλή­ρυν­ση κατά πλά­κας. Ο μάρ­τυ­ρας είπε πως φιλο­ξε­νού­νταν σε μία φίλη τους στον Ν. Βου­τζά και πως εκεί­νη την ημέ­ρα είχε κανο­νί­σει να πάει τη σύζυ­γο του σε Ίδρυ­μα καθώς δυσκο­λευό­ταν πολύ να την φρο­ντί­σει. Όταν η φωτιά άρχι­σε να γίνε­ται απει­λη­τι­κή, ο μάρ­τυ­ρας είπε πως «η ιδιο­κτή­τρια του σπι­τιού που μας φιλο­ξε­νού­σε είπε να φύγου­με. Πώς να φύγου­με; Και αυτή είχε πρό­βλη­μα στα πόδια της. Βγή­κα έξω είδα ένα κύριο με μια μάνι­κα να προ­σπα­θεί. Είδα δυο πυρο­σβε­στι­κά να κατε­βαί­νουν κάτω. Και ένα περι­πο­λι­κό της Αστυ­νο­μί­ας, από το οποίο κανείς δεν κατέ­βη­κε κάτω να μου πει κάτι. Μου έκα­ναν απλά νόη­μα να φύγω σαν να με χαι­ρε­τά­γα­νε. Πήγα στο σπί­τι. Η φωτιά είχε φτά­σει 20 με 30 μέτρα από το σπί­τι. Έβα­λα τη γυναί­κα μου στο καρό­τσι και βοή­θη­σα και την κυρία Βασι­λι­κή. Πήγα­με 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώ­της με ένα φορ­τη­γά­κι που μας είπε να μας βοη­θή­σει. Να βάλου­με τη γυναί­κα μου στη καρό­τσα. Πώς να σηκώ­σου­με ένα άνθρω­πο 100 κιλά και 1,80 ύψος; Η φωτιά είχε πλη­σιά­σει. Λέω στην κυρία Βασι­λι­κή “φύγε εσύ”. Άρχι­σε να καί­γε­ται όλο το σώμα μου. Σκε­φτό­μουν να σώσω τη γυναί­κα μου. Κρά­τη­σα τη ψυχραι­μία μου. Δεν ξέρω πού βρή­κα το κου­ρά­γιο. Την τρά­βη­ξα με τα χέρια και τη πήγα σε ένα σπί­τι που είχε ένα κενό και την κρά­τη­σα εκεί. Έκα­να προ­σευ­χή και ο Θεός με άκου­σε. Μου έφε­ρε δυο αγγέ­λους. Δυο νέα παι­διά. Ήταν αστυ­νο­μι­κοί εκτός υπη­ρε­σί­ας, που ήρθαν και μας βρή­κα­νε. Αυτοί μας σώσα­νε. Και σώσα­νε 20 με 30 άτο­μα. Δεν θυμά­μαι τα ονό­μα­τά τους. Βγά­λα­νε και άλλους από ένα σπί­τι δίπλα. Δυστυ­χώς δεν μπο­ρού­σα­νε να σηκώ­σουν τη γυναί­κα μου να την βάλου­νε στο αμά­ξι. Ήρθε ένα πυρο­σβε­στι­κό και την πήρε. Έζη­σε τέσ­σε­ρις μέρες και πέθανε…».

Ο Έκτω­ρας Δια­μα­ντί­δης έχα­σε τη μητέ­ρα του στις φλό­γες. «Κάποιος της στέ­ρη­σε τη δυνα­τό­τη­τα να γνω­ρί­σει την εγγο­νή της. Η μητέ­ρα μου ήταν στη θάλασ­σα εκεί­νη την ημέ­ρα και εγώ στο Μαρού­σι εργα­ζό­μουν. Όταν είδα ότι η φωτιά πάει προς Καλ­λι­τε­χνού­πο­λη άρχι­σα να καλώ τη μητέ­ρα μου και δεν απα­ντού­σε. Γύρω στις 6:40 την βρή­κα. Κατά­λα­βα ότι τίπο­τα δεν πάει καλά. Άκου­γα ουρ­λια­χτά από μέσα. “Έκτω­ρα τρέ­χω να σωθώ, καί­γο­μαι” μου είπε. Δεν κατά­φε­ρα να επι­κοι­νω­νή­σω, ούτε με την Πυρο­σβε­στι­κή, ούτε με την Αστυ­νο­μία… Γύρω στις 9 το βρά­δυ κατά­φε­ρα να βρω τον πατριό μου. Με τρε­μά­με­νη φωνή μού είπε να φανώ δυνα­τός και ότι η μητέ­ρα μου έχει πεθά­νει εντός του σπι­τιού… Έπα­θα κρί­ση πανι­κού, τού ζητού­σα να μου τη δώσει να της μιλήσω».

Όπως είπε ο μάρ­τυ­ρας το επό­με­νο πρωί πήγαν τα ΕΜΑΚ στο σπί­τι. «Να βλέ­πεις τη μητέ­ρα σου να βγαί­νει σε ένα φορείο πάνω σε πορ­το­κα­λί σακού­λι δεν είναι ό,τι πιο ευχά­ρι­στο. Δεν ήρθε να τη παρα­λά­βει ασθε­νο­φό­ρο. Πήγα­με στο Γου­δί. Η κατά­στα­ση εκεί ήταν εφιαλ­τι­κή. Γονείς και άνθρω­ποι ούρ­λια­ζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχι­στό. Μας παί­ζα­νε μπα­λά­κι. Εκεί δεν θα ξεχά­σω μια μάνα πανια­σμέ­νη να ψάχνει τα παι­διά της. Ήταν 11 παι­διά που πέθα­ναν… Όταν μετά από μια εβδο­μά­δα πήγα να πάρω τη μητέ­ρα μου, μας είπαν να μην τη δω για­τί ήταν σε απο­σύν­θε­ση επει­δή ήταν εκτός ψυγεί­ου. Η προ­σβο­λή των νεκρών συνεχίζονταν…».

Ο πατριός του κ. Δια­μα­ντί­δη, Γεώρ­γιος Καΐ­ρης, σύζυ­γος της αδι­κο­χα­μέ­νης γυναί­κας, μέσα σε λυγ­μούς κατέ­θε­σε για τον «έρω­τα της ζωής του» που χάθη­κε μέσα στις φλό­γες. Περιέ­γρα­ψε πώς απο­φά­σι­σαν με τη σύζυ­γο του να φύγουν. «Η Τάνια μου ζήτη­σε να μπει μέσα στο σπί­τι για να πάρει τα πράγ­μα­τα της… Κοσμή­μα­τα, χρή­μα­τα και χαρ­τιά. Έβγα­λα το αμά­ξι και μπή­κα μέσα στο σπί­τι, δεν την έβλε­πα. Είχαν πάρει φωτιά τα πάντα… Φώνα­ζα “Τάνια, Τάνια”. Δεν υπήρ­χε νερό, είχε κοπεί… Τα πάντα είχαν μαυ­ρί­σει… Άρχι­σα να ανα­ζη­τώ βοή­θεια. Δεν υπήρ­χε κανείς. Κατά­φε­ρα να βρω ένα τηλέ­φω­νο και άρχι­σα να παίρ­νω τη γυναί­κα μου. Μου είπε: “Καί­γο­νται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω”. Της είπα “μη φοβά­σαι”, της έδω­σα τον λόγο μου, “θα ανέ­βω να σε πάρω”. Πώς μπο­ρείς να συνε­χί­σεις να ζεις όταν έχεις δώσει τον λόγο σου στον έρω­τα της ζωή σου και δεν τον έσω­σες; Δεν ξέρω πώς υπάρ­χω… Κάποια στιγ­μή γύρω στις 8 εμφα­νί­στη­κε ένα βανά­κι της Πυρο­σβε­στι­κής. Κλαί­γο­ντας και ουρ­λιά­ζο­ντας το στα­μά­τη­σα. “Βοή­θη­σε με. Η γυναί­κα μου ζει πάμε να την πάρου­με” τους είπα. Γύρι­σε και μου είπε “Εγώ είμαι εδώ για άλλη δου­λειά” και σηκώ­θη­κε και έφυ­γε… Έμει­νε αβο­ή­θη­τη μια ολό­κλη­ρη ώρα. Κάποιοι (ανα­φέ­ρε­ται σε κατη­γο­ρού­με­νο στέ­λε­χος της Πυρο­σβε­στι­κής) την ώρα που εμείς και­γό­μα­στε είχαν πάει με τις φιλε­νά­δες τους βόλ­τα και πηγαί­να­νε για καφέ ενώ ξέρα­νε τι συνέ­βη. Εν και­ρώ ειρή­νης στην Ανα­το­λι­κή Αττι­κή έγι­νε πόλε­μος από την ανυ­παρ­ξία του κρά­τους και όλων των υπο­δο­μών του. Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μεί­νω. Κοι­μό­μουν τέσ­σε­ρις ημέ­ρες στο αυτο­κί­νη­το. Πήγα στο Πολι­τι­στι­κό Κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώ­ρου­χα. Η από­λυ­τη ξεφτί­λα… Και βρέ­θη­κε ένας άνθρω­πος και δυο κυρί­ες που μας επέ­τρε­ψαν δωρε­άν να μεί­νου­με σε ένα ξενο­δο­χείο. Αυτό όφει­λε να το κάνει το κρά­τος. Αυτό το κρά­τος της ντρο­πής θα έπρε­πε να έχει σκε­φτεί να χορη­γη­θούν οι τάφοι δωρε­άν ώστε να μην υπάρ­χουν εκτα­φές. Δια­νο­εί­στε ότι έχουν ξεκι­νή­σει οι εκταφές;».

Όπως είπε ο κ. Καΐ­ρης όταν περι­συ­νέ­λε­ξε η Πυρο­σβε­στι­κή τη σορό τής συζύ­γου του ζήτη­σε να ανοί­ξει ο σάκος για να την απο­χαι­ρε­τή­σει. «Ο ήχος του φερ­μουάρ τρυ­πά­ει το κεφά­λι μου. Και πώς να φιλή­σεις τον έρω­τα της ζωής σου για 21 ολό­κλη­ρα χρό­νια; Τα χεί­λια της ήταν παγωμένα…».

Δεί­χνο­ντας στην Έδρα ένα σακου­λά­κι ο μάρ­τυ­ρας είπε: «Ξέρε­τε τι μου έμει­νε κυρία πρό­ε­δρε; Αυτό εδώ! Είναι ότι απέ­μει­νε από τον έρω­τα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόρα­γε. Να, το ρολόι της. Η περιου­σία μου είναι αυτή η σακού­λα τίπο­τα άλλο».

Μην μπο­ρώ­ντας να κρύ­ψει την συγκί­νη­ση του ο μάρ­τυ­ρας θέλη­σε να κλεί­σει την κατά­θε­ση του δια­βά­ζο­ντας ένα ποί­η­μα για την «Τάνια του».

Η δίκη θα συνε­χι­στεί αύριο.

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο