Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη Χρυσής Αυγής: Βίαιη προσαγωγή της φίλης του Παύλου Φύσσα διέταξε το δικαστήριο

Τη βίαιη προ­σα­γω­γή της συντρό­φου του Παύ­λου Φύσ­σα απο­φά­σι­σε το Πεντα­με­λές Εφε­τείο Κακουρ­γη­μά­των. Η μάρ­τυ­ρας ήταν απού­σα από το δικα­στή­ριο το πρωί όταν εκφώ­νη­σε το όνο­μα της η πρό­ε­δρος. Έτσι στο τέλος της συνε­δρί­α­σης μετά από αίτη­μα της υπε­ρά­σπι­σης και ανά­λο­γη εισαγ­γε­λι­κή πρό­τα­ση, το δικα­στή­ριο διέ­τα­ξε τη βίαιη προ­σα­γω­γή της μάρ­τυ­ρα στις 3 Φεβρουα­ρί­ου. Η υπε­ρά­σπι­ση ρώτη­σε την πρό­ε­δρο πριν ζητή­σει την προ­σα­γω­γή της γυναί­κας, αν όντως έχει εντο­πι­στεί και έλα­βε απά­ντη­ση πως της έχει ήδη στα­λεί κλή­ση στην επαρ­χια­κή πόλη που κατοικεί.

Σήμε­ρα στο βήμα του μάρ­τυ­ρα στη δίκη της Χρυ­σής Αυγής ανέ­βη­κε η αστυ­νο­μι­κός της ΔΙΑΣ που με άλλους συνα­δέλ­φους της είχαν σπεύ­σει με τέσ­σε­ρις μηχα­νές έξω από την καφε­τέ­ρια Κοράλ­λι λίγο πριν δολο­φο­νη­θεί ο Παύ­λος Φύσσας.

Η αστυ­νο­μι­κός Αγγε­λι­κή Λεγά­του κατέ­θε­σε ότι οι μηχα­νές της ΔΙΑΣ έσπευ­σαν έξω από το καφέ στο Κερα­τσί­νι όταν έλα­βαν σήμα από το Κέντρο τους ότι έξω από το Κοράλ­λι ήταν συγκε­ντρω­μέ­να άτο­μα με ρόπαλα.

«Όταν φθά­σα­με είδα­με περί­που 40 με 50 άτο­μα. Εκεί μας προ­σέγ­γι­σε ένας πολί­της μας είπε πως είναι συνά­δελ­φος και ότι δια­πλη­κτί­στη­καν “κάτι χρυ­σαυ­γί­τες με αναρ­χι­κούς”… Είδα­με περί­που 15 με 20 άτο­μα να τρέ­χουν προς την Τσαλ­δά­ρη και τα ακο­λου­θή­σα­με πεζοί. Είδα­με πέντε άτο­μα να τσα­κώ­νο­νται. Μπή­κα­με και τρα­βή­ξα­με τυχαία έναν από αυτούς. Ήταν ο Φύσ­σας. Μας φώνα­ξε “εμέ­να ρε;” Σήκω­σε την μπλού­ζα του και μας έδει­ξε την πλη­γή από το μαχαί­ρι και τον Ρου­πα­κιά ο οποί­ος είχε ανοί­ξει την πόρ­τα και ετοι­μα­ζό­ταν να μπει στο αυτο­κί­νη­το να φύγει. Τον συλ­λά­βα­με και βρή­κα­με και το μαχαί­ρι» κατέ­θε­σε η αστυνομικός.

Η μάρ­τυ­ρας δέχθη­κε πολ­λές ερω­τή­σεις από την πρό­ε­δρο η οποία της ζήτη­σε να διευ­κρι­νί­σει πολ­λά ζητή­μα­τα, μετα­ξύ των οποί­ων και αν όντως δια­πί­στω­σαν πως υπήρ­χε διέ­νε­ξη μετα­ξύ αναρ­χι­κών και χρυ­σαυ­γι­τών. Η αστυ­νο­μι­κός απά­ντη­σε πως δεν κατά­λα­βαν τι ήταν τα άτο­μα αυτά. Την ρώτη­σε επί­σης για­τί τρά­βη­ξε τον Φύσ­σα από αυτούς που τσα­κώ­νο­νταν και η κυρία Λεγά­του είπε πως τον τρά­βη­ξε για­τί έδει­χνε έξαλ­λος: «ήταν ο μονός που φώναζε».

Η πρό­ε­δρος ρώτη­σε επί­σης την αστυ­νο­μι­κό αν κατά­λα­βαν ή όχι πως στο σημείο που «τσα­κώ­νο­νταν οι 4–5» είχε μαχαι­ρω­θεί ένας άνθρω­πος. Η μάρ­τυ­ρας απά­ντη­σε πως δεν θα είχαν κατα­λά­βει αν δεν σήκω­νε την μπλού­ζα φωνά­ζο­ντας ο Φύσσας.

Πρό­ε­δρος: Ο Ρου­πα­κιάς δηλα­δή θα είχε φύγει;

Μάρ­τυ­ρας: Κανο­νι­κά. Είχε ανοί­ξει την πόρ­τα και ετοι­μα­ζό­ταν να μπει στο αυτοκίνητο.

Πρό­ε­δρος: Έχε­τε πει πως ο Ρου­πα­κιάς σας φάνη­κε ήρε­μος, ψύχραι­μος. Πώς το ερμηνεύετε;

Μάρ­τυ­ρας: Δεν ξέρω…

Πρό­ε­δρος: Μήπως δεν περί­με­νε πως θα επέμ­βε­τε εσείς κυρία μου; Τρία δευ­τε­ρό­λε­πτα μετά, θα είχε φύγει. Τι λέτε;

Μάρ­τυ­ρας: Κάνα­με το καλύ­τε­ρο που μπο­ρού­σα­με. Τι άλλο μπο­ρού­σα­με να κάνου­με; Φωνά­ζα­με “Αστυ­νο­μία” και μας αγνοούσαν…

Πρό­ε­δρος: Βλέ­πα­τε τα γεγο­νό­τα! Πήρα­τε και έπαι­νο διαβάσαμε…

Μάρ­τυ­ρας: Μάλιστα.

Πρό­ε­δρος: Για την σύλ­λη­ψη του Ρουπακιά;

Μάρ­τυ­ρας: Μάλιστα.

Η εισαγ­γε­λέ­ας ρώτη­σε την αστυ­νο­μι­κό αν η φίλη του Παύ­λου Φύσ­σα, Χρύ­σα Τοσλού­κου ζήτη­σε τη βοή­θεια τους και η κυρία Λεγά­του απά­ντη­σε πως τους ζήτη­σε να επέμ­βουν λέγο­ντας πως χτυ­πά­νε τους φίλους της.

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο