Ολοκληρώθηκε σήμερα η αγόρευση του συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, Θεόδωρου Θεοδωρόπουλου, στη δίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή.
«Καίριας σημασίας το αποδεικτικό υλικό που κατασχέθηκε και βρισκόταν στην κατοχή των κατηγορουμένων και γενικότερα στην κατοχή της ΧΑ» τόνισε στην αγόρευσή του ο Θ. Θεοδωρόπουλος. «Γιατί, όπως είπε, διασώθηκε από τους ίδιους ‑ήταν άλλωστε υπερήφανοι γι’ αυτό- αποτελεί το πρόγραμμα δράσης της ΧΑ που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής των σκοπών και καταστατικών αρχών λειτουργίας της, συνδέεται δε απόλυτα με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται, αποτελεί δηλαδή κρίσιμο αποδεικτικό υλικό που επιβεβαιώνει τις μαρτυρικές καταθέσεις και αποδεικνύει τον εγκληματικό χαρακτήρα της οργάνωσης ΧΑ. Όσα προέκυψαν από τα αναγνωστέα έγγραφα (κατηγορητήριο και Πολιτικής Αγωγής) και στοιχειοθετούν την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν τόσο από τους μάρτυρες του κατηγορητηρίου και της Πολιτικής Αγωγής, όσο ουσιαστικά και από τους μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά και από τις απολογίες των ίδιων των κατηγορουμένων στο Δικαστήριο», πρόσθεσε.
Σχετικά με την ιδεολογία της ΧΑ, τον εθνικοσοσιαλισμό, τον οποίον οι χρυσαυγίτες, οι μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά και η εισαγγελέας στην πρότασή της αρνούνται, τόνισε μεταξύ άλλων ο συνήγορος ότι η εισαγγελέας αγνόησε και δεν ασχολήθηκε με τον εθνικοσοσιαλισμό ως κίνητρο των υπό διερεύνηση εγκληματικών πράξεων. Μάλιστα, ανέφερε σχετικά: «Και ερωτάται: Μπορεί κανείς να μάχεται για την επικράτηση των ιδεών του ναζισμού (π.χ. για τη φυλετική καθαρότητα) χωρίς να εγκληματεί; Η ναζιστική ιδέα λοιπόν δεν είναι απλά ήχος, λέξεις στ’ αυτιά των ανθρώπων, μα μεταφράζεται σε τρομοκρατική βία, σε μαχαίρωμα, σε εμπρησμούς, συνοδεύεται δε από απέραντο πόνο, θρήνο και απόγνωση των θυμάτων. Η ναζιστική ιδεολογία δεν μπορεί να μείνει στη σφαίρα των ιδεών, αν θέλει να αναπτυχθεί κατακτώντας ή επιβαλλόμενη στα μυαλά των ανθρώπων, παρά μόνο μέσω της αξιόποινης δραστηριότητας, δηλαδή μέσω του εγκλήματος.
Στην περίπτωση αυτή δεν είναι εύκολο, όπως έχει ειπωθεί, να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στην προπαγάνδιση των ναζιστικών ιδεών και στις εγκληματικές πράξεις των μελών της ναζιστικής οργάνωσης, γιατί και τα δύο αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα. (Δεν είναι λοιπόν μόνο ιδέα — είναι και πράξη, είναι έγκλημα. Ιδέα και πράξη σε διαλεκτική ενότητα και αλληλεπίδραση)» πρόσθεσε.
Υπογράμμισε ότι «το κίνητρο των εγκλημάτων της ΧΑ έγκειται σ’ αυτήν την εγκληματική ιδεολογία. Αν αποσυνδεθεί η διερευνώμενη εγκληματική τους δράση ‑που άλλωστε αποτελούσε υλοποίηση του πολιτικού τους προγράμματος- από το ναζισμό, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κατανοηθεί ο λόγος που τα τάγματα εφόδου επιχείρησαν να δολοφονήσουν τους Αιγύπτιους ψαράδες, τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, τους αναρχικούς στο στέκι “Αντίπνοια”, τον Δ. Κουσουρή, δεν μπορεί να κατανοηθεί ο λόγος που δολοφόνησαν τον Παύλο Φύσσα».
Υποκριτική η καταδίκη του εθνικοσοσιαλισμού
Επιπρόσθετα, επισήμανε ότι «η από πλευράς της ηγεσίας της ΧΑ αποκήρυξη και καταδίκη του ναζισμού είναι υποκριτική, στο πλαίσιο δε του “διπλού λόγου” (κλείνοντας το μάτι στα μέλη και τους οπαδούς) από τη μία αρνούνται τον εθνικοσοσιαλισμό, από την άλλη λένε ότι “…δεν διαθέτουμε δηλώσεις μετάνοιας…”». Μάλιστα «για του λόγου το αληθές» αναφέρθηκε σε πλήθος εγγράφων που αναγνώστηκαν στο δικαστήριο μεταξύ αυτών και το «…παλαιότερα, πριν από χρόνια, χρησιμοποιείτο στα κείμενα του κινήματός μας ο όρος εθνικοσοσιαλισμός. Το γεγονός ότι τώρα χρησιμοποιούμε τους όρους εθνικισμός, λαϊκός εθνικισμός και κοινωνικός εθνικισμός δεν σημαίνει ότι αλλάξαμε ιδέες. Απλά θεωρούμε περισσότερο πολιτικά δόκιμο το να χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους, γιατί είναι γεγονός ότι ο όρος “εθνικοσοσιαλισμός” προκαλεί παρανοήσεις μετά από έναν ωκεανό προπαγάνδας εξήντα ολόκληρων ετών… (εφημερίδα ΧΑ 6/04/2006)».
Έκανε, επίσης, και ειδική μνεία μεταξύ του πλήθους των στοιχείων και των επιχειρημάτων, στην πασίγνωστη και σημαντική πλέον φράση του αρχηγού της ΧΑ Μιχαλολιάκου, που ο ίδιος υποστήριξε ότι διαστρεβλώθηκε, …για τη σπορά των ηττημένων του ’45 (φάκελος «2012–03-03 Der Spigel-offices»). «…Δεν μας καίγεται καρφί αν θα μπούμε στη Βουλή ή όχι, εμείς θα δώσουμε τον αγώνα να μπούμε στη Βουλή, αλλά αυτοί εκεί έξω είναι ένας όχλος, μία μάζα που του έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου και δεν ξέρει τι του γίνεται. (…) Κάποτε θα μπούμε στη Βουλή, είτε με εκλογές, είτε χωρίς εκλογές! (…) Γιατί άμα γίνουν τώρα εκλογές, θα έχουμε Βουλή της Βαϊμάρης. Μετά τη Βαϊμάρη ξέρετε τι ακολούθησε. Ε λοιπόν, για κάτι τέτοιο αγωνιζόμαστε και εμείς στην Ελλάδα! Δεν το κρύβω και είμαι περήφανος γι’ αυτό (…) Γιατί εμείς δεν είμαστε Λεπέν, δεν είμαστε τίποτα από όλα αυτά. Εμείς είμαστε η σπορά των ηττημένων του 1945. Αυτοί είμαστε. Οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες. Ξέρουν πως δεν έχουν να κάνουν με κάποια Καραγκιοζάκια που θα τους δώσουν θέσεις, υπουργεία, αυτοκίνητα. Εμείς είμαστε οι μαχητές που θα ακονίσουν αν χρειαστεί τις ξιφολόγχες στο πεζοδρόμιο, για να ελευθερώσουμε τις πατρίδες μας απ’ τον Εβραίο που έχει καθίσει στο σβέρκο ολόκληρου του κόσμου…».
Πολιτική επιλογή η «απανθρωποποίηση» των θυμάτων
Αναφέρθηκε επίσης στην ιεραρχία της ναζιστικής οργάνωσης, στην αρχή του αρχηγού και στο κρυφό καταστατικό της, όπου αυτή αποτυπώνεται ρητά. Την ύπαρξη αυτού του καταστατικού που έχει προσκομίσει ο Δ.Ψαράς, την αρνείται η Χρυσή Αυγή. Ο συνήγορος ανέφερε σχετικά: «Η κυρία εισαγγελέας δεν σχολίασε σωρεία στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη του κρυφού καταστατικού: Ούτε το δημοσίευμα της “Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας” 28/10/1990 που κάνει εκτενή αναφορά στο περιεχόμενο συγκεκριμένων άρθρων του εν λόγω Καταστατικού. Ούτε το παρόμοιο της ίδιας εφημερίδας, στις 2/7/1998. Ούτε την ανυπαρξία οποιασδήποτε απάντησης γι’ αυτά από τη ΧΑ. Ούτε το δημοσίευμα του Ιουλίου του 2003 της εφημερίδας “Χρυσή Αυγή” που αναφέρεται στο πέμπτο συνέδριό της, όπου, αφού αναγράφεται “στις εργασίες του πέμπτου συνεδρίου του Λαϊκού Συνδέσμου συμμετείχαν επίλεκτα μέλη του Κινήματος από ολόκληρη την Ελλάδα, μέλη τόσο των τοπικών οργανώσεων όσο και των μαχητικών πυρήνων”, στη συνέχεια δε, αφού γίνεται αναφορά στην εκλογή της νέας ΚΕ και του Πολιτικού Συμβουλίου, επισημαίνεται: “Στη συνέχεια, έγινε τροποποίηση του καταστατικού και ιδρύθηκε εκτελεστικό γραφείο Κεντρικής και Βορείου Ελλάδος και το εκτελεστικό γραφείο της Νοτίου Ελλάδος” (Αλήθεια, αν η τροποποίηση του καταστατικού αφορούσε την ίδρυση αυτών των εκτελεστικών γραφείων, γιατί δεν αναφέρεται αυτό στο δισέλιδο καταστατικό που ‑τάχα- ήταν το μοναδικό πριν το 2012;)». Ακόμα πρόσθεσε: «Τίθεται το εξής ερώτημα, ο Ν. Μιχαλολιάκος λέει ότι το δισέλιδο καταστατικό του 1992 υπογράφηκε από 40 μέλη της ΚΕ. Γιατί δεν προσκομίστηκε από την υπεράσπιση αυτό το δισέλιδο με τις υπογραφές; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει και να μην το προσκομίζουν;;; Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται η αβασιμότητα του υπερασπιστικού ισχυρισμού, τον οποίο έκανε δεκτό και η εισαγγελική πρόταση, σχετικά με το γεγονός ότι δήθεν μοναδικό καταστατικό της ΧΑ ήταν το άτυπο δισέλιδο! Αποδείχθηκε λοιπόν αδιαμφισβήτητα ότι η ΧΑ είναι μία εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση που λειτουργεί βάσει της “αρχής του ενός”».
Για τη στοχοποίηση των θυμάτων είπε: «Ως γνωστόν, η ναζιστική οργάνωση επιλέγει τα θύματά της από κατηγορίες ανθρώπων τις οποίες έχει χαρακτηρίσει ως “εχθρούς” (πρόσφυγες, μετανάστες, πολιτικούς αντιπάλους κλπ.). Όπως είπε και ο καθηγητής κ. Χριστόπουλος “…Η στοχοποίηση των θυμάτων της αποτελεί πολιτική επιλογή της ηγεσίας…”.
Η στοχοποίηση εκφράζεται και μέσω της ρητορικής μίσους και της διαδικασίας “απανθρωποποίησης” των εχθρών, που στη συνέχεια γίνεται πράξη μέσα από τις επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου. Σχετικά με τα προαναφερόμενα, παραθέτουμε ενδεικτικά τα ακόλουθα: Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η ΧΑ εξυψώνει το μίσος, την εχθρότητα, ως φυλετική και εθνική αρετή! Πώς όμως, στο όνομα της πατρίδας, που τάχα κινδυνεύει να αλλοιωθεί…, και που είναι μια έννοια με τόσο υψηλό περιεχόμενο, μπορεί να αναπτύσσεται ένα τέτοιο ασύλληπτο μίσος για τον άλλον, τον αντίπαλο, τον ικέτη, τον αδύναμο, τον διαφορετικό και μια απερίγραπτη τρομοκρατική βία;
Η ΧΑ καλλιεργεί την ιδέα και πράξη της φυλετικής υπεροχής ενάντια στους υπανθρώπους, στα σκουπίδια, στις κατσαρίδες. Υποστηρίζει, με τα λόγια του Η. Παναγιώταρου, ότι το μίσος είναι “υγιές συναίσθημα” όταν στρέφεται εναντίον “υπανθρώπων”. Όμως υπάρχουν λέξεις, όπως είχε πει και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, “τόσο θανατηφόρες όσο και οι θάλαμοι αερίων”. Η γλώσσα του ναζισμού, όπως αυτή εκφέρεται από μια εγκληματική ναζιστική οργάνωση και για την υλοποίηση των καταστατικών της στόχων (σε μία οργάνωση με απόλυτη ιεραρχία και υποταγή, με την απαρέγκλιτη αρχή του στρατιωτικού δόγματος “πίστη και υπακοή στην ιεραρχία”) είναι τόσο γεμάτη μίσος, τόσο γεμάτη απροκάλυπτη βία, που μετατρέπεται, όπως το έχουμε δει και στη συγκεκριμένη δίκη σε σωρεία εγκληματικών πράξεων» τόνισε.
«Επομένως, αυτή η δημόσια ρητορική και πρακτική της ΧΑ, συνυπολογιζομένης της ανοχής ‑τουλάχιστον ως ένα χρονικό σημείο- της εξουσίας και της υποστήριξης από θύλακες αυτής (π.χ. ΑΤ Αγίου Παντελεήμονα), διαμορφώνει στα μέλη και στους οπαδούς της, που δρουν στο πλαίσιο μιας οργάνωσης με αυστηρή ιεραρχία και απόλυτη υπακοή των κατώτερων στους ανώτερους, όπως στις στρατιωτικές μονάδες, συνείδηση που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα και έτσι πυροδοτείται και διευκολύνεται η τέλεση του εγκλήματος» συμπλήρωσε.
Σε άλλο σημείο της αγόρευσής του ο συνήγορος υπογράμμισε ότι το ναζιστικό πρόγραμμα της ΧΑ (φυλετική καθαρότητα, φυσική εξόντωση αντιπάλων κλπ.) δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί παρά μόνο από μία στρατιωτικού τύπου οργάνωση, με απόλυτη πειθαρχία, με υπακοή των κατώτερων στους ανώτερους και με ετοιμοπόλεμα τάγματα εφόδου.
Δεν διερωτήθηκε η κυρία εισαγγελέας
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Κασιδιάρη, τον οποίον υιοθέτησε η εισαγγελέας στην πρότασή της, ότι «εμείς πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», ότι ο σκοπός των πολιτικών τους αντιπάλων ήταν να τεθεί το κόμμα εκτός πολιτικής διαδικασίας και γι’ αυτό έλεγαν «προσοχή στη νομιμότητα», είπε: «Δεν αναρωτήθηκε η κα εισαγγελέας σε ποιο άλλο κόμμα τα ηγετικά του στελέχη δηλώνουν με τέτοιον τρόπο ότι είναι νομοταγείς και πώς συμβιβάζεται αυτός ο ισχυρισμός με τη σωρεία των εγκληματικών πράξεων των μελών της οργάνωσης, που επιβεβαιώνονται και από καταδικαστικές αποφάσεις τόσο για κακουργήματα όσο και για πλημμελήματα».
Μάλιστα, σημείωσε ότι η φράση του Η. Κασιδιάρη «“το ξέρουν ότι το σηκώνουμε το χέρι”, είχε ως συμπλήρωμα τη δήλωση “να διαφυλάξουμε τη νομική υπόσταση του κόμματος”. Δεν διερωτήθηκε (η κυρία εισαγγελέας) αν το πραγματικό νόημα των φράσεων ήταν: Αν συλληφθεί κάποιο μέλος της ΧΑ ως δράστης ενός εγκλήματος, τότε εκείνο που προέχει είναι η διαφύλαξη της νομικής υπόστασης του κόμματος, δηλαδή (ο δράστης) πρέπει να αρνηθεί ότι είναι μέλος ή ότι έχει σχέση με τη ΧΑ ‑και αν η άρνηση αυτή δεν μπορεί λόγω των δεδομένων να γίνει αποδεκτή, τότε ο δράστης θα πει πως έκανε ό,τι έκανε ως ιδιώτης, ως άτομο και όχι ως μέλος της ΧΑ (σε αυτήν την πάγια τακτική της ΧΑ, που αποκαλύφθηκε ανάγλυφα σε διάφορες υποθέσεις, όπως π.χ. στην “Αντίπνοια”, στο “Συνεργείο”, στο ΠΑΜΕ, στους Αιγύπτιους ψαράδες)», είπε.
Έκανε επίσης αναφορά μεταξύ άλλων στα όσα είπε ο καθηγητής Μ. Σπουρδαλάκης, στη δίκη, για συγκεκριμένο περιστατικό που είδε ο ίδιος στη Βασ. Σοφίας κατά την προεκλογική περίοδο, «αποτυπωνόταν απολύτως το “κόμμα πολιτοφυλακή” και αυτό εμπίπτει στον ιδεότυπο της στρατιωτικής δομής. Με το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας ή το φασιστικό της Ιταλίας υπάρχει ιδεολογική ταύτιση και τηρουμένων των αναλογιών έχουμε απολύτως όμοια δομή και ιδεολογία». Για σχετική κατάθεση του καθηγητή Ν. Αλιβιζάτου και την αξιολόγηση της από την εισαγγελέα ότι από την ένταση και τον τόνο της φωνής κρίνει ότι οι κατηγορούμενοι είναι βίαιοι κλπ., ανέφερε σχετικά: «Κατά την κυρία εισαγγελέα, λοιπόν, υπάρχει μόνο ο τόνος της φωνής του κ. Κασιδιάρη, δεν υπάρχουν τα γρονθοκοπήματα που δημοσίως κατέφερε εναντίον της Λιάνας Κανέλλη. Δεν υπάρχουν οι εξυβριστικές φράσεις εντός της Βουλής τις οποίες μετέδιδε η τηλεόραση απέναντι στον Δένδια (κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, τότε, της Νέας Δημοκρατίας) (.…). Δεν υπάρχει η προσβλητική συμπεριφορά του Η. Κασιδιάρη προς τον αναπληρωτή εισαγγελέα στις ερωτήσεις του οποίου αρνήθηκε να απαντήσει και τον οποίον κατέταξε σε κύκλωμα σκευωρών υπό τον Ισίδωρο Ντογιάκο, πράγμα για το οποίο η κυρία εισαγγελέας δεν είπε λέξη, κρίνοντας προφανώς ότι όλα αυτά κινούνται στο φυσιολογικό επίπεδο. Δεν υπάρχει ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας. Κατά την κυρία εισαγγελέα, το θέμα είναι η ένταση και ο τόνος της φωνής του Κασιδιάρη, λες και δεν υπέπεσε στην αντίληψη της κυρίας εισαγγελέως το αποδεικτικό υλικό μέσα από το οποίο παρουσιάζεται ανάγλυφη η βιαιότητα ναζιστικών λόγων και πράξεων σε αδιάσπαστη ενότητα!!!».
«Σε αυτήν τη ΧΑ, με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, καμία εγκληματική πράξη στελεχών ή μελών δε θα είχε γίνει και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση, σε αντίθεση με τη θέληση της ηγεσίας και χωρίς τη γνώση της. Είναι απολύτως βέβαιο ότι θα αρκούσε μία αποδοκιμασία, μία δημοσιοποίηση της διαφοροποίησης, μία διαγραφή, ώστε να μην κουνηθεί φύλλο. Τέτοιο πράγμα όμως δεν συνέβη», τόνισε χαρακτηριστικά.
Ανεπίτρεπτος ο εφησυχασμός
Στον επίλογο της αγόρευσής του ο συνήγορος Θ. Θεοδωρόπουλος υπογράμμισε για τη Χρυσή Αυγή ότι η οργάνωση είναι εγκληματική, επειδή είναι ναζιστική. «Τούτο ενισχύεται από την πίστη στο ναζισμό που αφαιρεί από το ανθρώπινο “υποκείμενο” τις ηθικές αναστολές, τον ουμανισμό, τις τύψεις… Είναι τέτοια η ταύτιση ναζισμού και τρομοκρατικής βίας, που όταν ‑λόγω της δίκης- η ΧΑ υποχρεώθηκε να αποσύρει τα τάγματα εφόδου, άρχισε και η κρίση της, οι αποχωρήσεις, οι διαγραφές, οι διαλυτικές τάσεις, η μείωση της δύναμής της. Όταν υποχρεώνεται να μη δρα όπως γνωρίζει (με την τρομοκρατία, τις δολοφονίες), παύει να αναπτύσσεται, μειώνεται, διαλύεται».
«Η εγκληματική δραστηριότητα είναι συστατικό στοιχείο της ναζιστικής ιδεολογίας, η οποία μεγεθύνεται σαν τη φλόγα μέσα στο καμίνι της εγκληματικής πράξης. Η ναζιστική ιδέα όταν γίνεται πίστη, πεποίθηση, συνείδηση, σκοπός, όχι ενός ατόμου τόσο, όσο μιας στρατιωτικού τύπου οργανωμένης ομάδας με απόλυτη πειθαρχία και υπακοή στους ανωτέρους, μιας ομάδας-οργάνωσης που έχει την ικανότητα να κάνει πράξη αυτά που διακηρύττει, τότε σ’ αυτήν την περίπτωση η απόσταση ανάμεσα στη ναζιστική ιδέα και στη ναζιστική εγκληματική πράξη παύει να υπάρχει. Η μία πυροδοτεί την άλλη, στο πλαίσιο μιας αδιάσπαστης διαλεκτικής ενότητας, έτσι ώστε να δυσκολεύεσαι να δεις στην εξέλιξη της πολιτικής παρουσίας της ναζιστικής οργάνωσης ποιο είναι το πρώτο και ποιο το δεύτερο, η ιδέα δηλαδή ή η πράξη.
Η ναζιστική πρόταση, αυτή η διαλεκτική ενότητα θεωρίας και πράξης, συνίσταται στην τρομοκρατική αντιδημοκρατική βίαιη επιβολή της με εγκληματικές πράξεις και παράνομες ενέργειες, σε βάρος όσων την αμφισβητούν ή δημιουργούν προσκόμματα στην εφαρμογή της και στην πολιτική της επικράτηση.
Αυτός είναι ο λόγος που αρνούνται ως ιδεολογία τους το ναζισμό, ακριβώς επειδή η ύπαρξή της συνιστά το ιδεολογικό κίνητρο των εγκληματικών τους πράξεων, που όταν αποδειχθεί, αποδεικνύει και την εκ μέρους τους τέλεση των πράξεων του κατηγορητηρίου» ανέφερε.
«O ναζισμός χαρακτηρίζεται από τον ακραίο ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τον αντικομμουνισμό, την άσκηση τρομοκρατίας και δολοφονικής βίας απέναντι σ’ όσους σκέφτονται διαφορετικά και ανήκουν στους χαρακτηρισμένους εχθρούς του. Ο ναζισμός αναγορεύει σε υπέρτατη αξία τη φυλή-έθνος. Όσοι δεν ανήκουν στη “φυλή” είναι “υπάνθρωποι”, ζώα, “άνθρωποι που μετατράπηκαν σε πράγμα” ή “σε πρώτη ύλη” που πρέπει να εξοντωθούν μέσω της τρομοκρατικής βίας» είπε.
«Βασική πτυχή της ναζιστικής σκέψης και πράξης είναι η εκ μέρους τους ενοχοποίηση και θυματοποίηση των αθώων (π.χ. ΠΑΜΕ στην Ν/Ζ υπεύθυνο για την ανεργία γιατί κάνει απεργίες, αλλοδαποί-πρόσφυγες υπαίτιοι για μεταφορά ασθενειών, κίνδυνος από τις επιμειξίες κ.λπ.). Ταυτόχρονα, με την ενοχοποίηση του θύματος παρατηρείται η τακτική της αποενοχοποίησης και της εξιλέωσης του θύτη-ναζιστή …Στο πλαίσιο της απανθρωποποίησης των θυμάτων, όπου δεν θεωρείται έγκλημα το ολοκαύτωμα, η βιομηχανικά οργανωμένη μαζική εξόντωση ανθρώπων, είναι απόλυτα φυσικό να μη θεωρούνται ως εγκλήματα τα σημερινά “ήσσονα” ‑σε σχέση με τα εγκλήματα του ιστορικού ναζισμού- εγκλήματα!! (Π. Φύσσα, ΠΑΜΕ, Αιγύπτιοι ψαράδες, “Αντίπνοια”, Κουσουρής κ.λπ.)», επισήμανε.
Και τόνισε χαρακτηριστικά: «Ξέρουμε ότι οι εγκληματικές πράξεις που εξέτασε το Δικαστήριό σας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας πρόλογος των όσων θα επακολουθούσαν αν δεν τους σταματούσαμε. Άλλωστε το αίμα του Παύλου υποχρεωτικά κινητοποίησε το περιεχόμενο της συλλογικής μας μνήμης. Η ορατή και αόρατη μάχη που γίνεται από την ηγεσία της ΧΑ, αλλά και από τη σκοπιά των αναθεωρητών της ιστορίας ‑και όλων εκείνων που είτε από γνώση είτε από άγνοια υιοθετούν τα συμπεράσματά τους- έχει ως σκοπό να “αποικήσει” την ιστορική (ατομική και συλλογική) μνήμη, να της δώσει διαστρεβλωμένο περιεχόμενο, να την αποσυνδέσει από τα απελευθερωτικά οράματα, να την καταστήσει απλό θεατή της βαρβαρότητας (είναι αυτό που ένας σπουδαίος διανοούμενος — ο Θ. Τερζόπουλος — έχει χαρακτηρίσει ως εγκαθίδρυση του μηχανισμού της λήθης).
Ο κίνδυνος είναι εδώ. Γιατί, όπως γνωρίζουμε, κι επιγραμματικά διατυπώνει ο Τραβέρσο, “…ο ναζισμός δεν ήταν μια ακατανόητη έκρηξη άγριου, παράλογου μίσους, το οποίο ξαφνικά εκτροχίασε την κανονική πορεία της ιστορίας. Η Γερμανία του Χίτλερ απλώς ώθησε στα άκρα την εγγενή βία…” της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων. Άρα αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί κάπου αλλού και με διαφορετικά θύματα. Οι αιτίες που παράγουν τον ναζισμό είναι εδώ, παρούσες, ολοζώντανες, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον ευρύτερο κόσμο. (…) Η σύγχρονη κοινωνία δεν έχει απαλλαγεί από τον κίνδυνο μιας επανάληψης, πιθανόν υπό άλλες μορφές και με άλλους στόχους, μιας φρίκης ανάλογης με αυτήν των στρατοπέδων συγκέντρωσης…».
«Γι’ αυτό είναι ανεπίτρεπτος ο εφησυχασμός. Ο κίνδυνος, με ή χωρίς κοινοβουλευτικό μανδύα, δεν πέρασε. Η συμβολή της απόφασής σας, ενόψει του συντριπτικού αποδεικτικού υλικού και της ανάγκης δικαστικής προστασίας των θυμάτων, μπορεί να αποδειχθεί ιστορική», είπε.