Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίκη Χρυσής Αυγής: Και αμετανόητος και ψεύτης ο Ρουπακιάς στην απολογία του

Αμε­τα­νό­η­τος παρου­σιά­ζε­ται ο χρυ­σαυ­γί­της Γιώρ­γος Ρου­πα­κιάς που απο­λο­γεί­ται στο Τρι­με­λές Εφε­τείο Κακουρ­γη­μά­των για την δολο­φο­νία του Παύ­λου Φύσσα, .

Για πρώ­τη φορά, έξι χρό­νια μετά από τη δολο­φο­νία στο Κερα­τσί­νι, ο καθ’ ομο­λο­γία δολο­φό­νος του 34χρονου μου­σι­κού, Γιώρ­γος Ρου­πα­κιάς, απο­λο­γεί­ται δημό­σια, ενώ­πιον των φυσι­κών δικα­στών του και ακρο­α­τη­ρί­ου για το έγκλη­μα στο Κερατσίνι.

Μετά από δεκά­δες συνε­δριά­σεις που η Μάγδα Φύσ­σα δεν έλει­ψε από τη δίκη, σήμε­ρα ο κατη­γο­ρού­με­νος για τη δολο­φο­νία του γιου της απο­λο­γεί­ται, χωρίς η ίδια να βρί­σκε­ται στην αίθου­σα. Παρών ο πατέ­ρας του Παύ­λου Φύσ­σα που από το πρωί ακού­ει τον Ρου­πα­κιά να εξι­στο­ρεί με τον δικό του τρό­πο όσα έγι­ναν πριν ο γιος του πέσει νεκρός τα ξημε­ρώ­μα­τα της 18ης Σεπτεμ­βρί­ου 2013.

Ο χρυ­σαυ­γί­της Γιώρ­γος Ρου­πα­κιάς συνε­λή­φθη επ’ αυτο­φώ­ρω στη σκη­νή του εγκλή­μα­τος, όταν ο ίδιος ο Παύ­λος Φύσ­σας τον υπέ­δει­ξε στους αστυ­νο­μι­κούς, λίγο πριν ξεψυ­χί­σει μαχαι­ρω­μέ­νος στο πεζο­δρό­μιο της Πανα­γή Τσαλδάρη.

Στο παρελ­θόν, ο Γιώρ­γος Ρου­πα­κιάς έχει ισχυ­ρι­στει ότι επι­τέ­θη­κε στον Παύ­λο Φύσ­σα «για­τί αυτός ήταν ο πρώ­τος που βρή­κα μπρο­στά μου αφό­του με τρά­βη­ξαν κάποιοι από την ομά­δα αυτή από το αυτο­κί­νη­το. Και οι άλλοι βέβαια μου επι­τέ­θη­καν αλλά εγώ χτύ­πη­σα απο­κλει­στι­κά το θύμα για­τί αυτός βρι­σκό­ταν πιο κοντά μου». Επί­σης, έχει υπο­στη­ρί­ξει ότι δεν γνώ­ρι­ζε τον Παύ­λο Φύσ­σα και ότι δεν τον έστει­λε κάποιος εκεί.

Σήμε­ρα επέ­μει­νε στον ισχυ­ρι­σμό του Πατέ­λη ότι το μήνυ­μα που ενερ­γο­ποί­η­σε το τάγ­μα εφό­δου αφο­ρού­σε δια­νο­μή φυλ­λα­δί­ων, αλλά, σε αντί­θε­ση με τον Πατέ­λη, λέει ότι ξεκί­νη­σε από την Τοπι­κή τάγ­μα εφό­δου με μηχα­νές, το οποίο εκεί­νος ακολούθησε.

Κάποιος του είπε «Έπια­σαν ένα δικό μας και πάμε να τον απε­γκλω­βί­σου­με» ανέ­φε­ρε σε άλλο σημείο.

Υπο­στή­ρι­ξε, ακό­μη, ότι ήταν εκεί οι Κομια­νός, Στα­μπέ­λος, Δήμου, Σκάλ­κος, αλλά είναι σίγου­ρος μόνο για τον Δήμου και για τους άλλους το συμπε­ραί­νει από τον… σωμα­τό­τυ­πό τους.

Το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου

-Απο­λο­γία Γιώρ­γου Ρου­πα­κιά: Φοβή­θη­κα τον Φύσ­σα και την παρέα του προ­σπά­θη­σα να τον τραυματίσω

«Λέει ψέμ­μα­τα κυρία πρό­ε­δρε, λέει ψέμ­μα­τα. Έκα­νε σου­μο και φοβή­θη­κε τον Παύ­λο;». Η φωνή του πατέ­ρα του Παύ­λου Φύσ­σα που έσπευ­σε να πλη­σιά­σει την έδρα για να τον ακού­σει η πρό­ε­δρος, ήταν η αντί­δρα­ση σε όσα ισχυ­ρί­ζε­ται απο­λο­γού­με­νος ο κατη­γο­ρού­με­νος για τη δολο­φο­νία του παι­διού, Γιώρ­γος Ρουπακιάς.

Ο κατη­γο­ρού­με­νος υπο­στή­ρι­ξε και πάλι στο δικα­στή­ριο πως ευρι­σκό­με­νος σε καθε­στώς φόβου και πανι­κού έβγα­λε το πτυσ­σό­με­νο μαχαί­ρι και χτύ­πη­σε τον μου­σι­κό χωρίς να θέλει να τον σκοτώσει.

Ο χρυ­σαυ­γί­της Ρου­πα­κιάς περιέ­γρα­ψε ότι το από­γευ­μα της 17ης Σεπτεμ­βρί­ου ο Πατέ­λης γύρω στις 8 παρά το βρά­δυ του είπε να πάρει τρι­κά­κια από το Περι­στέ­ρι, για­τί θα μιλού­σε την Πέμ­πτη στη Νίκαια ο Μιχα­λο­λιά­κος. «Πήγα κάπου στην πλα­τεία Μπουρ­να­ζί­ου. Έμει­να εκεί περί­που 1,5 ώρα, για­τί δεν τα είχε έτοι­μα. Έφυ­γα γύρω στις 22:30» ανά­φε­ρε ο Ρου­πα­κιάς, χωρίς να μπο­ρεί να πει, αν και δέχθη­κε πολ­λές ερω­τή­σεις από την πρό­ε­δρο, σε ποιο τυπο­γρα­φείο πήγε το επί­μα­χο απόγευμα.

Όπως ανέ­φε­ρε, αφού έδω­σε τα τρι­κά­κια στον συγκα­τη­γο­ρού­με­νό του Ι.Καζαντογλου, έμα­θε ότι είχε «εγκλω­βι­στεί κάποιος δικός μας στο Κοράλ­λι» και πήγε μαζί με την μοτο­πο­ρεία προς την καφετέρια.

Μετά το ραντε­βού ο κατη­γο­ρού­με­νος κατευ­θύν­θη­κε πάλι προς την τοπι­κή. Στο σημείο είδε Κομια­νό, Στα­μπέ­λο, Δήμου και Σκάλ­κο. Στη δήλω­ση Ρου­πα­κιά, ο Κομια­νός πετά­χτη­κε από το εδώ­λιο, λέγο­ντας: «εμέ­να ρε; Εμένα;».

«Ήταν όλοι με αναμ­μέ­νες μηχα­νές. Ήταν 8–10 μηχα­νές και κάποιες είχαν 2 άτο­μα. Τους ακο­λού­θη­σα με το αμάξι…Φτάσαμε στο Κοράλ­λι, την καφε­τέ­ρια. Βλέ­πω τον Παύ­λο Φύσ­σα, μέχρι τότε δεν τον ήξε­ρα, με καμία εικο­σα­ριά άτο­μα. Είχε τελειώ­σει ο αγώ­νας και δεν ξέρω αν ήταν παρέα του όλοι αυτοί ή απλώς θαμώ­νες . Ήταν όλοι στα­μα­τη­μέ­νοι μπρο­στά από την καφε­τέ­ρια. Όλα έγι­ναν πολύ γρήγορα».

Αυτή του η φρά­ση εξόρ­γι­σε τον πατέ­ρα του Παύ­λου Φύσ­σα που φώνα­ξε «Είσαι ψεύ­της!», από το σημείο που καθόταν.

«Ήταν ο Φύσ­σας με καμία εικο­σα­ριά άτο­μα. Έκο­ψαν μετά οι μηχα­νές, έκο­ψα κι εγώ και κοι­τα­χτή­κα­με με τον Φύσ­σα και μου φώνα­ξε: «Γ..το σπί­τι σου». Ήταν μικρό το στε­νό, έκο­ψαν οι μηχα­νές, έκο­ψα κι εγώ. Δεν του απά­ντη­σα και άνοι­ξα την πόρ­τα για να κατέ­βω. Εκεί­νη τη στιγ­μή έρχε­ται ένας της ομά­δας ΔΙΑΣ και μου χτυ­πά­ει το καπό και μου λέει «έλα, έλα», σαν να μου λέει «φύγε». Έφυ­γα πήγα λίγο πιο κάτω και άφη­σα το αυτο­κί­νη­το, αλλά ήταν το μισό απ’ έξω. Βλέ­πω στο αντί­θε­το ρεύ­μα της Πανα­γή Τσαλ­δά­ρη μια θέση. Περί­με­να να περά­σουν 2 αυτο­κί­νη­τα και πήγα στο αντί­θε­το ρεύ­μα για να μπω να παρκάρω».

Πρό­ε­δρος: Οι αστυ­νο­μι­κοί είπαν ότι υπήρ­χαν άνθρω­ποι με κοντά­ρια και λοστούς.

Κατη­γο­ρού­με­νος: Δεν υπήρ­χε τέτοιο πράγμα

Πρό­ε­δρος: Για­τί να το πουν αυτό οι αστυνομικοί;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Δεν ξέρω, αλλά δεν ήταν λογικό.

Πρό­ε­δρος: Άρα είναι ανα­λη­θής ανα­φο­ρά των αστυνομικών;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Έχει κάνει πολ­λές ανα­λη­θείς ανα­φο­ρές η αστυ­νο­μία. Το ξέρετε.

Όπως είπε ο Ρου­πα­κιάς: «Μόλις άφη­σα το αυτο­κί­νη­το βλέ­πω στο δρό­μο τον Φύσ­σα με 3–4 άτο­μα ακό­μα. Είναι 2–3 μέτρα πιο πίσω του τα άτο­μα. Είναι μια παρέα. Φωνές άκου­γα αλλά δεν ξέρω από που. Δια­σταυ­ρώ­θη­καν τα βλέμ­μα­τα μας. Είχα­με από­στα­ση 4 μέτρα. Έγι­ναν όλα σε δευ­τε­ρό­λε­πτα. Μάλ­λον με θυμή­θη­κε και μου λέει «τι είναι ρε;» κι έρχε­ται κατά πάνω μου. Ανοί­γω την πόρ­τα του αυτο­κι­νή­του, τρά­βη­ξα χει­ρό­φρε­νο και τρά­βη­ξα ένα πτυσ­σό­με­νο μαχαί­ρι που είχα..»

Πρό­ε­δρος: Μισό λεπτό. Για­τί πήρα­τε μαχαί­ρι; Ήσα­σταν στο αμάξι..

Κατη­γο­ρού­με­νος: Τι να έκα­να; Να έκλει­να τις ασφά­λειες; Είχα ανοι­χτά παράθυρα.

Πρό­ε­δρος: Σήμε­ρα αυτό θα κάνατε;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Ε, τι θα έκανα;

Πρό­ε­δρος: Είχα­τε την ευχέ­ρεια να φύγε­τε. Όπου σας βγά­λει ο δρόμος

Κατη­γο­ρού­με­νος: Πώς να φύγω; Είχε κίνηση.

Πρό­ε­δρος: Να κλεί­σε­τε ασφά­λειες και παρά­θυ­ρα. Κρα­τού­σε μαχαί­ρι ή κάτι;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Όχι δεν κρα­τού­σε. Αλλά ήταν ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο μακριά και είχε και 3–4 άτο­μα μαζί.

Πρό­ε­δρος: Εσείς πήγα­τε να βοη­θή­σε­τε κάποιον στο Κερα­τσί­νι υπο­τί­θε­ται. Για­τί στα­μα­τή­σα­τε εκεί; Μήπως ο προ­ο­ρι­σμός σας ήταν ο Φύσ­σας εξ ου και στα­μα­τή­σα­τε εκεί;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Όχι, δεν τον ήξε­ρα. Ήξε­ρα ότι θα τους κυνη­γή­σουν; Ότι θα πέσω πάνω του την ώρα που παρ­κά­ρω; Αυτός σκέ­φτη­κε προ­φα­νώς ότι πάμε να τον κυκλώ­σου­με, όχι ότι εγώ πάω να παρ­κά­ρω. Υπέ­θε­σα ότι τους κυνή­γη­σαν οι Χρυ­σαυ­γί­τες και όταν με είδε μπρο­στά του σκέ­φτη­κε ότι πάμε να τους κυκλώσουμε.

Στην συνέ­χεια ο Ρου­πα­κιάς περιέ­γρα­ψε τα κρί­σι­μα δευ­τε­ρό­λε­πτα: «Στο αυτο­κί­νη­το είχα ένα μαχαί­ρι. Και άνοι­ξα την πόρ­τα. Αν δεν είχα το μαχαί­ρι θα άνοι­γα να φύγω πεζός. Θα ήταν η τελευ­ταία λύση για­τί θα με έφτα­ναν. Είχα το μαχαί­ρι. Βγαί­νω έξω, κάνω ένα βήμα στο πεζο­δρό­μιο κι αρχί­ζει ο Φύσ­σα να με χτυ­πά­ει με γρο­θιές στο κεφά­λι. Κρα­τώ­ντας το μαχαί­ρι έκα­να τα χέρια μου προς τα πάνω για να προ­στα­τευ­θώ. Ήταν πιο ψηλός από εμέ­να. Τα σήκω­σα για να προ­στα­τέ­ψω το κεφά­λι μου. Του έρι­ξα με το μαχαί­ρι στα πόδια για να κάνει πίσω. Όπως πήγα για τη δεύ­τε­ρη είχε σκύ­ψει και τον πέτυ­χα στην καρδιά.

Πρό­ε­δρος: Ο Ιατρο­δι­κα­στής βρή­κε σε εσάς χτυ­πή­μα­τα; Έχε­τε δει την έκθεση;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Έχω μαλα­κό τρι­χω­τό κεφα­λής και μου βρή­κε κάποιες εκδο­ρές. Στην έκθε­ση δεν ανα­φέ­ρε­ται τίποτα.

Πρό­ε­δρος: Η δια­φο­ρά ύψους με τον Φύσ­σα ποια ήταν;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Ένα κεφά­λι περίπου…

Πρό­ε­δρος: Την πρώ­τη φορά που τον χτυπήσατε;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Στο πόδι..

Πρό­ε­δρος:Όταν σκο­πός κάποιου δεν είναι να σκο­τώ­σει, επι­λέ­γει μέρη που δεν είναι ζωτι­κά και τον απο­δυ­να­μώ­νει. Η συνέ­χεια για­τί χρειαζόταν;

Κατη­γο­ρού­με­νος:Δεν έχω εμπει­ρία από τέτοια, δεν έχω απα­σχο­λή­σει ποτέ εγώ. Ούτε στο γήπε­δο ούτε που­θε­νά. Το μόνο που θέλεις εκεί­νη την ώρα είναι να φύγεις από το χέρια του.

Πρό­ε­δρος: Τα χέρια ενός ανθρώ­που που σύμ­φω­να με τον ιατρο­δι­κα­στή δεν σας έχει κατα­φέ­ρει πλήγμα.

Κατη­γο­ρού­με­νος: Ούτε να τον τραυ­μα­τί­σω ήθελα.

Πρό­ε­δρος: Βρέ­θη­καν χτυ­πή­μα­τα στον θώρα­κα και στην καρδιά

Κατη­γο­ρού­με­νος: Όταν σε βαρά­ει ο άλλος κι είσαι σκυμ­μέ­νος, πάνω στην ταρα­χή και την τρέ­λα δεν κατα­λα­βαί­νεις. Την ώρα που τρως ξύλο…

Πρό­ε­δρος: Ναι που ξύλο βέβαια δεν προκύπτει

Κατη­γο­ρού­με­νος: Έχει γίνει μια απλή ανθρω­πο­κτο­νία και… το πήγαν πολι­τι­κά και το έκαναν…

Πρό­ε­δρος: Δεν μπο­ρεί­τε ποτέ να λέτε απλή άνθρω­πο­κτο­νία είναι ασέβεια… .

Προσπάθεια να τα μαζέψει

Λίγα λεπτά μετά τις 12.30 η δίκη ξεκί­νη­σε εκ νέου με τον Γιώρ­γο Ρου­πα­κιά, σύμ­φω­να με την Εφη­με­ρί­δα των Συντα­κτών, να επι­χει­ρεί να μαζέ­ψει τα ασυμ­μά­ζευ­τα και να λέει μέσα στην αίθου­σα: Επει­δή έκα­τσα και το σκέ­φτη­κα έξω, ήταν ατυ­χής έκφρα­ση η απλή ανθρω­πο­κτο­νία, έχω μετα­νιώ­σει, μακά­ρι να γύρ­να­γε ο χρό­νος πίσω ήταν τρα­γι­κό­τα­τη ανθρωποκτονία.

«Είπα στον Πατέλη να πάρει και τον Λαγό»

Συνε­χί­ζο­ντας ανέ­φε­ρε ότι από το αστυ­νο­μι­κό τμή­μα τηλε­φώ­νη­σε στη σύζυ­γό του, την αδερ­φή του και πέντε – έξι φορές μίλη­σε στο τηλέ­φω­νο με τον Πατέ­λη. Ισχυ­ρί­στη­κε ότι πήρε τον Πατέ­λη για να τον συμ­βου­λευ­τεί για δικη­γό­ρο, ενώ δήλω­σε «δεν σας το κρύ­βω ότι στο τρί­το τηλε­φώ­νη­μα με τον Πατέ­λη του είπα να πάρει και τον Λαγό».

Πρό­ε­δρος: Περι­μέ­να­τε από τον Λαγό να σας βρει δικηγόρο;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Ναι

Γιατί είχε μαζί του μαχαίρι

Σε ερώ­τη­ση για­τί είχε το μαχαί­ρι στο αυτο­κί­νη­το ο Γιώρ­γος Ρου­πα­κιάς απά­ντη­σε για να κόβει την ται­νία από τις κασέ­λες με τα ψάρια, όταν βοη­θού­σε στο ψαρά­δι­κο της αδερ­φής του και παρα­λάμ­βα­νε κασέ­λες ξημερώματα.

Ο όρκος και ο ναζιστικός χαιρετισμός

Κατά την έναρ­ξη της απο­λο­γί­ας του ο Γιώρ­γος Ρου­πα­κιάς ανέ­φε­ρε «Μέσα καλο­και­ριού του 2012 πήγα στην Τοπι­κή της Νίκαιας πρώ­τη φορά, ήταν πάρα πολύ κοντά στο σπί­τι μου, μαζί με τη σύζυ­γό μου. Ο πρώ­τος που γνώ­ρι­σα ήταν ο κ. Πατέ­λης, δεν τον γνώ­ρι­ζα πριν. Δεν υπέ­γρα­ψα φόρ­μα υπο­στη­ρι­κτή επει­δή δεν είχα 20 ευρώ, στην αρχή πήγαι­να αραιά, μετά πιο τακτι­κά. Βοή­θα­γα σε δια­νο­μές, πηγαι­νο­έρ­φερ­να και πράγ­μα­τα από τα κεντρι­κά γρα­φεία της Μεσογείων».

Παρα­δέ­χθη­κε ότι εκτε­λού­σε χρέη ταμία, λέγο­ντας πως ήταν στις αρμο­διό­τη­τες του Τσα­κα­νί­κα, τον οποί αντι­κα­θι­στού­σε, ενώ δήλω­σε ότι είχε λάβει μέρος σε εκδη­λώ­σεις της Χρυ­σής Αυγής σε Θερ­μο­πύ­λες, Ίμια, Μελι­γα­λά και στην κατα­σκή­νω­ση στη Νέδα.

Πρό­ε­δρος: Εχε­τε δώσει όρκο;

Κατη­γο­ρού­με­νος: : Ναι. Ήμα­σταν στη Νέδα και λέει ο Πατέ­λης πάμε πιο κει, με Καζαν­τζό­γλου και Τσα­κα­νί­κα, και εκφώ­νη­σαν έναν λόγο, δεν ξέρω αν ήταν όρκος, νομί­ζω τον εκφώ­νη­σε ο Τσακανίκας

Πρό­ε­δρος: Φωτι­ζό­ταν από κάτι ο χώρος;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Υπήρ­χαν δύο δάδες, αλλά πιο πέρα ήταν κι άλλοι, ήταν του­ρι­στι­κός χώρος. Κανο­νι­κά έπρε­πε να μη γίνε­ται ο χαι­ρε­τι­σμός στο τέλος και ο Χίτλερ χαι­ρε­τά­ει έτσι, αλλά δεν το εκλά­βα­με έτσι, ήταν αρχαί­ος ελλη­νι­κός ο χαι­ρε­τι­σμός, είναι τι νιώ­θεις εκεί­νη την ώρα

Πρό­ε­δρος:Πριν πάτε στα γρα­φεία της Νίκαιας χαι­ρε­τού­σα­τε έτσι;

Κατη­γο­ρού­με­νος: Όχι

Η απο­λο­γία συνεχίζεται

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο