Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δίστομο 1944: «Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου…»

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

 

«Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου
ω, εσύ δια­βά­τη, όπου πατή­σεις να προσέχεις.
Εδώ πονά η σιω­πή, πονά­ει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκλη­ρό­τη­τα του ανθρώπου.
Εδώ μία στή­λη απλή, μαρ­μά­ρι­νη όλη κι όλη
με ονό­μα­τα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγ­μό — λυγ­μό, σκα­λί — σκα­λί, μέγι­στη σκάλα».
 Γιάν­νης Ρίτσος

Είναι 1944. Το ναζι­στι­κό κτή­νος που αιμα­το­κύ­λη­σε την ανθρω­πό­τη­τα δέχε­ται χτυ­πή­μα­τα. Απέ­να­ντι του ορθώ­νε­ται ο ηρω­ϊ­κός Κόκ­κι­νος Στρα­τός. Στην Ελλά­δα, οι δυνά­μεις του ΕΛΑΣ σφίγ­γουν τον κλοιό. Οι Ναζί και οι ντό­πιοι συνερ­γά­τες τους κατα­φεύ­γουν από έγκλη­μα σε έγκλη­μα, από βαρ­βα­ρό­τη­τα σε βαρ­βα­ρό­τη­τα. Σε δεκά­δες περιο­χές οι κάτοι­κοι ζουν από πρώ­το χέρι την εγκλη­μα­τι­κή φύση της ναζι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας: Ανώ­γεια, Κάν­δα­νος, Βιάν­νος, Κομ­μέ­νο, Χορ­τιά­της, Καλά­βρυ­τα, Λέχο­βο και αλλού οι κατο­χι­κές δυνά­μεις και οι ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες- οι χρυ­σαυ­γί­τες της επο­χής- σκορ­πούν το θάνα­το και τη φρίκη.

Στις 10 Ιού­νη 1944 ήταν η σει­ρά του Διστό­μου να γίνει το τρα­γι­κό σκη­νι­κό ενός ανεί­πω­του ολο­καυ­τώ­μα­τος. Η περι­γρα­φή του ιστο­ρι­κού Τάκη Λάπ­πα, που έτυ­χε να βρί­σκε­ται εκεί­νο τον και­ρό στην περιο­χή και απο­τύ­πω­σε τα γεγο­νό­τα στο βιβλίο «Η σφα­γή του Διστό­μου» είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή: «Σαν και τού­το το κακό άλλο δεν ξανα­γί­νη­κε (…) οι φονιά­δες μεθυ­σμέ­νοι από το κακούρ­γο πάθος τους, σπά­ζουν τις πόρ­τες των σπι­τιών κι ορμά­νε μέσα. Οποιον συνα­ντά­νε, τον σκο­τώ­νουν. Αλλοι θερί­ζουν χωρίς διά­κρι­ση ψυχές μέσα στα κοντι­νά σπί­τια κι άλλοι ξεχύ­νο­νται στις γει­το­νιές… Τα παρα­κά­λια κι ο θρή­νος που κάνουν τα γυναι­κό­παι­δα δε στέ­κουν ικα­νά να μαλά­ξουν την άγρια ψυχή των μακε­λά­ρη­δων (…) Μπρο­στά σε τέτοιο θέα­μα κι οι θεα­τές ακό­μα του Κολοσ­σαί­ου θα σκέ­πα­ζαν τα μάτια τους από φρί­κη κι αυτός ο Ηρώ­δης ή ο Νέρω­νας θα φρέ­νια­ζαν απ’ το κακό τους, που ύστε­ρα από τόσους αιώ­νες βρέ­θη­καν κτη­νάν­θρω­ποι σαν κι αυτούς, όχι μονά­χα να τους μιμη­θού­νε, μα να τους ξεπε­ρά­σουν κιό­λας».

Οι αφη­γή­σεις και μαρ­τυ­ρί­ες που κατέ­γρα­ψε ο Τ.Λάππας- η μεθο­δι­κή έρευ­να του οποί­ου για την σφα­γή στο Δίστο­μο κατα­τέ­θη­κε αργό­τε­ρα στη δίκη της Νυρεμ­βέρ­γης- είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κές της κτη­νω­δί­ας των Ναζί:

DISTOMO 1Μια απ’ τις επι­ζή­σα­ντες της θηριω­δί­ας, η Ολυ­μπιά­δα Περ­γα­ντά, που ήταν μαζί με τη μητέ­ρα της και άλλα δέκα γυναι­κό­παι­δα στο σπί­τι του Θ.Σφοντούρη, διη­γού­νταν: «Βλέ­που­με και μπάι­νει μέσα ένας Γερ­μα­νός που στά­θη­κε στην πόρ­τα κι όπως μας βρή­κε μαζω­μέ­νος στο δωμά­τιο, άρχι­σε να ρίχνει στο σταυ­ρό κατά πάνω μας μ’ ένα γρή­γο­ρο όπλο (αυτό­μα­το). Εγώ λαβώ­θη­κα στο χέρι από τους πρώ­τους κι έπε­σα χάμω κάνο­ντας τη σκο­τω­μέ­νη. Η Ασή­μω Σφο­ντού­ρη που ήταν πλάϊ μου και κρά­τα­γε το χρο­νιά­ρι­κο παι­δί της στα γόνα­τα, με το πρώ­το έπε­σε από πάνω του και το σκέ­πα­σε με το κορ­μί της να γλι­τώ­σει αυτό του­λά­χι­στον απ’ το Χάρο. Αφού ο Γερ­μα­νός άδεια­σε τ’ όπλο του πάνω μας δυο φορές, που να θυμη­θώ απ’ το φόβο και τον αλλα­λαγ­μό, ύστε­ρα ήρθε και μας σκού­ντα­γε με το πόδι του για να δει μπας και ζού­σα­με και κάνα­με τους πεθα­μέ­νους. Μα ποιός να κου­νή­σει; Άλλοι είμα­στε μισο­ζώ­ντα­νοι κι άλλοι στον τόπο. Όλοι μας, ο ένας πάνω στον άλλο κολυ­μπά­γα­με στο αίμα. Αφού σιγου­ρεύ­τη­κε ο Γερ­μα­νός πως μας είχε ξεπα­στρέ­ψει έφυ­γε. Μερι­κοί από ‘κει μέσα, όπως η μάνα μου, ήταν βαριά λαβω­μέ­νοι […] Ως το πρωί η μάνα μου πέθα­νε απ’ το αίμα. Τρεις μονά­χα ζήσα­με: ένα παι­δί, εγώ και το μικρό της Ασή­μως, που έβα­λε η μάνα του το κορ­μί της ταμπού­ρι για να γλι­τώ­σει. Για να το σώσει χάθη­κε κείνη…».

Η παπα­διά Κοντύ­λω, γυναί­κα του παπά του χωριού, διη­γή­θη­κε: «Εγώ, τη στιγ­μή που μας βάλα­νε στο του­φε­κί­δι, βύζαι­να το κορι­τσά­κι μου, τη Μαρ­γα­ρί­τα, ενός χρό­νου. Μου ρίξα­νε τρεις σφαί­ρες. Η μια μού χάλα­σε το ζερ­βί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπε­τσα κάτω από το αυτί και η τρί­τη χτύ­πη­σε στο κεφά­λι το κορι­τσά­κι μου. Της άνοι­ξε το κεφά­λι κι όπως την κρά­τα­γα στην αγκα­λιά μου όλα τα μυα­λά της πετά­χτη­καν στα μού­τρα μου». 

Γύρω στα δέκα άτο­μα μαζε­μέ­να σε ένα υπό­γειο με βαρέ­λια κρα­σιού δέχθη­καν τις σφαί­ρες των Γερ­μα­νών. Ο 11χρο­νος- τότε- Λου­κάς Παπα­νι­κο­λά­ου που, αν και τραυ­μα­τι­σμέ­νος, επέ­ζη­σε του μακε­λειού θυμού­νταν: “…Αφού οι Γερ­μα­να­ρά­δες σιγου­ρεύ­τη­καν πως μας ξεκά­να­νε όλους κάνα­νε προς την πόρ­τα για να φύγουν. Ένα μικρό παι­δά­κι, όμως, ίσα με εφτά-οχτώ χρο­νώ, λαβω­μέ­νο κι αυτό πόνα­γε πολύ και δεν κρα­τή­θη­κε. Άξαφ­να άρχι­σε να φωνά­ζει. Τότε ένας απ’ τους τρείς στρα­τιώ­τες ξανα­γύ­ρι­σε και το δωσε μια πιστο­λιά στο κεφά­λι και το ξεμπέρ­δε­ψε [.…] Σαν ήρθα στα συγκα­λά μου είδα το κατώ­γι να χει γιο­μί­σει πάνω από μισό μέτρο κρα­σί κι οι σκο­τω­μέ­νοι να κολυμπάνε”.

Δια­κό­σιοι δέκα οχτώ κάτοι­κοι του χωριού βρή­καν μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το. Απ’ αυτούς, 20 ήταν μωρά, 45 παι­διά ηλι­κί­ας 5 μέχρι 20 ετών, 111 άνδρες και γυναί­κες ηλι­κί­ας 20 έως 60 ετών και 42 γέροι 60 έως 85 ετών. Να τι σημεί­ω­νε σε «έκθε­ση» του προς το υπουρ­γείο Εσω­τε­ρι­κών ο κατο­χι­κός νομάρ­χης Βοιω­τί­ας Ιωαν. Γεωρ­γό­που­λος: «Από δύο ημε­ρών δια­νύω τας δρα­μα­τι­κο­τέ­ρας της ζωής μου. Τα συμ­βαί­νο­ντα εις την περι­φέ­ρειαν κατά τας δύο τρα­γι­κάς αυτάς ημέ­ρας υπερ­βαί­νουν και αυτήν τη νύχτα του Αγί­ου Βαρ­θο­λο­μαί­ου και αυτούς τους σικε­λι­κούς εσπε­ρι­νούς… Λυσ­σα­λέα η αγριό­της δεν εφεί­σθη ούτε των νηπί­ων, τα οποία άτα­φα έτι σφίγ­γο­νται σπα­σμω­δι­κώς στορ­γι­κά εις τους άψυ­χους κόλ­πους των μητέρων».

«Αγών ενα­ντί­ον των συμ­μο­ρι­τών» η.… σφα­γή στο Δίστομο!

Ένα μήνα μετά τη ναζι­στι­κή κτη­νω­δία στο Δίστο­μο, στις 9 Ιού­λη 1944, η γνω­στή και μη εξαι­ρε­τέα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» δημο­σιεύ­ει άρθρο με τίτλο «Η δημο­κο­πία περί ωμο­τή­των εις το Δίστο­μον». Η εφη­με­ρί­δα-όργα­νο των Ναζί- που υμνού­σε τον Χίτλερ έδι­νε και πάλι ρεσι­τάλ αστι­κού δοσι­λο­γι­σμού και αντι­κομ­μου­νι­στι­κής αθλιότητας:

«Κομ­μου­νι­σταί δημο­κό­ποι διέ­δω­σαν την φήμην, ότι εις το ειρη­νι­κόν χωρί­ον Δίστο­μον (μετα­ξύ Λεβα­δεί­ας και Αρα­χώ­βης, επαρ­χί­ας Λεβα­δεί­ας) πλέ­ον των 1.000 ανδρών, γυναι­κών και παι­διών (!) κατε­σφά­γη­σαν με κτη­νώ­δη τρό­πο υπό μιας γερ­μα­νι­κής μονά­δος (…) Δια κάθε φιλο­πά­τρι­δα Ελλη­να, που γνω­ρί­ζει τας μεθό­δους ψεύ­δους της προ­πα­γάν­δας του ΕΑΜ, είναι φανε­ρά η κομ­μου­νι­στι­κή προ­έ­λευ­σις και ο σκο­πός της δια­δό­σε­ως ταύ­της. Περί των πραγ­μα­τι­κών γεγο­νό­των εις το Δίστο­μον επλη­ρο­φο­ρή­θη­μεν εν λεπτο­με­ρεία τα εξής υπό της αρμό­διας αρχής. Την 10 Ιου­νί­ου 1944 μία γερ­μα­νι­κή μονάς ευρι­σκο­μέ­νη εν πορεία και μετα­βαί­νου­σα από Λεβα­δεί­ας εις Αρά­χω­βαν, εβλή­θη έμπρο­σθεν του χωρί­ου Διστό­μου με όπλα, οπλο­πο­λυ­βό­λα και ολμο­βό­λα. Η μονάς απώ­λε­σε λόγω της άναν­δρου ταύ­της επι­θέ­σε­ως του ΕΑΜ αριθ­μόν τινά εις νεκρούς και τραυ­μα­τί­ας. Εν συνε­χεία ανε­λή­φθη ο αγών ενα­ντί­ον των συμ­μο­ρι­τών οι οποί­οι είχον οχυ­ρω­θή μέσα εις το Δίστο­μον, με όλα τα υπάρ­χο­ντα μέσα. Κατό­πιν της χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­ως των βαρέ­ων γερ­μα­νι­κών όπλων, εκυ­ριεύ­θη εξ εφό­δου το Δίστο­μον, η φωλέα αυτή της συμ­μο­ρί­ας. Ηριθ­μή­θη­σαν περί τους 250 νεκροί συμμορίται». 

DISTOMO 2

Την επό­με­νη μέρα τίπο­τα δεν ήταν πια το ίδιο. Το χωριό κολυ­μπού­σε μέσα στο αίμα και οι δρό­μοι ήταν στρω­μέ­νοι με πτώ­μα­τα. Το Δίστο­μο είχε αφα­νι­στεί. Οι Ναζί, τα ανθρω­ποει­δή αυτά του φασι­σμού, είχαν εκτε­λέ­σει πιστά τη δια­τα­γή: «Να σβή­σει κάθε πνοή. Να αφα­νι­στεί ολό­τε­λα το χωριό».

Το Δίστο­μο- όπως και μια σει­ρά άλλα μαρ­τυ­ρι­κά χωριά και πόλεις της Ελλά­δας- μπο­ρεί να αφα­νί­στη­κε από τις ορδές του χιτλε­ρο­φα­σι­σμού. Ωστό­σο, η μνή­μη επέ­ζη­σε, όχι μονά­χα ως θλί­ψη και πόνος για τα θύμα­τα της θηριω­δί­ας, αλλά και ως οργή. Οργή για τους Ναζί κατα­κτη­τές, τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες συνερ­γά­τες τους αλλά και τους πολι­τι­κούς τους απο­γό­νους, τους εγκλη­μα­τί­ες της Χρυ­σής Αυγής. Οργή για τον φασι­σμό-ναζι­σμό και το σάπιο σύστη­μα που τον γεν­νά- τον καπιταλισμό.

Η οργή αυτή υπο­γραμ­μί­ζει το καθή­κον του λαού- και ιδιαί­τε­ρα των νεό­τε­ρων γενιών- απέ­να­ντι στους νεκρούς του Διστό­μου: Να μην ξεχά­σει τα εγκλή­μα­τα του φασι­σμού, να απο­μο­νώ­σει τους σύγ­χρο­νους εκφρα­στές του φασι­σμού-ναζι­σμού στέλ­νο­ντας τους εκεί που είναι η πραγ­μα­τι­κή τους θέση: Στον σκου­πι­δο­τε­νε­κέ της Ιστορίας.

____________________________________________________________________________

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο