Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΔΑΝΤΗΣ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Γρά­φει ο Γιώρ­γος Βαβίτσας

Ο Ντά­ντε Αλι­γκιέ­ρι (1265–1321) γεν­νή­θη­κε στη Φλω­ρε­ντία σε μια περί­ο­δο που η πόλη είχε γίνει μια από τις πλου­σιό­τε­ρες ιτα­λι­κές πόλεις με ανα­πτυγ­μέ­νο εμπό­ριο, ακμά­ζου­σα χει­ρο­τε­χνία και μανου­φα­κτού­ρα και πολύ ανα­πτυγ­μέ­νο για τα μέτρα της επο­χής τρα­πε­ζι­κό σύστη­μα. Οι τρα­πε­ζι­κοί της οίκοι δάνει­ζαν χρή­μα­τα στους βασι­λιά­δες όλης σχε­δόν της Ευρώ­πης. Η βόρεια Ιτα­λία όπου για πρώ­τη φορά εμφα­νί­στη­καν τα φύτρα του καπι­τα­λι­σμού ήταν κατα­κερ­μα­τι­σμέ­νη σε πόλεις κρα­τί­δια. Η ανερ­χό­με­νη αστι­κή τάξη ή καλύ­τε­ρα ο αστι­κός κόσμος έδι­νε τις πρώ­τες μάχες της να απαλ­λα­γεί από τα φεου­δαρ­χι­κά δεσμά, την κηδε­μό­νευ­ση της αρι­στο­κρα­τί­ας των τίτλων, της μεγά­λης γαιοκτησίας.

Η πάλη μετα­ξύ των δύο αυτών κόσμων διε­ξα­γό­ταν και στο εσω­τε­ρι­κό των πόλε­ων έτσι που όλη η Ιτα­λία ήταν διχα­σμέ­νη ανά­με­σα σε δύο μεγά­λα κόμ­μα­τα, τους γου­έλ­φους όπου συσπει­ρώ­νο­νταν περισ­σό­τε­ρο οι αστοί και οι οποί­οι στή­ρι­ζαν την παπι­κή εξου­σία και τους γιβελ­λἰνους που συγκρο­τού­νταν κυρί­ως από ευγε­νείς. Οι τελευ­ταί­οι είχαν ενα­πο­θέ­σει τις ελπί­δες τους για την ανα­βί­ω­ση της παλιάς δόξας της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, τη συγκρό­τη­ση μιας ενιαί­ας και ισχυ­ρής αρι­στο­κρα­τι­κής Ιτα­λί­ας στον ρωμαιο­κα­θο­λι­κό αυτοκράτορα.

Ο Δάντης, ήδη από τα νεα­νι­κά του χρό­νια μια πολύ­πλευ­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ρίχτη­κε με ζήλο στην πολι­τι­κή ζωή της πόλης στην πλευ­ρά των γου­έλ­φων παίρ­νο­ντας μέρος και σε διά­φο­ρες πολε­μι­κές ανα­με­τρή­σεις μετα­ξύ των ιτα­λι­κών πόλε­ων. Γρά­φτη­κε στη συντε­χνία των για­τρών και το 1300 πέτυ­χε τη μεγα­λύ­τε­ρη τιμή για έναν πολί­τη της επο­χής: εκλέ­χτη­κε μέλος του εξα­με­λούς συμ­βου­λί­ου της πόλης. Ξεχω­ρί­ζο­ντας για την αμε­ρο­λη­ψία και το αίσθη­μα δικαιο­σύ­νης προ­σπα­θού­σε να κατευ­νά­σει τη διχό­νοια στο εσω­τε­ρι­κό του κόμ­μα­τος των γου­έλ­φων που ήταν διαι­ρε­μέ­νοι σε δύο πτέ­ρυ­γες, τους λευ­κούς και τους μέλα­νες. Οι λευ­κοί εκπρο­σω­πού­σαν τις πιο αδύ­να­μες συντε­χνί­ες όπου ανή­κε κι ο Δάντης ενώ οι μέλα­νες προ­ω­θού­σαν τα συμ­φέ­ρο­ντα του πάπα. Όταν ο γάλ­λος βασι­λιάς με προ­τρο­πή του πάπα κατέ­λα­βε  την πόλη το 1302 εξό­ρι­σαν και τον Δάντη κι επει­δή αρνή­θη­κε να παρου­σια­στεί στο δικα­στή­ριο τον κατα­δί­κα­σαν ερή­μην σε θάνα­το στην πυρά γκρε­μί­ζο­ντας την κατοι­κία του. Τότε κάτω από την πίε­ση των τρα­γι­κών γι’ αυτόν γεγο­νό­των άλλα­ξε στρα­τό­πε­δο πηγαί­νο­ντας με τους γιβελ­λί­νους κι ενα­πο­θέ­το­ντας τις ελπί­δες του για τη δημιουρ­γία μιας ενιαί­ας Ιτα­λί­ας στον αυτο­κρά­το­ρα. Τα στρα­τεύ­μα­τα του Ερρί­κου 7ου κινή­θη­καν πράγ­μα­τι το 1310 κατά της Ιτα­λί­ας, η εκστρα­τεία όμως δια­κό­πη­κε από τον ξαφ­νι­κό θάνα­το του αυτοκράτορα.

Ο Δάντης που είδε να γκρε­μί­ζο­νται τα όνει­ρά του δεν κατά­φε­ρε πια ποτέ να γυρί­σει στην πατρί­δα του. Πέθα­νε στη Ραβέ­να ύστε­ρα από πολ­λά χρό­νια σκλη­ρών δοκι­μα­σιών και στε­ρή­σε­ων περι­πλα­νώ­με­νος από τόπο σε τόπο με ασπρι­σμέ­να από τη θλί­ψη και τις έγνοιες μαλ­λιά. Αν πιστέ­ψου­με τον Βοκά­κιο, όταν μια ηλι­κιω­μέ­νη γυναί­κα είδε το σπα­σμέ­νο, ζαρω­μέ­νο πρό­σω­πο του Δάντη προς το τέλος της ζωής του, ανα­φώ­νη­σε: «Φαί­νε­ται πως πέρα­σε από την Κόλαση.»

Τις ιδέ­ες του για την μονο­κρα­το­ρία τις ανα­πτύσ­σει στο περί­φη­μο γρα­πτό του με τίτλο Η Μοναρ­χία (De monarchia), ενώ στο έργο του με τίτλο Συμπό­σιο (Convivio / 1303–4) πραγ­μα­τεύ­ε­ται κυρί­ως σε τι συνί­στα­ται η πραγ­μα­τι­κή ευγέ­νεια εξε­τά­ζο­ντας την αξία του ανθρώ­που ανε­ξάρ­τη­τα από τα προ­νό­μια και τους τίτλους της αρι­στο­κρα­τί­ας. Στην πραγ­μα­τεία του με τίτλο Για την ευγλωτ­τία της δημο­τι­κής γλώσ­σας  (De vulgari eloquentia) προ­βάλ­λει με πάθος την ανά­γκη δημιουρ­γί­ας μιας εθνι­κής γλώσσας.

Ένα άλλο βίω­μα κατα­λυ­τι­κής σημα­σί­ας για τη ζωή του ήταν ο έρω­τας που ξύπνη­σε μέσα του όταν ήταν εννέα χρο­νών για την συνο­μή­λι­κή του Βεα­τρί­κη  την οποία  είδε για πρώ­τη φορά σε μια εκκλη­σία. «Εκεί­νη τη στιγ­μή, το πνεύ­μα της ζωής που κατοι­κεί στα πιο από­κρυ­φα μέρη της καρ­διάς, ορκί­ζο­μαι πως άρχι­σε να τρέ­μει τόσο έντο­να που η τρο­μα­κτι­κή δύνα­μή του δια­χύ­θη­κε και στις πιο λεπτές αρτη­ρί­ες και τρε­μά­με­νο είπε τα εξής: Ιδού, ένας θεός που είναι πιο δυνα­τός από μένα και θα κυριαρ­χή­σει πάνω μου» — αυτά θα γρά­ψει ο Δάντης για τη μοι­ραία συνά­ντη­ση στο αυτο­βιο­γρα­φι­κό έργο με τίτλο Νέα Ζωή (La vita nuova). Εδώ θα συγκε­ντρώ­σει 31 ποι­ή­μα­τα – σονέ­τα αφιε­ρω­μέ­να στη Βεα­τρί­κη τα οποία συνο­δεύ­ο­νται από επε­ξη­γή­σεις σε μορ­φή πρό­ζας για να κατα­λά­βουν οι ανα­γνώ­στες τα αισθή­μα­τα που τα γέννησαν.

Το έργο θα συγκι­νεί πάντα με την ειλι­κρί­νεια των αισθη­μά­των, τη μεγα­λο­φυή απλό­τη­τα αλλά και το στο­χα­σμό του. Η Βεα­τρί­κη, κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα, μάντευε απλά τα αισθή­μα­τα του Δάντη,  για­τί ο ποι­η­τής έπρε­πε να αρκε­στεί σε μερι­κές φευ­γα­λέ­ες συνα­ντή­σεις τους. Και επει­δή δεν μπο­ρού­σε να γνω­ρί­ζει πραγ­μα­τι­κά την κοπέ­λα δημιούρ­γη­σε μια νέα Βεα­τρί­κη πλά­θο­ντας ταυ­τό­χρο­να ένα πραγ­μα­τι­κό γήι­νο πλά­σμα και ένα γενι­κευ­μέ­νο σύμ­βο­λο. Έτσι έγι­νε η Βεα­τρί­κη του Δάντη η εικό­να της ανό­θευ­της ομορ­φιάς, της απα­ρά­μιλ­λης αγνό­τη­τας και ευγέ­νειας. Να ένα από τα πιο γνω­στά σονέ­τα του έργου:

Ένα είναι έρω­τας κι αγνή καρδιά
Όπως γρά­φει κι ο σοφός στη διατριβή
Του, να ζουν δεν μπο­ρούν χωριστά
Όπου σβή­νει η σκέ­ψη μαραί­νε­ται κι η ψυχή

Όταν σφύ­ζει από αγά­πη η φύση
Στην καρ­διά της φωλιά­ζει ο Έρως απαλά
Κι εκεί ανα­παύ­ε­ται δίχως να μιλήσει
Λίγο ή πολύ καμιά φορά

Την όψη σοφής γυναί­κας παίρ­νει το ωραίο
Γλυ­καί­νει τα μάτια και στην καρδιά
Ξυπνά­ει ο πόθος που δε σβήνει

Κι η φλό­γα σιγο­καί­ει κάτω από ένα πέπλο
Μέχρι ο Έρως να ξυπνή­σει ξαφνικά
Έτσι κι ο άνδρας από τη γυναί­κα κλέ­βει τη γαλήνη.

Με τη Νέα Ζωή ολο­κλη­ρώ­νε­ται η νιό­τη του Δάντη κι ο ποι­η­τής δίνει μια μεγά­λη υπό­σχε­ση στον εαυ­τό του: θα γρά­ψει για τη Βεα­τρί­κη όπως κανέ­νας δεν έγρα­ψε ποτέ για γυναίκα.

Αυτό θα τον παρα­κι­νή­σει στη συγ­γρα­φή της Κωμω­δί­ας που οι επί­γο­νοι θα ονο­μά­σουν Θεία Κωμω­δία (Divina Commedia). Ο Δάντης έγρα­ψε το κορυ­φαίο αυτό αρι­στούρ­γη­μα όλων των επο­χών στη διά­λε­κτο που μιλού­σαν στη Φλω­ρε­ντία, σε απλή λαϊ­κή γλώσ­σα, δημιουρ­γώ­ντας έτσι τη λογο­τε­χνι­κή ιτα­λι­κή γλώσ­σα. Πρό­κει­ται για μια πραγ­μα­τι­κή εγκυ­κλο­παί­δεια του μεσαί­ω­να όπου ο σοφός, φιλό­σο­φος Δάντης συμπυ­κνώ­νει το σύνο­λο της γνώ­σης της επο­χής κι όλα αυτά μέσα από τα μάτια, την ψυχή, σαν βίω­μα του περι­πλα­νώ­με­νου ποι­η­τή δίνο­ντας μια αυστη­ρή, κλει­στή καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή στο έργο. Η Θεία Κωμω­δία απο­τε­λεί ένα πραγ­μα­τι­κά μονα­δι­κό, απα­ρά­μιλ­λο έργο, αδύ­να­το να το εντά­ξει κανείς σε ένα συγκε­κρι­μέ­νο λογο­τε­χνι­κό είδος. Στην ουσία είναι ένα λυρι­κό, φιλο­σο­φι­κό ποί­η­μα σε επι­κή μορ­φή όπου σημα­ντι­κό ρόλο έχει  και το τρα­γι­κό στοι­χείο. Απο­τε­λεί­ται από 100 άσμα­τα που διαι­ρού­νται σε τρεις μεγά­λες ενό­τη­τες (Κόλα­ση, Καθαρ­τή­ριο, Παρά­δει­σος). Δομεί­ται από τρί­στι­χες τερ­τσί­νες όπου ο μεσαί­ος στί­χος κάθε τρί­στι­χου βρί­σκε­ται σε ομοιο­κα­τα­λη­ξία με την πρώ­τη και την τρί­τη του επό­με­νου: αβα – βγβ –γεγ κ.λπ.

Το θέμα του έργου είναι το ταξί­δι του ποι­η­τή, του λυρι­κού υπο­κει­μέ­νου, στο μετα­θα­νά­τιο κόσμο προς ανα­ζή­τη­ση όχι μόνο της προ­σω­πι­κής αλλά και της ευτυ­χί­ας όλου του ανθρώ­πι­νου γένους. Ο Δάντης δεί­χνει με αλλη­γο­ρι­κό, συμ­βο­λι­κό τρό­πο πώς μπο­ρεί να εξα­γνι­στεί ο άνθρω­πος, να απαλ­λα­γεί από τα γήι­να κακά, τον ηθι­κό ξεπε­σμό, να ξεφύ­γει από την κοι­λά­δα των στε­ναγ­μών της γήι­νης ζωής ανα­ζη­τώ­ντας μια καλύ­τε­ρη μοί­ρα και ζώντας γι’ αυτό ενά­ρε­τα ώστε να φτά­σει στο υπέρ­τα­το αγα­θό στον Παρά­δει­σο. Στην αρχή του έργου στο 1ο Άσμα για παρά­δειγ­μα όταν προ­σπα­θεί να ανε­βεί το λόφο της αρε­τής τρία αλλη­γο­ρι­κά θηρία φρά­ζουν το δρό­μου του: η λεο­πάρ­δα­λη με το παρ­δα­λό δέρ­μα της ηδο­νής, το λιο­ντά­ρι της αλα­ζο­νεί­ας και της βίας και η αχα­μνής και αιώ­νια αχόρ­τα­γη λύκαι­να της απλη­στί­ας. Μολο­νό­τι η δομή κι η μορ­φή του έργου παρα­μέ­νει σε αυστη­ρά μεσαιω­νι­κά πλαί­σια,  ο Δάντης εκφρά­ζει κάτι εντε­λώς και­νούρ­γιο εγκαι­νιά­ζο­ντας έτσι μια νέα επο­χή στην ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας: ότι η ζωή εδώ κάτω στη γη δεν είναι και τόσο άσχη­μη, μόνο οι άνθρω­ποι την κάνουν άσχη­μη και την κάνουν πραγ­μα­τι­κά άσχη­μη όταν  ξεχνούν ότι η φύση του ανθρώ­που είναι να δρα συνει­δη­τά κι ελεύθερα.

Η αντί­φα­ση στο έργο του Δάντη, κι ακρι­βώς οι εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις που βρί­σκο­νται στη βάση ενός έργου το κάνουν μεγά­λο κι ανε­πα­νά­λη­πτο,  είναι ότι απο­κα­τέ­στη­σε την αλη­θι­νή, αυθε­ντι­κή αξία, την χαμέ­νη τιμή της γήι­νης ζωής ύστε­ρα από το σκο­τει­νό μεσαί­ω­να,  « του οποί­ου οι ιεροί βρι­κό­λα­κες ρού­φη­ξαν τόσο αίμα» από το ανθρώ­πι­νο γένος με την ταπεί­νω­ση και τη βεβή­λω­ση του σώμα­τος και της ύλης. Αυτό όμως το κάνει  ο Δάντης μέσα στα μεσαιω­νι­κά πλαί­σια, υιο­θε­τώ­ντας δηλα­δή τις έννοιες του μεσαιω­νι­κού ανθρώ­που. Η μόνι­μη έντα­ση μετα­ξύ αυτών των δύο πλευ­ρών, του μεσαί­ω­να και μιας νέας επο­χής,  και η συνε­χής λύση αυτής είναι που προσ­δί­δει μια ακα­τα­μά­χη­τη γοη­τεία όπως και το στοι­χείο της κάθαρ­σης στο έργο που μας κάνει ικα­νούς να το απο­λαύ­σου­με αισθη­τι­κά, σαν καλ­λι­τε­χνι­κό έργο.

Κι αν το άφτα­στο ιδε­ώ­δες, ο ανεκ­πλή­ρω­τος έρω­τας,  που διέ­πει το έργο, αφή­νει συνε­χώς ένα τρα­γι­κό απο­τύ­πω­μα στην καλ­λι­τε­χνι­κή κατα­σκευή, στην ιδε­α­τή ολο­κλή­ρω­ση, είναι σαν να μας δεί­χνει  ο Δάντης με αυτό ότι η φύση του ανθρώ­που βρί­σκε­ται στην αέναη κίνη­ση προς τα εμπρός, στην ανα­ζή­τη­ση νέων στό­χων, στη συνε­χή άνο­δο,   εκφρά­ζο­ντας έτσι απλά, σε ποι­η­τι­κή γλώσ­σα, το πνεύ­μα και το αίτη­μα της νεό­τε­ρης επο­χής, τη γέν­νη­ση ολό­πλευ­ρα ανα­πτυγ­μέ­νων, πραγ­μα­τι­κά ελεύ­θε­ρων ανθρώ­πων, «γιγά­ντων σε δύνα­μη σκέ­ψης, πάθους και χαρα­κτή­ρα, σε καθο­λι­κό­τη­τα και πολυμάθεια»
(βλ Ένγκελς: “Δια­λε­κτι­κή της φύσης”).

Όπως λέει ο Χέγκελ στην τελευ­ταία σελί­δα του δεύ­τε­ρου τόμου της Ιστο­ρί­ας της Φιλο­σο­φί­ας  ερμη­νεύ­ο­ντας την επο­χή του Δάντη:

«Αυτή η ανα­γέν­νη­ση χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως το ξανα­ζω­ντά­νε­μα των τεχνών και των επι­στη­μών – ως η επο­χή που το πνεύ­μα απο­κτά­ει εμπι­στο­σύ­νη στον εαυ­τό και στην ύπαρ­ξή του και βρί­σκει το ενδια­φέ­ρον του στο παρόν του. Συμ­φι­λιώ­νε­ται πραγ­μα­τι­κά με τον κόσμο – όχι καθαυ­τό, σε ένα επέ­κει­να, στην κενή σκέ­ψη, στη Δευ­τέ­ρα Παρου­σία μιας εξα­ΰ­λω­σης του κόσμου, δηλα­δή όταν αυτός δεν θα υφί­στα­ται πια. Κι αυτό που προ­έ­χει είναι ο κόσμος, όχι η εξο­λό­θρευ­σή του. Ο άνθρω­πος που ωθού­νταν να ανα­ζη­τή­σει το ηθι­κό, το δίκαιο, δεν μπο­ρού­σε να το βρει σε τέτοιο έδα­φος και κοί­τα­ξε γύρω του να το ανα­κα­λύ­ψει αλλού.  Ο τόπος που του κατα­δεί­χτη­κε ήταν αυτός ο ίδιος, το εσω­τε­ρι­κό του, και η εξω­τε­ρι­κή φύση. Παρα­τη­ρώ­ντας τη φύση το πνεύ­μα προ­αι­σθά­νε­ται την παρου­σία του μέσα της. Ο πεπε­ρα­σμέ­νος ουρα­νός, το περιε­χό­με­νο που έγι­νε θρη­σκευ­τι­κά αδιά­φο­ρο τον οδή­γη­σε στο πεπε­ρα­σμέ­νο, στο παρόν.»

Θα κλεί­σου­με το μικρό μας αφιέ­ρω­μα στο Δάντη παρα­θέ­το­ντας το 1ο Άσμα της Κόλασης.

ΚΟΛΑΣΗ
1Ο ΑΣΜΑ 1–136

Στη μέση του διά­βα της ζωής μας
Σ’ ένα δάσος βρέ­θη­κα σκοτεινό
Απ’ τον ορθό δρό­μο παραστρατώντας.
Πόσο είναι δύσκο­λο να διηγηθώ
Την αγριό­τη­τα κι όλα όσα είδα

Φρι­κτή σκέ­ψη, όνει­ρο οδυνηρό!
Ο θάνα­τος  μόνο φέρ­νει τόση πίκρα
Αλλά για να μάθε­τε τα αγαθά
που βρή­κα, θα πω κι όσα είναι δίπλα.

Πώς βρέ­θη­κα εκεί δε θυμά­μαι πια
Ήμουν παρα­δο­μέ­νος στα όνειρα
Κι ο ορθός δρό­μος χάθη­κε ξαφνικά.

Φτά­νο­ντας στης πεδιά­δας τα όρια,
Που ξύπνη­σε μέσα μου τόσο τρόμο
Αντί­κρι­σα ενός βου­νού τα πόδια,
Κοί­τα­ξα ψηλά στη ράχη το λόφο

Λου­σμέ­νη από το φως του πλανήτη
Που μας οδη­γεί στον πιο αγνό πόθο.
Τότε ο φόβος φάνη­κε να σβήνει
Κάπως αφού είχε ζέψει την καρδιά

Μου τη νύχτα που πέρα­σα στη δίνη.
Όπως όποιος γλύ­τω­σε απ’ τα νερά
Της θαλάσ­σης, μετά λαχανιασμένος
Τα κύμα­τα κοι­τά­ει άλλη μια φορά,
Έτσι η ψυχή μου γεμά­τη δέος,

Γύρι­σε να δει το μονοπάτι
Που είναι για κάθε θνη­τό το τέλος.
Και αφού κάθι­σα ώστε να πάρει,
Μια ανά­σα το φθαρ­μέ­νο μου σώμα,
Στά­θη­κα πατώ­ντας γερά και πάλι.

Κινή­θη­κα, μπρο­στά μου ανηφόρα,
Κι ένας πάν­θη­ρας, ανά­λα­φρος, γοργός,
Παρ­δα­λός και πανέ­μορ­φος στο χρώμα,
Και κρύ­βο­ντας μου επί­μο­να το φως

Μου έφρα­ξε το δρό­μο με μανία,
Να φύγω μου ερχό­ταν ολοταχώς.
Αλλά η αυγή έδιω­χνε πια την κρύα
Νύχτα με τα γλυ­κά αστέ­ρια συνοδούς

Που’ χε ο ήλιος δίπλα όταν η θεία
Αγά­πη έπλα­σε στους ουρανούς,
Τις ομορ­φιές αυτές το πρώ­το πρωινό.
Κι έτσι για θάρ­ρος είχα λόγους πολλούς
Χάρη στην ώρα και τον γλυ­κό καιρό.

Με ξανα­κυ­ρί­ε­ψε όμως  ο τρόμος

Βλέ­πο­ντας ένα λιο­ντά­ρι ζωντανό.

Για το οποίο είχα γίνει στόχος

Όπως πλη­σί­α­ζε με το κεφά­λι ψηλά,

Ο αέρας έτρε­με κι ήμουν μόνος.

Και μια λύκαι­να να με αγριοκοιτά
Όλο φθό­νος η αχα­μνή της όψη,
Που’ κανε πολύ κόσμο να σπαρταρά,
Την ελπί­δα να ανέ­βω με τόση

Τρο­μά­ρα που μου’ φερε αυτό το ζώο,
Λιγο­ψυ­χία πήγε να τη σκοτώσει.
Κι όπως ο φιλάρ­γυ­ρος που με φθόνο,
Μαζεύ­ει τα πλού­τη, όταν τα χάνει,
Στε­νά­ζει για τον χαμέ­νο του κόπο

Έτσι ένιω­θα με το κτή­νος να φτάνει
Πάνω μου και πιέ­ζο­ντας βήμα βήμα
Προς το δάσος όπου φως πια δε λάμπει.
Κι ενώ ξανά σβέλ­τα προς το δάσος πήγα,

Με τρε­μά­με­νη από τη βαθειά σιωπή

Φωνή κάποιον να βγαί­νει μπρος μου είδα.

Σαν να βγή­κε απ’ την ερη­μι­κή γη,

«Λυπή­σου με», είπα, «όποιος κι αν είσαι

Άνθρω­πος πραγ­μα­τι­κός η ψυχή!»

« Άνθρω­πος, πολύν και­ρό πια δεν είμαι,

Οι γονείς  μου ήταν κι οι δύο λομβαρδοί

Στην Μάντο­βα γεν­νή­θη­καν» μου είπε.

«Αργά υπό τον Ιού­λιο ήρθα στη ζωή

Με τον Αύγου­στο έζη­σα στη Ρώμη

Κυριαρ­χού­σαν πλά­νες κι οι ψευ­δείς θεοί.

Σαν ποι­η­τής έψαλ­λα πώς οι δρόμοι

Της φυγής απ’ τη φλε­γό­με­νη Τροία,

Έφε­ραν τον Αινέα στη θεία πόλη.

Όμως για­τί γυρ­νάς εκεί που’ ν αιτία

Λύπης και πίκρας αντί να ανέβεις

Στο λόφο όπου θα βρεις την ευτυχία;»

«Άρα είσαι ο Βιρ­γί­λιος και εκπέμπεις

Σαν αστεί­ρευ­τη πηγή το ποτάμι

Ποί­η­σης;» είπα τρέ­μο­ντας τις λέξεις.

«Αχ των ποι­η­τών αιώ­νιο στεφάνι,

Τον πιστό μαθη­τή σου ας τιμήσει

Η δίψα του τα έργα σου να μάθει.

Είσαι ο δάσκα­λος, έσχα­τη κρίση,

Σε εσέ­να χρω­στάω την ευφρά­δειά μου

Που’ κανε τον κόσμο να μ’ αγαπήσει.

Κοί­τα το θηρίο χάρη του οποίου

Γύρι­σα, βοή­θα με πνεύ­μα σοφό

Τρέ­μει ακό­μα η καρ­διά κι ο νους μου».

«Για να μπο­ρέ­σεις να φύγεις από εδώ»

Μίλη­σε βλέ­πο­ντας με να δακρύζω,

«Ακο­λού­θα  πέρα­σμα πιο φωτεινό:

Δεν αφή­νει άλλον αυτό το θηρίο,

Που φοβά­σαι, μπρο­στά του να περάσει,

Μανια­σμέ­νο, θα του στε­ρή­σει το βίο.

Η μοχθη­ρή του φύση το ταράζει,

Κι όταν φάει πει­νά­ει όπως από πρώτα,

Ο φθό­νος του ποτέ δεν αγαλλιάζει.

Ζευ­γα­ρώ­νει με όποιον βρει στα χόρτα

Και θα έρθουν ακό­μα κτή­νη πολλά

Μέχρι ο Βέλ­τρο να σκο­τώ­σει τη βρώμα.

Αυτός δε θα ψάχνει κτή­σεις ή λεφτά,

Αλλά σοφία, αγά­πη και αρετή

Και η γέν­να του θα γίνει ταπεινά.

Απ’ αυτόν η Ιτα­λία μας θα σωθεί

Που γι’ αυτή χάθη­καν η αγνή Καμίλη

Κι οι Ευρί­α­λος, Τούρ­νος, Νίσος σαν μια ψυχή.

Αυτός θα τη διώ­ξει όπου κι αν μείνει,

Οδη­γώ­ντας την και πάλι στον Άδη,

Που η ζήλεια την έκα­νε να φύγει.

Έτσι πιστεύω καλό θα σου κάνει,

Αν μ’ ακο­λου­θή­σεις και σ’ οδηγήσω

Απ’ της σκο­τει­νής κολά­σε­ως τα πάθη,

Να ακού­σεις τις κραυ­γές και τον θρήνο

Των λυπη­μέ­νων αρχέ­γο­νων ψυχών

Που ανα­πο­λούν το πονε­μέ­νο βίο. ;

Θα συνα­ντή­σεις και την όψη πολλών

Που νιώ­θουν άπλε­τη τέρ­ψη στην πυρά

Κι ελπί­ζουν στην ευλο­γία των ουρανών.

Κι αν επι­θυ­μή­σεις ν’ ανε­βείς ψηλά

Θα βρεις κάποιον πιο άξιο από μένα

Θα έχεις την κατάλ­λη­λη συντροφιά.

Το πνεύ­μα που κυβερ­νά­ει εκεί πέρα

Αφού αψή­φη­σα το θείο νόμο

Μου στε­ρεί του παρα­δεί­σου τη θέα.

Κύριος των πάντων, κάθε­ται στο θρόνο

Στην αιώ­νια του έδρα, στον ουρανό

Ευλο­γία η θέα του, ύψι­στο δώρο».

Κι εγώ: «Ποι­η­τή, το μόνο που ζητώ

Στο όνο­μα του θεού που δεν είδες,

Για να σωθώ από αυτό το κακό,

Οδή­γη­σέ με εκεί που μου είπες,

Την πύλη του Καθαρ­τη­ρί­ου να δω

Τις ψυχές, τις απέ­ρα­ντες δυστυχίες».

Αυτός κινή­θη­κε και πίσω του εγώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο