Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Όμορφο πρωινό, σχεδόν ανοιξιάτικο, εκείνο της Κυριακής 3 του Δεκέμβρη του 1944. Είχε λιακάδα κι ο πατέρας απ’ το πρωί σενιαρίστηκε με το κόκκινο γαρούφαλλο στο πέτο.
-Κούλα! Φωνάζει στη μάνα. Ντύσε και τον Βάιλο να τον πάρω μαζί. ( Ο Βάιλος ήμουν εγώ, που με φώναζε έτσι σε στιγμές τρυφερότητας).
-Χριστιανέ μου, δεν αφήνεις ήσυχο το παιδί, εκεί που κάθεται, μη συμβεί και τίποτα! Απάντησε η μάνα.
-Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα, την έκοψε εκείνος. Δε νομίζω ότι θα χτυπήσουν.
Εγώ σαν άκουγα για συλλαλητήρια και διαδηλώσεις πρώτος και καλύτερος. Δεν ήταν τώρα οι Γερμανοί να φοβηθώ.
Δεν άργησε η μάνα να με ετοιμάσει και ξεκινήσαμε. Πήραμε το τράμ κατεβήκαμε Μακρυγιάννη. Δεν προχωρούσε άλλο. Εκεί συναντήσαμε ανθρώπινες μάζες που ανηφόριζαν για το Σύνταγμα, φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στους Εγγλέζους και υπέρ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Ο πατέρας με κρατούσε σφιχτά απ’ το χέρι μην του φύγω κι αρχίσω να τρέχω. Στο Σύνταγμα ήταν τ’ αδιαχώρητο. Ένα τεράστιο κόκκινο πανό κάλυπτε τον πάνω χώρο, Αμαλίας και Όθωνος. « Όταν η τυραννία απειλεί το λαό, αυτός πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στα όπλα και τις αλυσίδες.» Στο κέντρο είχε στηθεί τρικούβερτος χορός.
«Απόψε θα πλαγιάσουμε
σε πράσινο χορτάρι,
θα δώσει και θα πάρει
το γλέντι μας, παιδιά.»
Ακούγεται κροτάλισμα αυτόματου, κι ένας νεολαίος, πάνω στο τσαλίμι του χορού, δέχεται τη σφαίρα και σωριάζεται καταγής.
Από τη στέγη του Υπουργείου Εσωτερικών βάζει ένα πολυβόλο. Το τι έγινε κείνη τη στιγμή δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όλο εκείνο το ανθρώπινο μελίσσι να μην ξέρει που να τρέξει για να γλυτώσει. Φωνές, βρισιές κι αγκομαχητά όλα ανάκατα. Ο Νίκος της Χαλβάτζαινας, κρατώντας την κοιλιά του, πέφτει λίγα μέτρα πιο κάτω από μας. Με τραβολογάει ο πατέρας κι όπου φύγει-φύγει. Πανικός κατακυριεύει τον κόσμο και πασχίζοντας να φύγει ποδοπατά παιδιά και χτυπημένους. Σωριάζεται ο ένας πάνω στον άλλο και το κακό χειροτερεύει. Άλλη ριπή έρχεται απ’ τα Παλιά Ανάκτορα και τον Εθνικό Κήπο. Από τα γύρω μπαλκόνια των ξενοδοχείων ελεύθεροι σκοπευτές ρίχνουν στο ψαχνό.
Ανηφορίζουμε τρεχάτοι τη Φιλελλήνων. Δεν ξέρεις που να πας, γιατί δεν ξέρεις από πού θα σου’ ρθει. Ο εχθρός είναι ύπουλα ταμπουρωμένος και αφήνεσαι στις επιλογές του. Χωνόμαστε στα στενά της Πλάκας. Ο πατέρας μου με κρατά σφιχτά από το χέρι και δεν τον προλαβαίνω στο τρεχαλητό. Σταματάμε σ’ ένα υπόστεγο να ξελαχανιάσω. Ο κόσμος ένα γύρω εξακολουθεί να τρέχει και να βρίζει. Βγαίνουμε μπρός απ’ την Ακρόπολη κι απ’ του Φιλοπάππου κατεβαίνουμε εξαντλημένοι στο συνοικισμό.
Είκοσι οχτώ νεκροί και πάνω από εκατό τραυματίες είναι ο απολογισμός της μεγάλης σφαγής. Στο χώρο εκείνο της πλατείας Συντάγματος που πριν λίγες ώρες έσφιζε από ζωντάνια και κίνηση δε βλέπεις τώρα παρά λιμνούλες από αίμα, αφημένα μονοπάπουτσα και σακάκια, ξεσχισμένα πανό και μερικά πτώματα ξεχασμένα και αζήτητα.
Η αρχή είχε γίνει.
Ποιος μπορούσε, όμως, από’ δώ και πέρα να συγκρατίσει την οργή του λαού από την ύπουλη και δολοφονική επέμβαση; Ποιος μπορούσε τώρα να κρατήσει το λαϊκό ποτάμι που ξεχίλιζε από μίσος και αγανάκτηση; Την άλλη μέρα κηρύσσεται γενική απεργία να θάψει ο κόσμος τους νεκρούς του. Χιλιάδες λαού ανεβαίνουνε πάλι στην Αθήνα και συγκροτούν διαδήλωση, διαμαρτυρόμενοι για το φονικό.
Στην Πανεπιστημίου, στο ξενοδοχείο «Ερμής» είναι ταμπουρωμένοι χίτες και δοσίλογοι που δε διστάζουν να ρίξουν στο ψαχνό. Πέφτουν πυκνοί πυροβολισμοί και νέα πτώματα σπέρνονται στον δρόμο. Παρακάτω χτυπά η Αστυνομία. Γίνονται δολοφονίες εν ψυχρώ. Κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει. Το σχέδιο έχει αποδώσει. Ο Παπανδρέου αντιλαμβάνεται το μεγάλο λάθος. Ο έλεγχος έχει ξεφύγει απ’ τα χέρια του και υποβάλλει αμέσως την παραίτηση του.
Οι Άγγλοι κάνουν πρόταση στο Σοφούλη να αναλάβει. Αυτός, βλέποντας το μακελειό, αρνείται.
Την άλλη μέρα, ο Σκόμπι κηρύσσει στρατιωτικό νόμο και δίνει τελεσίγραφο στον ΕΛΑΣ: Αν μέσα σε δυο μέρες δεν αδειάσουν την Αθήνα, θα θεωρηθούν εχθρικές δυνάμεις και θα χτυπηθούν ακαριαία.
Βρετανικά τανκς καταλαμβάνουν την Αθήνα και παίρνουν θέσεις μάχης. Ο Σκόμπι ενεργεί ύστερα από ρητή εντολή του Τσόρτσιλ: «Μη διστάσετε να κτυπήσετε ως να ευρίσκεστε εις μίαν πόλιν κατεχομένην από τον στρατόν μας.»
[Από το βιβλίο μου Συνοικισμός Χαροκόπου , κεφάλαιο 30, σελίδες 256–259/ Βραβείο Ειρήνης και Φιλίας «Ιπεκτσί» !987/ Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ/ Αθήνα 1998.(β’ εκδοση).]
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.