Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Βαλαής: Συγγνώμη, μάνα!…

Ήταν χαρού­με­νος, πολύ χαρού­με­νος. Η ωραιό­τε­ρη πρω­το­χρο­νιά της ζωής του. Χθες βρά­δυ γλέ­ντη­σε με τους φίλους του ως τα ξημε­ρώ­μα­τα. Κι εκεί­νη η γλυ­κιά κοπέ­λα που γνώ­ρι­σε, με τα υπέ­ρο­χα μάτια, δεν έφυ­γε στιγ­μή από κοντά του.

Είχε κι άλλους λόγους να χαί­ρε­ται. Πριν από λίγες μέρες πήρε, επι­τέ­λους, το πτυ­χίο του: Εθνι­κό Μετσό­βιο Πολυ­τε­χνείο! Ο πατέ­ρας του, κρα­τώ­ντας την υπό­σχε­σή του, του έκα­νε δώρο μια ολο­καί­νουρ­για, ”χιλιά­ρα” μηχα­νή. Δε χορ­ταί­νει να τη βλέ­πει, να την ακού­ει, να νιώ­θει τον ίλιγ­γο της ταχύ­τη­τας και τον αέρα της ελευθερίας.

Εργά­τες ήταν οι γονείς του, μα ήταν μονα­χο­γιός και του είχαν αδυ­να­μία. Δεν του χαλού­σαν χατί­ρι κι ας τα ‘βγα­ζαν πέρα με δυσκολία.

Ήπιε λίγο παρα­πά­νω, χθες, στο ρεβε­γιόν. Ούτε που θυμά­ται πώς επέ­στρε­ψε και τι ώρα κοι­μή­θη­κε. Είδε, όμως, ένα παρά­ξε­νο, πολύ παρά­ξε­νο όνει­ρο! Κηδεία είχαν στο σπί­τι κι είχε μαζευ­τεί κόσμος. Συγ­γε­νείς, φίλοι, γνω­στοί… Ο πατέ­ρας του έκλαι­γε απα­ρη­γό­ρη­τος κι η μάνα του σπά­ρα­ζε σκυμ­μέ­νη πάνω του. Τον αγκά­λια­ζε, τον φιλού­σε, τον μάλω­νε… ”Παι­δί μου… αγό­ρι μου… για­τί;… για­τί;…” του ‘λεγε μέσ’ απ’ τους λυγ­μούς της.

”Συγ­γνώ­μη, μάνα!…” απα­ντού­σε αυτός. ”Συγ­γνώ­μη μάνα­αα!…” φώνα­ζε με όλη τη δύνα­μη της ψυχής του, μα κανείς δεν μπο­ρού­σε να τον ακούσει.

Μονά­χα ο βοριάς, έξω, που λυσ­σο­μα­νού­σε, έπαιρ­νε την απελ­πι­σμέ­νη κραυ­γή του κι άγριο μοι­ρο­λόι, μετά, ορμού­σε ουρ­λιά­ζο­ντας στα σοκά­κια και στα χιο­νι­σμέ­να σπί­τια, παγώ­νο­ντας τις καρ­διές των ανθρώπων…

(27/12/2019)
Δημή­τρης Βαλαής
Δάσκα­λος, Νάουσα

 

ekdoseis diafimis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο