Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Μητρόπουλος: Απόλυτα δοσμένος στη μουσική

Υπήρ­ξε ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους μαέ­στρους της Iστο­ρί­ας. Ο Δημή­τρης Μητρό­που­λος , θαυ­μά­στη­κε για τη δύνα­μη και πρω­το­τυ­πία των ερμη­νειών του, διευ­θύ­νο­ντας τις μεγα­λύ­τε­ρες ορχή­στρες του κόσμου, ενώ παράλ­λη­λα υπήρ­ξε συν­θέ­της και πια­νί­στας. Από­λυ­τα δοσμέ­νος στη μου­σι­κή, την οποία υπη­ρέ­τη­σε εξα­ντλη­τι­κά, με ακού­ρα­στο πάθος, ο Δ. Μητρό­που­λο­ςδι­ηύ­θυ­νε πάνω από δύο χιλιά­δες συναυ­λί­ες, τις περισ­σό­τε­ρες χωρίς χρή­ση μπα­γκέ­τας… Φημι­σμέ­νος για τη μονα­δι­κή του μνή­μη, διηύ­θυ­νε πάντο­τε — ακό­μη και στις δοκι­μές — χωρίς παρ­τι­τού­ρα. Το ρεπερ­τό­ριό του υπήρ­ξε ευρύ­τα­το, ενώ σε πάνω από ογδό­ντα ανέρ­χο­νται τα έργα που παρου­σί­α­σε σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση. Ηταν από τους λίγους μου­σι­κούς, που μπο­ρούν να παί­ζουν πιά­νο διευ­θύ­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να την ορχή­στρα — ίσως ο μονα­δι­κός που έπαι­ζε και, ταυ­τό­χρο­να, διηύ­θυ­νε τόσο δύσκο­λα έργα, όπως το «3ο Κον­τσέρ­το για πιά­νο» του Προ­κό­φιεφ, που σήμα­νε την απαρ­χή της λαμπρής διε­θνούς πορεί­ας του.

Δημιουργική πορεία

Γεν­νη­μέ­νος στις 18 Φεβρουα­ρί­ου 1896, σπού­δα­σε στο Ωδείο Αθη­νών πιά­νο και σύν­θε­ση — πολύ νωρίς, πριν ακό­μη πάρει το δίπλω­μα γρά­φει τρα­γού­δια και συν­θέ­τει κομ­μά­τια για πιά­νο. Το 1915 διηύ­θυ­νε το έργο του «Ταφή» και πέντε χρό­νια αργό­τε­ρα παρου­σιά­ζει την όπε­ρά του «Sur Batrice». Eως το 1937 συν­θέ­τει έργα για πιά­νο, ορχή­στρα, μου­σι­κή δωμα­τί­ου, τρα­γού­δια, ενώ από το 1938 αφιε­ρώ­νε­ται απο­κλει­στι­κά στη διεύ­θυν­ση ορχή­στρας. Με υπο­τρο­φία του Ωδεί­ου Αθη­νών συνε­χί­ζει τις σπου­δές του σε Βρυ­ξέλ­λες και Βερο­λί­νο. Επι­στρέ­φο­ντας το 1924 στην Αθή­να, διευ­θύ­νει την Ορχή­στρα του Συλ­λό­γου Συναυ­λιών και στη συνέ­χεια τη Συμ­φω­νι­κή Ορχή­στρα του Ωδεί­ου Αθη­νών. Το 1930 εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στο εξω­τε­ρι­κό επι­κε­φα­λής της Φιλαρ­μο­νι­κής του Βερο­λί­νου, με την τρι­πλή ιδιό­τη­τα του μαέ­στρου, σολίστ (στο «3ο Κον­τσέρ­το» του Προ­κό­φιεφ) και συν­θέ­τη. Τα επό­με­να χρό­νια πλη­θαί­νουν οι εμφα­νί­σεις του σε μεγά­λες ευρω­παϊ­κές πόλεις (Παρί­σι, Μόντε Κάρ­λο, Μασ­σα­λία, Ρώμη, Μιλά­νο, Λίβερ­πουλ, Βαρ­σο­βία, Μόσχα, Πετρού­πο­λη, Βερο­λί­νο κ.ά.). Στην Ελλά­δα πρω­το­στα­τεί και στη διορ­γά­νω­ση συναυ­λιών για πρώ­τη φορά σε αρχαία θέα­τρα, ενώ συνε­χί­ζει να εμφα­νί­ζε­ται συχνά ως μαέ­στρος και σολίστ και στο εξω­τε­ρι­κό. Η φήμη του τον φέρ­νει το 1936 στην Αμε­ρι­κή, στο πόντιουμ της Συμ­φω­νι­κής της Βοστό­νης. Η μεγά­λη επι­τυ­χία τον οδη­γεί το 1938 στη θέση του μόνι­μου μαέ­στρου της Συμ­φω­νι­κής Ορχή­στρας της Μινε­ά­πο­λης, όπου παρέ­μει­νε έως το 1949, ανα­δει­κνύ­ο­ντάς τη μια από τις καλύ­τε­ρες αμε­ρι­κα­νι­κές ορχή­στρες. Παράλ­λη­λα, εμφα­νί­ζε­ται με πολ­λές άλλες μεγά­λες ορχή­στρες των ΗΠΑ. Από το 1949 ξεκι­νά η σχέ­ση του με τη Φιλαρ­μο­νι­κή της Νέας Υόρ­κης, στην οποία παρα­μέ­νει καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής μέχρι το 1958, ζώντας αυτά τα χρό­νια μερι­κές από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­τυ­χί­ες του (με τις όπε­ρες «Βόι­τσεκ», «Ηλέ­κτρα», περιο­δεί­ες κ.ά.). Στη συνέ­χεια, τη διευ­θύ­νει ως έκτα­κτος μαέ­στρος, ενώ παράλ­λη­λα βρί­σκε­ται στο πόντιουμ της Μητρο­πο­λι­τι­κής Οπε­ρας. Μετά από δύο καρ­δια­κά επει­σό­δια (1953, 1959), η καρ­διά του τον προ­δί­δει στις 2 Νοεμ­βρί­ου του 1960. Πεθαί­νει με την μπα­γκέ­τα στο χέρι, ενώ διηύ­θυ­νε μια δοκι­μή της «Τρί­της Συμ­φω­νί­ας» του Μάλερ. Η τέφρα του μετα­φέρ­θη­κε στην Αθή­να, στο Α’ Νεκροταφείο.

«Χίλιες φορές στη Ρωσία»

Το 1934, ο Δ. Μητρό­που­λος , καλε­σμέ­νος των Σοβιε­τι­κών μου­σι­κών οργα­νώ­σε­ων, επι­σκέ­φθη­κε τη νεα­ρή ακό­μη ΕΣΣΔ και εντυ­πω­σιά­στη­κε από τα επι­τεύγ­μα­τά της στον πολι­τι­σμό. Απο­κα­λυ­πτι­κή είναι η συνέ­ντευ­ξή του, μετά το ταξί­δι: «Αν θα με ρωτή­σε­τε πού θα προ­τι­μού­σα να εργά­ζο­μαι σαν καλ­λι­τέ­χνης μου­σι­κός, σας λέω απε­ρί­φρα­στα: Χίλιες φορές στη Ρωσία. Πρό­κει­ται για ένα φαι­νό­με­νο ομα­δι­κής καλ­λι­τε­χνι­κής ανό­δου ενός λαού που θεω­ρού­νταν ίσα­με προ­χθές μισο­πο­λι­τι­σμέ­νος και κατάλ­λη­λος μόνο για βούρ­δου­λα. Μη νομί­σε­τε πως είμαι επη­ρε­α­σμέ­νος από την υπο­δο­χή που μου κάνα­νε, και οφεί­λω να τονί­σω επί τη ευκαι­ρία ότι δε μας έγι­νε καμιά ιδιαί­τε­ρη για λόγους προ­πα­γάν­δας η δια­φή­μι­σης. Γι’ αυτό και οι εξαι­ρε­τι­κές εντυ­πώ­σεις που απε­κό­μι­σα είναι η αλη­θι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. (…) Γύρι­ζα από τα μεγά­λα κέντρα της Μεσευ­ρώ­πης και στο αντί­κρι­σμα της Πλα­τεί­ας του Σταθ­μού της Μόσχας, είχα αμφι­θε­α­τρι­κά μπρο­στά μου ένα πλή­θος κόσμου σαν να ‘ταν πανη­γύ­ρι. Πλή­θος εργά­τες, απλά ντυ­μέ­νοι, με ύφος γελα­στό και ανέ­γνοια­στο. Είναι αυτό το ίδιο το κοι­νό που ‘χει τη δίψα για το θέα­τρο και τη μάθη­ση. Μόλις πέρα­σα μερι­κές μέρες μέσα σ’ αυτό τον κόσμο άρχι­σα να νιώ­θω πως αυτή η μάζα κρύ­βει μέσα της πολ­λά μυστι­κά και γίνε­ται από μέρα σε μέρα πιο ενδια­φέ­ρου­σα (…) Στη Μόσχα έπαι­ξα σε τρία Κον­τσέρ­τα ως διευ­θυ­ντής και ως πια­νί­στας σε κλα­σι­κή ρωσι­κή και δική μου Μου­σι­κή. Στο Λένιν­γκραντ έπαι­ξα κλα­σι­κή και νέα Σοβιε­τι­κή Μου­σι­κή με αρκε­τά μεγά­λη επι­τυ­χία. Οι νέοι καλ­λι­τέ­χνες είναι αρκε­τά ανώ­τε­ροι από πολ­λούς μεγά­λους καλ­λι­τέ­χνες της Ευρώ­πης. (…) Το ενδια­φέ­ρον των εργα­τών για την τέχνη, το θέα­τρο, τον κινη­μα­το­γρά­φο είναι ανε­πτυγ­μέ­νο περισ­σό­τε­ρο από όλες τις χώρες. Το θέα­τρο και οι κινη­μα­το­γρά­φοι είναι γεμά­τοι κάθε βρά­δυ. Το κρά­τος ενδια­φέ­ρε­ται εξί­σου για την κατα­σκευή ενός εργο­στα­σί­ου με την ανύ­ψω­ση του καλ­λι­τε­χνι­κού επι­πέ­δου του κόσμου. Δια­θέ­τει, δε, αρκε­τά λεπτά. Μου έκα­νε μεγά­λη εντύ­πω­ση ο πλού­τος των σκη­νι­κών των θεά­τρων και τα τερά­στια ποσά που δια­θέ­τει γι’ αυτόν το σκο­πό. Μπο­ρώ να πω ότι δεν μπο­ρεί να γίνει σύγκρι­ση με τα θέα­τρα του Παρι­σιού και του Βερο­λί­νου (…) Τα Ωδεία Μόσχας και Λένιν­γκραντ είναι τα μεγα­λύ­τε­ρα της Ευρώ­πης. Στο Ωδείο του Λένιν­γκραντ γνώ­ρι­σα τον Ελλη­να Οδυσ­σέα Παπα­δό­που­λο, που σπου­δά­ζει με έξο­δα του κρά­τους και μου μιλού­σε με μεγά­λο ενθου­σια­σμό. Οι ορχή­στρες και οι θία­σοι κατε­βαί­νουν στα εργο­στά­σια και παί­ζουν από τις 2–4, οι δε εργά­τες παρα­κο­λου­θούν με μεγά­λο ενδια­φέ­ρον, ιδί­ως θέατρο».

Ριζο­σπά­στης / Ρου­μπί­νη ΣΟΥΛΗ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο