Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Χατζής, Θητεία στη Φωτιά των λαϊκών αγώνων

Ο πολυ­γρα­φό­τα­τος πεζο­γρά­φος Δημή­τρης (Τάκης) Χατζής (13 Νοέμ­βρη 1913 – 20 Ιού­λη 1981) γεν­νή­θη­κε στα Γιάν­νε­να. Γιος του διη­γη­μα­το­γρά­φου, δημο­σιο­γρά­φου — εκδό­τη της εφη­με­ρί­δας «Ηπει­ρος», φοί­τη­σε στο Ιόνιο Γυμνά­σιο Αθή­νας. Το 1930 ανέ­λα­βε την έκδο­ση της «Ηπεί­ρου».

Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στα Γράμ­μα­τα με ποι­ή­μα­τα («Νου­μάς» 1931 και «Νέα Εστία» 1932). Το 1932 εντά­χθη­κε στο ΚΚΕ. Το 1936 εξο­ρί­στη­κε στη Φολέ­γαν­δρο. Λίγους μήνες αργό­τε­ρα αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος. Στην κατο­χή δημο­σιο­γρα­φού­σε στον παρά­νο­μο «Ριζο­σπά­στη» και ήταν μέλος της ομά­δας του παρά­νο­μου σωζό­με­νου τυπο­γρα­φεί­ου της ΚΕ του ΕΑΜ, στην Καλ­λι­θέα, δημο­σιο­γρά­φος και διορ­θω­τής των εφη­με­ρί­δων «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα», «Απε­λευ­θε­ρω­τής» και άλλων εντύ­πων που έβγα­ζε το τυπο­γρα­φείο. Αργό­τε­ρα δού­λε­ψε στο τυπο­γρα­φείο του Βου­νού. Το 1947 επι­στρα­τεύ­τη­κε στα Γιάν­νε­να. Το Μάρ­τη του 1948 κατέ­φυ­γε στο ΔΣΕ, στου οποί­ου τα έντυ­πα δημο­σί­ευε διη­γή­μα­τα και αντα­πο­κρί­σεις. Από το 1949 έζη­σε σε διά­φο­ρες σοσια­λι­στι­κές χώρες. Σπού­δα­σε Βυζα­ντι­νο­λο­γία και δίδα­ξε Νεο­ελ­λη­νι­κή Λογο­τε­χνία στο Πανε­πι­στή­μιο της Βου­δα­πέ­στης. Στην προ­σφυ­γιά δημο­σί­ευε κεί­με­νά του στο περιο­δι­κό «Πυρ­σός» και εξέ­δω­σε αρκε­τά έργα του.

Το 1967 η δικτα­το­ρία του Παπα­δό­που­λου του απα­γό­ρευ­σε την επι­στρο­φή στην Ελλά­δα. Το 1968 έφυ­γε από την Ουγ­γα­ρία, έχο­ντας προη­γου­μέ­νως αρνη­θεί την ουγ­γρι­κή υπη­κο­ό­τη­τα και ταξί­δε­ψε για λίγο στο Παρί­σι, κατό­πιν πιέ­σε­ων της γαλ­λι­κής αστυ­νο­μί­ας να ζητή­σει πολι­τι­κό άσυ­λο όμως, αρνή­θη­κε τη θέση βοη­θού στην έδρα νεο­ελ­λη­νι­κών σπου­δών που του προ­σφέρ­θη­κε από το Πανε­πι­στή­μιο και γύρι­σε στη Βου­δα­πέ­στη. Το 1973 εργά­στη­κε ως καθη­γη­τής νεο­ελ­λη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο της Γενεύ­ης και δημο­σί­ευ­σε μαζί με τον Θανά­ση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτα­το­ρία στην Ελλά­δα, όπου επέ­στρε­ψε ορι­στι­κά το καλο­καί­ρι του 1975, όταν ακυ­ρώ­θη­καν οι δυο κατα­δί­κες σε θάνα­το για λιπο­τα­ξία, που τον βάρυ­ναν από την επο­χή του εμφυ­λί­ου. Το 1975 δίδα­ξε νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία στη Σχο­λή Μηχα­νο­λό­γων του Πανε­πι­στη­μί­ου Πατρών με μεγά­λη επι­τυ­χία · μετά από αντι­δρά­σεις συντη­ρη­τι­κών κύκλων του Πανε­πι­στη­μί­ου και του Υπουρ­γεί­ου Παι­δεί­ας, τα μαθή­μα­τα δια­κό­πη­καν. Από το 1975 ως το 1980 ανέ­πτυ­ξε έντο­νη πολι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, δίνο­ντας δια­λέ­ξεις και συμ­με­τέ­χο­ντας σε συζη­τή­σεις σε σχο­λεία και πανε­πι­στή­μια. Την ίδια περί­ο­δο συνερ­γά­στη­κε με τα περιο­δι­κά Δομή και Αντί και εξέ­δω­σε το περιο­δι­κό Πρί­σμα, που κυκλο­φό­ρη­σε τέσ­σε­ρα τεύ­χη (το τελευ­ταίο μετά το θάνα­τό του). Το 1979 παντρεύ­τη­κε την ιστο­ρι­κό Καί­τη Χατζή, με την οποιά απέ­κτη­σε μια κόρη την Ελέ­νη — Αγγε­λί­να. Πέθα­νε σε σπί­τι φίλων στη Σαρω­νί­δα από καρ­κί­νο των βρόγχων.

Από το 1980 έως το θάνα­τό του, 1981, εξέ­δι­δε το περιο­δι­κό «Στίγ­μα», με αντι­κεί­με­νο την παγκό­σμια Λογοτεχνία.

 

Το 1946 εκδί­δει το πρώ­το του μυθι­στό­ρη­μα «Φωτιά», πρώ­το δείγ­μα γρα­φής αντι­στα­σια­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος. Γραμ­μέ­νο με τη φλό­γα και την έξαρ­ση του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να στα χωριά της Ρού­με­λης και της Πίν­δου, από το 1943 μέχρι και τα Δεκεμ­βρια­νά στην Αθήνα.

Xatzis11Χωρί­ζε­ται σε τρία μέρη, ενδει­κτι­κά της ιστο­ρι­κής πορεί­ας. «Η φωτιά», «Ο πόλε­μος», και «Ο Δρό­μος». Ηρω­ι­κό, επι­κό, με μεγα­λειώ­δεις μορ­φές ταπει­νών χωρι­κών, που έλαμ­ψαν με τις γιγά­ντιες θυσί­ες τους απέ­να­ντι στο ηθι­κό χρέ­ος προς την πατρί­δα και λαό. Αδρές φιγού­ρες πλημ­μυ­ρι­σμέ­νες αισθή­μα­τα, που φύλα­ξαν «Θερ­μο­πύ­λες» ξανα­γεν­νώ­ντας το πανάρ­χαιο δέος με το ύψι­στο ψυχι­κό σθέ­νος τους. Ο Για­κου­μής, ο γερο-Μάντα­λος, ο Δια­μά­ντης, ο Πέτρος κι ο Γρη­γό­ρης, ο μικρός Στρα­τής, η Αση­μί­να με εξάρ­χου­σα την Αυγε­ρι­νή, αστέ­ρι στην ψυχή και στο σώμα, που συνει­δη­το­ποιεί­ται μέσα στην πάλη, στην ανά­γκη και το χρέ­ος «δένο­ντας» έτσι το άθραυ­στο «ατσά­λι» της.

Η «Φωτιά» πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1946 από τον Γκο­βό­στη. Επα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε από τις «Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις» του ΚΚΕ στο εξω­τε­ρι­κό και το 1976 από τα «Κεί­με­να».

 

Η «Θητεία», περι­λαμ­βά­νει τέσ­σε­ρα κεί­με­να, που παρου­σιά­ζο­νται για πρώ­τη φορά σε βιβλίο. Το «Τρα­γού­δι στην Αθή­να, η «Γυναί­κα από Φούρ­κα» η«Δρα­κο­λί­μνη» (Ηπει­ρω­τι­κός θρύ­λος), που δημο­σιεύ­τη­καν σε περιο­δι­κά και Ανθο­λο­γί­ες Αντι­στα­σια­κών Διη­γη­μά­των, ενώ η «Μουρ­γκά­να» μετα­φρά­ζε­ται, αμέ­σως μετά την πρώ­τη εμφά­νι­σή της στη «Φωνή του Μπούλ­κες» στα γαλ­λι­κά από την Μέλ­πω Αξιώτη.

xatzis12Η «Μουρ­γκά­να», από τις λίγες αφη­γή­σεις που το πνεύ­μα χάρα­ξε τόσο δυνα­τά. Περι­γρα­φή στιγ­μή τη στιγ­μή της περι­βό­η­της μάχης, με ενερ­γο­ποι­η­μέ­να στο έπα­κρο τα αισθη­τή­ρια και την πένα να ρίχνει το ανε­ξί­τη­λο μελά­νι της στις μορ­φές των αγω­νι­στών, στη δρά­ση τους, στο ανε­ξά­ντλη­το ψυχι­κό τους μεταλ­λείο στην υπε­ράν­θρω­πη «ηρά­κλεια» εντο­λή τους: «Πώς τα κατά­φε­ραν; Ο παρα­λο­γι­σμός του άκρου ηρω­ι­σμού είναι η απά­ντη­ση για το Μεσο­λόγ­γι του 1826, για τον ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλε­μο, για τον Δεκέμ­βρη στην Αθή­να… Θα πρέ­πει να μπει εδώ μαζί και η στα­θε­ρή, μελε­τη­μέ­νη διεύ­θυν­ση όλης της επι­χεί­ρη­σης από το Αρχη­γείο Ηπεί­ρου…, αν κάπο­τε θα ‘τανε να μετρή­σου­με στην Ελλά­δα τι κάνα­με αυτά τα οχτώ χρό­νια που πολε­μού­με ετού­τη η Μουρ­γκά­να θα ‘πρε­πε ν’ απο­μεί­νει έτσι όπως είναι τη τώρα, απεί­ρα­χτη, σαν ένα μέτρο της ανθρώ­πι­νης δύνα­μης. Ενα μνη­μείο της θέλη­σης και της πίστης», που το ύψω­σαν «Απλοί άνθρω­ποι… φτω­χο­γέν­νη­τοι και φτω­χο­α­να­θρεμ­μέ­νοι εργά­τες και γραμ­μα­τι­κοί, βοσκοί και ζευγολάτες»!

Κι είναι κι αυτή η «Μουρ­γκά­να» μνη­μείο αψη­λό «λόγου και τέχνης».

(Πηγή Ριζο­σπά­στης)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο