Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρη Μεγαλίδη, «Λεύκωμα του Αγώνα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1945»

Επι­μέ­λεια : ofisofi //

Ο Δημή­τρης Μεγα­λί­δης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1908 και πέθα­νε το 1979. Σπού­δα­σε ζωγρα­φι­κή στο Παρί­σι και στην Ανώ­τα­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών στην Αθή­να. Συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στην Αντί­στα­ση στρα­τευ­μέ­νος στις γραμ­μές του ΕΑΜ. Με το μολύ­βι του απει­κό­νι­σε την μεγα­λειώ­δη αντί­στα­ση του ελλη­νι­κού λαού με σκη­νές από τον αγώ­να του και πρό­σφε­ρε στις μετέ­πει­τα γενιές το μονα­δι­κό «Λεύ­κω­μα του Αγώ­να ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1945».

Η  αντιστασιακή ταυτότητα του Δ. Μεγαλίδη

Η αντι­στα­σια­κή ταυ­τό­τη­τα του Δ. Μεγαλίδη

Στον πρό­λο­γο του για την έκδο­ση του Λευ­κώ­μα­τος το 1946  ανά­με­σα στα άλλα μας αφη­γεί­ται την ιστο­ρία αυτής της  προ­σπά­θειάς του.

Άρης Βελουχιώτης

Άρης Βελου­χιώ­της

«…Μέσα στην τετρά­χρο­νη αυτή ιστο­ρι­κή δημιουρ­γία, τού­το το λεύ­κω­μα, με το οποίο προ­σπά­θη­σα ν’ απει­κο­νί­σω κι’ εγώ τον αγώ­να, έχει τη μικρή του ιστο­ριού­λα. Τον Οχτώ­βρη του 1943 βρέ­θη­κα στα βου­νά της Λεύ­τε­ρης Ελλά­δας σταλ­μέ­νος απ’ την Κ.Ε του ΕΑΜ σαν σκη­νο­θέ­της του κινη­μα­το­γρα­φι­κού συνερ­γί­ου του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ με οπε­ρα­τέρ το Γ.Ν. Αργό­τε­ρα και ως τη διά­λυ­ση του ΕΛΑΣ οπε­ρα­τέρ του κινημ. συνερ. ήταν ο Θ.Π..Με χίλιους κόπους και κιν­δύ­νους γυρί­στη­καν 5000 μέτρα κινη­μα­το­γρα­φι­κής ται­νί­ας και πάρ­θη­καν χιλιά­δες φωτο­γρα­φί­ες. Μάχες του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΝ με τους κατα­κτη­τές, με τα επα­κό­λου­θά τους σε νεκρούς και τραυ­μα­τί­ες, σκη­νές απ’ την Αυτο­διοί­κη­ση και τη Λαϊ­κή Δικαιο­σύ­νη , το Γενι­κό Στρα­τη­γείο του ΕΛΑΣ, η ΠΕΕΑ και το Εθνι­κό Συμ­βού­λιο, η ενερ­γη­τι­κή συμ­με­το­χή του λαού, όλου του υπέ­ρο­χου αυτού λαού, στον Εθνι­κο – απε­λευ­θε­ρω­τι­κόν αγώ­να, οι μετα­φο­ρές στην πλά­ση από γέρους, γρηές, νέους, νέες, αγό­ρια και κορί­τσια κ.λ.π. κινη­μα­το­γρα­φή­θη­καν , άλλα από το φυσι­κό κι’ άλλα σκη­νο­θε­τή­θη­καν με βάση την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ένα μέρος των κινημ. ται­νιών παρα­δό­θη­καν από το συγ­γρα­φέα Νίκο Καρ­βού­νη στον κ. Σκού­ρα της Εται­ρί­ας Σκού­ρας – Φίλμ για να προ­βλη­θούν στο εξω­τε­ρι­κό, κι ΄έτσι να δια­φω­τί­σουν τη διε­θνή κοι­νή γνώ­μη πάνω στα κατορ­θώ­μα­τα του λαού μας, που ως τότε τα θαύ­μα­ζε μόνο από σκόρ­πιες περι­γρα­φές. Δυστυ­χώς δεν γνω­ρί­ζου­με περισ­σό­τε­ρα  για την τύχη εκεί­νων των φιλμ. Το υπό­λοι­πο κινημ. και φωτογρ.υλικό, παρα­δό­θη­κε στην Κ.Ε του ΕΑΜ. Όπου ακό­μα βρι­σκό­μου­να εύκαι­ρος σχε­δί­α­ζα σκη­νές, τοπο­θε­σί­ες και πρό­σω­πα του αγώ­να απ’ τους ηγέ­τες του ως τους απλούς αντάρ­τες και τους ανώ­νυ­μους λαϊ­κούς ήρωες.

Στέφανος Σαράφης

Στέ­φα­νος Σαράφης

Η μετέ­πει­τα κατά­στα­ση που δημιουρ­γή­θη­κε έκα­νε αδύ­να­τη την αξιο­ποί­η­ση απ’ το ΕΑΜ του υλι­κού αυτού, και πρώ­τα απ’ όλα του κινη­μα­το­γρα­φι­κού , με την προ­βο­λή του. Έμε­ναν τα σκί­τσα. Μέσα δεν υπήρ­χαν για να εκδο­θούν. Νόμι­σα ότι είχα καθή­κον, του­λά­χι­στο αυτά να τα αξιο­ποι­ή­σω με κάποιον τρό­πο. Ό,τι έβγα­ζα βάφο­ντας στα θέα­τρα, το ξόδευα στα πανά­κρι­βα και απα­ραί­τη­τα υλι­κά. Ένα άλλο μέρος απ’ τα έξο­δα μου δόθη­καν από ορι­σμέ­νους φίλους. Ορι­σμέ­να υλι­κά τα πήρα με πίστω­ση. Έμα­θα λιθο­γρα­φία. Ένα χρό­νο κλει­σμέ­νος στο δωμά­τιό μου, τις ώρες που μου μέναν λεύ­τε­ρες απ’ τη δου­λειά για το ψωμί και για μέρος απ’ τα έξο­δα της εργα­σί­ας τού­της, δού­λευα επά­νω στους τσί­γκους που τυπώ­θη­καν στο λεύ­κω­μα τού­το. Δυστυ­χώς όλους όσους σχε­δί­α­σα δεν μπή­καν σ’ αυτόν τον τόμο, για­τί δεν χωρούσαν.Άλλοι έγι­ναν μεγά­λοι και άλλοι μικροί όπως δηλα­δή ήταν στο αρχι­κό σχέ­διο. Το έργο αυτό θα το συνε­χί­σω και με τα υπό­λοι­πα σχέ­δια. Αν τώρα με την εργα­σία μου αυτή θα βοη­θή­σω κι’ εγώ σε κάτι, στην αξιο­ποί­η­ση της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, θα το θεω­ρή­σω σαν την πιο μεγά­λη ηθι­κή ικα­νο­ποί­η­ση. Το κίνη­μα ας το κρίνει.»

Νίκος Παπασταματιάδης

Νίκος Παπα­στα­μα­τιά­δης

Στο τέλος του Λευ­κώ­μα­τος  πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ότι:

«Το πρώ­το μέρος του παρό­ντος τόμου (πενή­ντα φύλ­λα) πρω­το­ε­ξε­δό­θη με  τον ίδιο τίτλο  σε τρια­κό­σια αντί­τυ­πα, το 1946, από τα οποία πρό­φθα­σαν και κυκλο­φό­ρη­σαν ελά­χι­στα, στην κρί­σι­μη εκεί­νη περίοδο.

Στη μάχη

Στη μάχη

Ξανα­τυ­πώ­νε­ται ήδη το 1964, με το συμπλή­ρω­μα του (δεύ­τε­ρο μέρος), από ανέκ­δο­τη εργα­σία του καλ­λι­τέ­χνη, για ν’ απο­τε­λέ­ση τον πρώ­το τόμο της όλης ιστο­ρι­κής εργα­σί­ας του, που προ­βλέ­πε­ται να ολο­κλη­ρω­θή εκδο­τι­κώς πολύ σύντομα.

Μέτσοβο

Μέτσο­βο

Ο Καλ­λι­τέ­χνης ευχα­ρι­στεί θερ­μά όσους συντε­λέ­σα­νε υλι­κά και ηθι­κά στην παρού­σα έκδο­ση, που την άρχι­σε και την προ­χώ­ρη­σε με τα γλί­σχρα του μέσα, αλλά με πολ­λή πίστη και θυσίες…»

Επονίτες στον κοινό αγώνα

Επο­νί­τες στον κοι­νό αγώνα

Το Συμπλή­ρω­μα του τόμου Ι αρχί­ζει με το άρθρο του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα, Τα σχέ­δια του Δημή­τρη, γραμ­μέ­νο στην Αθή­να το 1946.

Μετσοβίτισσα

Μετσο­βί­τισ­σα

«Ο τίτλος δεν είναι για κανέ­να διή­γη­μα μ’ επί­φα­ση πρω­το­τυ­πί­ας. Πρό­κει­ται, απλού­στε­ρα, για μια σελί­δα απ’ τον αγώ­να του βου­νού. Σχέ­δια είναι ο γνω­στός όρος της ζωγρα­φι­κής. Και Δημή­τρης ήταν το ψευ­δώ­νυ­μο του καλ­λι­τέ­χνη , που έτυ­χε να τον γνω­ρί­σου­με εκεί απά­νω κι’ εμείς. Αυτός ο λόγος κυριώ­τε­ρα μας παρα­κι­νεί να του αφιε­ρώ­σου­με και το σημε­ρι­νό σημεί­ω­μά μας, μ’ όλο που υπάρ­χουν άλλοι πιο αρμό­διοι τεχνο­κρί­τες για τη δου­λιά ενός ζωγρά­φου. Αλλά, όταν αυτοί σωπαί­νουν αδιά­φο­ρα ή μένουν απλη­ρο­φό­ρη­τοι κι’ οι ίδιοι , πέφτει στους άλλους το χρέ­ος να μιλή­σουν, έστω και χωρίς το κύρος του ειδικού.

Επικίνδυνη αποστολή

Επι­κίν­δυ­νη αποστολή

Το χει­μώ­να, λοι­πόν , του 1943, που ήταν ένας απ’ τους πιο σκλη­ρούς για τον πλη­θυ­σμό και τ’ αντάρ­τι­κο της ορει­νής Ηπεί­ρου, μας έκα­νε την εμφά­νι­σή του στα χιο­νι­σμέ­να Τζου­μέρ­κα ένας λίγο περί­ερ­γος ελα­σί­της, ντυ­μέ­νος βέβαια χακί, αλλά όχι ένο­πλος, κοντα­κια­νός στο ανά­στη­μα, με λεπτό πρό­σω­πο και μια χλω­μά­δα συμπα­θη­τι­κή που έδει­χνε άνθρω­πο πολι­τεί­ας. Ο επι­σκέ­πτης αυτός , που είχε κρε­μα­σμέ­νο απ’ τον ώμο του αντίς άλλο όπλο ένα πέτσι­νο σακού­λι δεν ήταν άλλος από τον επι­λε­γό­με­νο Δημή­τρη. Λίγες πλη­ρο­φο­ρί­ες μάθα­με άκρες μέσες γι’ αυτόν . Αθη­ναί­ος την κατα­γω­γή, ανε­ψιός του περί­φη­μου Γερά­σι­μου Βώκου, είχε πάει κι’ ο ίδιος στο Παρί­σι να σπου­δά­σει ζωγρα­φι­κή. Από κει βρέ­θη­κε ανα­κα­τω­μέ­νος με τους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες κι΄έκανε ένα διά­στη­μα εξο­ρία ή φυλα­κή. Εκεί μάλι­στα είχε πάθει και η υγεία του λίγο. Τώρα είχε ανε­βεί κι’ αυτός στα βου­νά, μαζί με τόσους άλλους λαϊ­κούς αγω­νι­στές, και υπη­ρε­τού­σε στο Γενι­κό Στρα­τη­γείο, στο καλ­λι­τε­χνι­κό τμή­μα. ( Αυτοί οι αγριάν­θρω­ποι είχαν, βλέ­πε­τε, και­ρό ν’ ασχο­λού­νται και με την καλ­λι­τε­χνία!). Από κει είχε έρθει τώρα απο­στο­λή, αυτός μ’ έναν άλλον, εφο­δια­σμέ­νοι με ανά­λο­γο υλι­κό, για να κινη­μα­το­γρα­φή­σουν πρό­σω­πα, σκη­νές, τοπία του αγώ­να. Έκα­μαν αρκε­τή εργα­σία στα μέρη μας καθώς και σε άλλες περιο­χές της Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας και θα ήταν αλη­θι­νά εθνι­κή απώ­λεια αν αυτές οι σπου­δαί­ες ζωντα­νές μαρ­τυ­ρί­ες δεν γινό­ταν τρό­πος να δια­σω­θούν μες στις τόσες περι­πέ­τειες και ανα­τα­ρα­χές του πολύ­μορ­φου πολέ­μου που εξα­κο­λου­θεί να μας βασα­νί­ζει, ακόμα.

Χιόνια στην Πίνδο

Χιό­νια στην Πίνδο

Κοντά στην κύρια ασχο­λία του αυτός ο ντε­λι­κά­τος, μικρό­σω­μος άνθρω­πος που είχε μέσα του τη φλό­γα της τέχνης, το δαι­μό­νιο της δημιουρ­γί­ας , δεν έπαυε να κρα­τά­ει σε πρό­χει­ρα χαρ­τιά σκί­τσα από καπε­τα­ναί­ους και αντάρ­τες, συν­δέ­σμους, τηλε­φω­νη­τές, φορ­τω­μέ­νες γυναί­κες, αντι­προ­σω­πευ­τι­κές φυσιο­γνω­μί­ες και χτυ­πη­τές φιγού­ρες  απ’ όλη εκεί­νη την ολο­ζώ­ντα­νη, αει­κί­νη­τη παν­σπερ­μία που συγκρο­τού­σε και πλαι­σί­ω­νε το λαϊ­κό μας στρα­τό. Εκεί, σ’ ένα απ’ τα καμέ­να χωριά, δεν είχα­με ούτε δωμά­τια ούτε τρα­πέ­ζια στη διά­θε­σή μας. Όλα γίνο­νταν στο πόδι και στο γόνα. Μ’ αυτή τη μέθο­δο εργά­στη­κε ανα­γκα­στι­κά κι’ ο Δημή­τρης. Έπια­νε όποιον τύχαι­νε μπρο­στά του, όποιον του χτυ­πού­σε στο μάτι και τον υπο­χρέ­ω­νε σ’ ακι­νη­σία, που οι ασυ­νή­θι­στοι και πολυά­σχο­λοι  εκεί­νοι άντρες δύσκο­λα την υπό­με­ναν. με λίγες μολυ­βιές, συγκε­ντρώ­νο­ντας όλη του την ενέρ­γεια στο βλέμ­μα, τους απο­τύ­πω­νε κιό­λα στο χαρ­τί. Ρίχναν κι’ εκεί­νοι μια ματιά, χαμο­γε­λού­σαν για την ομοιό­τη­τα και λέγα­νε κάτι, έτσι από αμηχανία: 

Βλάσι, χωριό στ' Άγραφα

Βλά­σι, χωριό στ’ Άγραφα

- Ε, και τι θα τα κάμεις αυτά;

- Κάπο­τε θα χρεια­στούν, χαμο­γε­λού­σε ο καλλιτέχνης.

Ανθυπολοχαγίνα του ΕΛΑΣ

Ανθυ­πο­λο­χα­γί­να του ΕΛΑΣ

Κι’ είχε το σκο­πό του, όπως απο­δεί­χτη­κε. Αφού τα γλί­τω­σε από κατα­στρο­φή την επαύ­ριο της Βάρ­κι­ζας καθώς γυρ­νού­σε στην Αθή­να και του τάπια­σαν στο δρό­μο, μας παρου­σί­α­σε πριν από ένα χρό­νο περί­που τον πρώ­το του τόμο. Λεύ­κω­μα του Αγώ­να τ’ ονο­μά­ζει. Και βάνει τώρα τ’όνομά του ακέ­ριο: Δημή­τρης Μεγα­λί­δης. Οι τυχε­ροί που δια­θέ­τουν χρή­μα­τα σ’ αυτούς τους ανά­πο­δους και­ρούς, μπο­ρούν ν’ απο­χτή­σουν ένα τέτιο κει­μή­λιο της αντάρ­τι­κης ζωής. Αλλά οι περισ­σό­τε­ροι απ’ όσους θάπρε­πε να τόχουν δεν τους περισ­σεύ­ει να τ’ αγο­ρά­σουν και ίσως ούτε το έχουν ιδεί. Εξάλ­λου τόσοι και τόσοι από τους φυσι­κούς αγο­ρα­στές του λεί­πουν στα μπου­ντρού­μια, στα ξερο­νή­σια, ακό­μα και απά­νω στα βου­νά. Οι άλλοι, οι ελεύ­θε­ροι να πού­με, γυρί­ζουν στην Αθή­να παυ­μέ­νοι, άνερ­γοι, παρί­ες, χωρίς να δια­θέ­τουν ούτε τα μέσα ούτε τον και­ρό για να ξεφυλ­λί­ζουν λευ­κώ­μα­τα. Και τέτια έντυ­πα στοι­χί­ζουν ακρι­βά με τις τόσο υψω­μέ­νες τιμές των τυπογραφικών.

Καραούλι

Καρα­ού­λι

Η συλ­λο­γή αυτή του Μεγα­λί­δη – ένα μέρος μονά­χα του συνό­λου – είναι κάτι το μονα­δι­κό και στη σύλ­λη­ψη και στην εκτέ­λε­σή της. Δεν είναι μόνο οι δυσκο­λί­ες που είχε να ξεπε­ρά­σει για να συλ­λέ­ξει επί τόπου το υλι­κό του, γνή­σιο κι’ αχνι­στό, μες απ’ τη λάβα των γεγο­νό­των ακό­μα. Παρα­λεί­που­με και τις προ­φυ­λά­ξεις που έπρε­πε να πάρει για να το δια­σώ­σει από τα χέρια βαν­δά­λων. Και στα­μα­τού­με μονά­χα στο σημείο που χρειά­στη­κε να το τυπώ­σει. Με τι κεφά­λαια θα γινό­ταν αυτό; Αν τα πλή­ρω­νε όλα στους τεχνι­κούς, απαι­τού­νταν ολό­κλη­ρη περιου­σία. Τότε αυτός ο χλω­μός, ο αδύ­να­τος άνθρω­πος βρή­κε την υπο­μο­νή να επι­τε­λέ­σει ένα άλλο κατόρ­θω­μα . Σκύ­βο­ντας ολη­μέ­ρα στη μονα­χι­κή κάμα­ρά του επί­μο­νος, προ­σε­χτι­κός, ακα­τά­βλη­τος, ξεσή­κω­νε μια – μια τις ίδιες εκεί­νες γραμ­μές απά­νω στο μέταλ­λο. Έμα­θε ο ίδιος επί­τη­δες Λιθο­γρα­φία! Έτσι το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος απ’ τα έξο­δα είχε εξου­δε­τε­ρω­θεί. Τα υπό­λοι­πα βρέ­θη­καν απ’ τις οικο­νο­μί­ες φιλό­στορ­γης αδερ­φής, μιας εργα­ζό­με­νης κοπέ­λας. Το χαρ­τί δόθη­κε με πίστω­ση. Κι’ έτσι βγή­κε το βιβλίο, ανώ­τε­ρο από κάθε προσ­δο­κία. Όσο να γίνουν όμως αυτά, με το καθη­με­ρι­νό σκύ­ψι­μο και το τρέ­ξι­μο στα τυπο­γρα­φεία ο ευαί­σθη­τος οργα­νι­σμός του καλ­λι­τέ­χνη δέχτη­κε νέον κλο­νι­σμό. Σφρά­γι­σε ένα έργο τέχνης με το αίμα της καρ­διάς του.

lefkoma15

Τι περιέ­χει τώρα το λεύ­κω­μα; Οι χαλ­κο­γρα­φί­ες του και οι λίγες ξυλο­γρα­φί­ες αγκα­λιά­ζουν με το πρώ­το όλα σχε­δόν τα στοι­χεία του αντάρ­τι­κου, στρα­τό και πολί­τες, από την εκρη­χτι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα του Άρη , άξο­να και μαγνή­τη μαζί, ως την ανώ­νυ­μη γυναί­κα του Μετσό­βου με το κεφά­λι της Ήρας και το αρχαϊ­κό τσε­μπέ­ρι. Τα πρό­σω­πα μιλούν, οι τρα­χιές όψες με τις γενειά­δες και τα φυσε­κλί­κια μάς φέρ­νουν σε μιαν άλλη επο­χή, σ’ έναν  κόσμο που μας φαί­νε­ται πια μακρι­νός, ενώ τον ζού­σα­με ως τα πρό­περ­σι μ’ όλα τα δυνα­τά μας. Αυτοί οι αξιω­μα­τι­κοί, οι καπε­τα­ναί­οι με τα; ψευ­δώ­νυ­μα , οι αυστη­ροί  Μαυ­ρο­σκού­φη­δες είναι ο καθέ­νας τους από μια ζωντα­νή ιστο­ρία. Εκεί­νον τον και­ρό γινό­ταν στην ύπαι­θρο μια κοσμο­γο­νία και όλα έπαιρ­ναν νέο νόη­μα, νέο σχή­μα. Παρά­γο­ντες αυτής της αλλα­γής ήταν τόσο τα κεφά­λια – στρα­τη­γοί, δεσπο­τά­δες, οπλαρ­χη­γοί, όσο κι’ ο ξεση­κω­μέ­νος λαός που ζητού­σε διπλή λευ­τε­ριά. Στον τόμο τού­το υπάρ­χουν περισ­σό­τε­ρο  οι πρώ­τοι, απει­κο­νι­σμέ­νοι με ρεα­λι­σμό, με πιστό­τη­τα, μα δεν ξεχνιού­νται κι’ οι άλλοι, μονά­δες από το πλή­θος, που φυλά­γο­νται για τα ερχό­με­να τεύχη.

Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)

Γεύ­μα στα Φουρ­νά Ευρυ­τα­νί­ας (λεπτο­μέ­ρεια)

Γενι­κά το λεύ­κω­μα του Μεγα­λί­δη απο­τε­λεί ένα ζωντα­νό μνη­μείο, μια ασύ­γκρι­τη πινα­κο­θή­κη για όσους θέλουν να θυμη­θούν ή να γνω­ρί­σουν μια επο­χή που απο­τε­λεί το κορύ­φω­μα της ένδο­ξης πορεί­ας του έθνους μας. Δεν πιστεύω να με παρα­σύ­ρει στην κρί­ση μου το προη­γού­με­νο της φιλί­ας, αλλά ελπί­ζω πως ανά­λο­γη με την ιστο­ρι­κή, την επι­και­ρι­κή, θα είναι και η καθαυ­τό καλ­λι­τε­χνι­κή αξία του έργου. Κι’ ούτ’ έχει πολ­λή σημα­σία αν σήμε­ρα με το βρυ­κο­λά­κια­σμα νεκρών θεσμών και αντι­προ­σώ­πων τους, οι άνθρω­ποι της αντί­στα­σης βρί­σκο­νται σε διωγ­μό και τα έργα τους τσα­λα­πα­τιού­νται. Ζυγώ­νει ο και­ρός που με τη νίκη του λαού κάθε άξιο θα πάρει τη θέση του και οι τεχνί­τες οι αφο­σιω­μέ­νοι στην υπό­θε­ση της προ­ό­δου θα ενι­σχυ­θούν ώστε να εκπλη­ρώ­σουν στο ακέ­ραιο την απο­στο­λή τους. Όσο για σήμε­ρα το παρά­δειγ­μα του Δημή­τρη ας πάρει μπρο­στά στα μάτια μας τη σημα­σία που έχει – σαν πρά­ξη αυτο­θυ­σί­ας ενός αγνού ιδε­ο­λό­γου. Αυτό θα είναι και για τον ίδιον η μεγα­λύ­τε­ρη ικα­νο­ποί­η­ση και αμοι­βή, αφού δε μπο­ρεί να γίνει τίπο­τε άλλο από μέρους μας απέ­να­ντί του.»

Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)

Γεύ­μα στα Φουρ­νά Ευρυ­τα­νί­ας (λεπτο­μέ­ρεια)

Αντάρτες και Αντάρτισσες

Αντάρ­τες και Αντάρτισσες

Εξόρμησις

Εξόρ­μη­σις

Για τους αντάρτες

Για τους αντάρτες

 

lefkoma24Δημή­τρη Μεγα­λί­δη, Λεύ­κω­μα του Αγώ­να, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 — 1946. Σχέ­δια – Λιθο­γρα­φί­ες – Ξυλο­γρα­φί­ες, τόμος Ι, Αθή­να 1946  και Συμπλή­ρω­μα τόμου Ι Αθή­να 1964. Δίγλωσ­ση έκδο­ση σε ελλη­νι­κά και γαλλικά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο