Υπάρχουν άνθρωποι των Γραμμάτων και Τεχνών, που “το ‘χουν στο αίμα τους” να θορυβούν περί τον εαυτό τους και την τέχνη τους, ακόμη κι αν στο ενεργητικό τους έχουν ελάχιστα, ή και αμφιλεγόμενα έργα τους _ακόμη και τίποτε.
Υπάρχουν, όμως, και Δημιουργοί Σπουδαίοι, με πλουσιότατο και ποσοτικά έργο, που αντίθετα “έχουν στο αίμα τους” σεμνότητα τόση, που σιωπούν οι ίδιοι σχετικά με το έργο τους. Αφήνουν να “μιλήσει” το ίδιο.
Να “λέει” αυτό τα πάθη και τους πόθους τους, το όραμά τους για τον άνθρωπο, τον τόπο τους και τον κόσμο.
Τέτοιος ήταν ο κομμουνιστής λογοτέχνης Δημήτρης Ραβάνης — Ρεντής. Όταν η κουβέντα έφτανε στο έργο του, «λίγα και όχι σπουδαία» χαρακτήριζε τα πολλά, πολύτιμα και θαυμαστά που πρόσφερε.
Η διαθήκη του Δημήτρη Ραβάνη — Ρεντή — Κληρονόμος του έργου του, το ΚΚΕ
Αλλά υπάρχει “καθαρή” λογοτεχνία; Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα και φτιάχνουν «ωραία, ανώφελα πουλιά» για τις «σκάλες των αιώνων» όπως έγραφε ο Ρίτσος – παίρνουν στην πραγματικότητα θέση.
Ηθελημένα ή αθέλητα εκφράζουν σκοπιμότητα, καθώς συμβάλλουν στην καλλιέργεια της κοινωνικής παθητικότητας και της αδράνειας απέναντι στην ταξική βία και καταπίεση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βολικό για την αστική εξουσία.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά:
«Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν».
Ο δε Μπρεχτ έγραφε με το γνωστό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστράτευτοι, είναι στρατευμένοι στην άρχουσα τάξη.
Το ίδιο και για τις_τους εικαστικούς: Οι περισσότερες_οι –σχεδόν όλες_οι, ακολουθούν την αστική πεπατημένη της «καθαρής» – «ελεύθερης» (βλ αταξικής) θεώρησης της της τέχνης –που όταν τολμά να θίξει την ιερότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος και μάλιστα καλώντας σε ανατροπή του, τότε «μιαρά δεσμευμένη» είναι μόνο για «το πυρ το αιώνιον και το σκότος το εξώτερον».
Δημήτρης Ραβάνης Ρεντής & Εύα Μελά, συναντώνται …στα δώδεκα σπίρτα
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα πλήθος στοιχείων από ευρωπαϊκά, ανατολίτικα και ελληνικά παραμύθια, για να περιγράψει τις περιπέτειες των ηρώων του και κυρίως του Καλόκαρδου.
Γενναιόδωρος, δίκαιος, φιλότιμος, με ευγενικούς και λεπτούς τρόπους, γενναίος, έντιμος, τρυφερός, ρομαντικός.
Κάτι σαν αυτοπαρουσίαση του Δημήτρη Ραβάνη Ρεντή, του φίλου και συντρόφου, που όταν κάποτε του είχα παραπονεθεί _δίκην και “παρατήρησης” για κείνο το “Ελλάδα τέλος, από κει (κη) και πέρα τίποτα”… μου χε απαντήσει: έχεις λίγο δίκιο σ.φε μου, αλλά “καπάκι” ακολούθησε “ο δρομάκος με την πιπεριά” …
« Στις πέντε του Γενάρη το βράδυ, τους φώναξαν στη διοίκηση και τους είπαν πως πρέπει ν’ αφήσουν την Αθήνα γιατί, έτσι που πήγαιναν, οι “σύμμαχοι” δε θ’ άφηναν τίποτα όρθιο. Οι μαχητές δεν πολυκατάλαβαν. – Δηλαδή; – Τι δηλαδή; Φεύγουμε! – Πώς φεύγουμε; Δεν ήθελε κανείς να το πιστέψει. Εκείνο το βράδυ κιόλας θ’ άρχιζε σύμφωνα με τη διαταγή η εκκένωση της Αθήνας. Ως το πρωί τα τμήματα έπρεπε να βρίσκονται έξω από την πόλη. Θα πιάνανε θέσεις στο Τατόι. Σε δύο ώρες φύγανε κιόλας οι πρώτες ομάδες από το τμήμα του Νώντα. Άλλα τμήματα θα ‘μεναν να καλύψουν τους οπισθοχωρούντες σε περίπτωση που θα τους έπαιρναν χαμπάρι οι Εγγλέζοι. Το σχέδιο ήταν να φύγουν αθόρυβα, έτσι που το πρωί ο εχθρός να βρει τα οδοφράγματα άδεια. Σκίσαν ένα σεντόνι και γράψανε με ντοματοπελτέ: ΖΗΤΩ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ.»
Το μόνο που του λείπει _πάντα έλειπε από τον σ.φο Δημήτρη, είναι το χρήμα μα, στις περισσότερες κοινωνίες, όποιος δεν έχει χρήμα βρίσκεται μακριά από την εξουσία…
Μια δημιουργία ενός ξεχωριστού λογοτέχνη και αγωνιστή, που χάρισε απλόχερα το ταλέντο του στο λαό του «δεμένη» με τις γεμάτες ζωντάνια και παραστατικότητα ζωγραφιές της Εύας Μελά.
Ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής ξέρει καλά πως το παραμύθι, τέχνη κυρίως λαϊκή, είναι το καθρέφτισμα της ζωής.
Το πρώτο σπίρτο
Στο σκουπόξυλο καβάλα, πήρα τα βουνά πιλάλα,
με τ’ονείρου το φτερό,
μια φορά κι έναν καιρό…
Τα παλιά τα χρόνια, τότες,
που λαλούσανε οι κότες,
κι είχε αβγά ο πετεινός
και πλεξούδες ο σπανός,
τότε που ’χανε μιλιά
τα λουλούδια, τα πουλιά,
ο αγέρας, το φεγγάρι,
ήταν ένα παλικάρι…
Για να είναι όμως το παλικάρι, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Κάποτε, λοιπόν, σ’ ένα χωριό ζούσε ‑όπως σ’ όλα τα παραμύθια, όπως σ’ όλη τη ζωή- ένας γέρος και μια γριά. Κι ήταν η χαρά τους το μονάκριβο αγόρι τους, ο Καλόκαρδος. Ένα παλικάρι όπως το θέλει ο κάθε γονιός, όπως το θέλει κι ο δικός σου, εσένα, που διαβάζεις τώρα. Κι όσο για το δικό μου, θαρρώ, δεν πολυπρόκοψε μ’ ελόγου μου!
Ο Καλόκαρδος είχε έναν πόθο: Να δουλέψει και να χτίσει για τους γέρους του ένα σπιτάκι. Να μην έχει υγρασία, γιατί ο πατέρας του πόναγε από τα ρευματικά. Να ’ναι τρεχάμενο νερό κοντά: Για να μην κουβαλάει η δόλια η μάνα του από δεν ξέρω πόσο μακριά τις στάμνες. Και να ’χει κι έναν κήπο μ’ ελιές, για το λαδάκι, και με μια λεμονιά, λεμονάκι για το φασκόμηλο.
Να τος, λοιπόν, ένα πρωί, σηκώνεται ο Καλόκαρδος και λέει:
Μανούλα μου κι εσύ πατέρα, να που ’ρθε κι η στιγμή να χωριστούμε. Θα πάω πέρα απ’ τα βουνά και πέρα απ’ τις θάλασσες να δοκιμάσω τα χέρια μου και το νου μου! Θα μάθω μια τέχνη για να τα βγάζω πέρα. Γιατί, που λέει ο λόγος:
Μάθε μια τέχνη κι άσ’ τηνε κι όταν πεινάσεις πιάσ ’ τηνε.
Μόλις τ’ άκουσαν οι δικοί του, πιάσανε το κλάμα. Και λέγανε πως: «Δεν έχουμε ζόρι μήτε από σπίτι, μήτε από κήπο κι ούτε πηγάδι θέμε…» Κι έλεγαν ακόμη πως: «Για μας και κήπος και σπίτι και νεράκι είσαι συ, γιε μας! Εσύ ’σαι το μόνο μας βιος και μας φτάνει, δόξα σοι ο Θεός!» Όταν είδαν πως δε βολεί να τ’ αλλάξουν τη γνώμη, τι να κάνουν, άρχισαν να τον ετοιμάζουν για δρόμο. Σαν έφτασε κι η ώρα εκείνη, η ώρα που δεν την θέλει κανείς ‑του χωρισμού- του ’δωσε η μητέρα του ένα δισάκι και του ’πε: ‑Άλλο τίποτα δεν έχω, γιε μου, παρά αυτό το δισάκι με ψωμί και τυρί. Να δώσει ο Θεός να σου φτάσει και να σου περσέψει ‑τόσο γρήγορα να σε δούμε κοντά μας. Σου ’βαλα και μια φούχτα απ’ τη γη μας, για να σου θυμίζει το καλύβι μας.
Μίλαγε και τρέχανε τα μάτια της και νοτίζανε το δισάκι με το ψωμοτύρι και το χώμα.
Ο πατέρας του, πάλι, του ’φτιαξε ένα ραβδί απ’ αγριλιά για να κρεμάσει στον ώμο το δισάκι του και ξεκίνησε ο Καλόκαρδος και μπήκε στο δρόμο του, χωρίς να ξέρει πού θα τον βγάλει.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, μέρες και νύχτες περπάταγε. Πόσο δεν ξέρω. Αλλοι λένε ένα μήνα, άλλοι λένε ένα χρόνο, εγώ, για να μην πω ψέματα, λέω πως περπάτησε τόσο όσο για να φτάσει στο Μεγάλο Δάσος. Κι είπε να μείνει εκεί να περάσει τη νύχτα του. Είπε και να κολατσίσει λίγο, μα, σαν άνοιξε το δισάκι του, θυμήθηκε πως δεν έχει τίποτ’ άλλο από αυτό το ψωμοτύρι και σκέφτηκε να τ’ αφήσει γι’ άλλη φορά που θα πεινούσε περισσότερο. Έβαλε το δισάκι προσκέφαλο και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος.
Κοιμήθηκε πόσο κοιμήθηκε, μα σα ν’ άκουσε ένα βογκητό. Στον ύπνο του; Στον ξύπνιο του; Πετάγεται επάνω και ξανακούει το βογκητό: «Αχού, πόσο κρυώνω η δόλια! Ωχ, Θεούλη μου, κρύο που κάνει!»
Κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε κανέναν. Ύστερα του φάνηκε πως η φωνή ερχότανε απ’ ένα δέντρο. Πλησιάζει και βλέπει μια κυρούλα ζαρωμένη στην κουφάλα του.
- Ε, γιαγιούλα, τι τρέχει; έκανε το παλικάρι.
- Τι να τρέχει, λεβέντη μου, είπε τρέμοντας η κυρούλα. Παγώσανε τα κοκαλάκια μου!
- Αυτή να ’ναι όλη σου η στενοχώρια! είπε το παλικάρι.
Κι άρχισε να κόβει ξερόκλαδα για ν’ ανάψει φωτιά.
Έκοψε ξερόκλαδα, αλλά με τι ν’ ανάψει φωτιά; Έψαξε τις τσέπες του, έψαξε το δισάκι, τίποτα. Ήταν και κουρασμένος, που ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Πιάστηκε τότε να τρίβει τα ξερόκλαδα αναμεταξύ τους. Έτριψε κι έτριψε, με υπομονή και με δύναμη, ώσπου πέτυχε να τ’ ανάψει. Ύστερα έβγαλε την κυρούλα απ’ την κουφάλα και την έφερε αγκαλιά κοντά στη φωτιά.
- Καλό να ’χεις, γιε μου, για το καλό που μου ’κανες! είπε η κυρούλα σαν ένιωσε τη ζεστασιά στα κοκαλάκια της.
Ύστερα, πήγε η κυρούλα στην κουφάλα του δέντρου και ξαναγύρισε μ’ ένα κουτί σπίρτα. Όταν είδε ο Καλόκαρδος τα σπίρτα, παραλίγο να θυμώσει. Παιδεύτηκε τόσο για ν’ ανάψει τη φωτιά! Η κυρούλα το κατάλαβε και του λέει:
- Δε σου τα ’ δωσα νωρίτερα, γιατί είναι μαγικά τούτα τα σπίρτα. Φτάνει ν’ ανάψεις ένα σπίρτο, να πεις έναν πόθο σου ‑και να γίνει!
Σκέψου καλά μονάχα πριν ζητήσεις τι θα ζητήσεις, γιατί είναι μόνο δώδεκα σπίρτα και μονάχα δώδεκα πεθυμιές σου θα πεις!
Χάρηκε ο Καλόκαρδος, τι να σας πω! Τώρα μπορούσε να χτίσει το σπιτάκι για τους γονιούς του και να γίνει τ’ όνειρο πραγματικότητα. Του ’δωσε ύστερα η κυρούλα το δισάκι του πίσω και του ’πε τα ίδια που του είχε πει και η μάνα του.
Αυτά είπε ο Μακρυχέρης κι αναστέναξε απ’ τα φυλλοκάρδια του, γιατί βέβαια δεν μπορείς να πεις ότι είναι βολικό να απλώσεις το χέρι σου να πάρεις κάτι κι εκείνο να μακραίνει, να μακραίνει ‑ασυμμάζευτο!
Κάθισαν τότε ο Καλόκαρδος κι ο Μακρυχέρης να φάνε κάτι. Έβγαλε ο Καλόκαρδος απ’ το δισάκι το ψωμοτύρι, γιατί ήρθε η ώρα του και το δίνει στον Μακροχέρη να το μοιράσει. Ύστερα κάνει να κλείσει πάλι το δισάκι, μα τι να δει! Το ψωμοτύρι πάλι στο δισάκι. «Θες να μην το ’βγαλα;», αναρωτιέται, αλλά βλέπει το ψωμοτύρι στα χέρια του Μακροχέρη. Ρίχνει μια ματιά στο δισάκικι εκεί ψωμοτύρι! Το παίρνει κι αυτό από το δισάκι κι άλλο ξεφυτρώνει στη θέση του!
Τότε κατάλαβε ο Καλόκαρδος την ευχή της μάνας του, αλλά και της κυρούλας που αντάμωσε στο δάσος κι έδωσε το κουτί με τα σπίρτα: «Να μη σου λείψει ποτέ ό,τι έχεις στο δισάκι!»
Φάγανε κι οι δυο ώσπου χορτάσανε για τα καλά κι ανέβηκαν σ’ ένα δέντρο να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξαπλώσει ο Καλόκαρδος, όταν βλέπει κοντά του ένα φίδι. Αλλά όχι, δεν ήταν φίδι. Έμοιαζε μόνο. Δε φαινότανε ούτε κεφάλι, ούτε ουρά! Δεν τα χάνει ο Καλόκαρδος, αρπάζει το τσεκούρι να το χτυπήσει, αλλά τον προλαβαίνει η φωνή του Μακρυχέρη.
- Μη, Καλόκαρδε! Μη χτυπάς! Αυτός είναι ο αδερφός μου!
- Την (δια στιγμή, το φίδι, που ήταν λαιμός, άρχισε να κονταίνει και φάνηκε ανάμεσα στις φυλλωσιές ένα κεφάλι.
- Καλώς σας βρήκα! φώναξε το κεφάλι του Μακρυλαίμη. Πού ’σαι, αδερφούλη μου, και ψάχνω να σε βρω; Μια στιγμούλα να φέρω και το σώμα μου κοντά σας.
Μόνο που η στιγμούλα δεν ήταν στιγμούλα, αλλά μερικές ώρες, γιατί ο Μακρολαίμης είχε μακρύνει πολύ το λαιμό του στέλνοντας το κεφάλι του να βρει τον αδερφό του κι έτσι το σώμα του βρισκότανε πολύ μακριά. Ο Καλόκαρδος είχε βαρεθεί να περιμένει, γι’ αυτό κοιμότανε όταν ανταμώσανε τα δυο αδέρφια. Είχε πέσει και ψύχρα, στο μεταξύ τ’ αδέλφια κρυώνανε και ψάξανε στα πράγματα του Καλόκαρδου να βρουν κάτι ν’ ανάψουν φωτιά. Την ώρα που ο Μακρυχέρης άναβε ένα από τα σπίρτα που είχε δώσει η κυρούλα στον Καλόκαρδο, μουρμούρισε:
και να ’ χαμε δυο κάπες να ζεσταινότανε το κοκαλάκι μας!
Τι ήταν και το ’πε; Τα δώδεκα σπίρτα πηδήσανε έξω από το κουτί και μεταμορφώθηκαν σε δώδεκα μαστόρους, σιδεράδες, μ’ όλα τους τα σύνεργα, που ρίχτηκαν στη δουλειά. Τότε ξύπνησε κι ο Καλόκαρδος κι ήταν έτοιμος να τα βάλει με τα δυο αδέρφια, αλλά σκέφτηκε πως, στο κάτω- κάτω, δεν είχαν από πού να ξέρουνε πως είναι μαγικά τα σπίρτα του.Έτσι άφησε το θυμό και περίμενε κι αυτός να τελειώσουν οι δώδεκα μαστόροι τις κάπες. Έτσι κι έγινε. Τα δώδεκα σπίρτα-δώδεκα μαστόροι- φτιάξανε δυο κάπες όλο από σίδερο. Ύστερα ο μεγαλύτερος από αυτούς φύσηξε και γίνανε κάπες γούνινες. Τότε γύρισε και ρώτησε:
- Άλλο τίποτα;
Ο Καλόκαρδος απάντησε:
- Όχι, σας ευχαριστώ πολύ!
Οι δώδεκα μαστόροι γίνανε δώδεκα σπίρτα (το ένα με το κεφάλι καμένο) και ξαναμπήκαν στο κουτί.
Έτσι έχασε το πρώτο του σπίρτο ο Καλόκαρδος, αλλά δεν πολυστεναχωρήθηκε, γιατί είχε άλλα έντεκα. Θα του φτάνανε, έτσι νόμιζε, για να φτιάξει το σπιτάκι για τα γονικά του.
Και ξεκίνησαν πρωί-πρωί, ο Καλόκαρδος μετά δυο αδέρφια, τον Μακρυχέρη και τον Μακρυλαίμη, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού για το χωριό του Καλόκαρδου. Μα χάσανε όμως το δρόμο και βρέθηκαν σ’ άλλον τόπο. Εκεί που περπατούσανε, ακούνε ένα μοιρολόγι ένα παράπονο, μα τι παράπονο;
Δώσε μου λίγο νερό, δώσε μου, να σε χαρώ, σκάσανε τα πέταλά μου, και τα φύλλα πέσαν χάμου, ως τη ρίζα μου βαθιά δεν υπάρχει ούτε γουλιά!
Πήγαν κατά κει που ακουγότανε το παράπονο και βλέπουν… Το τι βλέπουν…
…είναι ιστορία άλλη, άλλο σπίρτο κι άλλη ζάλη!
11+1 … Τα υπόλοιπα σπίρτα στα βιβλιοπωλεία της Σύγχρονης Εποχής