Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρη Ραβάνη Ρεντή _Τα δώδεκα σπίρτα

Υπάρ­χουν άνθρω­ποι των Γραμ­μά­των και Τεχνών, που “το ‘χουν στο αίμα τους” να θορυ­βούν περί τον εαυ­τό τους και την τέχνη τους, ακό­μη κι αν στο ενερ­γη­τι­κό τους έχουν ελά­χι­στα, ή και αμφι­λε­γό­με­να έργα τους _ακόμη και τίποτε.
Υπάρ­χουν, όμως, και Δημιουρ­γοί Σπου­δαί­οι, με πλου­σιό­τα­το και ποσο­τι­κά έργο, που αντί­θε­τα “έχουν στο αίμα τους” σεμνό­τη­τα τόση, που σιω­πούν οι ίδιοι σχε­τι­κά με το έργο τους. Αφή­νουν να “μιλή­σει” το ίδιο.
Να “λέει” αυτό τα πάθη και τους πόθους τους, το όρα­μά τους για τον άνθρω­πο, τον τόπο τους και τον κόσμο.

Τέτοιος ήταν ο κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης Δημή­τρης Ραβά­νης — Ρεντής. Όταν η κου­βέ­ντα έφτα­νε στο έργο του, «λίγα και όχι σπου­δαία» χαρα­κτή­ρι­ζε τα πολ­λά, πολύ­τι­μα και θαυ­μα­στά που πρόσφερε.

Η δια­θή­κη του Δημή­τρη Ραβά­νη — Ρεντή — Κλη­ρο­νό­μος του έργου του, το ΚΚΕ

Αλλά υπάρ­χει “κα­θα­ρή” λογο­τε­χνία; Ακό­μη και οι δη­μιουρ­γοί που απο­κλεί­ουν από το έργο τους τα κοι­νω­νι­κο-πο­λι­­τι­­κά θέ­μα­τα και φτιά­χνουν «ωραία, ανώ­φε­λα που­λιά» για τις «σκά­λες των αιώ­νων» όπως έγρα­φε ο Ρί­τσος – παίρ­νουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θέση.
Ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα εκ­φρά­ζουν σκο­πι­μό­τη­τα, καθώς συμ­βάλ­λουν στην καλ­λιέρ­γεια της κοι­νω­νι­κής πα­θη­τι­κό­τη­τας και της αδρά­νειας απέ­να­ντι στην τα­ξι­κή βία και κα­τα­πί­ε­ση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βο­λι­κό για την αστι­κή εξουσία.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάν­νης Ρί­τσος έλε­γε χαρακτηριστικά:
«Η τέχνη είναι πάντα κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία. Οι στρα­τευ­μέ­νοι της απο­στρά­τευ­σης, εκεί­νοι που κά­νουν απο­λί­τι­κη τέχνη στην ουσία κά­νουν πο­λι­τι­κή, δη­λα­δή τεί­νουν να απο­φύ­γουν μια πολι­τι­κή θέση και να συμ­βου­λέ­ψουν και τους άλ­λους να αδρα­νή­σουν».
Ο δε Μπρε­χτ έγρα­φε με το γνω­στό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστρά­τευ­τοι, είναι στρα­τευ­μέ­νοι στην άρ­χου­σα τάξη.

Το ίδιο και για τις_τους εικα­στι­κούς: Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες_οι –σχε­δόν όλες_οι, ακο­λου­θούν την αστι­κή πε­πα­τη­μέ­νη της «καθα­ρής» – «ελεύ­θε­ρης» (βλ ατα­ξι­κής) θε­ώ­ρη­σης της  της τέ­χνης –που όταν τολ­μά να θίξει την ιε­ρό­τη­τα του εκ­με­ταλ­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος και μά­λι­στα κα­λώ­ντας σε ανα­τρο­πή του, τότε «μια­ρά δε­σμευ­μέ­νη» είναι μόνο για «το πυρ το αιώ­νιον και το σκό­τος το εξώτερον».

Εύα Μελά: ΚΚΕ, για να εκφρα­στεί η φωνή των καλ­λι­τε­χνών, η φωνή των δημιουρ­γών την επό­με­νη μέρα…

Δημή­τρης Ραβά­νης Ρεντής & Εύα Μελά, συνα­ντώ­νται …στα δώδε­κα σπίρτα

Ο συγ­γρα­φέ­ας χρη­σι­μο­ποιεί ένα πλή­θος στοι­χεί­ων από ευρω­παϊ­κά, ανα­το­λί­τι­κα και ελλη­νι­κά παρα­μύ­θια, για να περι­γρά­ψει τις περι­πέ­τειες των ηρώ­ων του και κυρί­ως του Καλό­καρ­δου.

Γεν­ναιό­δω­ρος, δίκαιος, φιλό­τι­μος, με ευγε­νι­κούς και λεπτούς τρό­πους, γεν­ναί­ος, έντι­μος, τρυ­φε­ρός, ρομα­ντι­κός.
Κάτι σαν αυτο­πα­ρου­σί­α­ση του Δημή­τρη Ραβά­νη Ρεντή, του φίλου και συντρό­φου, που όταν κάπο­τε του είχα παρα­πο­νε­θεί  _δίκην και “παρα­τή­ρη­σης” για κεί­νο το “Ελλά­δα τέλος, από κει (κη) και πέρα τίπο­τα”… μου χε απα­ντή­σει: έχεις λίγο δίκιο σ.φε μου, αλλά “καπά­κι” ακο­λού­θη­σε “ο δρο­μά­κος με την πιπε­ριά” …
« Στις πέντε του Γενά­ρη το βρά­δυ, τους φώνα­ξαν στη διοί­κη­ση και τους είπαν πως πρέ­πει ν’ αφή­σουν την Αθή­να για­τί, έτσι που πήγαι­ναν, οι “σύμ­μα­χοι” δε θ’ άφη­ναν τίπο­τα όρθιο. Οι μαχη­τές δεν πολυ­κα­τά­λα­βαν. – Δηλα­δή; – Τι δηλα­δή; Φεύ­γου­με! – Πώς φεύ­γου­με; Δεν ήθε­λε κανείς να το πιστέ­ψει. Εκεί­νο το βρά­δυ κιό­λας θ’ άρχι­ζε σύμ­φω­να με τη δια­τα­γή η εκκέ­νω­ση της Αθή­νας. Ως το πρωί τα τμή­μα­τα έπρε­πε να βρί­σκο­νται έξω από την πόλη. Θα πιά­να­νε θέσεις στο Τατόι. Σε δύο ώρες φύγα­νε κιό­λας οι πρώ­τες ομά­δες από το τμή­μα του Νώντα. Άλλα τμή­μα­τα θα ‘μεναν να καλύ­ψουν τους οπι­σθο­χω­ρού­ντες σε περί­πτω­ση που θα τους έπαιρ­ναν χαμπά­ρι οι Εγγλέ­ζοι. Το σχέ­διο ήταν να φύγουν αθό­ρυ­βα, έτσι που το πρωί ο εχθρός να βρει τα οδο­φράγ­μα­τα άδεια. Σκί­σαν ένα σεντό­νι και γρά­ψα­νε με ντο­μα­το­πελ­τέ: ΖΗΤΩ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ

Το μόνο που του λεί­πει _πάντα έλει­πε από τον σ.φο Δημή­τρη, είναι το χρή­μα μα, στις περισ­σό­τε­ρες κοι­νω­νί­ες, όποιος δεν έχει χρή­μα βρί­σκε­ται μακριά από την εξουσία…

Μια δημιουρ­γία ενός ξεχω­ρι­στού λογο­τέ­χνη και αγω­νι­στή, που χάρι­σε απλό­χε­ρα το ταλέ­ντο του στο λαό του «δεμέ­νη» με τις γεμά­τες ζωντά­νια και παρα­στα­τι­κό­τη­τα ζωγρα­φιές της Εύας Μελά.
Ο Δημή­τρης Ραβά­νης-Ρεντής ξέρει καλά πως το παρα­μύ­θι, τέχνη κυρί­ως λαϊ­κή, είναι το καθρέ­φτι­σμα της ζωής.

Το πρώτο σπίρτο

Στο σκου­πό­ξυ­λο καβά­λα, πήρα τα βου­νά πιλάλα,
με τ’ονείρου το φτερό,
μια φορά κι έναν καιρό…

Τα παλιά τα χρό­νια, τότες,
που λαλού­σα­νε οι κότες,
κι είχε αβγά ο πετεινός
και πλε­ξού­δες ο σπανός,
τότε που ’χανε μιλιά
τα λου­λού­δια, τα πουλιά,
ο αγέ­ρας, το φεγγάρι,
ήταν ένα παλικάρι…

Για να είναι όμως το παλι­κά­ρι, ήταν ένας γέρος και μια γριά. Κάπο­τε, λοι­πόν, σ’ ένα χωριό ζού­σε ‑όπως σ’ όλα τα παρα­μύ­θια, όπως σ’ όλη τη ζωή- ένας γέρος και μια γριά. Κι ήταν η χαρά τους το μονά­κρι­βο αγό­ρι τους, ο Καλό­καρ­δος. Ένα παλι­κά­ρι όπως το θέλει ο κάθε γονιός, όπως το θέλει κι ο δικός σου, εσέ­να, που δια­βά­ζεις τώρα. Κι όσο για το δικό μου, θαρ­ρώ, δεν πολυ­πρό­κο­ψε μ’ ελό­γου μου!

Ο Καλό­καρ­δος είχε έναν πόθο: Να δου­λέ­ψει και να χτί­σει για τους γέρους του ένα σπι­τά­κι. Να μην έχει υγρα­σία, για­τί ο πατέ­ρας του πόνα­γε από τα ρευ­μα­τι­κά. Να ’ναι τρε­χά­με­νο νερό κοντά: Για να μην κου­βα­λά­ει η δόλια η μάνα του από δεν ξέρω πόσο μακριά τις στά­μνες. Και να ’χει κι έναν κήπο μ’ ελιές, για το λαδά­κι, και με μια λεμο­νιά, λεμο­νά­κι για το φασκόμηλο.

Να τος, λοι­πόν, ένα πρωί, σηκώ­νε­ται ο Καλό­καρ­δος και λέει:
Μανού­λα μου κι εσύ πατέ­ρα, να που ’ρθε κι η στιγ­μή να χωρι­στού­με. Θα πάω πέρα απ’ τα βου­νά και πέρα απ’ τις θάλασ­σες να δοκι­μά­σω τα χέρια μου και το νου μου! Θα μάθω μια τέχνη για να τα βγά­ζω πέρα. Για­τί, που λέει ο λόγος:

Μάθε μια τέχνη κι άσ’ τηνε κι όταν πει­νά­σεις πιάσ ’ τηνε.

Μόλις τ’ άκου­σαν οι δικοί του, πιά­σα­νε το κλά­μα. Και λέγα­νε πως: «Δεν έχου­με ζόρι μήτε από σπί­τι, μήτε από κήπο κι ούτε πηγά­δι θέμε…»  Κι έλε­γαν ακό­μη πως: «Για μας και κήπος και σπί­τι και νερά­κι είσαι συ, γιε μας! Εσύ ’σαι το μόνο μας βιος και μας φτά­νει, δόξα σοι ο Θεός!»  Όταν είδαν πως δε βολεί να τ’ αλλά­ξουν τη γνώ­μη, τι να κάνουν, άρχι­σαν να τον ετοι­μά­ζουν για δρό­μο. Σαν έφτα­σε κι η ώρα εκεί­νη, η ώρα που δεν την θέλει κανείς ‑του χωρι­σμού- του ’δωσε η μητέ­ρα του ένα δισά­κι και του ’πε: ‑Άλλο τίπο­τα δεν έχω, γιε μου, παρά αυτό το δισά­κι με ψωμί και τυρί. Να δώσει ο Θεός να σου φτά­σει και να σου περ­σέ­ψει ‑τόσο γρή­γο­ρα να σε δού­με κοντά μας. Σου ’βαλα και μια φού­χτα απ’ τη γη μας, για να σου θυμί­ζει το καλύ­βι μας.

Μίλα­γε και τρέ­χα­νε τα μάτια της και νοτί­ζα­νε το δισά­κι με το ψωμο­τύ­ρι και το χώμα.

Ο πατέ­ρας του, πάλι, του ’φτια­ξε ένα ραβδί απ’ αγρι­λιά για να κρε­μά­σει στον ώμο το δισά­κι του και ξεκί­νη­σε ο Καλό­καρ­δος και μπή­κε στο δρό­μο του, χωρίς να ξέρει πού θα τον βγάλει.

Δρό­μο παίρ­νει, δρό­μο αφή­νει, μέρες και νύχτες περ­πά­τα­γε. Πόσο δεν ξέρω. Αλλοι λένε ένα μήνα, άλλοι λένε ένα χρό­νο, εγώ, για να μην πω ψέμα­τα, λέω πως περ­πά­τη­σε τόσο όσο για να φτά­σει στο Μεγά­λο Δάσος. Κι είπε να μεί­νει εκεί να περά­σει τη νύχτα του. Είπε και να κολα­τσί­σει λίγο, μα, σαν άνοι­ξε το δισά­κι του, θυμή­θη­κε πως δεν έχει τίποτ’ άλλο από αυτό το ψωμο­τύ­ρι και σκέ­φτη­κε να τ’ αφή­σει γι’ άλλη φορά που θα πει­νού­σε περισ­σό­τε­ρο. Έβα­λε το δισά­κι προ­σκέ­φα­λο και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος.

Κοι­μή­θη­κε πόσο κοι­μή­θη­κε, μα σα ν’ άκου­σε ένα βογκη­τό. Στον ύπνο του; Στον ξύπνιο του; Πετά­γε­ται επά­νω και ξανα­κού­ει το βογκη­τό: «Αχού, πόσο κρυώ­νω η δόλια! Ωχ, Θεού­λη μου, κρύο που κάνει!»

Κοί­τα­ξε γύρω του, αλλά δεν είδε κανέ­ναν. Ύστε­ρα του φάνη­κε πως η φωνή ερχό­τα­νε απ’ ένα δέντρο. Πλη­σιά­ζει και βλέ­πει μια κυρού­λα ζαρω­μέ­νη στην κου­φά­λα του.

  • Ε, για­γιού­λα, τι τρέ­χει; έκα­νε το παλικάρι.
  • Τι να τρέ­χει, λεβέ­ντη μου, είπε τρέ­μο­ντας η κυρού­λα. Παγώ­σα­νε τα κοκα­λά­κια μου!
  • Αυτή να ’ναι όλη σου η στε­νο­χώ­ρια! είπε το παλικάρι.

Κι άρχι­σε να κόβει ξερό­κλα­δα για ν’ ανά­ψει φωτιά.

Έκο­ψε ξερό­κλα­δα, αλλά με τι ν’ ανά­ψει φωτιά; Έψα­ξε τις τσέ­πες του, έψα­ξε το δισά­κι, τίπο­τα. Ήταν και κου­ρα­σμέ­νος, που ο ιδρώ­τας έτρε­χε ποτά­μι. Πιά­στη­κε τότε να τρί­βει τα ξερό­κλα­δα ανα­με­τα­ξύ τους. Έτρι­ψε κι έτρι­ψε, με υπο­μο­νή και με δύνα­μη, ώσπου πέτυ­χε να τ’ ανά­ψει. Ύστε­ρα έβγα­λε την κυρού­λα απ’ την κου­φά­λα και την έφε­ρε αγκα­λιά κοντά στη φωτιά.

  • Καλό να ’χεις, γιε μου, για το καλό που μου ’κανες! είπε η κυρού­λα σαν ένιω­σε τη ζεστα­σιά στα κοκα­λά­κια της.

Ύστε­ρα, πήγε η κυρού­λα στην κου­φά­λα του δέντρου και ξανα­γύ­ρι­σε μ’ ένα κου­τί σπίρ­τα. Όταν είδε ο Καλό­καρ­δος τα σπίρ­τα, παρα­λί­γο να θυμώ­σει. Παι­δεύ­τη­κε τόσο για ν’ ανά­ψει τη φωτιά! Η κυρού­λα το κατά­λα­βε και του λέει:

  • Δε σου τα ’ δωσα νωρί­τε­ρα, για­τί είναι μαγι­κά τού­τα τα σπίρ­τα. Φτά­νει ν’ ανά­ψεις ένα σπίρ­το, να πεις έναν πόθο σου ‑και να γίνει!
    Σκέ­ψου καλά μονά­χα πριν ζητή­σεις τι θα ζητή­σεις, για­τί είναι μόνο δώδε­κα σπίρ­τα και μονά­χα δώδε­κα πεθυ­μιές σου θα πεις!

Χάρη­κε ο Καλό­καρ­δος, τι να σας πω! Τώρα μπο­ρού­σε να χτί­σει το σπι­τά­κι για τους γονιούς του και να γίνει τ’ όνει­ρο πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Του ’δωσε ύστε­ρα η κυρού­λα το δισά­κι του πίσω και του ’πε τα ίδια που του είχε πει και η μάνα του.

Αυτά είπε ο Μακρυ­χέ­ρης κι ανα­στέ­να­ξε απ’ τα φυλ­λο­κάρ­δια του, για­τί βέβαια δεν μπο­ρείς να πεις ότι είναι βολι­κό να απλώ­σεις το χέρι σου να πάρεις κάτι κι εκεί­νο να μακραί­νει, να μακραί­νει ‑ασυμ­μά­ζευ­το!

Κάθι­σαν τότε ο Καλό­καρ­δος κι ο Μακρυ­χέ­ρης να φάνε κάτι. Έβγα­λε ο Καλό­καρ­δος απ’ το δισά­κι το ψωμο­τύ­ρι, για­τί ήρθε η ώρα του και το δί­νει στον Μακρο­χέ­ρη να το μοι­ρά­σει. Ύστε­ρα κάνει να κλεί­σει πάλι το δι­σάκι, μα τι να δει! Το ψωμο­τύ­ρι πάλι στο δισά­κι. «Θες να μην το ’βγα­λα;», ανα­ρω­τιέ­ται, αλλά βλέ­πει το ψωμο­τύ­ρι στα χέρια του Μακρο­χέ­ρη. Ρίχνει μια ματιά στο δισά­κι­κι εκεί ψωμο­τύ­ρι! Το παίρ­νει κι αυτό από το δισά­κι κι άλλο ξεφυ­τρώ­νει στη θέση του!

Τότε κατά­λα­βε ο Καλό­καρ­δος την ευχή της μάνας του, αλλά και της κυρού­λας που αντά­μω­σε στο δάσος κι έδω­σε το κου­τί με τα σπίρ­τα: «Να μη σου λεί­ψει ποτέ ό,τι έχεις στο δισά­κι

Φάγα­νε κι οι δυο ώσπου χορ­τά­σα­νε για τα καλά κι ανέ­βη­καν σ’ ένα δέ­ντρο να περά­σουν τη νύχτα τους. Δεν πρό­λα­βε καλά-καλά να ξαπλώ­σει ο Καλό­καρ­δος, όταν βλέ­πει κοντά του ένα φίδι. Αλλά όχι, δεν ήταν φίδι. Έμοια­ζε μόνο. Δε φαι­νό­τα­νε ούτε κεφά­λι, ούτε ουρά! Δεν τα χάνει ο Κα­λόκαρδος, αρπά­ζει το τσε­κού­ρι να το χτυ­πή­σει, αλλά τον προ­λα­βαί­νει η φωνή του Μακρυχέρη.

  • Μη, Καλό­καρ­δε! Μη χτυ­πάς! Αυτός είναι ο αδερ­φός μου! 
    • Την (δια στιγ­μή, το φίδι, που ήταν λαι­μός, άρχι­σε να κονταί­νει και φά­νηκε ανά­με­σα στις φυλ­λω­σιές ένα κεφάλι.
  • Καλώς σας βρή­κα! φώνα­ξε το κεφά­λι του Μακρυ­λαί­μη. Πού ’σαι, αδερ­φού­λη μου, και ψάχνω να σε βρω; Μια στιγ­μού­λα να φέρω και το σώμα μου κοντά σας.

Μόνο που η στιγ­μού­λα δεν ήταν στιγ­μού­λα, αλλά μερι­κές ώρες, για­τί ο Μακρο­λαί­μης είχε μακρύ­νει πολύ το λαι­μό του στέλ­νο­ντας το κεφά­λι του να βρει τον αδερ­φό του κι έτσι το σώμα του βρι­σκό­τα­νε πολύ μακριά. Ο Καλό­καρ­δος είχε βαρε­θεί να περι­μέ­νει, γι’ αυτό κοι­μό­τα­νε όταν αντα­μώσανε τα δυο αδέρ­φια. Είχε πέσει και ψύχρα, στο μετα­ξύ τ’ αδέλ­φια κρυώ­να­νε και ψάξα­νε στα πράγ­μα­τα του Καλό­καρ­δου να βρουν κάτι ν’ ανά­ψουν φωτιά. Την ώρα που ο Μακρυ­χέ­ρης άνα­βε ένα από τα σπίρ­τα που είχε δώσει η κυρού­λα στον Καλό­καρ­δο, μουρμούρισε:

και να ’ χαμε δυο κάπες να ζεσται­νό­τα­νε το κοκα­λά­κι μας!

Τι ήταν και το ’πε; Τα δώδε­κα σπίρ­τα πηδή­σα­νε έξω από το κου­τί και μετα­μορ­φώ­θη­καν σε δώδε­κα μαστό­ρους, σιδε­ρά­δες, μ’ όλα τους τα σύ­νεργα, που ρίχτη­καν στη δου­λειά. Τότε ξύπνη­σε κι ο Καλό­καρ­δος κι ήταν έτοι­μος να τα βάλει με τα δυο αδέρ­φια, αλλά σκέ­φτη­κε πως, στο κάτω- κάτω, δεν είχαν από πού να ξέρου­νε πως είναι μαγι­κά τα σπίρ­τα του.Έτσι άφη­σε το θυμό και περί­με­νε κι αυτός να τελειώ­σουν οι δώδε­κα μαστό­ροι τις κάπες. Έτσι κι έγι­νε. Τα δώδε­κα σπίρ­τα-δώδε­κα μαστό­ροι- φτιά­ξανε δυο κάπες όλο από σίδε­ρο. Ύστε­ρα ο μεγα­λύ­τε­ρος από αυτούς φύση­ξε και γίνα­νε κάπες γού­νι­νες. Τότε γύρι­σε και ρώτησε:

  • Άλλο τίπο­τα;

Ο Καλό­καρ­δος απάντησε:

  • Όχι, σας ευχα­ρι­στώ πολύ!

Οι δώδε­κα μαστό­ροι γίνα­νε δώδε­κα σπίρ­τα (το ένα με το κεφά­λι καμέ­νο) και ξανα­μπή­καν στο κουτί.
Έτσι έχα­σε το πρώ­το του σπίρ­το ο Καλό­καρ­δος, αλλά δεν πολυ­στε­να­χω­ρή­θη­κε, για­τί είχε άλλα έντε­κα. Θα του φτά­να­νε, έτσι νόμι­ζε, για να φτιά­ξει το σπι­τά­κι για τα γονι­κά του.

Και ξεκί­νη­σαν πρωί-πρωί, ο Καλό­καρ­δος μετά δυο αδέρ­φια, τον Μα­κρυχέρη και τον Μακρυ­λαί­μη, παίρ­νο­ντας το δρό­μο του γυρι­σμού για το χωριό του Καλό­καρ­δου. Μα χάσα­νε όμως το δρό­μο και βρέ­θη­καν σ’ άλ­λον τόπο. Εκεί που περ­πα­τού­σα­νε, ακού­νε ένα μοι­ρο­λό­γι ένα παράπο­νο, μα τι παράπονο;

Δώσε μου λίγο νερό, δώσε μου, να σε χαρώ, σκά­σα­νε τα πέτα­λά μου, και τα φύλ­λα πέσαν χάμου, ως τη ρίζα μου βαθιά δεν υπάρ­χει ούτε γουλιά!

Πήγαν κατά κει που ακου­γό­τα­νε το παρά­πο­νο και βλέ­πουν… Το τι βλέπουν…

…είναι ιστο­ρία άλλη, άλλο σπίρ­το κι άλλη ζάλη!

info Ατέχνως11+1Τα υπόλοιπα σπίρτα στα βιβλιοπωλεία της  Σύγχρονης Εποχής

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο