Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτριος Πατουλιάς: «(Γ)λυκάνθρωποι», «Καραντίνα»

«(Γ)λυκάνθρωποι»

 Η γύμνια τους δεν κρύ­βε­ται, μα ό,τι και να κάνουν.
Μάσκες, φιλεύ­σπλα­χνοι αστοί, κερ­δών ‘’φιλαν­θρω­πί­ες’’.
Όπου στα­θείς κι όπου βρε­θείς, στις έξι ξεπροβάλλουν,
Γλυ­κάν­θρω­ποι1 απ’ το κου­τί, ψέλ­νο­ντας ουτοπίες.

Με χάρη τις βαφτί­ζου­νε «Ατο­μι­κή Ευθύνη»!
Κι αφή­νουν έρμο τον λαό, να ζει μες στην οδύνη.

Μα ο λαός δεν ειν’ χαζός! Δεν θα σιω­πεί για πάντα,
τα καλυμ­μέ­να στό­μα­τα δεν είναι φιμωμένα!
Και σαν οι μάσκες πέσου­νε, τα σπί­τια ξεκλειδώσουν,
ποτά­μι οργής θα ξεχυ­θεί, οι δρό­μοι θα φουσκώσουν.

Παπ­πούς – πατέ­ρας κι εγγο­νός. Μάνα – για­γιά και κόρη,
θα ξανά αντα­μώ­σου­νε τον κόσμο να αλλάξουν!
Ποτά­μι πίσω δεν γυρ­νά, το ‘χου­νε βάλει πλώρη,
το σάπιο ετού­το σύστη­μα, να το αποτινάξουν!

 

*Γλυ­κάν­θρω­ποι: Λύκοι με «ανθρώ­πι­νο πρό­σω­πο» (παραλ­λη­λι­σμός σχε­τι­κά με την καθη­με­ρι­νή ενη­μέ­ρω­ση της «πολι­τι­κής προ­στα­σί­ας», την περί­ο­δο της Καρα­ντί­νας λόγω Covid19).

 

 «Καρα­ντί­να»

Γίναν τα σπί­τια φυλακές,
κι η νύχτα μυρί­ζει θάνατο.

Εσύ χαμέ­νη σε χέρια ξένα,
κι εγώ περιμένω.

Σε καρα­ντί­να μπή­κα­νε τα όνει­ρα μας,
μα εγώ περιμένω.

Ξημέ­ρω­σε!
Δεν ξέρω τι να περι­μέ­νω πια…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο