Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΔΗΜ. ΤΑΤΑΚΗΣ: Οι κομμουνιστές έχουν τα δικά τους πλάνα να ξεπεράσουν

Μήτσος Τατά­κης, Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας της ΟΕΝΟ, που δολο­φο­νή­θη­κε στις 9 προς 10 Γενά­ρη του 1950 με φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια που κρά­τη­σαν 33 ολό­κλη­ρες μέρες. Δε λύγισε.

Γεν­νή­θη­κε το 1913 στην Ανδρο. Αμέ­σως μόλις τελεί­ω­σε το σχο­λείο μπαρ­κά­ρι­σε και δού­λε­ψε αρκε­τά χρό­νια στα καρά­βια. Αρχι­κά ως δόκι­μος και κατό­πιν ως αξιω­μα­τι­κός κατα­στρώ­μα­τος. Ναυ­τερ­γά­τες που τον γνώ­ρι­σαν και που δού­λε­ψαν μαζί του μιλά­νε για την ευθύ­τη­τα του χαρα­κτή­ρα του, την απλό­τη­τα και τη σεμνό­τη­τά του. Ηταν αγα­πη­τός απ’ όλο τον κόσμο.

Τη δεκα­ε­τία του 1930, όπου ο Τατά­κης έκα­νε τα πρώ­τα του βήμα­τα στη θάλασ­σα, το ταξι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα μετρού­σε ήδη πλού­σια πεί­ρα και αγώ­νες. Από τα πρώ­τα στε­λέ­χη της Ενω­σης Ναυ­τί­λων Αξιω­μα­τι­κών κι αργό­τε­ρα της θρυ­λι­κής Ομο­σπον­δί­ας Ελλη­νι­κών Ναυ­τερ­γα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων (ΟΕNO). Πρω­το­στά­τη­σε στην υλο­ποί­η­ση του συν­θή­μα­τος της ΟΕΝΟ «Τα πλοία εν κινή­σει», προ­σφέρ­θη­κε ως εθε­λο­ντής και είχε συμ­βο­λή στην οργά­νω­ση της από­βα­σης στη Νορ­μαν­δία. Μαζί με τους άλλους συντρό­φους, έδω­σαν τη μάχη και κατέ­κτη­σαν τη Συλ­λο­γι­κή Σύμ­βα­ση Εργα­σί­ας που υπέ­γρα­ψε η ΟΕΝΟ, η οποία προ­έ­βλε­πε πολύ σημα­ντι­κές αλλα­γές στις συν­θή­κες ζωής, δου­λειάς, αμοι­βής στα καρά­βια. Γι’ αυτήν την προ­σφο­ρά της ΟΕΝΟ στον αντι­φα­σι­στι­κό, εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να αλλά και στον αγώ­να για τα δικαιώ­μα­τα των ναυ­τερ­γα­τών, οι εφο­πλι­στές και το αστι­κό κρά­τος κυνή­γη­σαν μέχρι θανά­του τον Τατά­κη και τους συντρό­φους του.

Tatakis

(…)

Το 1948, ο Τατά­κης πιά­στη­κε από τον ταξι­κό εχθρό και στάλ­θη­κε εξο­ρία, αρχι­κά στην Ικα­ρία και από κει, λίγους μήνες μετά, στις Στρα­τιω­τι­κές Φυλα­κές Αθη­νών, την περι­βό­η­τη ΣΦΑ στο Μακρονήσι.
Ο Τατά­κης έφτα­σε στο Μακρο­νή­σι στις 5 Νοέμ­βρη 1948. Με το που πάτη­σε το πόδι του στη ΣΦΑ δέχτη­κε τον πρώ­το, συνή­θη, κύκλο βασα­νι­στη­ρί­ων υπο­δο­χής των νέων κρα­του­μέ­νων. Ρίχτη­κε στον κλω­βό της απο­μό­νω­σης και μαζί με τους υπό­λοι­πους «αδή­λω­τους» συγκρα­τού­με­νούς του, πέρα­σε μια σει­ρά βασα­νι­στη­ρί­ων, δίχως όμως να υπο­κύ­ψει στη βία και στον εκβια­σμό της δήλωσης.
Στις 14 Μάη 1949 μετα­φέρ­θη­κε στη Γενι­κή Ασφά­λεια της Αθή­νας για ανά­κρι­ση. Σύντο­μα, όμως, οι ανα­κρι­τές — βασα­νι­στές του αντι­λή­φθη­καν ότι επρό­κει­το για «αμε­τα­νό­η­το» κομ­μου­νι­στή και ότι δεν επρό­κει­το να λυγί­σει μπρο­στά στην ανά­κρι­ση. Ετσι απο­φά­σι­σαν να τον στεί­λουν και πάλι στη Μακρό­νη­σο για περαι­τέ­ρω …«ανα­μόρ­φω­ση».
Οταν στις 8 του Ιού­νη 1949 έφτα­σε ξανά στη ΣΦΑ, οι δεσμο­φύ­λα­κες του επι­φύ­λασ­σαν ένα ιδιαί­τε­ρο μαρ­τύ­ριο, σχε­δια­σμέ­νο να τον εξο­ντώ­σει, είτε ψυχι­κά είτε σωμα­τι­κά: Την ορθο­στα­σία μέχρι θανάτου!
Επρό­κει­το για ένα ιδιό­τυ­πο και ταυ­τό­χρο­να διε­στραμ­μέ­να απάν­θρω­πο βασα­νι­στή­ριο: Ο κρα­τού­με­νος ριχνό­ταν αρχι­κά στη θάλασ­σα φορ­τω­μέ­νος με όλα τα πράγ­μα­τα ως το λαι­μό. Κατό­πιν, και αφού μου­σκευό­ταν μέχρι το μεδού­λι, στη­νό­ταν όρθιος, ακί­νη­τος και αμί­λη­τος, με δύο φρου­ρούς να τον επι­τη­ρούν μέρα-νύχτα, μην επι­τρέ­πο­ντάς του να καθί­σει ούτε στιγ­μή ή να μιλή­σει με κανέ­ναν. Μόνο κατά τη διάρ­κεια του φαγη­τού του επι­τρε­πό­ταν να καθί­σει, και αυτό μόλις 5 λεπτά, αυστη­ρά, με το ρολόι.
Ταυ­τό­χρο­να με τη σωμα­τι­κή κόπω­ση, ο κρα­τού­με­νος έπρε­πε να δέχε­ται βου­βά και όλες τις προ­κλή­σεις, τους εξευ­τε­λι­σμούς, τις ύβρεις των δεσμο­φυ­λά­κων-βασα­νι­στών του.
Το όλο μαρ­τύ­ριο λάμ­βα­νε χώρα πάνω σε έναν βρά­χο, στην παρα­λια­κή ακτή της ΣΦΑ, μπρο­στά στις σκη­νές των χιλιά­δων κρα­του­μέ­νων της Μακρο­νή­σου. Και αυτό, για­τί το «σπά­σι­μο» του αγω­νι­στή έπρε­πε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί σε κοι­νή θέα, «προς γνώ­σιν και συμ­μόρ­φω­σιν» όλων. Κάθε ατο­μι­κό «σπά­σι­μο» στό­χευε στο να απο­τε­λέ­σει χτύ­πη­μα, να προ­κα­λέ­σει ρήγ­μα στην αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση και ηθι­κό του συνόλου.

Farsakidis2

Ο Τατά­κης, όμως, βλέ­πο­ντας το σχέ­διο του εχθρού, ετοί­μα­ζε ήδη το δικό του αντι­σχέ­διο. Ηξε­ρε πως η μάχη αυτή που καλού­νταν να δώσει, δεν αφο­ρού­σε μονά­χα τον εαυ­τό του, τη δική του τιμή και υπό­στα­ση ως αγω­νι­στή — στε­λέ­χους του ΚΚΕ, αλλά και τους χιλιά­δες άλλους συντρό­φους και συνα­γω­νι­στές του.
Και η πρώ­τη πρά­ξη της αντί­στα­σης επρό­κει­το να λάβει χώρα από την πρώ­τη κιό­λας μέρα. Λαμ­βά­νο­ντας το πρω­ι­νό τσάι από το μάγει­ρα, συνο­δεία του ίδιου του αρχι­βα­σα­νι­στή Κοθρά, ο Τατά­κης απο­φά­σι­σε να αψη­φή­σει την απα­γό­ρευ­ση του καθί­σμα­τος, ανα­λο­γι­ζό­με­νος ότι ακό­μα και αυτά τα 2–3 λεπτά ξεκού­ρα­σης που θα κέρ­δι­ζε θα του ήταν πολύ­τι­μα ενό­ψει της ολο­ή­με­ρης και ολο­νύ­χτιας ορθο­στα­σί­ας που είχε μπρο­στά του και που θα μπο­ρού­σε να διαρ­κέ­σει βδομάδες.

– Τατά­κη, το τσάι θα το πιεις όρθιος, διέ­τα­ξε απει­λη­τι­κά ο αρχι­βα­σα­νι­στής Κοθράς.

– Οι άνθρω­ποι το τσάι το πίνουν καθι­στοί, Κοθρά, απά­ντη­σε αγέ­ρω­χα ο Τατά­κης, προ­κα­λώ­ντας το μένος του βασα­νι­στή του, ο οποί­ος έπε­σε με λύσ­σα πάνω του, με γρο­θιές, κλο­τσιές και βουρ­δου­λιές. Τα νέα του ανυ­πό­τα­κτου «καπε­τά­νιου» εξα­πλώ­θη­καν γρή­γο­ρα στον καταυ­λι­σμό. Ολοι, δεσμο­φύ­λα­κες και κρα­τού­με­νοι, αδη­μο­νού­σαν πλέ­ον να δουν ποιος θα έβγαι­νε νικη­τής από αυτή τη μάχη. Η ίδια σκη­νή επα­να­λή­φθη­κε την επό­με­νη μέρα και τη μεθε­πό­με­νη, κ.ο.κ. Ωσπου, μια μέρα, ο αλφα­μί­της, βλέ­πο­ντας ότι δεν ήταν δυνα­τό να σπά­σει την αντί­στα­ση του αγω­νι­στή, παραι­τή­θη­κε πια από τον άσκο­πο αγώ­να. Ο Τατά­κης είχε κερ­δί­σει, επι­βάλ­λο­ντας το δίλε­πτο του τσα­γιού. Μια μικρή, πρώ­τη νίκη, σε έναν αγώ­να ακό­μα μακρύ και δύσκολο.

Ο χρό­νος περ­νού­σε, αλλά ο «καπε­τά­νιος» δε λύγι­ζε. Οι κρα­τού­με­νοι αντλού­σαν κου­ρά­γιο και οι βασα­νι­στές του Μακρο­νη­σιού έχα­ναν την υπο­μο­νή τους.

– Βάζεις στοί­χη­μα, Τατά­κη, πως θα υπο­γρά­ψεις δήλω­ση; τον ρώτη­σε ο Κοθράς μετά από μια βδο­μά­δα μαρτυρίου.

– Οχι, Κοθρά, του απα­ντά­ει. Δεν βάζω στοί­χη­μα. Για­τί είσαι φτω­χός και σε λυπά­μαι, θα χάσεις το στοίχημα.

Και οι μέρες έρχο­νται και παρέρ­χο­νται η μία μετά την άλλη, οι πόνοι γίνο­νται αβά­στα­χτοι, οι παραι­σθή­σεις μόνι­μος σύντρο­φος, γύρω από τους αστρά­γα­λους σχη­μα­τί­ζο­νται δακτύ­λιοι από αίμα. Ο Τατά­κη­ςτρα­βού­σε πια για το 20ήμερο. Η ψυχή παλεύ­ει με το σώμα, τους πόνους και την κόπω­ση του μαρ­τυ­ρί­ου. 30ή, 31η, 32η, 33η μέρα. Η επί­ση­μη γνώ­μη των για­τρών της ΣΦΑ ήταν πως κανείς δεν μπο­ρού­σε να υπερ­βεί εκ φύσε­ως τις 12–15 μέρες ενός τέτοιου μαρ­τυ­ρί­ου. Και όμως, οΤα­τά­κης έμει­νε όρθιος 33 ολό­κλη­ρες μέρες και νύχτες. Δεν έσπα­σε. Δεν υπέγραψε.

Οταν οι δήμιοί του τον ρώτη­σαν «για­τί το έκα­νες αυτό, Τατά­κη;» εκεί­νος απάντησε:
«Το έκα­μα για να απο­δεί­ξω πως όλα τα πλά­να της ανθρώ­πι­νης αντο­χής, οι αγω­νι­στές τα ξεπερ­νά­νε, όταν πιστεύ­ουν και θέλουν. Δεν υπάρ­χουν άπαρ­τα φρού­ρια για τους κομμουνιστές!».

Οι σύντρο­φοι και συνα­γω­νι­στές του στη ΣΦΑ τον χαι­ρέ­τι­σαν ως έναν «Νέο Προμηθέα».

 

(Από­σπα­σμα από ομι­λία του Σάβ­βα Τσι­μπό­γλου, προ­έ­δρου της ΠΕΜΕΝ, σε εκδή­λω­ση τιμής για τον Δημή­τρη Τατά­κη. Τα εικα­στι­κά είναι του Γιώρ­γου Φαρσακίδη)

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο