Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«ΔΙΝΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ» Μαξίμ Γκόρκι (Γ’ Μέρος — τελευταίο

 

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Δύσκολος δρόμος – ξεκαθάρισμα τοποθέτησης

Ο Γκόρ­κι, μετά την επι­στρο­φή του στις γραμ­μές των μπολ­σε­βί­κων, πέρα­σε μια ψυχο­λο­γι­κά πολύ δύσκο­λη περί­ο­δο. Επα­νει­λημ­μέ­νως ο Λένιν χρειά­στη­κε να τον «σηκώ­σει» από τις κατα­θλί­ψεις του και τους δισταγ­μούς του. Σαν απά­ντη­ση σε πικρα­μέ­νο γράμ­μα του Γκόρ­κι, ο Λένιν, τον Ιού­λη του 1919, θα τον παρο­τρύ­νει να βγει από την αυτο-απο­μό­νω­σή του και να μη μεί­νει παθη­τι­κός στις στιγ­μές που η χώρα του γρά­φει ένα τόσο σημα­ντι­κό κεφά­λαιο στην παγκό­σμια ιστο­ρία: «Η χώρα ζει μέσα στον πυρε­τό των αγώ­νων ενα­ντί­ον της μπουρ­ζουα­ζί­ας όλου του κόσμου, που μας εκδι­κεί­ται σκλη­ρά για το πέσι­μό της. Είναι φυσι­κό. Ενα­ντί­ον της πρώ­της σοβιε­τι­κής δημο­κρα­τί­ας κατα­φέ­ρο­νται πλήγ­μα­τα από παντού. Πολύ φυσι­κό. Πρέ­πει να ζει κανείς τώρα σαν ένας δρα­στή­ριος πολι­τι­κός. Αν όμως την πολι­τι­κή δεν τη θέλει η ψυχή του, τότε ας βλέ­πει σαν καλ­λι­τέ­χνης πώς χτί­ζε­ται η νέα ζωή – όχι εκεί που είναι το κέντρο ενός λυσ­σα­λέ­ου αγώ­να, όπως αυτός που γίνε­ται στην πρω­τεύ­ου­σα, ενός φανα­τι­κού μίσους σαν αυτό που τρέ­φει η δια­νό­η­ση της πρω­τεύ­ου­σας. Οχι εκεί –αλλά στο χωριό ή σε μια φάμπρι­κα της επαρ­χί­ας (ή στο μέτω­πο). Εκεί με την απλή παρα­τή­ρη­ση πολύ εύκο­λα ξεχω­ρί­ζει κανείς που σαπί­ζει το παλαιό, που φυτρώ­νει το καινούργιο».

Μια ιδεολογική αντιπαράθεση για το ρόλο της τέχνης

Για να κατα­λά­βου­με τις εσω­τε­ρι­κές διερ­γα­σί­ες μέσα στο Γκόρ­κι βοη­θά­ει να δού­με μια ενδια­φέ­ρου­σα δια­μά­χη ανά­με­σα στον Ανρί Μπαρ­μπύς και το Ρομαίν Ρολ­λάν, που είχε ξεκι­νή­σει ο Μπαρ­μπύς στο περιο­δι­κό «Κλαρ­τέ» το Δεκέμ­βρη του 1921. Το Γενά­ρη του 1922 ο Ρολ­λάν του απα­ντά­ει στο περιο­δι­κό «Ελεύ­θε­ρη Τέχνη». Ακο­λου­θεί μια δια­μά­χη, στην οποία έλα­βαν μέρος είκο­σι έξι δια­νο­ού­με­νοι κυρί­ως από τη Γαλ­λία, την Ελβε­τία και τη Γερ­μα­νία. Στην αντι­πα­ρά­θε­ση αυτή βλέ­που­με τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ανά­με­σα στην επα­να­στα­τι­κή γραμ­μή και την «ηθι­κή» προ­σέγ­γι­ση με τους δισταγ­μούς, την ανα­βλη­τι­κό­τη­τα και τον πεσι­μι­σμό που την χαρα­κτη­ρί­ζουν. Με λίγα λόγια ο Μπαρ­μπύς απεύ­θυ­νε έκκλη­ση στους δια­νο­ού­με­νους να πάρουν θέση στο πλευ­ρό του μαχό­με­νου προ­λε­τα­ριά­του στη σύγκρου­σή του με το κεφά­λαιο. Και­ρός πια να αφή­σουν τα συν­θή­μα­τα περί ανε­ξαρ­τη­σί­ας του πνεύ­μα­τος μακριά από την πολι­τι­κή και τους κομ­μα­τι­κούς αγώ­νες. Η ελευ­θε­ρία του πνεύ­μα­τος περ­νά­ει από την κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση και την απε­λευ­θέ­ρω­ση των μαζών. Ο Ρολ­λάν στην απά­ντη­σή του κατη­γο­ρεί τον Μπαρ­μπύς, ότι αυτός και τα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα θέτουν με απα­ρά­δε­κτο τρό­πο την πνευ­μα­τι­κή ελευ­θε­ρία σε εξάρ­τη­ση από τους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες και τους οικο­νο­μι­κούς σκο­πούς τους, σύμ­φω­να δηλα­δή, με τη λογι­κή του «ο σκο­πός αγιά­ζει τα μέσα». Ο Ρολ­λάν: «Πολύ συχνά προς χάρη μιας πολι­τι­κής σκο­πι­μό­τη­τας, προς χάρη μιας νίκης, δεχό­μα­στε να θυσια­στούν μερι­κές ύψι­στες ηθι­κές αξί­ες: ο ανθρω­πι­σμός, η ελευ­θε­ρία και η πιο ακρι­βή για μας αλή­θεια. Οι ηθι­κές τού­τες αξί­ες πρέ­πει σε κάθε περί­πτω­ση να μένουν απα­ρα­βί­α­στες. Προς το συμ­φέ­ρον της ανθρω­πό­τη­τας. Προς το συμ­φέ­ρον της ίδιας της επα­νά­στα­σης. Για­τί αν η επα­νά­στα­ση τα κατα­φρο­νή­σει τού­τα, αργά ή γρή­γο­ρα, θα κατα­δι­κά­σει τον εαυ­τό της σε κάτι που είναι πιο σοβα­ρό από μια ολι­κή ήττα: θ’αυτοκαταδικαστεί σε ηθι­κή χρεωκοπία».

Να τις, οι αιώ­νιες ηθι­κές αξί­ες, για τις οποί­ες μιλά­ει ο Φρί­ντριχ Ενγκελς στο «Αντι-Ντί­ρινγκ»! Η ηθι­κή ξεκομ­μέ­νη από κατα­στά­σεις, από κοι­νω­νι­κές τάξεις σαν από­λυ­τη έννοια, δοσμέ­νη γενι­κά και αόρι­στα στους αιώ­νες τους άπα­ντες. Στη δια­μά­χη αυτή βλέ­που­με το σπέρ­μα όλης της μετέ­πει­τα κατα­πο­λέ­μη­σης της Σοβιε­τι­κής Ενω­σης από τη «Δύση», μια δια­μά­χη που στη «Δύση» κέρ­δι­σε θριαμ­βευ­τι­κά η μεταρ­ρυθ­μι­στι­κή γραμ­μή με την ηθι­κή προ­σέγ­γι­ση του σοσια­λι­σμού, που οργί­α­ζε στα χρό­νια του ευρω­κομ­μου­νι­σμού ιδιαί­τε­ρα στη Γαλλία.

Ο Ρολ­λάν, ωστό­σο, δεκα­πέ­ντε χρό­νια αργό­τε­ρα «τα μαζεύ­ει» και παρα­δέ­χε­ται, ότι η μετα­πο­λε­μι­κή απαι­σιο­δο­ξία, καθώς και η εσω­κομ­μα­τι­κή δια­μά­χη μέσα στο παγκό­σμιο σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα τον είχαν επη­ρε­ά­σει τότε: «Μ’ ερέ­θι­ζαν οι κραυ­γές από­γνω­σης των ανε­ξάρ­τη­των επα­να­στα­τών ενα­ντί­ον του «μπολ­σε­βί­κι­κου ζυγού», όπως και οι διη­γή­σεις φίλων μου, που τους είχα εμπι­στο­σύ­νη  και τους έβλε­πα να γυρί­ζουν από τη Ρωσία απο­καρ­διω­μέ­νοι, επί­σης – ας το ομο­λο­γή­σω – τα γράμ­μα­τα του Γκόρ­κι που έφυ­γε από την ΕΣΣΔ και ζού­σε τότε κι εκεί­νος μέσα σ’ ένα κλί­μα έντο­να και οδυ­νη­ρά πεσιμιστικό».

Ο Γκόρ­κι, όμως, είχε έναν Λένιν δίπλα του, ο οποί­ος – όπως είδα­με – τον «σήκω­νει» ψυχο­λο­γι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά, αλλά ξεχώ­ρι­ζε το Λένιν σαν ένα ανά­στη­μα πολύ πάνω από τις άγριες μάζες. Ηθε­λε δύο, τρία χρό­νια για να χωνέ­ψει τη βαθύ­τε­ρη σημα­σία των όσων του έλε­γε ο Λένιν. Ο Γκόρ­κι, αρχι­κά παρα­κο­λου­θώ­ντας τη δια­μά­χη από ένα σανα­τό­ριο, ήταν ενα­ντί­ον του Μπαρ­μπύς, παρ΄όλο που βλέ­που­με μερι­κές ταυ­τό­ση­μες με τον Μπαρ­μπύς σκέ­ψεις του για το ρώσι­κο προ­λε­τα­ριά­το από το 1918–1919. Παρα­δείγ­μα­τος χάριν, ο Γκόρ­κι καλεί τους Ευρω­παί­ους δια­νο­ού­με­νους να στη­ρί­ξουν έμπρα­κτα το ρώσι­κο προ­λε­τα­ριά­το. Τον εξέ­φρα­ζε, όμως, τότε ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο η «γραμ­μή» Ρολ­λάν, όπως είδα­με, για την ηθι­κή διά­στα­ση και την κατα­πί­ε­ση της πνευ­μα­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας στη Ρωσία. Ο Γκόρ­κι για μερι­κά χρό­νια ακό­μα θα ταλα­ντεύ­ε­ται φοβι­σμέ­νος με την αμόρ­φω­τη μάζα και τον υπο­τι­θέ­με­νο παθη­τι­κό χαρα­κτή­ρα του ρώσι­κου λαού, το «ασια­τι­κό στοι­χείο», όπως το είχε δια­τυ­πώ­σει πολ­λές φορές.

Η διαμάχη με αυτούς που έφυγαν

Σιγά σιγά, όμως, ο Γκόρ­κι αρχί­ζει να αλλά­ζει και να αίρει τις επι­φυ­λά­ξεις του, να βγαί­νει από το μικρο­α­στι­κό πεσι­μι­σμό. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά είναι τα εξής λόγια του σε γράμ­μα του Δεκέμ­βρη του 1928: «Δεν ζού­με βέβαια στον παρά­δει­σο, βρι­σκό­μα­στε ακό­μα μετα­ξύ αμαρ­τω­λών ανθρώ­πων που τα νεύ­ρα τους έχουν εξαρ­θρω­θεί, όπως και τα δικά μας. Συζού­με επί­σης με κάποια ανθρω­πά­ρια που ακό­μα δεν έμα­θαν την αλφα­βή­τα και νόμι­σαν πως είναι ιδιο­φυ­ϊ­ες εκεί στο πόστο του επι­λο­χία όπου βρέ­θη­καν. Έπρε­πε να ήσουν στη δική μου θέση, στη θέση ενός ανθρώ­που που κάθε μέρα και σ’ όλες τις γλώσ­σες της Ευρώ­πης κάνουν ο,τι μπο­ρούν για να τον εξευ­τε­λί­σουν, αλλά αυτά διό­λου δεν τον εμπο­δί­ζουν να κάνει όσα θέλει να κάνει. …Εμέ­να με βρί­ζουν για­τί δε δια­μαρ­τύ­ρο­μαι για τού­τη την εφιαλ­τι­κή βλα­κεία και φαυ­λό­τη­τα, μα δεν έχουν δίκιο, δια­μαρ­τύ­ρο­μαι, αλλά προ­σε­κτι­κά για­τί δεν έχει κανέ­να νόη­μα να πικραί­νεις τους δικούς σου για να χαρούν οι ξένοι, να πανη­γυ­ρί­σουν οι εχθροί».

Μην ξεχνά­με, ότι φου­ντώ­νει στην «πολι­τι­σμέ­νη» Ευρώ­πη η προ­σπά­θεια των εμι­γκρέ­ντων για να φέρουν πίσω το παρελ­θόν στη Ρωσία. Μαζί με την άνο­δο του φασι­σμού στην Ευρώ­πη ο Γκόρ­κι κατα­λα­βαί­νει όλο και περισ­σό­τε­ρο, ότι πρέ­πει να είναι με τη σοβιε­τι­κή εξου­σία: «Ξέρω – στη Ρωσία τα πράγ­μα­τα ήταν και είναι πολύ άσχη­μα, έχω μάλι­στα λόγους να πιστεύω πως το ξέρω αυτό καλύ­τε­ρα από κεί­νους που με βομ­βαρ­δί­ζουν με  ανώ­νυ­μα γράμ­μα­τα. Αλλά ποτέ και που­θε­νά το καλό δεν ήταν τόσο καλό, όσο τού­το συμ­βαί­νει τώρα στη Ρωσία. Και που­θε­νά το κακό δεν απο­γυ­μνώ­θη­κε τόσο αμεί­λι­κτα, που­θε­νά δεν το πολέ­μη­σαν τόσο δρα­στή­ρια όσο το πολε­μούν τώρα στην Ένω­ση των Σοβιέτ».

Η αντι­δι­κία του με την εμι­γκρά­τσια και τις αστι­κές εφη­με­ρί­δες στην Ευρώ­πη μοιά­ζει με τη σχέ­ση του με τη ρωσι­κή δια­νό­η­ση του 1890 και του 1907: «Ναι, στη Ρωσία η κυβέρ­νη­ση είναι σκλη­ρή, αλλά μην ξεχνά­τε πως η Ρωσία είναι η χώρα όπου κάθε επι­λο­χί­ας ένοιω­θε σαν ένας άλλος Ιβάν Τρο­με­ρός και κάθε δια­νο­ού­με­νος κρι­τής της οικου­μέ­νης. Κι εσείς οι ίδιοι είσθε γιό­μα­τοι πάθος για εκδί­κη­ση για όσα προ­σω­πι­κά υπο­φέ­ρα­τε. Δεν μπο­ρεί­τε να ξεχά­σε­τε, ούτε να κατα­λά­βε­τε, σας φταί­ει η μικρο­ψυ­χία σας…Δεν θέλω να δικαιο­λο­γή­σω τη σκλη­ρό­τη­τα κανε­νός, οφεί­λου­με όμως να δεχτού­με σαν αδια­φι­λο­νί­κη­το πως κανέ­νας λαός στην Ευρώ­πη δεν πέρα­σε ένα τόσο τρο­με­ρό σχο­λείο βίας κι αίμα­τος, σαν αυτό που πέρα­σαν οι Ρώσοι μέχρι τα τελευ­ταία τού­τα χρόνια.…Ο λήθαρ­γος που την κρα­τού­σε μετα­ξύ ζωής και θανά­του πήρε τέλος, η Ρωσία ξύπνη­σε, σηκώ­νε­ται και θέλει να κατα­λά­βουν όλοι πως εννο­εί να ζήσει…Και θα τα πει αυτά όχι με γλυ­κό­λο­γα και μεγα­λό­ψυ­χες συγ­γνώ­μες, αλλά με γλώσ­σα αρκε­τά σκλη­ρή. Δεν είναι ακό­μα ψυχή υγι­ής. Θυμά­ται πολύ καλά όσα πέρα­σε πρό­σφα­τα, τα φρι­χτά βιώ­μα­τά της , φοβά­ται να μην τα ξανα­πά­θει και βέβαια την έχει δηλη­τη­ριά­σει το πάθος της εκδίκησης…Σεις όμως που δεν διστά­σα­τε να καλέ­σε­τε ενα­ντί­ον του ρώσι­κου λαού όλες τις φυλές του Ισρα­ήλ δεν έχε­τε δικαί­ω­μα να μιλά­τε για σκληρότητα».

Φυσι­κά σε πολ­λά ανώ­νυ­μα γράμ­μα­τα τον απο­κα­λούν που­λη­μέ­νο, τυφλω­μέ­νο κλπ.

 Ρεαλισμός και ρομαντισμός: ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ως προλεταριακός ουμανισμός.

Ο Γκόρ­κι πίστευε, ότι η λογο­τε­χνία έπρε­πε να είναι πιο επα­να­στα­τι­κή από ποτέ και ότι ο και­νούρ­γιος ρεα­λι­σμός έπρε­πε να παντρευ­τεί το ρομα­ντι­σμό. Έπρε­πε πλέ­ον να γρά­φο­νται στί­χοι για εργο­στά­σια σαν να επρό­κει­το για το θρί­αμ­βο της ανθρώ­πι­νης λογι­κής. Συνι­στού­σε στους νέους συνά­δερ­φούς του να απο­φύ­γουν να γρά­φουν για τις αρνη­τι­κές πλευ­ρές της καθη­με­ρι­νής ζωής και να αφο­σιω­θούν στον έπαι­νο των σοσια­λι­στι­κών κατα­κτή­σε­ων. Να μην φοβού­νται ακό­μα μια κάποια εξι­δα­νί­κευ­ση. Ο συγ­γρα­φέ­ας καλεί­ται να παί­ξει δύο ρόλους: του νεκρο­θά­φτη του κάθε­τι εχθρι­κού προς τον άνθρω­πο και της μαμής του και­νούρ­γιου, που οφεί­λει να το ανα­δεί­χνει. Οι νέοι συγ­γρα­φείς πρέ­πει να βλέ­πουν το παρελ­θόν από το ύψος των επι­τευγ­μά­των του παρό­ντος και των μεγά­λων σκο­πών του μέλ­λο­ντος.  Κατα­λα­βαί­νει κανείς, ότι μέσα στα κοσμο­γο­νι­κά γεγο­νό­τα και εν μέσω της οικο­δό­μη­σης ενός πρω­τό­γνω­ρου δρό­μου στην ιστο­ρία οι αντι­πα­ρα­θέ­σεις να ήταν σφο­δρό­τα­τες και στο επί­πε­δο του καλ­λι­τε­χνι­κού εποι­κο­δο­μή­μα­τος. Η πάλη των ιδε­ών αντα­να­κλού­σε την πάλη στην κοι­νω­νία ανά­με­σα στο παλαιό και το και­νούρ­γιο. Ο Γκόρ­κι κατα­κε­ραύ­νω­νε την εξω­τα­ξι­κή, «ανε­ξάρ­τη­τη» ευρω­παϊ­κή λογο­τε­χνία εκτι­μώ­ντας, ωστό­σο, θετι­κά τους δημιουρ­γούς του κρι­τι­κού ρεα­λι­σμού και του επα­να­στα­τι­κού ρομα­ντι­σμού, που ξέφυ­γαν από την απο­πνι­χτι­κή ατμό­σφαι­ρα της τάξης τους θεω­ρώ­ντας τα έργα αυτά ντο­κου­μέ­ντα  που εξη­γούν την εξέ­λι­ξη και την απο­σύν­θε­ση της αστι­κής τάξης. Η στρο­φή του Γκόρ­κι, που δια­πι­στώ­νου­με στη διάρ­κεια της δεκα­ε­τί­ας του 1920, είναι ορι­στι­κή. Μετά από μια επώ­δυ­νη εσω­τε­ρι­κή δια­πά­λη βγαί­νει νικη­τής ο αγω­νι­στής Γκόρ­κι, ο οποί­ος ρίχνε­ται με έντο­νο πάθος και απί­θα­να μεγά­λη εργα­τι­κό­τη­τα στο πολι­τι­στι­κό μέτω­πο, όπου θέλει να δημιουρ­γή­σει  τη λεγό­με­νη «Τρί­τη Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», να παντρέ­ψει το ρεα­λι­σμό με το ρομα­ντι­σμό, έναν επα­να­στα­τι­κό, δρα­στή­ριο ρομα­ντι­σμό: «Ο ηρω­ϊ­κός ρομα­ντι­σμός του σφυ­ριού που σφυ­ρη­λα­τεί μια πραγ­μα­τι­κά νέα, συλ­λο­γι­κή ζωή, οργα­νι­κά ξένη και ακό­μα εχθρι­κή στον παθη­τι­κό ρομα­ντι­σμό των αστών που δε βλέ­πουν παρά τη γλυ­κιά ζωή και την «πνευ­μα­τι­κή κουλ­τού­ρα»».  Μιλά­με δηλα­δή για το σοσια­λι­στι­κό ρεα­λι­σμό. Η ίδια η σοσια­λι­στι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα «των Κομπάιν και των τρα­κτέρ» δίνει το περιε­χό­με­νο της κουλ­τού­ρας : «…τώρα μπο­ρεί (ο μου­ζί­κος) να λυτρω­θεί από το κάτερ­γο του χωριού του. Τού­τη είναι, αλή­θεια, μια επα­νά­στα­ση, είναι η αρχή μιας άλλης πιο εντα­τι­κής εσω­τε­ρι­κής καύ­σης του ανθρώ­πι­νου νου».

Τον απα­σχο­λού­σε πολύ το θέμα της στά­σης απέ­να­ντι στον άνθρω­πο, που δεν είχε αλλά­ξει ακό­μα όσο θάπρε­πε μαζί με την επα­νά­στα­ση. Ο Μεξι­κα­νός Χοσέ Μαρία Μορέ­λος (1765–1810), ένας από τους ηγέ­τες του πολέ­μου για την ανε­ξαρ­τη­σία του Μεξι­κού, θα πει χαρα­κτη­ρι­στι­κά «Το ιδα­νι­κό παρα­μέ­νει ψηλό στον αγώνα…αλλά οι άνθρωποι;»

Σοσιαλιστική και αστική τέχνη

Σε μια σει­ρά από ομι­λί­ες και άρθρα ο Μαξίμ Γκόρ­κι ανα­πτύσ­σει τις σκέ­ψεις του σχε­τι­κά με το ρόλο της νέας τέχνης. Ετσι θα πραγ­μα­τευ­τεί θέμα­τα, όπως η σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία, ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός, η συλ­λο­γι­κή πνευ­μα­τι­κή εργα­σία, οι σοβιε­τι­κοί συγ­γρα­φείς, νέοι και παλαιοί, ο προ­λε­τα­ρια­κός ουμα­νι­σμός και γενι­κό­τε­ρα το θέμα του πολι­τι­σμού. Ολα αυτά σε αντι­πα­ρα­βο­λή με τις αστι­κές αντι­λή­ψεις. Δηλα­δή συγκρί­νο­ντάς τα με την αστι­κή λογο­τε­χνία, τον αστι­κό ρεα­λι­σμό, την ατο­μι­κή πνευ­μα­τι­κή εργα­σία, τον αστι­κό ουμα­νι­σμό. Ανα­λύ­ει τη σήψη της ευρω­παϊ­κής λογο­τε­χνί­ας, της εξω­τα­ξι­κής, της «ανε­ξάρ­τη­της», αλλά ανα­λύ­ει και τη ρώσι­κη αστι­κή λογο­τε­χνία λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη πράγ­μα­τα, όπως το γεγο­νός, ότι η αστι­κή τάξη της Ρωσί­ας σαν πολύ πιο νέο φαι­νό­με­νο πλού­τι­σε πολύ πιο γρή­γο­ρα από την ευρω­παϊ­κή, η οποία «είχε εξα­σκη­θεί σε σκλη­ρό αντα­γω­νι­σμό»: «Τα δια­κρι­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα ανά­με­σα στη δική μας μεγα­λο­α­στι­κή τάξη και στη δυτι­κή είναι πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κά και άφθο­να και εξη­γού­νται, για­τί ο δικός μας νέος ιστο­ρι­κά αστός, γέν­νη­μα κυρί­ως της αγρο­τιάς, πλού­τι­ζε πιο γρή­γο­ρα και πιο εύκο­λα από τον ηλι­κιω­μέ­νο ιστο­ρι­κά αστό της Δύσης. Ο βιο­μή­χα­νος ο δικός μας, που δεν είχε εξα­σκη­θεί στο σκλη­ρό αντα­γω­νι­σμό της Δύσης, χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν ως τον 20ο περί­που αιώ­να για την παρα­ξε­νιά και την πονη­ριά του, που προ­έρ­χο­νταν δίχως άλλο από την απο­ρία του για την τυφλή ευκο­λία του που θησαύ­ρι­ζε εκατομμύρια».

Πάνω στην οικο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή βάση της ρώσι­κης κοι­νω­νί­ας, ο Γκόρ­κι ανα­λύ­ει και τη λογο­τε­χνία και τους λογο­τέ­χνες πιά­νο­ντας ένα μεγά­λο φάσμα κοι­νω­νι­κών-ιστο­ρι­κών φαινομένων.

Μαζί με τη γρή­γο­ρη ανά­πτυ­ξη και το γρή­γο­ρο πλού­τι­σμα των Ρώσων αστών, τονί­ζει ο Γκόρ­κι, γινό­ταν και σε πιο γρή­γο­ρους ρυθ­μούς το «προ­τσές της ηθι­κής απο­σύν­θε­σης, της πνευ­μα­τι­κής χρε­ω­κο­πί­ας» της ρώσι­κής δημο­κρα­τι­κής δια­νό­η­σης με τη ‚σε σχέ­ση με τη δυτι­κή, λιγό­τε­ρη ιστο­ρι­κή πεί­ρα της. Ονο­μά­ζει τη δεκα­ε­τία 1907–1917 την «αισχρή και πιο ξετσί­πω­τη δεκα­ε­τία στην ιστο­ρία της ρώσι­κης δια­νό­η­σης», όπου κυριαρ­χού­σε η ανεύ­θυ­νη σκέ­ψη. Το μόνο που θα μπο­ρού­σε να τη δια­σώ­σει ήταν να πάει με το μέρος του αγω­νι­ζό­με­νου προλεταριάτου.

Στη ρώσι­κη λογο­τε­χνία του 19ου αιώ­να βλέ­πει μια επα­νά­λη­ψη όλων των σκο­πών και ρευ­μά­των της δυτι­κής λογο­τε­χνί­ας, που την επη­ρέ­α­σε με τη σει­ρά της.

Τονί­ζο­ντας τη σημα­σία του ρόλου του Κόμ­μα­τος και της μάζας στη δια­μόρ­φω­ση του πολι­τι­σμού θα πει: «Πρέ­πει να το χωνέ­ψου­με πως η εργα­σία των μαζών είναι ο κύριος οργα­νω­τής του πολι­τι­σμού και ο δημιουρ­γός όλων των ιδε­ών εκεί­νων που στη διάρ­κεια των αιώ­νων περιό­ρι­ζαν την απο­φα­σι­στι­κή σημα­σία της εργα­σί­ας, της πηγής των γνώ­σε­ών μας και των ιδε­ών εκεί­νων του Μαρξ, του Λένιν και του Στά­λιν που σήμε­ρα εμπνέ­ουν την επα­να­στα­τι­κή συνεί­δη­ση των προ­λε­τα­ρί­ων όλων των χωρών και στη χώρα μας υψώ­νουν την εργα­σία ως τη δύνα­μη εκεί­νη που είναι η βάση της επι­στή­μης και της τέχνης». Οι κομ­μα­τι­κοί δε λογο­τέ­χνες οφεί­λουν να είναι δάσκα­λοι της ιδε­ο­λο­γί­ας, που συντο­νί­ζουν τη δρα­στη­ριό­τη­τα του προ­λε­τα­ριά­του. Αυτά λέει ο Γκόρ­κι σε μια έκθε­ση για τη λογο­τε­χνία της ΕΣΣΔ το 1934. Μιλώ­ντας για την ΕΣΣΔ ο Γκόρ­κι δίνει δέου­σα σημα­σία στα δημιουρ­γή­μα­τα των άλλων λαών και εθνο­τή­των, που συνα­πο­τε­λού­σαν την ΕΣΣΔ.

Η αληθινή έννοια των ακροτήτων

Η προ­σω­πι­κό­τη­τα, σύμ­φω­να με τον Γκόρ­κι σε μια αρθρο­γρα­φία του κυρί­ως τη δεκα­ε­τία του 1930, χρε­ω­κο­πεί στο δυτι­κό πολι­τι­σμό, ενώ στο σοσια­λι­σμό ίσα ίσα ανα­πτύσ­σε­ται η ατο­μι­κό­τη­τα και η προ­σω­πι­κό­τη­τα μέσα στη συλ­λο­γι­κή εργα­σία. Η συλ­λο­γι­κή εργα­σία πάνω στο υλι­κό βοη­θά­ει να κατα­λά­βου­με καλύ­τε­ρα πως πρέ­πει να είναι ο σοσια­λι­στ­κός ρεα­λι­σμός: «Στη χώρα μας η λογι­κή των πραγ­μά­των ξεπερ­νά­ει τη λογι­κή των εννοιών».  Ετσι δημιουρ­γεί­ται ένας και­νούρ­γιος ουμα­νι­σμός, ο επα­να­στα­τι­κός, ο προ­λε­τα­ρια­κός, ο σοβιε­τι­κός. Εννοιες, που ο Γκόρ­κι τις ανα­λύ­ει σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τον αστι­κό ουμα­νι­σμό ανα­λύ­ο­ντας την υπο­κρι­σία του τελευ­ταί­ου, ιδιαί­τε­ρα απο­κα­λυ­πτι­κή στα χρό­νια που ο Γκόρ­κι πραγ­μα­τεύ­ε­ται αυτές τις ιδέ­ες. Ο αστι­κός πολι­τι­σμός της επο­χής του σκλη­ραί­νε­ται μπρο­στά στην άνο­δο της κομ­μου­νι­στι­κής ιδέ­ας. Η αστι­κή τάξη του 20ου αιώ­να γίνε­ται ολο­έ­να και πιο βάρ­βα­ρη μπρο­στά στην ιδέα αυτού που ονο­μά­ζει «άλλη ακρό­τη­τα». Αντι­με­τω­πί­ζει όχι μόνο την ταξι­κή πάλη με μια νέα σοσια­λι­στι­κή κρα­τι­κή οντό­τη­τα, την ΕΣΣΔ, αλλά και αυξα­νό­με­να στις χώρες του καπι­τα­λι­σμού με το πλά­τε­μα του εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Ιδού «ο αιώ­νας των ακρο­τή­των», όπως ονο­μά­ζε­ται όχι σπά­νια στην αστι­κή ιστο­ριο­γρα­φία και φιλο­λο­γία αντί να το ονο­μά­σει «αιώ­να οξυ­νό­με­νης ταξι­κής πάλης», για­τί αυτός ο προσ­διο­ρι­σμός θα απο­κά­λυ­πτε την επα­να­στα­τι­κή ουσία. Ο Γκόρ­κι, που πέθα­νε το 1936, δεν μπό­ρε­σε να φτά­σει σε μια πιο επε­ξερ­γα­σμέ­νη ανά­λυ­ση των «ακρο­τή­των», αλλά ωστό­σο είχε συλ­λά­βει την ουσία της μεγά­λης σύγκρου­σης του 20ου αιώ­να: «Ποιό δικαί­ω­μα έχει πάνω στην εξου­σία η σύγ­χρο­νη αστι­κή τάξη που αρνεί­ται πια τα θεμέ­λια του πολι­τι­σμού της, που ξέμα­θε να διοι­κεί, που δημιουρ­γεί την ανερ­γία, που ολο­έ­να γίνε­ται πιο φρι­κτή, που ληστεύ­ει αδιά­ντρο­πα για πολε­μι­κούς σκο­πούς τους αγρό­τες, τους εργά­τες και τις αποι­κί­ες, με ποιό δικαί­ω­μα υπάρ­χει και εξου­σιά­ζει η τάξη που βυζαί­νει την εργα­σα­κή και τη δημιουρ­γι­κή δρά­ση όλου του κόσμου – η τάξη που είναι ποσο­τι­κά τιπο­τέ­νια και ποιο­τι­κά διε­φθαρ­μέ­νη και εγκλη­μα­τι­κή; Και η τάξη αυτή κρα­τά­ει στα αιμο­στα­γή χέρια της δύο δισε­κα­τομ­μύ­ρια σχε­δόν Ευρω­παί­ους, Κινέ­ζους, Ινδούς, Αφρι­κα­νούς αγρό­τες κι εργάτες!»

Και σε όλα αυτά αντι­πα­ρά­θε­τε το σοβιε­τι­κό ουμανισμό.

Μήπως αυτά ενό­χλη­σαν  τον Τρουα­γιά, όταν γρά­φει για τον Γκόρ­κι, ότι κού­ρα­σε πια τους ανα­γνώ­στες του, επει­δή παρα­ή­θε­λε όλα να απο­δεί­χνο­νται, ότι ακό­μα και η αγα­νά­κτη­σή του έγι­νε τεχνη­τή, ότι ένοιω­θε την ανά­γκη όλο να διδά­σκει τους συμπα­τριώ­τες του, ότι πίστευε στην απο­στο­λή του ως δια­παι­δα­γω­γού ακό­μα κι αν αυτό έβλα­πτε την καλ­λι­τε­χνι­κή του αξία;

Ο Γκόρ­κι στη θεω­ρη­τι­κή του ανά­πτυ­ξη των πολι­τι­σμι­κών φαι­νο­μέ­νων της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας και του και­ρού του στα δύο κοι­νω­νι­κά συστή­μα­τα πραγ­μα­τεύ­τη­κε και πολ­λά άλλα θέμα­τα, που δεν χωρά­νε μέσα στα πλαί­σια ενός άρθρου. Ανα­φέ­ρου­με εν τάχει –στα­χυο­λο­γώ­ντας μονά­χα – τη θέση της γυναί­κας και πώς απει­κο­νί­ζε­ται στην αστι­κή λογο­τε­χνία και στη σοσια­λι­στι­κή, μισο­γυ­νι­σμός και αστι­κή τάξη, φασι­σμός-εθνι­κι­σμός-ρατσι­σμός, πώς να ασκεί­ται η κρι­τι­κή (όχι απλώς με έτοι­μα τσι­τά­τα από Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν και «ξεμπλέ­ξα­με»!), η τεχνο­λο­γία στην κουλ­τού­ρα του σοσια­λι­σμού σε σύγκρι­ση με τον τεχνο­κρα­τι­σμό της καπι­τα­λι­στι­κής Δύσης,  οικο­νο­μία και πνεύ­μα, ο ατο­μι­σμός στις διά­φο­ρες επο­χές της ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού και τί ρόλο παί­ζει στο σοσιαλισμό.

Συμπέρασμα

Η προ­σφο­ρά του Γκόρ­κι στον τομέα του πολι­τι­σμού ήταν πρω­το­πό­ρα, άνοι­γε δρό­μους ψάχνο­ντας να δώσει κουλ­του­ρι­κό θεω­ρη­τι­κό λόγο σ΄ ένα εντε­λώς νέο στην ιστο­ρία σύστη­μα κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης. Ο λόγος αυτός μπο­ρεί να είχε αδυ­να­μί­ες, να είχε υπερ­βο­λές στη νέα ορμή, να μην ήταν ολο­κλη­ρω­μέ­νος, να παρου­σί­α­ζε λάθη, αλλά ήταν και­νούρ­γιος, κοσμο­γο­νι­κός μαζί με τα φαι­νό­με­να που τον γέν­νη­σαν, οικου­με­νι­κός με τα παναν­θρώ­πι­να σοσια­λι­στι­κά ιδα­νι­κά του, που στα σπάρ­γα­να ακό­μα δεν μπο­ρού­σε παρά να ενο­χλή­σουν τον παλαιό κόσμο και τους εκπρο­σώ­πους του.

 

Πηγές:
— Μαξίμ Γκόρ­κι, Ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός, Εκδ. «Ειρή­νη», 1975
— Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρ­κι, Εκδ. «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», 2004
— Henri Troyat, Gorki, Εκδ. «Flammarion», 1986

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

«Δίνε το χέρι σε όποιον σηκώ­νε­ται», Μαξίμ  Γκόρ­κι (1868–1936)

«Δίνε το χέρι σε όποιον σηκώ­νε­ται» Μαξίμ Γκόρ­κι  (Β’ Μέρος)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο